Η θεολογία της Εικόνας

27 11 2009

 
ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Η Εκκλησία, έχοντας συνείδηση της πνευματικής αξίας και σημαντικότητος των αγίων εικόνων, ως μέσου αγιασμού και κοινωνίας των πιστών μετά των ιστορουμένων αρχετύπων, τις είχε ανέκαθεν σε μεγάλη εκτίμηση, ευλάβεια και σεβασμό. Θεωρούνται και είναι ένα σημαντικότατο εποπτικό μέσο διδασκαλίας, μια εικαστική γλώσσα της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται: «α γαρ ο λόγος της ιστορίας δι’ ακοής παρίστησι, ταύτα γραφική σιωπώσα δια μιμήσεως δείκνυσι». Μάλιστα η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τις άγιες εικόνες στο ίδιο επίπεδο με το Ευαγγέλιο και τον Τίμιο Σταυρό. Το θέμα των αγίων εικόνων απασχόλησε ανά τους αιώνας τους θεολόγους και τους ερευνητές και ιδίως κατά τον εικοστό αιώνα. Πραγματικά είναι σημαντικό να προβληθεί η σπουδαιότητα της εικόνας και η αξία που έχει για τον άνθρωπο ως μέλος της Εκκλησίας. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ας ψαύσουμε άκρω δακτύλω – εφόσον το παρόν πόνημα δεν αποτελεί μια συστηματική έρευνα του θέματος – τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για την εικόνα, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων και στα πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.
Η λέξη «εικόνα» προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «είκω» ή «έοικα» και σημαίνει ομοίωμα, δηλαδή αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση αλλά η αξία της βρίσκεται στην ομοιότητά της με το πρωτότυπο. «Άλλο γαρ εστί εικών και άλλο το εικονιζόμενον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η εικόνα λοιπόν, αποτελεί το αισθητό μέσο ανάμεσα στους πιστούς και στο πρωτότυπο, το οποίο είναι αθέατο γι’ αυτούς. Ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα διαχωρισμό της εικόνος σε «φυσική» και «τεχνητή» . Και τα δύο αυτά είδη εικόνων έχουν ένα κοινό γνώρισμα, την ομοιότητα με το πρωτότυπο που εικονίζουν. Διαφέρουν όμως στο εξής. Η ομοιότητα της φυσικής εικόνας προς το πρωτότυπο αναφέρεται στην ουσία του εικονιζομένου πρωτοτύπου, διατηρώντας την διαφορά ως προς την υπόσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα φυσικής εικόνας είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού σε σχέση με τον Θεό Πατέρα. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι «ο Χριστός εστίν εικών του Θεού του αοράτου»( Κολ. 1,15). Είναι δηλαδή ο Υιός «απαράλλακτος εικών του Όντος» όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ταυτίζεται με τον Θεό Πατέρα απόλυτα κατά την ουσία. Εκείνο που κάνει τον Υιό να διαφέρει από τον Πατέρα είναι η υπόστασίς Του και συγκεκριμένα το ιδίωμα του γεννητού. Από την άλλη πλευρά, η τεχνητή εικόνα ομοιάζει με το εικονιζόμενο πρόσωπο ως προς την μορφή αλλά διαφέρει ως προς την ουσία. Εφόσον η τεχνητή εικόνα αναφέρεται μόνο στην μορφή του εικονιζομένου προσώπου άρα αυτό που εικονίζεται δεν είναι η φύση αλλά η υπόσταση του πρωτοτύπου, όπως αναφέρει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «παντός εικονιζομένου, ουχ η φύσις, αλλ’ η υπόστασις εικονίζεται». Αυτή η ομοιότητα εικόνος και εικονιζομένου αποτελεί τον όρο ύπάρξεως της τεχνητής εικόνας. Γι’ αυτό και οι ορθόδοξες εικόνες δεν είναι γέννημα της φαντασίας του εκάστοτε καλλιτέχνη, αλλά τα πρωτότυπα (ο Κύριος, η Παναγία, οι Άγιοι) είναι ιστορικά πρόσωπα με τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά τους. Σαφέστατα παρατηρούν οι Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου: «Ιδόντες τον Κύριον, καθώς είδον, ιστορήσαντες εζωγράφησαν. Ιδόντες Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, καθώς είδον, αυτόν ιστορήσαντες εζωγράφησαν…».
Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να αναφερθούμε στη διάκριση της εικόνας από το είδωλο. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που αποκλείουν τον ταυτισμό εικόνας-ειδώλου. Πρώτον η ιστορικότητα των εικονιζομένων προσώπων και δεύτερον η ομοιότητα των εικόνων με τα αρχέτυπά τους. Κατά τον άγιο Νικηφόρο «το δε είδωλον ανυπάρκτων τινών και ανυποστάτων ανάπλασμα». Με άλλα λόγια, το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ένα φανταστικό πρόσωπο ενώ της εικόνας είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Οποιαδήποτε προσπάθεια απεικονίσεως του Κυρίου πριν την Σάρκωσή Του θα ήταν εσφαλμένη εφόσον δεν υπήρχε πρωτότυπο. Μετά, όμως, τη Σάρκωση του Λόγου του Θεού, δεν μιλάμε για είδωλο εφόσον ο Κύριος έλαβε συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή.
Σ’ αυτό το σημείο έσφαλλαν οι εικονομάχοι (726-843 μ.Χ.) διότι υποστήριζαν ότι μια εικόνα πρέπει να είναι της ίδιας φύσεως με το πρωτότυπο, διαφορετικά είναι είδωλο. Γι’ αυτό και θεωρούσαν ως εικόνα του Κυρίου μόνο τον Άγιο Άρτο και Οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Για τους ορθόδοξους όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λ. Ουσπένσκυ «Τα Τίμια Δώρα δεν μπορούν να αναγνωρισθούν σαν εικόνα του Χριστού, γιατί ακριβώς είναι ταυτόσημα με Αυτόν, που είναι το Πρωτότυπό τους». Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της εικονοκλαστικής συνειδήσεως επέφεραν και τα θρησκεύματα του Ιουδαϊσμού και Μωαμεθανισμού, εξαιτίας της ανεικονικής διδασκαλίας που τους διέκρινε. Κατηγορούσαν, μάλιστα, τους Χριστιανούς ως ειδωλολάτρες και δεισιδαίμονες. Γενικά το πρόβλημα των εικονομάχων ήταν ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το κοσμοσωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας. Ο Θεός έγινε άνθρωπος «ίνα τον άνθρωπο θεόν ποιήση». Εφόσον η εικόνα είναι μια τρανταχτή απόδειξη της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου, άρα η άρνηση της εικόνας κατ’ επέκταση σημαίνει την απόρριψη της εν Αγίω Πνεύματι ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Ο Ιησούς Χριστός προσέλαβε για την δική μας σωτηρία σάρκα και αίμα. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να τον ζωγραφίζουμε με βάση την συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή Του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χωρίζουμε την σάρκα Του από την θεότητά Του. Είναι πολύ λογικό, ότι αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο τότε είναι σαν να αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση Του. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης έλυσε το θεολογικό αυτό πρόβλημα διδάσκοντας, ότι η εικόνα εξεικονίζει όχι την φύση αλλά την υπόσταση του εικονιζομένου προσώπου.
Σημαντικό ακόμη στοιχείο για την σωστή κατανόηση της ορθοδόξου εικόνας είναι και η σημασία που αποδίδει η Εκκλησία στα πρότυπα των εικόνων της. Τα πρότυπα αυτά μπορούν να είναι μόνο τα ίδια τα ιστορικά πρόσωπα που εικονογραφούνται και ποτέ άλλα άσχετα πρόσωπα, όπως έγινε στη Δυτική εικονογραφία. Για όσους ζωγράφους δεν υπάρχουν κανόνες και όρια, το έργο τους μπορεί να μοιάζει με εικόνα, αλλά μπορεί να αγγίζει και τα όρια της βλασφημίας.
Ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Βεβαίως εδώ ο Άγιος αναφέρεται στην σχέση του Υιού προς τον Θεό Πατέρα, όμως η θέση αυτή χρησιμοποιήθηκε και από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο για τη δικαίωση των αγίων εικόνων. Σημειώνει η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, ότι η προσκύνηση των εικόνων είναι σχετική και τιμητική, ενώ η λατρευτική προσκύνηση αναφέρεται μόνο στον Θεό. Έτσι, λοιπόν, συμπερασματικά δεχόμαστε, ότι η τιμή της εικόνας του αγίου αναφέρεται στο πρωτότυπό της και μέσω του εικονιζομένου αγίου απονέμεται στον ίδιο τον Θεό.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η τυχόν αδεξιότης του αγιογράφου να αποδώσει επιτυχώς τα χαρακτηριστικά του εικονιζομένου προσώπου, δεν παραβλάπτει την λειτουργικότητα της εικόνας, διότι η προσκύνηση της εικόνας δεν αναφέρεται στις υπάρχουσες ατέλειες αλλά στην ταύτισή της με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, το τι κοινό έχει η εικόνα με το πρωτότυπό της. Αυτό ακριβώς διδάσκει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφοντας: «Ου γαρ ή υπολέλειπται της εμφερείας αλλ’ ή ομοίωται, η προσκύνησις».
Πάρα πολύ σημαντική παράμετρος στο θέμα των αγίων εικόνων είναι και η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ’ αυτές. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρατηρεί: «οι άγιοι και ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν Πνεύματος Αγίου και τελευτησάντων αυτών, η χάρις του Αγίου Πνεύματος ανεκφοιτήτως ένεστι και ταις ψυχαίς και τοις σώμασιν εν τοις τάφοις, και τοις χαρακτήρσι, και ταις αγίαις εικόσιν αυτών». Χάρις, λοιπόν, στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος στα εικονιζόμενα πρωτότυπα και οι εικόνες της Εκκλησίας είναι «Πνεύματος Αγίου πεπληρωμέναι». Συνεπώς πρέπει να προσέξουμε ότι οι εικόνες δεν είναι απλά αντικείμενα τέχνης αλλά εκφράζουν μια πνευματική πραγματικότητα, μας τονίζουν το σκοπό της χριστιανικής ζωής, που είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος. Βεβαίως, η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος στις εικόνες δεν είναι κατ’ ουσίαν αλλά χαρισματική. Όμως, η χάρις των εικόνων μετέχεται από τους πιστούς και τους αγιάζει. Κατά την θέα των εικονιζομένων προσώπων ο αγιασμός που πηγάζει από τις εικόνες γίνεται μεθεκτός από τους πιστούς, όχι βεβαίως κατά τρόπο μηχανικό. Βασικές προϋποθέσεις καρπώσεως αγιασμού είναι η πίστη και η εσωτερική καθαρότητα, με τις οποίες οι πιστοί προσεγγίζουν τους εικονιζομένους αγίους. Αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου: « ούτως καγώ δέχομαι και ασπάζομαι και περιπτύσσομαι τας ιεράς εικόνας, ως αρραβώνα της σωτηρίας μου ούσας». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι εικόνες αποτελούν αρραβώνα της σωτηρίας των πιστών λόγω της μετοχής αγιασμού των πιστών από την προσκύνηση των εικόνων.
Και σε αυτό το σημείο οι εικονομάχοι λόγω της αρνητικής τοποθετήσεως τους έναντι των εικόνων, γίνονται θεομάχοι, στερώντας τους πιστούς από μια βασική δυνατότητα για την πνευματική τελείωσή τους.
Ο Ρωμαιοκαθολικισμός απορρίπτοντας την διάκριση ανάμεσα στην άκτιστη ουσία, η οποία είναι αμέθεκτη και απρόσιτη, και στην άκτιστη χάρη του Θεού, η οποία είναι προσιτή από τους ανθρώπους, άφησε στο περιθώριο τη χαρισματική παρουσία του Θεού στις εικόνες και κατά συνέπεια τον αγιαστικό χαρακτήρα των εικόνων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, για τους οποίους οι δυτικοί ζωγράφοι χρησιμοποιούν στα έργα τους πρότυπα άσχετα από τα εικονιζόμενα πρωτότυπα και μάλιστα πολλές φορές ηθικώς διαβεβλημένα. Πολύ σωστά ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης παρατηρεί, ότι η δυτική ζωγραφική δεν αποτελεί παρακμή της πρωτοβουλίας του ζωγράφου αλλά παρεκτροπή της δυτικής θεολογίας, η οποία όμως αποτελεί έκφραση της εσφαλμένης εκκλησιαστικής ζωής της.
Τέλος, ας αναφερθούμε και στον πνευματικό χαρακτήρα των αγίων εικόνων της ορθοδόξου αγιογραφίας. Το θέμα αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό εαν εστιάσουμε την προσοχή μας στον σκοπό της ορθοδόξου ζωγραφικής. Η ορθόδοξη εικόνα περιγράφει την ύπαρξη του εικονιζομένου στην εσχατολογική του μορφή, εκφράζει την μακαριότητα του ανακαινισμένου εν Χριστω ανθρώπου. Όταν ερωτήθη ο αείμνηστος Φ. Κόντογλου γιατί η βυζαντινή τέχνη δεν είναι φυσική, απάντησε τα εξής: «Δεν είναι φυσική διότι δεν έχει σκοπό να εκφράσει μονάχα το φυσικό, αλλά και το υπερφυσικό».
Θέλοντας, λοιπόν, η Εκκλησία να μας εισαγάγει στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού, παραμέρισε από τις άγιες εικόνες το φυσικό κάλλος, την απεικόνιση του φυσικού ανθρώπου και προσπάθησε να μας διδάξει την πραγματικότητα και την αναγκαιότητα της αγιότητας. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος αμαύρωσε αυτό το εκ Θεού γνώρισμά του. Μέσα, όμως , στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο αμαρτωλός άνθρωπος πετυχαίνει πάλι την επιστροφή του στον κόσμο της μακαριότητος του καινού ανθρώπου, στο ανακαινισμένο κατ’ εικόνα. Αυτοί οι πραγματικά σημαιοφόροι της εν Χριστώ θεώσεως είναι οι Άγιοι, οι οποίοι πέτυχαν τον αγιασμό εις το μέγιστο, κατά το δυνατόν, βαθμό. Θέλοντας, λοιπόν, η ορθόδοξη αγιογραφία να αποδώσει το αρχέγονον κάλλος μετασχηματίζει την πραγματικότητα, εικονίζει το κατ’ εικόνα – όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν – όπως κατ’ ανάλογο τρόπο το ανακαινισμένο κατ’ εικόνα εικονίζει το Λόγο του Θεού, που είναι η φυσική εικόνα του Θεού Πατέρα. Για τους παραπάνω λόγους και τα εκφραστικά μέσα της αγιογραφίας ακολούθησαν το πνεύμα της. Οι αναλογίες των σωμάτων δεν είναι φυσικές – συνήθως τα σώματα είναι επιμήκη -, διακρίνουμε έντονο το στοιχείο της ολικής σχηματοποίησης, οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι φανερώνοντας μια βαθιά πνευματικότητα, υπάρχει έλλειψη της τρίτης διάστασης (προοπτική) ως βασικό αντινατουραλιστικό στοιχείο, χρήση του στοιχείου της λιτότητας στην σύνθεση, στα σχήματα, ως απόρροια ασκητικής διαθέσεως, αλλά και για να κυριαρχεί στην εικόνα το κεντρικό θέμα και άλλα πολλά στοιχεία, τα οποία στο σύνολό τους εκφράζουν την κατάσταση της Θείας χάριτος, την αγιότητα του προσώπου.
Δυστυχώς πολλοί σημερινοί Χριστιανοί έχουν παρεξηγήσει τις ορθόδοξες εικόνες ως αφύσικες και άσχημες. Σαφώς επηρεασμένοι από τις θρησκευτικές ζωγραφιές της Δύσης, δυσκολεύονται να συλλάβουν το πνευματικό νόημα της ορθόδοξης τέχνης. Παραμερίζουν το γεγονός, ότι τα εικονιζόμενα πρόσωπα ζουν πλέον σε ένα χώρο ουράνιο και άφθαρτο, όχι σ’ αυτόν εδώ τον εφήμερο και φθαρτό και δεν ευαισθητοποιούνται από τους λόγους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ότι «το εκ της σαρκός σαρξ εστιν», ενώ «το εκ του πνεύματος πνεύμα εστιν».
Ας κλείσουμε το θέμα μας με τις εύστοχες θεολογικές παρατηρήσεις του π. Βασιλείου Ιβηρίτη: «Η εικόνα έρχεται από μακριά και οδηγεί μακριά, στην υπέρβαση της εικόνας, στην κατάσταση την πέρα από τα φαινόμενα και τα νοούμενα, πέρα από τα σύμβολα και τους εικονισμούς. Αν η εικόνα μας έκλεινε στην ίδια την εικόνα, το σχήμα, το χρώμα, την αισθητική, την ιστορία, τον κτιστό κόσμο, θα ήταν είδωλο και δεν θα άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για την αναστήλωσή της. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Η λειτουργική εικόνα είναι συνέπεια και καρπός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και μαρτυρία, οδηγός της θεώσεως του ανθρώπου.

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/eikona_theologia.el.aspx





ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ-ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

22 11 2009





Το Σχολείο σήμερα ως Αγγαρεία, στο παρελθόν ως Σχόλη

16 11 2009

του Δρ. Βαγγέλη Μεννή

Μάλλον φοβόμαστε να συνειδητοποιήσουμε σκέψεις που αφορούν την ποιότητα της ελληνικής «παιδείας». Θα μας βγάλουν απ’ το βόλεμα και δεν υπάρχει άλλη ενέργεια για τρεχάματα, είμαστε ήδη κουρασμένοι. Η πραγματικότητα βέβαια είναι το ίδιο επιθετική άσχετα απ’ τις διαθέσεις μας. Μάθαμε ότι η λέξη Σχολείο προέρχεται απ’ το Σχόλη. Όταν οι έλληνες είχαν σχόλη σχετίζονταν με τη μάθηση και την τελειοποίηση της σκέψης. Παρήγαγαν σκέψη τότε οι άνθρωποι, γι’ αυτό μας απασχολούν ακόμη.

Ας κοιτάξουμε όμως τη σημερινή εμπειρία. Όποιος εργάζεται στην εκπαίδευση (αν και όπως είπε ένας καθηγητής στη LIFO εκπαίδευση κάνουμε σε σκυλιά) για χρόνια, βιώνει αλλεπάλληλους ιλίγγους. Το βασικότερο όμως είναι ό,τι αφορά τη Γλώσσα. Μια γλώσσα τριών χιλιάδων ετών, θα μπορούσε να είναι πηγή καλλιέργειας και ευαισθησίας… όμως ακυρώθηκε κι αυτή η δυνατότητα. Σε γραπτά ή προφορικά είναι εμφανής η απόσταση μεταξύ της σκέψης του μαθητή και της διατύπωσης. Καταλαβαίνουμε ότι ο μαθητής για να μιλήσει, δυσκολεύεται να οργανώσει τη σκέψη του, πολλές φορές άλλα θέλει να πει, άλλα λέει. Μάλλον αυτός είναι και ο λόγος που ζητούν από τα παιδιά να παπαγαλίζουν τη διατύπωση του βιβλίου, το αναφέρουν συνεχώς με αποστροφή δεκάδες βετεράνοι των πανελληνίων εξετάσεων. Το επώδυνο ερώτημα είναι: Αν δεν ξέρει ο αυριανός πολίτης ή επιστήμονας ελληνικά, ιστορία, μαθηματικά τότε τι κάνουν τα παιδιά στα σχολεία, γιατί τα συμπιέζουμε ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ, ποιο το αληθινό, χειροπιαστό αντίκρυσμα;

Το δράμα αφορά την τελευταία τάξη του Λυκείου. Οι μαθητές έχουν κάθε μέρα τρεις ώρες ιδιαίτερο. Είναι ανθρωπίνως αδύνατο να μελετήσουν για όλα, άρα θα αδιαφορήσουν για το σχολείο. Τότε γιατί να πηγαίνουν έξι βασανιστικές ώρες; Κι εμείς πως μπορούμε αποχαυνωμένοι να κλείνουμε τα μάτια σ’ αυτή την υποκρισία; Αν ζήσεις με ένα παιδί το Γολγοθά της Γ’ Λυκείου, αυτός του Χριστού απομυθοποιείται. Έχει και συνέχεια: στις εξετάσεις ρίχνουμε τις βάσεις ώστε να περάσουν με ό,τι έχουν προλάβει να αρπάξουν. Αυτό δεν είναι μόρφωση, είναι πανικόβλητη φυγή απ’ τη φλεγόμενη Ρώμη. Βέβαια δάσκαλοι με πάθος και αυταπάρνηση υπάρχουν, είναι λίγοι, είναι πολλοί ποιος ξέρει. Όμως το αποτέλεσμα είναι που μετράει. Φρίξαμε όλοι πέρυσι με την εκπομπή του Π. Τσίμα για τα Φινλανδικά σχολεία, νιώσαμε υπάνθρωποι.

Το πιο πιθανό είναι, ότι οι υποψήφιοι φοιτητές καίγονται στην προπόνηση του σχολείου. Μπαίνουν στο πανεπιστήμιο με αιματηρές θυσίες των ίδιων και των γονιών τους, αλλά μόλις γραφτούν, οι περισσότεροι αδιαφορούν πλήρως. ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΟΡΕΞΗ τα παιδιά, ακούει κανείς; Σε μια τάξη πενήντα ατόμων αν βλέπω πέντε σοβαρούς είναι ζήτημα. Οι υπόλοιποι «κάνουν αγγαρεία ποινήν εκτίουν», ίσως πάρουν τελικά επαγγελματικές δεξιότητες, αλλά όχι μόρφωση. Σπουδές δεν είναι να κάνεις αντιγραφή τις γνώσεις του καθηγητή, είναι να μάθεις πώς να παράγεις εσύ γνώση. Φθάσαμε στο σημείο και το πανεπιστήμιο να γίνει καταναλώσιμο αγαθό. Μόλις το αποκτήσεις παύεις να ενδιαφέρεσαι γι’ αυτό. Είδα ότι έβαλαν στο Υπουργείο Παιδείας τον τίτλο «Δια βίου μάθηση». Με ποιο τρόπο, αφού το σχολείο αποτρέπει τα παιδιά απ’ το διάβασμα; Δεν διαβάζουν οι έλληνες ούτε ένα βιβλίο το χρόνο, το ξέρουμε, το ζούμε.

Εμπειρίες είναι όλα τα παραπάνω και επαληθεύονται, όταν κοινωνούνται. Εμπειρία είναι και η περιρρέουσα αίσθηση ότι οι γονείς προσπαθούμε να κερδίσουμε λίγη απενοχοποίηση προσφέροντας στα παιδιά μηχανάκια, ακριβά ρούχα, άφθονα τρόφιμα. Μήπως πρέπει να ξαναδούμε τον ορισμό της μόρφωσης; Σύμφωνα με το βιβλίο του Καθηγητή Αφεντάκη: «Η αγωγή αποβλέπει στην υποβοήθηση της εκδίπλωσης της σωματικής, πνευματικής, συναισθηματικής, κοινωνικής, ηθικής, θρησκευτικής και πολιτικής πτυχής της προσωπικότητας. Η εν λόγω θετική επίδραση συνεπάγεται αλλαγή στη σκέψη και στην πράξη (βούληση) του νέου ανθρώπου, η οποία στη συνέχεια με τον εθισμό και την άσκηση θα σταθεροποιηθεί σε νέο τρόπο συμπεριφοράς» και επίσης «αν λείψει ο κατάλληλος ερεθισμός του περιβάλλοντος, η προδιάθεση είναι δυνατό να μην εκδηλωθεί, αλλά να παραμείνει σε υπνώττουσα κατάσταση». Χάνονται δηλαδή οι δυνάμεις του παιδιού, χωρίς μόρφωση, δεν βγαίνει στον ωκεανό να ταξιδέψει, μένει στην οργανωμένη πλαζ και παίζει με την πλαστική ξαπλώστρα.

Συμπέρασμα: ναι είναι φασισμός να γίνονται καταλήψεις, κανείς δεν έχει δικαίωμα να κλείνει ένα χώρο πνεύματος όσο κι αν αυτός έχει εκπέσει. Όμως είναι χειρότερος ο φασισμός των ενηλίκων προς τα παιδιά. Τους επιβάλλουμε μια δήθεν μόρφωση με αμέτρητα τραύματα (πόσοι πέσαμε θύματα ψυχικής ή σωματικής βίας στο σχολείο) και έντονο άγχος. Και το χειρότερο: τους πείθουμε ότι είναι μορφωμένοι επειδή έχουν ένα χαρτί. Έτσι φτάσαμε στους «αγράμματους πτυχιούχους των παν/μίων», το λέει ο Αξελός. Αν δεν ανέβει το επίπεδο της παιδείας, ποιος μπορεί πειστικά να υποστηρίξει ότι θα βιώσουμε κοινωνία, ότι οι ψηφάρπαγες κανίβαλοι θα σταματήσουν να βιάζουν τον ελληνισμό; Υπάρχει αλήθεια κάποιος εκεί έξω που μορφώνει ουσιαστικά τα παιδιά ή μήπως είναι μύθος κραυγαλέας αφέλειας όπως αυτός του μπαμπούλα;

Νοέμβριος 2009

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/index.php/Κατηγορίες/Ελλάδα-Διάφορα/Άρθρα/1559-Το-Σχολείο-σήμερα-ως-Αγγαρεία2c-στο-παρελθόν-ως-Σχόλη





Η Κτίση ως Ευχαριστία

15 11 2009

π. Iωάννης Ζηζιούλας

Aπόσπασμα από τις σελίδες (70-87)

1. Αντιλήψεις περί δημιουργίας κατά τους πρώτους αιώνες

«Δημιουργία» είναι ένας όρος, τον οποίο η χριστιανική θεολογία από την αρχή βρήκε κατάλληλο, για να αναφερθεί στην αρχή αυτού τού κόσμου. Πρόκειται για έναν όρο, που δείχνει ότι ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε, είναι έργο κάποιου – είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης προσωπικής αίτιας. Ο συνήθης ελληνικός όρος για τη δήλωση της αρχής του κόσμου είναι δημιουργία, αν και οι χριστιανοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω, προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο κτίση – μια λέξη που φέρνει στο νου μας εικόνες κατασκευής και ανεγέρσεως οικοδομής.

Η άποψη ότι ο κόσμος είναι «δημιουργία» κάποιου δεν ήταν καθόλου ιουδαϊκο-χριστιανική επινόηση. Η ιδέα ότι ο κόσμος ήταν δημιούργημα κάποιου δημιουργού ήταν ευρύτατα διαδεδομένη την εποχή της εξάπλωσης τού Χριστιανισμού, και αυτό που η Εκκλησία έπρεπε να κάνει δεν ήταν τόσο πολύ να επιμείνει σ’ αυτήν, όσο να εξηγήσει τον τρόπο, με τον οποίο εκείνη την εννοούσε. Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν ακόμα μερικοί άθεοι τον πρώτο και δεύτερο αιώνα μ.Χ., οι οποίοι ή θεωρούσαν τον κόσμο αποτέλεσμα κάποιων φυσικών νόμων και ήταν ικανοποιημένοι μ’ αυτή την εξήγηση (τέτοιοι ήταν οι «φυσιολόγοι», τους οποίους, παλαιότερα ο Πλάτων είχε στο νου του, όταν προέβλεπε γι’ αυτούς σκληρές τιμωρίες στους Νόμους του) ή, όπως οι Επικούριοι, απέδιδαν την ύπαρξη τού κόσμου σε καθαρή σύμπτωση. Αλλά όλοι αυτοί ήταν αμελητέοι, σχεδόν περιθωριοποιημένοι, μέσα στο διανοητικό περιβάλλον, στο οποίο βρέθηκε η πρώτη Εκκλησία, και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο οι χριστιανοί συγγραφείς δεν φαίνεται να ασχολούνται πολύ μ’ αυτούς. Οι βασικές αντιλήψεις περί δημιουργίας, τις οποίες η Εκκλησία αντιμετώπισε, και από τις οποίες έπρεπε να διαχωρισθεί, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Η μία ήταν η Γνωστική ερμηνεία της δημιουργίας, και η άλλη ήταν αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Πλατωνική ή κλασσικά ελληνική φιλοσοφική άποψη. Σ’ αυτές τις δύο απόψεις θα στραφούμε, για να δούμε με συντομία με ποιο τρόπο η χριστιανική αντίληψη περί δημιουργίας διαμορφώθηκε στην πρώιμη εκείνη περίοδο.
Ο Γνωστικισμός πίστευε ότι ο κόσμος, στον οποίο ζούμε, είναι τόσο διαποτισμένος με το κακό, τον πόνο, τη θλίψη κ.λ.π., ώστε είναι αδύνατο να έχει δημιουργηθεί από το Θεό Πατέρα, τού οποίου η αγαθότητα ουδέποτε θα επέτρεπε να δημιουργηθεί ένας τέτοιος κόσμος. Έτσι, για να απαλλάξουν το Θεό Πατέρα από κάθε ευθύνη για το κακό, που υπάρχει στον κόσμο, οι Γνωστικοί αποδίδουν τη δημιουργία τού κόσμου σε κατώτερους μεσάζοντες μεταξύ τού Θεού Πατέρα και τού κόσμου. Αυτός ονομάστηκε «δημιουργός» και θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη δημιουργία τού κόσμου.
Ό Γνωστικισμός πίστευε ότι η δημιουργία είναι κακή εξ ορισμού και δεν υπάρχει κανένας λόγος να σωθεί, ειδικά όσον αφορά στην υλικότητά του. Σύμφωνα με κάποιο γνωστικό μύθο, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε προτού να δημιουργηθεί ο υλικός κόσμος, και η παρούσα υλική σύσταση της ύπαρξής του προκάλεσε την πτώση του. Η σωτηρία επιτυγχάνεται με τη γνώση (γι’ αυτό και ονομάστηκε η αίρεση αυτή «Γνωστικισμός»), μια μυστική γνώση της αλήθειας, που δίδασκαν οι δάσκαλοι των Γνωστικών σχολών. Μόνο με τη φυγή από το χρόνο και το χώρο μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος. Η φροντίδα για τον υλικό κόσμο είναι το πιο παράλογο και αμαρτωλό πράγμα που υπάρχει. Όσο πιο γρήγορα απαλλαγεί κανείς από τον υλικό κόσμο τόσο καλύτερα.
Είναι σε όλους γνωστό ότι η Εκκλησία πήρε αρνητική θέση απέναντι στο Γνωστικισμό. Μεγάλοι θεολόγοι της εποχής εκείνης, ιδιαίτερα ο Άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος της Λυών στο τέλος του 2ου αιώνα, έγραψαν πραγματείες εναντίον των Γνωστικών. Το αποτέλεσμα αυτής της αντι-Γνωστικής πολεμικής ήταν να διατυπωθούν αλήθειες, που περιλήφθηκαν στα βαπτισματικά Σύμβολα της πίστεως στις τοπικές Εκκλησίες, και που τελικά αποτέλεσαν τα άρθρα τού Συμβόλου της Πίστεως, που χρησιμοποιούμε σήμερα στη λατρεία. Μ’ αυτά τα άρθρα πίστεως ομολογούμε ότι ο Θεός Πατέρας δημιούργησε τον υλικό κόσμο («Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα… ποιητήν ουρανού και γης»), και κατά συνέπεια ο υλικός κόσμος («ορατών τε και αοράτων») είναι «καλός λίαν», αφού έγινε από τον ίδιο τον Θεό Πατέρα. Το κακό είναι φυσικά ένα πρόβλημα. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος είναι κακός εκ φύσεως, και ότι δεν είναι δημιούργημα του Θεού. Η Εκκλησία, λοιπόν, έπρεπε να βρει άλλους τρόπους να εξηγήσει την παρουσία τού κακού, χωρίς να την αποδίδει ούτε στον Θεό ούτε στον υλικό κόσμο. Γι’ αυτό το θέμα θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε περισσότερα αργότερα.
Αυτά για τους Γνωστικούς, οι οποίοι εισήγαγαν ένα χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τη Δημιουργία. Ο Πλατωνισμός και η επικρατούσα την εποχή εκείνη κλασσική ελληνική σκέψη πήραν την εντελώς αντίθετη θέση. Γι’ αυτούς όχι μόνο το χάσμα ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο στένευε σε σημείο που συχνά εξαφανιζόταν τελείως, αλλά ο κόσμος διαποτιζόταν από τη θεία παρουσία σε όλα τα σημεία του. «Όλα είναι γεμάτα από θεούς». Μερικοί ταύτιζαν τον κόσμο με το Θεό σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν χρειαζόταν κάποιο δόγμα για τη δημιουργία. Άλλοι, όπως ο Πλάτων, πίστευαν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από κάποιον, τον οποίον ο ίδιος ονόμαζε Πατέρα, ή Νου, ή Δημιουργό, και ο οποίος έκανε τον καλύτερο κατά το δυνατόν κόσμο — σίγουρα, όχι τον εντελώς τέλειο, δεδομένου ότι είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από ύλη και περιορισμένος στο χώρο, δύο πράγματα που αναπόφευκτα περιόριζαν το δημιουργό. Έτσι ο υλικός κόσμος, κατά την πλατωνική άποψη, είναι καλός και όμορφος, όμως μόνο μέχρι τού σημείου, που συμμετέχει στην απόλυτη αγαθότητα και ομορφιά, που βρίσκεται έξω από τον υλικό κόσμο, στον κόσμο των ιδεών, στον οποίο μπορούμε να φτάσουμε μέσα από το στοχασμό και τη διανοητική κάθαρση, σε μια ανοδική πορεία από τον αισθητό κόσμο στον πνευματικό και ιδεατό. Ο καθαρός Πλατωνισμός πήρε θετική θέση απέναντι στον υλικό κόσμο σαν μέσο που μας προσφέρει την κλίμακα, για ν’ ανέβουμε ψηλότερα. Ο Νεοπλατωνισμός λίγο αργότερα έδειξε δυσπιστία στον υλικό κόσμο, και τον αντιμετώπισε αρνητικά.
Η Εκκλησία δεν αντέδρασε στον Πλατωνισμό με τον ίδιο πολεμικό τρόπο, που βλέπομε ότι αντέδρασε στον Γνωστικισμό. Φάνηκε να της αρέσει η ιδέα ότι ο κόσμος αποδίδεται σε κάποιο «δημιουργό» (ονομαζόμενο μάλιστα από τον Πλάτωνα «Πατέρα») και μερικοί από τους μεγαλύτερους θεολόγους της, όπως είναι ο Άγιος Ιουστίνος τον δεύτερο αιώνα, φαίνεται να υπερασπίζονται τον Πλατωνισμό σε όλα σχεδόν τα θέματα, και ιδιαίτερα στο θέμα της δημιουργίας. Όμως θα ήταν λάθος να νομίσει κανείς ότι η Εκκλησία των πρώτων αιώνων είχε δεχτεί την πλατωνική ή την αρχαία ελληνική άποψη περί κόσμου, γιατί οι διαφορές ήταν πολύ βαθειές και σχετίζονται άμεσα με το θέμα, που συζητούμε στη σειρά αυτών των ομιλιών. Ας τις εξετάσουμε με συντομία.

2. Δημιουργία με κάποια «αρχή»

Αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στα θέματα τα σχετικά με τη δημιουργία, που χώριζαν την Εκκλησία από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πιθανόν να εντοπίσουμε την καρδιά τού προβλήματος και την κρίσιμη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο στο ερώτημα αν ο κόσμος είχε κάποια αρχή η όχι. Αυτό το ερώτημα, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε σ’ αυτή την ομιλία, έχει συνέπειες που φτάνουν τόσο μακριά, ώστε θα μπορούσε κανείς να πει ότι συνιστούν μία από τις πιο σπουδαίες πλευρές της σχέσεως ανάμεσα στη χριστιανική Θεολογία και στο οικολογικό πρόβλημα.

Ότι ο κόσμος είχε κάποια αρχή, με την απόλυτη έννοια, φαινόταν εντελώς ανόητο και παραλογισμός για όλους τους σκεπτόμενους αρχαίους Έλληνες. Όπως ο καθηγητής Richard Sorabji, στη γνωστή μελέτη του «Χρόνος, Δημιουργία και Συνέχεια» υπογραμμίζει, η άποψη πως το σύμπαν είχε κάποια αρχή «απορρίφθηκε στην αρχαία. Ελλάδα απ’ όλους όσοι ήταν έξω από την ιουδαϊκο-χριστιανική παράδοση». Για όλους τους αρχαίους Έλληνες ο κόσμος ήταν αιώνιος. Μπορεί κάποιος να πει πως ο Πλάτων στον Τίμαιο (τον περίφημο διάλογο του, που έχει σχέση με τη δημιουργία) δέχεται την ιδέα της αρχής στη δημιουργία, αλλά το γεγονός είναι ότι αυτή η αρχή, όπως όλες οι θεωρίες περί αρχής στην αρχαία ελληνική σκέψη, δεν ήταν απόλυτη, αφού προϋπέθετε πάντοτε κάτι, από το οποίο ο κόσμος (η κάθε τι το υλικό) δημιουργήθηκε. Στην περίπτωση τού Πλάτωνα (στον Τίμαιο) αυτό το προϋποτιθέμενο «κάτι», που χρησιμοποίησε ο δημιουργός, για να κάνει τον κόσμο, ήταν η ύλη, οι ιδέες και ο χώρος. Όλα αυτά όμως περιορίζουν την ελευθερία του δημιουργού. Επομένως η δημιουργία ήταν άναρχη, και παρά το ότι τα επιμέρους όντα μπορεί να πει κανείς ότι έχουν αρχή, ο κόσμος σαν ολότητα δεν είχε αρχή.

Η Εκκλησία και οι Πατέρες πήραν αρνητική στάση ως προς αυτή τη θεωρία. Πίστευαν ότι περιοριζόταν η ελευθερία τού Θεού κατά τη δημιουργία, αφού σ’ αυτήν ο Θεός είχε να κάνει με προ-υπάρχουσα ύλη και άλλους περιορισμούς. Κάτι τέτοιο έκανε τον Θεό και τον κόσμο να συνυπάρχουν αιώνια, κατά κάποιον τρόπο.

Έπρεπε λοιπόν, να τροποποιήσουν τον Πλατωνισμό σ’ αυτό το θέμα, αν ήθελαν να παραμείνουν κατά κάποιο τρόπο «Χριστιανοί Πλατωνικοί». Τέτοια τροποποίηση είχε ήδη γίνει από αυτό που oνομάζουμε «Μέσο-Πλατωνισμό» (οι Πλατωνικές σχολές των δύο πρώτων αιώνων μ.Χ., πριν εμφανιστεί ο Νεοπλατωνισμός τον τρίτο αιώνα) και με τον περίφημο Ιουδαίο φιλόσοφο της Αλεξάνδρειας τον πρώτο μ.Χ. αιώνα, τον Φίλωνα. Η τροποποίηση περιλάμβανε την απόρριψη της ιδέας ότι η ύλη δεν δημιουργήθηκε από το Θεό, και την πρόταση ότι οι ιδέες τού Πλάτωνα, βάσει των οποίων ο Θεός έδωσε μορφή στη δημιουργία, ήταν σκέψεις στο νου τού Θεού. Αυτή η τροποποίηση απομάκρυνε κατά ένα μεγάλο μέρος, τις πιο προκλητικές για τη χριστιανική σκέψη πλευρές τού πλατωνικού δόγματος περί δημιουργίας, αλλά ακόμα έμειναν αρκετά που έκαναν τον Πλατωνισμό απαράδεκτο από την Εκκλησία σ’ αυτό το θέμα. Πού βρισκόταν το πρόβλημα;

Το αληθινό πρόβλημα φανερώθηκε, όταν οι χριστιανοί Πλατωνικοί, όπως ο Ωριγένης στην Αλεξάνδρεια (τρίτος αιώνας) εξέθεσε τη θεωρία μιας αιώνιας δημιουργίας με βάση την πίστη, που αναφέραμε παραπάνω (ότι δηλαδή οι ιδέες η οι λόγοι, βάσει των οποίων δημιουργήθηκε ο κόσμος, ήταν στη σκέψη τού Θεού), και προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα «Πώς θα μπορούσε ο Θεός να είναι αιώνια παντοδύναμος, αν δεν είχε κάποιο κόσμο, πάνω στον οποίο να ασκεί τη δύναμή του;» Αυτό, όχι μόνο οδήγησε τον Ωριγένη στη θεωρία, που επίσημα καταδικάστηκε από την Εκκλησία λίγους αιώνες μετά, ότι οι ψυχές προϋπήρχαν αιώνια, αλλά επίσης έδειξε καθαρά τους κινδύνους, που ενυπήρχαν σε κάθε δόγμα περί δημιουργίας, το οποίο δεν προϋπέθετε μια ριζική και απόλυτη αρχή. Όπως το τοποθετεί ο αείμνηστος π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, το δόγμα τού Ωριγένη για τη δημιουργία υπονοούσε ότι δίπλα στο Θεό υπήρχε πάντα, αιώνια ένα μη-εγώ, ένας μη-Θεός, πράγμα που σήμαινε ότι ο Θεός ήταν δημιουργός εξ ανάγκης, και όχι εξ ελευθερίας: αν δεν δημιουργούσε τον κόσμο δεν θα ολοκληρωνόταν ως Θεός, δεν θα ήταν Θεός. Η έννοια τού Θεού και η έννοια του κόσμου εφάπτονται μεταξύ τους μ’ αυτόν τον τρόπο, και η ειδωλολατρία κάνει έτσι την εμφάνιση της, μεταμφιεσμένη σε χριστιανικό δόγμα.

Έτσι, η ιδέα ότι ο κόσμος έχει κάποια αρχή έπρεπε να γίνει δεκτή κατά τρόπο απόλυτο. Αλλά πώς μπορούσε αυτή η απόλυτη έννοια να περιγραφεί; Και πως μπορούσε να έχει νόημα και να μην οδηγήσει σε παραλογισμό, όπως πίστευε η αρχαία ελληνική σκέψη; Και πάνω απ’ όλα πώς μια τέτοια ιδέα απόλυτης αρχής επηρεάζει την ύπαρξή μας στον κόσμο αυτό και, τελικά, την τύχη τού κόσμου; Αυτά είναι ερωτήματα, στα οποία θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας.

3. Δημιουργία «εκ του μηδενός»

Η ιδέα ότι ο κόσμος είχε μια απόλυτη αρχή θα μπορούσε να διατυπωθεί μόνο με την έκφραση: ο κόσμος δημιουργήθηκε «εκ τού μηδενός», ex nihilo. Αλλά τι σημαίνει «μηδέν» στην περίπτωση αυτή; Μπορεί να γίνει κάτι από το τίποτε; Οι αρχαίοι Έλληνες απαντούν κατηγορηματικά: όχι. Οι Χριστιανοί έπρεπε να βρουν τρόπους να κάνουν πειστική αυτή τη διατύπωση. Μερικοί απ’ αυτούς τους τρόπους δεν εξασφάλιζαν πάντα τον απόλυτο χαρακτήρα τού «μηδενός», αλλά υπέκυπταν έμμεσα στη λογική της ελληνικής σκέψεως, η οποία δεν μπορούσε να δεχτεί αυτή την ιδέα, και την έβρισκε παράλογη. Ήδη στους Νεοπλατωνικούς συναντάμε μια τέτοια αντίληψη της δημιουργίας «εκ του μηδενός», αλλά αυτοί τη δέχονταν με την έννοια ότι η άναρχη δημιουργία θα μπορούσε να γίνει από τον Θεό, χωρίς να προέλθει από κάτι. Ο Θωμάς Ακινάτης τον Μεσαίωνα έδωσε νόημα στο «μηδέν», που το θεωρεί, λίγο-πολύ, σαν μια πηγή, από την οποία προήλθε η δημιουργία. Ενώ ο Karl Barth στην εποχή μας – αν μελετηθεί προσεκτικά – φαίνεται να δέχεται το «μηδέν» σαν ένα είδος κενού, το οποίο απέκρουσε προαιώνια ο Θεός προς χάριν τού Ιησού Χριστού, «εν τω οποίω και δια του οποίου» δημιούργησε τον κόσμο.

Όλες αυτές οι ερμηνείες για τη δημιουργία «εκ του μηδενός» δεν θα πρέπει να ταυτισθούν με αυτά που ο Άγιος Ειρηναίος και οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας εννοούσαν, όταν χρησιμοποιούσαν αυτή την έκφραση. Σκοπός τους ήταν τότε να διευκρινίσουν ότι τίποτε απολύτως δεν υπήρχε πριν από τη δημιουργία. Κανένα απολύτως γεγονός, εκτός από την ελεύθερη θέληση του Θεού, δεν υπήρχε ούτε συνετέλεσε, με οποιονδήποτε τρόπο, στη δημιουργία τού κόσμου.

Για να γίνει κατανοητό αυτό το «εκ τού μηδενός», οι αρχαίοι χριστιανοί θεολόγοι έπρεπε να ξεκαθαρίσουν ένα σημείο: ο χρόνος και ο χώρος είναι πράγματα που αρχίζουν να υπάρχουν μαζί με τη δημιουργία. Δεν έχει κανένα νόημα το ερώτημα: «τι έκανε ο Θεός πριν από τη δημιουργία;», αφού δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το «πριν» ή το «μετά» μέχρι να εμφανισθεί η δημιουργία. Ο χρόνος και ο χώρος είναι έννοιες, που έχουν σχέση με την «αρχή» και ο,τιδήποτε δεν είχε αρχή δεν μπορούσε να μετρηθεί με τέτοια μέτρα. Έτσι, φαίνεται πως με την αποβολή τής θέσεως ότι ο κόσμος είχε μια αρχή, οι χριστιανοί αναζητούσαν κάποια έννοια τού χρόνου, βάσει της οποίας:

α) ο χρόνος να είναι δεμένος οργανικά με το χώρο — κάτι που ο Πλατωνισμός, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε να δεχτεί

και β) να χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον κτιστό κόσμο — όπως συμβαίνει επίσης στην περίπτωση τού χώρου — και μαζί, χρόνος και χώρος, να διαποτίζουν και να επηρεάζουν αποφασιστικά την ύπαρξη ολοκλήρου τού σύμπαντος.

Επομένως, δεν υπάρχει τρόπος για τον κόσμο να αποδράσει από το χώρο και το χρόνο ή από την προϋπόθεση της «αρχής», η οποία καθορίζει όλα τα όντα τού κόσμου. Τα δημιουργήματα εξ ορισμού υπάγονται σ’ αυτές τις συνθήκες, oι οποίες όχι μόνο σημαδεύουν τη διαφορά ανάμεσα στο Θεό και στον κόσμο, στα κτιστά και τα άκτιστα όντα, αλλά καθορίζουν επίσης τον κόσμο υπαρξιακά. Ακριβώς σ’ αυτές τις υπαρξιακές συνθήκες τών όντων, που δημιουργήθηκαν «εκ τού μηδενός», θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας, γιατί έχουν άμεση σχέση με το θέμα μας.

Τι σημαίνει υπαρξιακά ότι δημιουργηθήκαμε «εκ τού μηδενός»; Πώς «βιώνει» ο κόσμος το γεγονός ότι είχε κάποια αρχή; Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με συντομία στο ερώτημα αυτό τονίζοντας τα εξής σημεία:

(α) Αν πάρουμε τον κόσμο σαν μια «ολότητα», σαν μια οντότητα καθεαυτή — πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, αν τον θεωρούμε πεπερασμένο και εντελώς άλλον από τον Θεό — τότε το γεγονός ότι ο κόσμος έχει κάποια αρχή μας αναγκάζει να βάλουμε μια οροθετική γραμμή, ένα σημείο εκκινήσεως, τουλάχιστον στην αρχή του. Ένα κλασσικό λογικό αξίωμα θα μας υποχρέωνε να βάλουμε μια οροθετική γραμμή, ένα σημείο στάσεως, στο τέλος επίσης, γιατί σύμφωνα μ’ αυτό το αξίωμα, ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος. Αλλά και αν ακόμα παραμερίσουμε αυτό το αξίωμα, η ιδέα τού πεπερασμένου, που συνδέεται εξ ορισμού με το κτιστό, σημαίνει ότι στην ίδια την έννοια τού κτιστού βρίσκεται, μαζί με την ιδέα της αρχής και η ιδέα τού τέλους. Όλα αυτά σημαίνουν ότι το κτιστό αυτό καθεαυτό (η προϋπόθεση τούτη είναι αποφασιστικής σπουδαιότητας, όπως θα δούμε, γιατί τα πράγματα είναι διαφορετικά στην περίπτωση, που δεν πάρουμε το κτιστό «καθεαυτό») αποτελεί μια οντότητα περιτριγυρισμένη και εξαρτημένη από το μηδέν: προήλθε από το μηδέν και θα επιστρέψει στο μηδέν.
Ονομάσαμε αυτή τη συνέπεια της δημιουργίας «υπαρξιακή», όχι γιατί έχουμε υπόψη μας κάποιες συγκεκριμένες φιλοσοφικές σχολές που ονομάζονται έτσι, αλλά γιατί δεν υπάρχει πραγματικά άλλος τρόπος να μιλήσουμε για το σύμπαν, παρά μόνο όταν κατά κάποιο τρόπο το προσωποποιήσουμε και τού αποδώσουμε κατηγορίες προερχόμενες από την εμπειρία μας. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να αποφύγουμε να συνδέσουμε την εξαφάνιση κάποιου όντος με την εμπειρία τού θανάτου η το αντίθετο, να συνδέσουμε το θάνατο με τον αφανισμό και την απώλεια κάποιου όντος. Αν το σύμπαν νοηθεί σαν μια ορισμένη πεπερασμένη οντότητα, αυτή η ίδια η δυνατότητα της κατανοήσεως και «συλλήψεως» του από το νου μας υπονοεί την τοποθέτηση ενός είδους οροθετικής γραμμής γύρω του. Αλλά οι οροθετικές γραμμές, που επιτρέπουν τη διανοητική «σύλληψη», συνεπάγονται υπαρξιακά την εμπειρία τού «πριν» και τού «μετά», την εμπειρία της αρχής και τού τέλους αυτού που κατανοούμε και «συλλαμβάνουμε», δηλαδή κάτι ανάλογο με την εμπειρία της γεννήσεως και τού θανάτου του. Έτσι ο κόσμος, έχοντας απόλυτη αρχή, κρέμεται στο κενό, και δεν μπορεί να αποφύγει την απειλή τού θανάτου. Το σύμπαν δεν είναι αιώνιο ούτε ως προς την αρχή ούτε ως προς το τέλος του. Είναι θνητό, και η θνητότητα, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι τόσο απόλυτη όσο και η έννοια τού όρου «μηδέν» — σημαίνει τον ολικό αφανισμό.

(β) Αν δεν πάρουμε τον κόσμο σαν ολότητα, σαν μια οντότητα καθεαυτή, αλλά κοιτάξουμε στο εσωτερικό του, δηλαδή σε ό,τι συμβαίνει, θα λέγαμε, μέσα του (στα επιμέρους), θα παρατηρήσουμε τις ίδιες ακριβώς συνέπειες της «εκ τού μηδενός» δημιουργίας. Όπως ακριβώς ο κόσμος στην ολότητα του είχε κάποια αρχή, έτσι και κάθε ένα ξεχωριστό ον αυτού τού κόσμου, εξαρτάται από μια αρχή, η οποία το απειλεί με αφανισμό. Η χωρο-χρονική δομή τού σύμπαντος «βιώνεται» από όλα και από όλους μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο ως ο τρόπος, με τον οποίο τα όντα αποχτούν το «είναι» τους και συγχρόνως το «μη είναι» τους. Ο πατέρας μου ήταν ενωμένος μαζί μου δια μέσου τού χρόνου, και δια μέσου τού ίδιου χρόνου χωρίστηκε από μένα με το θάνατο του.
Ο ίδιος χώρος, που με ενώνει μαζί σας την στιγμή αυτή, με χωρίζει από εσάς. Τα όντα ενώνονται και χωρίζουν με τα ίδια μέσα. Χώρος και χρόνος είναι αποκλειστικά χαρακτηριστικά τού κτιστού, και αυτό αφορά σε κάθε ένα κτίσμα, για το οποίο μπορούμε να πούμε πως έχει δική του ταυτότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει κτιστό ον χωρίς χώρο και χρόνο, και αυτό — εκτός αν ο χώρος και ο χρόνος υπήρχαν πάντοτε, δηλαδή εκτός αν όλα ήταν άναρχα — αποδεικνύει όλα τα κτιστά τελικά «μη όντα».
Θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς ότι το μηδέν, από το οποίο προήλθε ο κόσμος, διαπερνάει και επηρεάζει κάθε μια ύπαρξη στο σύμπαν. Ο θάνατος έρχεται ως απειλή επανόδου στο μηδέν, από το οποίο προήλθε ο κόσμος, παρά το γεγονός ότι νέες οντότητες μπορεί να προέλθουν από τις παλιές που πέθαναν. Διότι ούτε το γεγονός ότι τα είδη αναπαράγονται μπορεί να μεταβάλει το γεγονός ότι ένας συγκεκριμένος πρόγονος Α δεν υπάρχει πλέον ως ιδιαίτερη ταυτότητα μετά το θάνατο του, ούτε — ακόμα χειρότερα — η επάνοδος ενός πτώματος στη γη «εξ ης ελήφθη», για να μεταβληθεί σε βασικά χημικά συστατικά για τη σύσταση, άλλων όντων, μπορεί να αποτελέσει παρηγοριά για το θάνατο ενός συγκεκριμένου όντος. Ο θάνατος σημαίνει τον αφανισμό, ακριβώς γιατί ο κόσμος προερχόμενος από το μηδέν, με το οποίο είναι διαποτισμένος, δεν κατέχει καμιά δύναμη από τη φύση του να ξεπεράσει το μηδέν.
Ο Πλάτων έπρεπε να χρησιμοποιήσει την ιδέα της αθανασίας σαν φυσικό χαρακτηριστικό της ψυχής, για να εξασφαλίσει την υπέρβαση τού θανάτου στο σύμπαν. Ο Αριστοτέλης, αφού αρνήθηκε μέχρις ενός σημείου αυτή την πίστη τού δασκάλου του, έπρεπε να βασισθεί στην αθανασία τού είδους δια μέσου της αναπαραγωγής, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα τού θανάτου. Με τους τρόπους αυτούς ο κόσμος ως ολότητα θα μπορούσε να πετύχει την αθανασία, αλλά δυστυχώς, σε βάρος των συγκεκριμένων όντων. Αλλά ο Χριστιανός; Τι θα μπορούσε να κάνει ο Χριστιανός για να εξασφαλίσει την υπέρβαση τού θανάτου ως απειλή αφανισμού των συγκεκριμένων όντων, αφού δεν υπάρχει αιώνιο και αθάνατο στοιχείο στη φύση των κτιστών, δεδομένου ότι όλα τα κτιστά όντα — περιλαμβανομένων των ψυχών, τού είδους και της ύλης — είχαν κάποια αρχή; Είναι τραγικό, αλλά μια και αποδεχθήκαμε το δόγμα της δημιουργίας «εκ τού μηδενός», δεν θα μπορέσουμε να βρούμε κάτι σ’ αυτό τον κόσμο, που να μην είναι στη φύση του θνητό και — αυτό είναι πολύ πιο σπουδαίο — δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το θάνατο σαν κάτι λιγότερο από τη φορά προς, τον ολοκληρωτικό αφανισμό. Εδώ βρίσκουμε τα λόγια τού Unamuno, πολύ αποκαλυπτικά:

«Μπορώ να πω ότι ως νέος, ακόμα και ως παιδί, έμενα ασυγκίνητος,
όταν μου έδειχναν τις πιο εντυπωσιακές εικόνες της κολάσεως,
γιατί ακόμα και τότε τίποτε δεν μου φαινόταν τόσο φρικιαστικό όσο το μηδέν».

Αυτά τα λόγια μπορεί εύκολα να θεωρηθούν σαν μια καθαρά ψυχολογική αντιμετώπιση τού θέματος, τού θανάτου, και έτσι να απορριφθούν από την καθαρή διανόηση. Αλλά η ψυχολογική πλευρά του θανάτου — που μπορεί η όχι να παίξει κάποιο σπουδαίο ρόλο ανάλογα με τον άνθρωπο και τη διάθεση του τη συγκεκριμένη στιγμή — δεν είναι το μόνο πράγμα, στο οποίο παραπέμπουν τα λόγια αυτά του Unamuno. Αυτά τα λόγια μεταφέρουν πιστά το μήνυμα της χριστιανικής θεολογίας, ότι ο κόσμος ως ολότητα — όπως και τα επιμέρους όντα αυτού τού κόσμου — τελούν κάτω από την απειλή τού μηδενός, γιατί δημιουργήθηκαν «εκ τού μηδενός» με την απόλυτη έννοια της λέξεως «μηδέν». Ο κόσμος δεν έχει μέσα του φυσική δύναμη, που θα μπορούσε να τον κάνει να ξεπεράσει αυτή την κατάσταση. Γιατί, αν αυτό γινόταν, τότε θα ήταν αθάνατος και αιώνιος εκ φύσεως. Δεν θα είχε αρχή με την απόλυτη έννοια, όπως πολύ σωστά παρατήρησαν οι αρχαίοι Έλληνες. Ένας Χριστιανός που επιθυμεί να έχει και τα δύο, και το δόγμα της «εκ του μηδενός» δημιουργίας και την πίστη ότι ο κόσμος κατέχει στη φύση του κάποια μέσα για αιώνια ύπαρξη, καταντά αναπόφευκτα λογικά αντιφατικός. Γιατί μια τέτοια άποψη θα σήμαινε ότι ο αιώνιος Θεός δημιούργησε έναν αιώνιο κόσμο, δηλαδή έναν άλλο Θεό κατά φύση, πράγμα που οδηγεί στην πλήρη απόρριψη τού δόγματος της δημιουργίας «εκ του μηδενός» και την ίδια στιγμή στην κατάργηση της διαφοράς ανάμεσα στα κτιστά και άκτιστα όντα — μια διαφορά στην οποία επέμενε πάρα πολύ ολόκληρη η πατερική παράδοση.

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/index.php/Πρόσωπα/π-Ζηζιούλας/Βιβλιογραφία/503-2008-11-03-21-04-05





Πίστευε και ερεύνα;

15 11 2009

του Άλκη Γαλδαδά  

Τα θρησκευτικά δόγματα μοιάζουν εξ ορισμού αντίθετα με κάθε έννοια επιστημονικών ανακαλύψεων που αλλάζουν την εικόνα μας για τον κόσμο. Και όμως υπάρχουν κορυφαίοι επιστήμονες οι οποίοι προσπαθούν να «παντρέψουν» τη θρησκεία με τη γνώση ενώ άλλοι τούς χλευάζουν αρνούμενοι κάθε τι μετα-φυσικό 

Στον πόλο των θρησκευομένων επιστημόνων τοποθετείται ο Πολ Ντέιβις, από τους γνωστότερους φυσικούς στον κόσμο, καθηγητής Φυσικής Φιλοσοφίας στο Κέντρο Αστροβιολογίας στο Σίδνεϊ τη Αυστραλίας αλλά και επισκέπτης καθηγητής στο Ιmperial College του Λονδίνου με είκοσι επτά βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης, μερικά από αυτά μεταφρασμένα και στα ελληνικά. Βασικός άξονας σε όσα γράφει είναι πάντα το ότι η επιστήμη και ιδιαίτερα οι Θετικές Επιστήμες μπορούν να βοηθήσουν ώστε κάποια πράγματα που λέγονται από τους θεολόγους να αποκτήσουν και μια επιστημονική υπόσταση. Διότι τώρα οι γνώσεις μας γύρω από την Κοσμολογία αλλά και τον μικρόκοσμο των μορίων έχουν προχωρήσει τόσο ώστε να μπορούμε να ψάχνουμε το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης χωρίς να απορρίπτουμε την ύπαρξη του Θεού. 

Ανυπαρξία και χωροχρόνος 
Ενα τέτοιο παράδειγμα δίνει ο Πολ Ντέιβις στο βιβλίο του με τον εύγλωττο τίτλο: «Θεός και Μοντέρνα Φυσική» (εκδόσεις Κάτοπτρο), όταν γράφει ότι: «(Οι μικροσκοπικές διαστάσεις των ατόμων και η συμπεριφορά της ύλης που εμφανίζεται σε αυτές, μας κάνουν να λέμε ότι είναι) ο κβαντικός παράγοντας που επιτρέπει να συντελούνται στον ατομικό κόσμο συμβάντα χωρίς αίτια (και) μας επιτρέπει πλέον να δεχόμαστε ότι μπορεί να εμφανιστούν σωματίδια χωρίς ειδικό λόγο (δηλαδή όπως λέμε έτσι από το πουθενά). Αν η κβαντική θεωρία επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει και τη βαρύτητα τότε θα περιγράφει και τη συμπεριφορά του χωροχρόνου». Και καταλαβαίνουμε πλέον πού το πάει ο κ. Ντέιβις αφού τελικά ο χωροχρόνος θα μπορούσε να ξεπηδήσει από την ανυπαρξία (όπως μας λέει και η θεωρία του Μπιγκ Μπανγκ) με την εμφάνιση μιας φυσαλίδας χώρου εκεί όπου τίποτε πριν δεν υπήρχε και ίσως το χέρι ενός Δημιουργού να άλλαξε τα πράγματα. Κατά τη γνώμη του αυτά ακόμη δεν είναι σίγουρα πράγματα αλλά φαίνεται να είναι βέβαιος ότι η επιστήμη προσφέρει έναν ασφαλέστερο δρόμο προς τον Θεό από ό,τι η Θεολογία. 

Θεός, αλλά όχι Δημιουργισμός 
Κοντά σε αυτόν τον πόλο μπορούμε να συναντήσουμε και τον Φράνσις Κόλινς. Και για όποιον δεν του λέει κάτι αυτό το όνομα ας μάθει τώρα ότι πρόκειται για τον επικεφαλής της κολοσσιαίας προσπάθειας που έγινε να χαρτογραφηθούν τα γονίδια του ανθρώπου μέσα από το γνωστό Ηuman Genome Ρroject. Πρόκειται για διάσημο βιολόγο με το εξής επιπλέον χαρακτηριστικό: ξεκίνησε από δηλωμένος άθεος και μέσα από τα όσα ανακάλυπτε στη διάρκεια των ερευνών του έφθασε να γράφει βιβλία όπως το: «Τhe Language of God», όπου επιμένει ότι η Φυσική, η Χημεία και η Βιολογία δεν είναι ασύμβατες με τη βαθιά πίστη. Βεβαίως απορρίπτει ιστορίες που βασανίζουν αυτή τη στιγμή τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και άλλες κοινωνίες όπως είναι ο Δημιουργισμός (Creationism), όπου οι φανατικοί πιστοί δέχονται μόνο και ακολουθούν κατά γράμμα όσα αναφέρονται στα βιβλία της Γένεσης, στην Παλαιά Διαθήκη. Επίσης απορρίπτει τον λεγόμενο «Ευφυή Σχεδιασμό» (Ιntelligent Design) μια κίνηση που ίδρυσε το 1991 ένας δικηγόρος και νομιμοποιήθηκε να διδάσκεται και στα σχολεία το 2005 από (ποιον άλλον;) τον Τζορτζ Μπους. Σύμφωνα με τους Δημιουργιστές:

1. Η θεωρία της Εξέλιξης προωθεί μια αθεϊστική κοσμοαντίληψη

2. Είναι θεμελιωδώς λανθασμένη γιατί δεν εξηγεί την πολυπλοκότητα της Φύσης.

3. Αν δεν μπορεί λοιπόν να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις κάπου πρέπει να μπει στο πλάνο ένας έξυπνος σχεδιαστής ώστε να δικαιολογείται η δημιουργία του κόσμου. 

Με τις τεράστιες γνώσεις του ο Κόλινς απορρίπτει εύκολα τον Ευφυή Σχεδιασμό που προσχωρεί στην ομάδα της «Θεϊστικής Εξέλιξης» (www. asa3. org) η οποία συνοψίζεται σε έξι βασικά σημεία:

1. Το Σύμπαν εμφανίστηκε από το πουθενά πριν από 14 δισεκατομμύρια χρόνια.

2. Οι ιδιότητές του φαίνεται να είναι ακριβώς φτιαγμένες για την ύπαρξη ζωής.

3. Ενώ αγνοούμε τον μηχανισμό για το πώς άρχισε η ζωή, η εξέλιξη και η φυσική επιλογή επέτρεψαν την ανάπτυξη ως σήμερα. 

4. Από τότε που πήρε εμπρός ο μηχανισμός της εξέλιξης δεν υπήρξε άλλη έξωθεν επέμβαση.

5. Οι άνθρωποι είναι και αυτοί μέρος του μηχανισμού της εξέλιξης έχοντας κοινό πρόγονο με τους πιθήκους.

6. Αλλά η συμπεριφορά των ανθρώπων παρουσιάζει μια μοναδικότητα που δεν εξηγείται με την εξέλιξη, υποδηλώνοντας την πνευματικότητα της φύσης της. Είναι η ύπαρξη του ηθικού νόμου, δηλαδή η γνώση του καλού και του κακού και η αναζήτηση του Θεού. 

Ανάδυση συστημάτων 
Προτού φθάσουμε στο άλλο άκρο όπου μας περιμένουν οι Νέοι Αθεοι υπάρχει ένας ακόμη σταθμός και αυτός έχει να κάνει με την επιστήμη της λεγόμενης Ανάδυσης. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια θεωρία που λέει ότι ο κόσμος ναι μεν είναι φτιαγμένος όλος από άτομα και μόρια που δεν ξέρουν από ηθική και δεν έχουν αισθήματα όπως υποστηρίζουν οι λεγόμενοι αναγωγιστές αλλά μόλις ξεπεραστεί ένα επίπεδο πολυπλοκότητας το κάθε σύστημα αναπτύσσει καινούργιους νόμους που δεν μπορούν να εξηγηθούν με τις ιδιότητες των στοιχειωδών συστατικών τους. Για παράδειγμα, μια μέλισσα μόνη της δεν μπορεί να συμπεριφερθεί με τον θαυμαστό τρόπο που συμπεριφέρεται όταν βρεθεί μαζί με άλλες στην κυψέλη. Πιο αυστηρά μπορούμε να λέμε ότι τέσσερα είναι τα σημαντικά χαρακτηριστικά τους:

1. Ενα αναδυόμενο σύστημα το αποτελούν τα γνωστά μας ως σήμερα σωματίδια.

2. Μόλις όμως υπάρξει μια συσσώρευση ύλης που αποκτά και ένα κατάλληλο επίπεδο οργάνωσης και πολυπλοκότητας εμφανίζονται καινούργιες ιδιότητες.

3. Αυτές οι ιδιότητες δεν εξηγούνται από τις ιδιότητες των στοιχειωδών σωματίων.

4. Τα τμήματα με ανώτερη οργάνωση έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν τα μικρότερα τμήματα. 

Νέα «θεϊκότητα» 
Αυτό έχει δώσει την αφορμή στον Στιούαρτ Κάουφμαν, από τα ιδρυτικά στελέχη του Ινστιτούτου Santa Fe, τη «Μέκκα» της θεωρίας του χάους, να κυκλοφορήσει πέρυσι ένα ολόκληρο βιβλίο με τίτλο: 

«Reinventing the Sacred» και εκεί να δώσει θεωρητική βάση σε μια ακόμη τάση συγγενική προς την Ανάδυση όπου κάνει λόγο για τη νέα «θεϊκότητα», που δεν πηγάζει από κάποιον άγνωστο δημιουργό αλλά έχει τις ιδιότητές του (δημιουργικότητα, νόηση, δράση με κάποιον σκοπό) και πηγάζει ακριβώς από τις ιδιότητες ενός αναδυόμενου συστήματος. 
Θαύματα και φυσικοί νόμοι 

Και ο πιο ακραίος πόλος φυσικά εκφράζεται από τον 67χρονο βιολόγο Ρίτσαρντ Ντόκινς που όταν του υποβάλλεις το γνωστό επιχείρημα των θεολογούντων: «Η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει ότι δεν υπάρχει Θεός» δεν τα χάνει καθόλου. «Υπάρχει μια απειρία πραγμάτων που δεν μπορεί να αποδείξει η επιστήμη. Πιστεύετε ό,τι θέλετε. Η πιθανότητα να υπάρχει Θεός, αν και δεν είναι μηδενική, είναι απειροελάχιστη». Για τους Νέους Αθεους το πρόβλημα δεν είναι κάποιο από τα δόγματα που υπάρχουν γύρω μας αλλά η έννοια της θρησκείας καθεαυτή. «Γιατί να σεβόμαστε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κάποιων» αναρωτιούνται. «Συγκλίνουν άραγε η επιστήμη και η θρησκεία;» κάνει πως αναρωτιέται ο Ντόκινς για να απαντήσει στο επόμενο δευτερόλεπτο ο ίδιος με ένα «όχι» που το συνοδεύουν κάπου οκτώ πυκνογραμμένες σελίδες με επιχειρήματα. «Για έναν ειλικρινή κριτή», λέει, «η υποτιθέμενη σύγκλιση ανάμεσα στη θρησκεία και την επιστήμη είναι μια ρηχή, κενή, απατηλή πλάνη». Η βασική του αντίρρηση έχει να κάνει με το ότι οι θρησκευόμενοι θέλουν να έχουν και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. «Οταν μιλούν σε ένα μη διανοούμενο μαζικό ακροατήριο» πιστεύει ότι «κάνουν ασύδοτη χρήση ιστοριών με θαύματα οι οποίες είναι προκλητικές διεισδύσεις στο επιστημονικό πεδίο. Η Γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία, η Ανάσταση του Χριστού, η Ανάσταση του Λαζάρου, τα θαύματα της Παλαιάς Διαθήκης, όλα χρησιμοποιούνται ελεύθερα για θρησκευτική προπαγάνδα και είναι πολύ αποτελεσματικά σε ένα ακροατήριο αποτελούμενο από αφελείς και παιδιά. Καθένα από αυτά τα θαύματα ισοδυναμεί με έναν επιστημονικό ισχυρισμό με μια παραβίαση της κανονικής ροής στα γεγονότα του φυσικού κόσμου». Και έτσι δεν θέλει να επιτρέψει στους θεολόγους να κρατήσουν και τα θαύματα και να θέλουν να έλθει κοντά η θεολογία με την επιστήμη. Βέβαια μιλώντας για τον Παράδεισο και για τον ισχυρισμό ότι «δεν είναι φυσικός τόπος» δεν διστάζει να θυμίσει ότι από την 1η Νοεμβρίου 1950 ορίστηκε επίσημα από τον Πάπα Πίο ότι το σώμα της Μαρίας ανελήφθη στον Παράδεισο και επανενώθηκε με την ψυχή της. «Τι μπορεί να σημαίνει αυτό» ρωτάει ο Ντόκινς, «αν όχι ότι ο Παράδεισος είναι ένας φυσικός τόπος, τόσο φυσικός ώστε να περιέχει σώματα;»(!) 

Ο ορθόδοξος αντίλογος 
Στον ελληνικό χώρο υπάρχουν άνθρωποι θρησκευόμενοι που δεν θα συμφωνήσουν με τις απόψεις όχι μόνο των Νέων Αθέων αλλά και με τα όσα πιστεύουν από τη δική τους πλευρά οι θεολογούντες του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε τη δική της άποψη και κόντρα από τον καιρό του σχίσματος των εκκλησιών για τα κλασικά θεολογικά θέματα και αυτό φθάνει να αντανακλάται σε σημαντικά σημερινά προβλήματα του κόσμου μας. Οπως είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος και η χρήση της βιοτεχνολογίας. 

Η προτεσταντική Δύση σε συνδυασμό με την καλβινιστική ηθική του καπιταλισμού οδήγησε στη σημερινή αντίληψη ότι ο υλικός κόσμος είναι απλά πρώτη ύλη για να παράγει ο άνθρωπος προϊόντα και να αυξάνει το κέρδος του. Ετσι βλέπουν τα πράγματα οι ορθόδοξοι χριστιανοί και διαφωνούν, όντας κοντά και στην παρατήρηση του ιστορικού Λιν Γουάιτς που θέλει οι ρίζες του οικολογικού προβλήματος να βρίσκονται στη χριστιανική θεολογία. Ο Μητροπολίτης Περγάμου και καθηγητής Ιωάννης Ζηζιούλας, ένας από τους εγκυρότερους εκφραστές της Ορθόδοξης Θεολογίας, έχει τοποθετήσει θεωρητικά τα θέματα αυτά με στόχο τη σύγκλιση επιστήμης και θεολογίας όχι σε ηθικές βάσεις αλλά σχετικά με τη φύση των πραγμάτων. Η αλήθεια για το τι είναι άνθρωπος πρέπει, όπως έχει γράψει, να είναι κοινή για την επιστήμη και τη θεολογία. Και στο πλαίσιο αυτής της αλήθειας οι Ορθόδοξοι παραδέχονται ότι ψυχή και σώμα είναι ενωμένα στον άνθρωπο: το σώμα χωρίς την ψυχή είναι πτώμα και η ψυχή χωρίς το σώμα είναι φάντασμα. Τότε όμως δεν μπορούμε να λέμε ότι ο άνθρωπος έχει σώμα αλλά είναι σώμα. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το φυσικό περιβάλλον του γιατί δεν νοείται το (υλικό) σώμα χωρίς την υπόλοιπη υλική δημιουργία. Οπότε στην ανάσταση των νεκρών που πιστεύει σε αυτήν η Ορθόδοξη Εκκλησία θα διασωθεί μαζί και ολόκληρη η υλική δημιουργία. Γι΄ αυτό λένε ο Χριστός δεν απέκτησε μόνο ψυχή αλλά και υλικό σώμα ώστε ήλθε να σώσει με την Ανάστασή του και όλη την κτίση, καταξιώνοντας έτσι όλο το φυσικό περιβάλλον (που εμείς, εννοείται, σήμερα έχουμε βαλθεί να καταστρέψουμε). 

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό στο τέλος της Δημιουργίας και η θεωρία της εξέλιξης δεν παρουσιάζει πρόβλημα για τη θεολογία αφού δείχνει το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος και όχι από ποιον. Ακόμη και αν τα προηγούμενα θα μπορούσαν να είναι ανεκτά σε ένα μη θρησκευόμενο περιβαλλοντολόγο στο επόμενο βήμα στους ορθόδοξους συλλογισμούς θα αντιδράσει. Διότι εδώ εμφανίζεται ο ισχυρισμός ότι και το φυσικό περιβάλλον έχει την ανάγκη του ανθρώπου για να υπάρξει. Δεν ισχύει δηλαδή ότι εφόσον υπήρχαν άλλα είδη πριν από την εμφάνισή του μπορούν να υπάρξουν και στο μέλλον χωρίς αυτόν. Εδώ γίνεται επίκληση της άποψης του Αγιου Μάξιμου του Ομολογητού ότι « τα πάντα δημιουργήθηκαν με στόχο τον άνθρωπο και χωρίς αυτόν η Φύση καταρρέει». Και, τέλος, ο άνθρωπος διαθέτει κάτι μοναδικό μέσα στην υπόλοιπη Φύση, κάτι που λέγεται πρόσωπο και τον προικίζει με ελευθερία. Ελευθερία από τη Φύση αλλά και ελευθερία για τη Φύση. Είναι ελεύθερος να καταστρέψει το περιβάλλον του αλλά και να το αγαπήσει και να το σεβαστεί. 

Βαλβίδες και γονίδια 
Προχωρώντας στο ίδιο μονοπάτι διατυπώνεται η άποψη ότι η ποικιλία των ειδών είναι θέλημα Θεού. Η εξέλιξη είναι γεγονός αλλά η ύπαρξη των ειδών που συναντούμε είναι έργο δικό του και δεν πρέπει εκεί να παρεμβαίνουν οι άνθρωποι. Μπορούν να μεταμοσχεύουν σωματικό υλικό όπως είναι η καρδιακή βαλβίδα ενός χοίρου σε άνθρωπο διότι το υλικό αυτό αφομοιώνεται και τελικά θεωρείται ανθρώπινο, αλλά μεταμόσχευση γενετικού υλικού από χοίρο σε άνθρωπο, για παράδειγμα, πρέπει να απαγορεύεται γιατί αποτελεί παρέμβαση στο έργο του Θεού που θέλει τα δυο πλάσματα εντελώς ξεχωριστά. Επίσης απαγορεύεται και η κλωνοποίηση. Διότι παράγοντας δυο πανομοιότυπα πλάσματα καταργεί την μοναδικότητα του προσώπου. Ως αντίγραφο ο άνθρωπος γίνεται ένας μεταξύ πολλών (πανομοιότυπων πλασμάτων). Εδώ όμως πετάγεται ο Ντόκινς (ποιος άλλος;) και στο βιβλίο του «Ο εφημέριος του διαβόλου» (στη σελίδα 251) γράφει: «Οι πανομοιότυποι δίδυμοι είναι κλώνοι ο ένας του άλλου με τα ίδια γονίδια όπως και εκείνο το κλωνοποιημένο πρόβατο, η διάσημη Ντόλι, με τη μόνη διαφορά ότι ήταν κλώνος ενός γηραιότερου προβάτου». Στις ημέρες του Ορθόδοξου Πάσχα λοιπόν αυτοί που ξέρουν δεν λένε ποτέ Χρόνια Πολλά, δεν έχει νόημα άλλωστε. Λένε όμως την κλασική ευχή ή τίποτε. Για κάθε «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη», που λέγεται ή δεν λέγεται, όταν ξέρουμε όλα τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει από πίσω ένα ποτάμι από βιβλία, σκέψεις, θεωρίες, πάθη και οι ευχές γίνονται κάτι σαν ψήφοι προς τη μια ή την άλλη τάση. Και αξίζει να είμαστε ενημερωμένοι προτού ψηφίσουμε. 

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/index.php/Κατηγορίες/Επιστήμη-Θρησκεία/Άρθρα/1134-2009-04-18-08-25-30





Τέχνη-επιστήμη: ένα αναπόφευκτο διαζύγιο;

15 11 2009

Του ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ

Τόσο οι επιστήμονες όσο και οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν τις νοητικές τους ικανότητες, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία τους για να περιγράψουν τον κόσμο που τους περιβάλλει.

Κοινός παρονομαστής αυτών των δύο τόσο διαφορετικών, φαινομενικά, προσεγγίσεων της πραγματικότητας είναι ο ανθρώπινος νους: αποκλειστική έδρα κάθε σκέψης μας, και συνεπώς η «μηχανή παραγωγής» κάθε τέχνης ή επιστήμης. Ο καθιερωμένος, μέχρι πρόσφατα, διαχωρισμός των τεχνών από τις επιστήμες φαίνεται σήμερα ολότελα αυθαίρετος και καταχρηστικός. Οι έρευνες των Νευροεπιστημών καταδεικνύουν τόσο την ουσιαστική ενότητα όσο και την αμοιβαία, άκρως δημιουργική, αλληλεπίδρασή τους. Το διαζύγιο των θετικών επιστημών από τις λεγόμενες «καλές τέχνες» όχι μόνο δεν θεωρείται πια αναγκαίο ή οριστικό, αλλά είναι και εμφανώς καταστροφικό, αφού περιορίζει και φτωχαίνει την επιστημονική σκέψη και ταυτόχρονα εξαϋλώνει κάθε καλλιτεχνική δημιουργία, καθιστώντας την μια υποκειμενική δραστηριότητα εντελώς αυθαίρετη.

Με ποιο μέρος του σώματός μας απολαμβάνουμε ένα έργο τέχνης; Αραγε, βλέπουμε με τα μάτια μας έναν πίνακα ζωγραφικής ή ακούμε με τα αυτιά μας ένα μουσικό έργο; Δυστυχώς, ούτε το οπτικό ούτε το ακουστικό μας σύστημα διαθέτουν τις απαραίτητες δομές για να κατανοήσουν ή να απολαύσουν αισθητικά ένα έργο τέχνης.

Ούτε όμως η προσφυγή σε μια «άυλη ψυχή» θα μπορούσε να μας διαφωτίσει σχετικά με τη φύση και τη λειτουργία της αισθητικής απόλαυσης που γεννά μέσα μας ένα έργο τέχνης. Και αυτό για έναν απλούστατο λόγο: η ασώματη ψυχή δεν αντιλαμβάνεται τίποτα ούτε θα μπορούσε να αντιληφθεί τίποτα (πόσω μάλλον να εννοήσει ή να απολαύσει!) χωρίς τα αισθητήρια όργανα και τα εγκεφαλικά κέντρα επεξεργασίας των αισθητικών πληροφοριών του σώματός μας.

Τα προβλήματα αυτά απασχολούσαν την ανθρώπινη σκέψη ήδη από την αρχαιότητα, ωστόσο μόνο σχετικά πρόσφατα αποκτήσαμε τα απαραίτητα «εργαλεία», ώστε να θέτουμε τις σωστές ερωτήσεις και να βρίσκουμε κάποιες ικανοποιητικές απαντήσεις. Πάντως, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την κατανόηση τόσο της δημιουργίας των έργων τέχνης όσο και της απόλαυσης που αυτά μας προκαλούν ήταν η εμμονή μας στον υπερβατικό και αποκλειστικά υποκειμενικό χαρακτήρα αυτών των αισθητικών εμπειριών.

Αν δεχτούμε ότι η αισθητική απόλαυση είναι απλώς μια υποκειμενική εμπειρία, αυτό συνεπάγεται ότι πρόκειται για ένα εγγενώς τυχαίο φαινόμενο. Η εμφάνισή του εξαρτάται είτε α) από την έμπνευση ή από την επιφοίτηση του δημιουργού ή του θεατή, είτε β) από εξωγενείς κοινωνικούς-πολιτισμικούς παράγοντες που συμπτωματικά διαμορφώνουν κάθε εποχή την έννοια του «ωραίου».

Ανέκαθεν οι άνθρωποι αναρωτιόντουσαν πώς η εμπειρία της ομορφιάς επηρεάζει και επηρεάζεται από την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Ωστόσο, μόνο τον δέκατο όγδοο αιώνα, με την εμφάνιση των πρώτων σοβαρών ψυχοφυσιολογικών ερευνών, κάποιοι ερευνητές τόλμησαν να προτείνουν ως εξήγηση της αίσθησης του ωραίου τη στενή εξάρτηση των αισθητικών εμπειριών από ορισμένες σωματικές καταστάσεις. Σύντομα όμως λησμονήθηκε αυτή η πρόωρη υλιστική προσέγγιση της τέχνης και η αισθητική εμπειρία αποσπάστηκε από τη σωματικότητά της για να τοποθετηθεί ξανά στο αιθέριο σύμπαν των πλατωνικών ιδεών.

Ακόμη και η μαρξιστική κριτική που αναπτύχθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα αρνήθηκε συστηματικά να μελετήσει τις βιολογικές προϋποθέσεις της τέχνης και, παραδόξως, καταδίκαζε κάθε ανάλογη αντίληψη ως «θετικιστική» ή «ρατσιστική». Ισως επειδή είχε επιλέξει την τέχνη ως ιδανικό όχημα για τη διάδοση των επαναστατικών ιδεών της «λαϊκής εκπαίδευσης»! Μόνο στα τέλη του εικοστού αιώνα η ανθρώπινη σκέψη θα επιχειρήσει να απαλλαγεί από αυτάρεσκες ψευδαισθήσεις αιώνων αναζητώντας το προφανές: τις πανανθρώπινες βιολογικές προϋποθέσεις της ανάγκης μας για ομορφιά.

Η διαδεδομένη, αλλά αφελής αντίληψη που υποστηρίζει τη λίγο-πολύ τυχαία δημιουργία και ιδιοποίηση της τέχνης αμφισβητείται σήμερα από δύο εντελώς διαφορετικούς γνωστικούς κλάδους: την πρόσφατη ιστορία της τέχνης και τη νευροαισθητική. Ενώ όμως η πρώτη επιχειρεί να ανασυγκροτήσει την ιστορική εξέλιξη των αισθητικών μας αντιλήψεων, η δεύτερη αναζητά τις τυπικά ανθρώπινες νευροψυχολογικές προϋποθέσεις κάθε αισθητικής εμπειρίας.

Νευροαισθητικές απολαύσεις

Είναι προφανές ότι από την ίδια τη φύση του αντικειμένου της η νευροαισθητική οφείλει να αιωρείται συνεχώς μεταξύ επιστήμης, φιλοσοφίας και της καθημερινής ανθρώπινης εμπειρίας του ωραίου.

Πράγματι, η «νευροαισθητική» είναι ένας νεόκοπος, αλλά εξαιρετικά παραγωγικός διεπιστημονικός κλάδος που επιχειρεί να κατανοήσει ποιοι ακριβώς εγκεφαλικοί μηχανισμοί εμπλέκονται στην παραγωγή και την απόλαυση της τέχνης, αλλά και πώς η ίδια η εμπειρία της τέχνης, δηλαδή η αισθητική εμπειρία, τροποποιεί τις ανθρώπινες εγκεφαλικές δομές.

Για παράδειγμα, μελετώντας την αίσθηση της όρασης και τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς που κινητοποιούνται όταν παρατηρούμε έναν ζωγραφικό πίνακα ή ένα γλυπτό, οι νευροεπιστήμονες ανακάλυψαν ότι η όρασή μας δεν λειτουργεί καθόλου ως φωτογραφική μηχανή που αποτυπώνει πιστά την οπτική σκηνή που «βλέπουμε». Αντίθετα, για να καταφέρνει ο οπτικός φλοιός του εγκεφάλου μας να εξάγει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός έργου τέχνης οφείλει να παραβλέπει ή και να εξαλείφει συστηματικά όλα τα επουσιώδη στοιχεία της οπτικής σκηνής.

Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά (μορφή, χρώμα) ενός ζωγραφικού έργου ή ενός αγάλματος ανιχνεύονται από διαφορετικούς νευρώνες και μάλιστα από διαφορετικά διαμερίσματα του οπτικού μας φλοιού. Οπως υποστηρίζει ο Semir Zeki, πατέρας της νευροαισθητικής, αυτή η σπονδυλωτή αρχιτεκτονική (modularity) του εγκεφάλου σχεδόν μας επιβάλλει την ιδέα της αντίστοιχης σπονδυλωτής διάρθρωσης και λειτουργίας της αισθητικής μας. Υπό μια αυστηρή έννοια, η αισθητική απόλαυση που αντλούμε από ένα έργο τέχνης προϋποθέτει πάντα την κινητοποίηση ενός μεγάλου τμήματος του εγκεφάλου μας και ένας πραγματικά δημιουργικός καλλιτέχνης ή θεατής μάλλον δημιουργεί παρά αναπαράγει το αντικείμενο του έργου.

Πρόσφατες έρευνες, μάλιστα, έδειξαν ότι η «ενσυναίσθηση» που απαιτείται για τη δημιουργία ή την απόλαυση ενός έργου τέχνης (είτε πρόκειται για έναν πίνακα, για ένα άγαλμα ή για ένα χορευτικό έργο) δεν είναι καθαρά «πνευματική», αλλά εμπλέκει ολόκληρο το σώμα του δημιουργού ή του θεατή. Το γεγονός αυτό αποδείχτηκε καταγράφοντας τις υποσυνείδητες συσπάσεις ορισμένων μυών που κατά κανόνα τείνουν να επαναλαμβάνουν τις σκηνές που παρακολουθούν. Ετσι, από ό,τι φαίνεται, όταν παρακολουθούμε ένα έργο τέχνης συμμετέχουμε με όλο μας το σώμα: δεν καταγράφουμε παθητικά αλλά αναπαράγουμε ενεργητικά ό,τι διαδραματίζεται σε αυτό!

Ενα εύλογο ερώτημα είναι: αν τα συναισθήματα που μας γεννά η παρατήρηση ενός έργου τέχνης προϋποθέτουν τη μη συνειδητή κινητοποίηση ολόκληρου του σώματός μας, τότε γιατί δεν βλέπουμε ποτέ στα μουσεία και στις πινακοθήκες τους θεατές να αντιδρούν εμφανώς σε ό,τι βλέπουν; Γιατί δεν το βάζουν στα πόδια απέναντι σε ένα τέρας ή δεν κλαίνε απελπισμένα μπροστά σε μια τραγική σκηνή;

Μια αρκετά ικανοποιητική απάντηση έχει διατυπωθεί από τον Antonio Damasio, έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους νευροεπιστήμονες.

Αναλύοντας την αλληλεξάρτηση των συναισθημάτων και των σωματικών αλλαγών που τα συνοδεύουν, απέδειξε ότι η κινητικές αντιδράσεις μπορούν κάλλιστα να παρακαμφθούν από ένα είδος εγκεφαλικού «συστήματος προσομοίωσης». Χάρη σε αυτό το σύστημα, ο εγκέφαλος μπορεί να αναπαριστά την ενέργεια που παρατηρεί, ενεργοποιώντας μόνο τους νευρώνες στον χάρτη του σώματος που υπάρχει στον εγκεφαλικό φλοιό, χωρίς ωστόσο να ενεργοποιεί και το αντίστοιχο μυϊκό σύστημα που θα έθετε πραγματικά σε κίνηση τα μέλη του σώματος.

Χάρη στις πρόσφατες κατακτήσεις των νευροεπιστημών αρχίζει να διαφαίνεται η δυνατότητα κατανόησης του τρόπου με τον οποίο η εξέλιξη των επιστημών μπορεί να επηρεάζει την εξέλιξη των τεχνών (και το αντίστροφο). Μια εξέλιξη παράλληλη αλλά όχι ασύμπτωτη, αφού στη δομή του ανθρώπινου εγκεφάλου μπορούμε πλέον να αναζητήσουμε τον κοινό τόπο συνάντησης αυτών των εξελίξεων. Θα πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι τόσο η τέχνη όσο και η επιστήμη είναι δύο γνωστικές διεργασίες ανοιχτές, ανολοκλήρωτες και αέναα μεταβαλλόμενες, όπως εξάλλου και ο εγκέφαλος που τις παράγει. *

Οι αμφίδρομες σχέσεις μουσικής και επιστήμης

Την προηγούμενη εβδομάδα πραγματοποιήθηκε το Τρίτο Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Επιστήμη και τέχνη», που διοργανώθηκε από την Ενωση Ελλήνων Φυσικών.

Νότης Μαυρουδής: Ο τοκετός της δημιουργίας δεν μπορεί να προέρχεται μόνον από κάποια «άυλη ουσία» Επιφανείς επιστήμονες είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν με διάσημους καλλιτέχνες για ό,τι τους ενώνει αλλά και για ό,τι τους διαφοροποιεί. Εκεί συναντήσαμε και τον γνωστό μουσικοσυνθέτη Νότη Μαυρουδή, ο οποίος το Σάββατο 10/10/09 συμμετείχε σε ένα στρογγυλό τραπέζι στο οποίο μίλησε για τις περίπλοκες και όχι πάντα προφανείς σχέσεις της επιστήμης με τη μουσική. Με τη χαρακτηριστική του ευγένεια δέχτηκε αμέσως να παρουσιάσει, εν είδει συνεντεύξεως, ένα μέρος από τις σκέψεις που διατύπωσε στην ομιλία του.

Ανέκαθεν θεωρούσαμε την ορθολογική σκέψη ως προϋπόθεση κάθε επιστήμης, ενώ τη φαντασία ως προνομιακό εργαλείο των τεχνών. Σε ποιο βαθμό η μουσική δημιουργία είναι προϊόν φαντασίας και σε ποιο βαθμό έλλογης επεξεργασίας;

«Η μουσική, καθώς και όλες οι άλλες τέχνες, έχει συσχετιστεί στενότατα με τη φαντασία. Αναφερόμενος ειδικά στη μουσική, θα έλεγα ότι πρωτίστως είναι η τέχνη της μνήμης και της φαντασίας, μολονότι για μεγάλη μερίδα θεωρητικών η μουσική είναι «η επιστήμη των ήχων», ενώ οι πιο… τολμηροί αντιτείνουν ότι είναι το προϊόν ενός μαθηματικού υπολογισμού, αν και δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως…

Εντελώς διαφορετικές απόψεις που, ανάλογα με το πρίσμα που υιοθετεί και βλέπει κάποιος τα πράγματα, η μία φαίνεται να αποκλείει την άλλη. Η μουσική, επειδή σε πρώτο πλάνο εμπεριέχει και την απόλαυση -γεννά δηλαδή συγκινήσεις όπως χαρά, λύπη κ.ο.κ.- εύκολα απαλλάσσεται από κάθε επιστημονική εμπλοκή και μοιάζει να προέρχεται αποκλειστικά από τη φαντασιακή πλευρά της ανθρώπινης υπόστασης.

Στην εποχή μας που όλα εξηγούνται και έχουν περάσει από την τρύπα της βελόνας, δεν είναι εύκολο να παραδεχτούμε πως οι μόνες αφετηρίες που συνθέτουν ένα απλό τραγούδι ή -ακόμα περισσότερο- ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο (συμφωνία, ορατόριο, σουίτα, μπαλέτο κ.λπ.) είναι οι ψυχικές και οι συναισθηματικές. Ωστόσο, θα ήθελα να τονίσω πως η σύνθεση, δηλαδή η στιγμή της δημιουργίας, είναι μια ιδιαίτερα επίπονη δραστηριότητα, γι’ αυτό πιστεύω πως δεν είναι δυνατόν όλος αυτός ο… τοκετός να προέρχεται μόνο από κάποια «άυλη ουσία»».

Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι όχι μόνο οι καλλιτέχνες αλλά και οι ερευνητές προσφεύγουν συστηματικά στη δημιουργική φαντασία για να διαμορφώσουν τις νέες επιστημονικές ιδέες. Σας ενοχλεί η σκέψη ότι η δημιουργικότητα και η φαντασία μπορεί να είναι «απλώς» προϊόντα του εγκεφάλου μας;

«Η ερώτησή σας βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σειράς συλλογισμών που από καιρό προσπαθώ να συντάξω για να στοιχειοθετήσω τη λειτουργία της μουσικής σύνθεσης. Πολλές φορές, στο ερώτημα «πώς γράψατε αυτό το μουσικό έργο;» οι μουσικοί απαντούν «μού ήρθε!». Ετσι κοφτά και άγαρμπα, όπως όταν τρως ένα χαστούκι…

Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως ακυρώνουμε και αδικούμε τελείως τη λειτουργία της «επιστημονικής» ανάλυσης ενός ολόκληρου συστήματος επικοινωνούντων οργάνων του ψυχοσωματικού μας οπλοστασίου. Οργανα και λειτουργίες που διαπερνούν σώμα, πνεύμα, μνήμη, βίωμα, ψυχή, που εναρμονίζονται, ισορροπούν ή ανισορροπούν και μεταμορφώνονται στο «άυλο μόρφωμα» που καταλήγει σε καλλιτεχνικό-πνευματικό προϊόν.

Υποθέτω πως η μουσική δημιουργία είναι πλήρως εξαρτημένη από τη νευρολογία και την ψυχολογία. Δύο επιστήμες των οποίων τους όρους, τις έννοιες και τις μεθόδους δεν μπορώ να πλησιάσω και να κατανοήσω εύκολα, αλλά γνωρίζω πως κάπου εκεί, σ’ αυτές τις «χαραμάδες», υποφώσκουν ενέργειες που όλες μαζί συντάσσουν-αθροίζουν τη μουσική δημιουργία. Η ύπαρξη της μουσικής έχει άμεση σχέση με την όσφρηση και την αντιληπτική λειτουργία όλων των αισθήσεων. Οσο ανυποψίαστοι κι αν είμαστε, είναι σαφές ότι πριν από τη σύνθεση, πριν από την ερμηνεία ενός μουσικού έργου, πριν από κάθε μουσική πράξη ήδη λειτουργούν, ως φαίνεται, οι μηχανισμοί της «ενσυναίσθησης», η ανάγκη δηλαδή να αντιλαμβανόμαστε τον «άλλον», ως προϋπόθεση για την επικοινωνία κάθε καλλιτεχνικού δημιουργήματος.

Ο Παπανούτσος ονόμαζε «ενδιαισθησία» ό,τι η σύγχρονη επιστήμη αποκαλεί «ενσυναίσθηση»: τη ζωτική ανάγκη του ανθρώπου να διεισδύει στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, να τον συμμερίζεται, να χαίρεται με τη χαρά του και να δημιουργεί στενές σχέσεις μαζί του. Χωρίς αυτή την ανάγκη δεν θα υπήρχε κανένα κίνητρο για να μπει σε λειτουργία η μουσική πράξη. Επομένως η μουσική, ως τέχνη του συναισθήματος, της «ενδιαισθησίας», καλό θα ήταν να επιμείνει στο προσωπικό βλέμμα του δημιουργού προς τον έξω κόσμο. Αυτό ήταν και εξακολουθεί να είναι το ζητούμενο».

Πηγή: http://www.enet.gr/?i=news.el.episthmh-texnologia&id=92794





Ἡ συνάντηση τῆς ἐφηβείας τοῦ μαθητῆ καὶ τῆς ἐφηβείας τοῦ θεολόγου καθηγητῆ

11 11 2009
Καραγιάννης Δημήτρης (Παιδοψυχίατρος)

Ὅταν κάποιος δὲν ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτό του

σὲ μιὰ περίοδο τῆς ζωῆς του,

ἢ τὸν ἀγνοεῖ παντελῶς σὲ μιὰ στιγμὴ τῆς ἱστορίας του,

θὰ κάνει καὶ τὸ ἴδιο μὲ τὸ παιδί του.

Γιατί τὸ ἀγαπᾶ, ὅπως τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.

Φρ. Ντολτὸ

Τὸ θέμα τῆς ἐφηβείας ἔχει ἀπασχολήσει τοὺς εἰδικοὺς καὶ ἔχουν γραφεῖ πολλὰ σχετικὰ κείμενα. Ἀντίστοιχα, ἔχουν καταγραφεῖ σημαντικοὶ προβληματισμοὶ γιὰ τὴ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Εἶναι ὅμως ἀναγκαία ἡ μελέτη τῆς ἀλληλεπίδρασης ποὺ συντελεῖται στὴ συνάντηση τῶν κόσμων τοῦ μαθητῆ καὶ τοῦ θεολόγου καθηγητῆ. Γιατί σὲ κάθε οὐσιαστικὴ ἐπικοινωνία δὲν ὑφίστανται μόνο δύο ἄτομα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλληλαντίδραση τῶν κόσμων τους. Τὸ σύνολο τῶν ἐμπειριῶν ἀπαρτίζει τὸν προσωπικὸ κόσμο, μέσα στὸν ὁποῖο ὑποκρύπτονται τὰ ἐμπόδια ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν ἐπικοινωνία, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐφόδια ποὺ θὰ συμβάλουν στὴν οὐσιαστικὴ σχέση καὶ στὴ γέννηση τοῦ καινούργιου, τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει στὴν ἀτομικότητα.

 

Οἱ ἐνήλικοι ταυτίζουν συνήθως τὴν ἐφηβεία μὲ τὴν ἀντιδραστικότητα, τὴν ἔνταση, τὴν ἀμφισβήτηση, τὴ ρήξη μὲ τοὺς γονεῖς καὶ τὴν ἐξουσία, τὴν ὑπέρμετρη σεξουαλικότητα. Καθίσταται ἀναγκαία ἡ διευκρίνιση ὅτι τὰ ζητήματα αὐτὰ εἶναι δευτερεύοντα. Τὸ σημαντικὸ θέμα τῆς ἐφηβείας δὲν εἶναι ἡ ρήξη, ἡ ἔνταση, ἡ ἀμφισβήτηση. Τὸ κρίσιμο εἶναι ὁ σχηματισμὸς ταυτότητας.

Ἕνας ἐνήλικος ποὺ γνωρίζει πῶς νὰ σχετίζεται οὐσιαστικὰ μὲ ἕναν ἔφηβο, δὲν στέκεται στὴν πρόκληση μὲ τὴν ὁποία τίθεται τὸ ἐρώτημα, ἀλλὰ ἀπαντᾶ στὸ ἴδιο τὸ ἐρώτημα. Γιατί ἡ ἀμφισβήτηση δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Ἡ ρήξη μὲ τὸ παρελθὸν δὲν ἀποτελεῖ μία ἰδιοτροπία τοῦ ἐφήβου, ἀλλὰ μία ἀναγκαία διεργασία, ὥστε νὰ θέσει τὶς βάσεις γιὰ τὴ δική του ταυτότητα. Ἑπομένως, ἡ προκλητικότητα τῶν ἐφήβων ἀποτελεῖ δευτερεῦον ἐπιφανειακὸ στοιχεῖο γιὰ ὅποιον θέλει νὰ κοινωνήσει μαζί τους.

Ἡ ταυτότητα τοῦ ἑαυτοῦ περιλαμβάνει τὶς ἀντιλήψεις ποὺ τὸ ἄτομο διαμορφώνει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τοὺς ρόλους του. Ἡ ταυτότητα ἑαυτοῦ κρυσταλλώνεται γύρω ἀπὸ δύο ἄξονες: 1) Τὴν ὑπαρξιακὴ κοσμοθεωριακὴ ἀντίληψη περὶ ζωῆς καὶ 2) Τὴν ταυτότητα φύλου. Αὐτὴ ἡ κρυστάλλωση διαμορφώνεται καὶ ὁριστικοποιεῖται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐφηβείας.

Ἑπομένως ἡ ἐφηβεία εἶναι ἡ ἡλικία ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία. Ὁ ἔφηβος ἔχει νὰ ἀποφασίσει γιὰ τὴν πορεία τῆς ζωῆς του καὶ γιὰ τὸ νόημά της. Ἡ ἐφηβεία εἶναι ἴσως καὶ ἡ μόνη ἡλικία ποὺ τολμάει καὶ μιλάει τόσο ἀνοιχτὰ γιὰ τὸ θάνατο, ποὺ ψάχνει νὰ βρεῖ τὶς ἀπαντήσεις γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τὸ προσωπικὸ νόημα τῆς ζωῆς.

Στὸ παρελθὸν ὑφίστατο τὸ ταμποὺ τοῦ σέξ. Ὑπῆρχε ἕνας περιορισμὸς στὴν ἀνοιχτὴ ἀναφορὰ στὴ σεξουαλικότητα καὶ τὸν ἔρωτα. Στὶς ἡμέρες μας ἡ ἀπαγόρευση αὐτὴ ἔχει ἐξαλειφθεῖ ὁλοκληρωτικά. Δὲν ὑπάρχει ὁποιοδήποτε θέμα γύρω ἀπὸ τὴ σεξουαλικότητα τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ μιληθεῖ στὴν τηλεόραση, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κανένα πρόβλημα. Ἀντίθετα, τὸ ταμποὺ ποὺ ὑφίσταται σήμερα στὶς σύγχρονες Δυτικὲς κοινωνίες εἶναι τὸ θέμα τοῦ θανάτου. Ἀποφεύγεται ἡ ἀναφορὰ στὸ θάνατο. Ἂν σὲ μία παρέα ρωτήσεις τὸ διπλανό σου γύρω ἀπὸ τὸ θάνατό του, τί σκέφτεται, πῶς τὸ ἀντιμετωπίζει, θὰ αἰφνιδιαστεῖ καὶ θὰ ἀναρωτηθεῖ γιὰ τὴ σωματικὴ καὶ ψυχική σου ὑγεία.

Οἱ ἔφηβοι τολμοῦν καὶ ἀναφέρονται στὸ ὑπαρξιακὸ θέμα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καὶ μάλιστα τὸ θέτουν ἀνοιχτὰ καὶ ἔντονα. Εἶναι πολὺ ἀστεῖο καὶ τραγικὸ νὰ ἀπειλεῖς ἕναν ἔφηβο ὅτι μὲ τὸ μηχανάκι ἢ μὲ τὰ ναρκωτικὰ μπορεῖ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ θάνατο, ἀφοῦ τὴν ἴδια ὥρα παίζει μὲ τὸ θάνατο. Καὶ τὸ γνωρίζει αὐτό.

Καθοριστικὸ παράγοντα γιὰ τὴν πορεία τοῦ ἐφήβου ἀποτελεῖ ἡ σχέση μὲ τοὺς γονεῖς του. Σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο οἱ γονεῖς τῶν ἐφήβων ἐπίσης βρίσκονται σὲ μία κρίσιμη ἡλικία. Βλέπουν τὸν ἑαυτό τους νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ χάνει τὴ νιότη. Ἀναρωτιοῦνται γιὰ τὶς ἐπαγγελματικὲς καὶ τὶς συναισθηματικὲς ἐπιλογές τους, καθὼς στενεύουν τὰ χρονικὰ περιθώρια ἀλλαγῶν. Ἀντιμετωπίζουν τὴν ἀρρώστια, τὰ γηρατιὰ ἢ τὸν θάνατο τῶν δικῶν τους γονιῶν. Ἐπιπρόσθετα δέχονται τὴν ἀμφισβήτηση ἀπὸ τὰ ἴδια τους τὰ παιδιά.

Ἡ ποιότητα τῆς συζυγικῆς σχέσης τῶν γονιῶν ἀποτελεῖ καθοριστικὸ παράγοντα. Τὸ ζευγάρι ποὺ ἔχει ἀναπτύξει μία ζωντανὴ σχέση τρυφερότητας ποὺ τροφοδοτεῖται καθημερινά, θὰ μπορέσει νὰ ἀντέξει τὴν ἀμφισβήτηση τῶν ἐφήβων παιδιῶν τους. Οἱ γονεῖς δὲν θὰ καταρρεύσουν ἐπειδὴ ἀμφισβητήθηκαν, ἀφοῦ θὰ ἔχουν προσωπικὸ νόημα ζωῆς. Δὲν θὰ ἐπιθυμοῦν τὴν προσκόλληση τοῦ ἐφήβου, γιατί δὲν θὰ τὴν ἔχουν ἀνάγκη. Θὰ ἀγωνιοῦν γιὰ τοὺς ὅποιους κινδύνους, ἀλλὰ θὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ἀναλάβει τὴ ζωή του.

Ἡ ἐπίτευξη τῆς ὑγιοῦς αὐτονόμησης τοῦ ἐφήβου ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς γονεῖς νὰ παραμένουν οἱ ἴδιοι ζωντανοὶ μὲ προσωπικὸ νόημα ζωῆς καὶ ὑγιεῖς προσωπικὲς σχέσεις. Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου αὐτονόητο.

Πολλοὶ ἔφηβοι βιώνουν τὴν ὀδύνη τῆς διάλυσης τοῦ γάμου τῶν γονιῶν τους, ἀφοῦ τοὺς βλέπουν νὰ «ἰσορροποῦν» εἴτε μὲ ἀνεύθυνες ἐξωσυζυγικὲς τριγωνοποιήσεις, εἴτε μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς τυπικῆς συνύπαρξης στὰ πλαίσια ἑνὸς νεκροῦ γάμου. Σύζυγοι ποὺ βρίσκονται μαζί, ἀλλὰ δίχως νὰ ὑφίσταται μία οὐσιαστικὴ ἀλληλεπίδραση ποὺ νὰ τοὺς ζωοποιεῖ. Μία μονογαμικὴ λειτουργικὴ σχέση δὲν εἶναι αὐτονόητη στὶς μέρες μας.

Γιὰ νὰ μπορέσει νὰ σχηματίσει ταυτότητα ὁ ἔφηβος, ἀπαιτεῖται νὰ ἀνήκει σὲ ἕνα στέρεο σύστημα. Ἑπομένως, ὅταν οἱ ἔφηβοι βιώνουν τὴν κατάρρευση τοῦ δικοῦ τους οἰκογενειακοῦ συστήματος, ἡ διεργασία τῆς ἐφηβείας στρεβλώνει.

Ἐὰν ὁ ἔφηβος ἔχει γονεῖς καταθλιπτικούς, ἀποσυρμένους, ἀπογοητευμένους ἀπὸ τὴν προσωπική τους πορεία καὶ σχέση, ἀνήμπορους, κουρασμένους, φορτισμένους, ποὺ πενθοῦν διαρκῶς, ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ σωματικὲς ἀρρώστιες, ποὺ νιώθουν ἀνεπαρκεῖς, τότε δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἀμφισβητήσει, γιατί φοβᾶται τὴν κατάρρευσή τους. Ἑπομένως σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις κινδυνεύει νὰ μὴν ἐμφανιστεῖ ἡ ἐφηβεία! Στὴν ἀγωνία του νὰ μὴν δημιουργήσει προβλήματα στοὺς γονεῖς του, ἀρνεῖται τὴν αὐτονόμησή του.

Τὰ παιδιὰ αὐτά, τοὺς ἐφήβους ἀπὸ αὐτὲς τὶς οἰκογένειες, καλοῦνται νὰ διακονήσουν οἱ καθηγητὲς στὸ σχολικὸ περιβάλλον. Πῶς θὰ τὰ ἀντιμετωπίσει ὁ θεολόγος καθηγητής; Σὰν νὰ μὴν τὸν ἀφοροῦν; Θὰ παρατηρήσει τὸ δάκρυ ἢ τὸν ἀναίτιο ἐκνευρισμὸ μιᾶς μαθήτριάς του; Θὰ ἀφουγκρασθεῖ τὰ αἴτια μιᾶς ξαφνικῆς ἀπόσυρσης; Θὰ προσπαθήσει νὰ κατανοήσει τὶς ἐπιθετικὲς-προκλητικὲς ἐρωτήσεις;

Οἱ Σακελλαρόπουλος καὶ Μποτονάκης σημειώνουν: Τὰ παιδιὰ θὰ προβάλλουν στοὺς καθηγητὲς τους τὸν τρόπο σχετίζεσθαι ποὺ ἔχουν μὲ τοὺς γονεῖς τους καὶ θὰ ἀναμένουν ἀντίστοιχη ἀντιμετώπιση. Εἶναι πιθανόν, δηλαδή, τὸ παιδὶ νὰ προκαλεῖ τὸ σαδισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἀδυναμία του, τὸν αὐταρχισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν παθητικότητα. Νὰ διεγείρει τὴν σεξουαλικὴ ἐπιθυμία μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη του γιὰ τρυφερότητα καὶ τὸ ἄγχος μὲ τὴν ἔλλειψη ἐλέγχου τῶν ὁρμῶν του. Νὰ δημιουργεῖ συναίσθημα ἀνωτερότητας στὸ μειωμένο ἐνήλικο. Νὰ ὑποδαυλίζει τὶς παρορμήσεις καὶ νὰ παγιδεύει τὶς ἀνάγκες γιὰ τρυφερότητα τῶν ἀνώριμων ἐνηλίκων. Ὅλες αὐτὲς οἱ συναισθηματικὲς ἐπενδύσεις ἐξηγοῦν γιατί ὁ ἔφηβος εἶναι τόσο συχνὰ τὸ ἀντικείμενο τῶν πιὸ ἀντιφατικῶν συναισθημάτων καὶ τῶν πιὸ ματαιωμένων ὁρμῶν τῶν ἐνηλίκων. Στὸ σημερινὸ σχολεῖο οἱ καθηγητὲς δὲν ἔχουν τὴν παραδοσιακὴ ἐξουσία. Ἡ αὔξηση τῶν δικαιωμάτων καὶ ἐλευθεριῶν τοῦ ἀτόμου ἔχει θέσει σὲ ἀμφισβήτηση τὴν παραδοσιακὴ ἐξουσία. Οἱ δάσκαλοι ἑπομένως καλοῦνται νὰ ἀντλήσουν δύναμη ἀπὸ τὴν αὐθεντικότητα τῆς προσωπικῆς τους ὡριμότητας. Ἔτσι θὰ ἐμπνεύσουν τοὺς νέους ὥστε νὰ πετυχαίνουν οἱ ἴδιοι τὸν ἔλεγχο τῶν ἐπιθυμιῶν τους, ἀντὶ γιὰ τὸν ἔλεγχο ποὺ εἶχε στὸ παρελθὸν ἡ πειθαρχία καὶ οἱ ἐξωτερικὲς ἐπεμβάσεις. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται ὄχι τόσο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέει ἢ ποὺ κάνει ὁ καθηγητής, ὅσο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι (Σακελλαρόπουλος καὶ Μποτονάκης, Συναισθηματικὲς σχέσεις δασκάλων καὶ ἐφήβων, 1992).

Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ὁ καθηγητὴς ἐργάζεται μὲ κύριο ἐργαλεῖο τὸν ἑαυτό του. Ἂν ἀναφερόμαστε σὲ αὐθεντικὲς σχέσεις καθηγητὴ-μαθητή, ἔχουμε νὰ ἀναρωτηθοῦμε γιὰ τὴν ποιότητα τῆς προσωπικότητας τοῦ καθηγητῆ. Δυστυχῶς δὲν ὑφίσταται κάποιο σύστημα ἀξιολόγησης τῆς λειτουργικότητας τῶν καθηγητῶν, οὔτε κάποια οὐσιαστικὴ δυνατότητα εὐαισθητοποίησης. Πῶς θὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὰ παιδιά; Αὐτὸ σχετίζεται μὲ τὰ βιώματα τῆς δικῆς του ἐφηβείας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐπεξεργασία τους στὴν ἐνήλικη ζωή του.

Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ νέου ἐφήβου νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴ θεολογία ἀποτελεῖ μιὰ συνειδητὴ στάση ἢ προϊὸν τυχαίων γεγονότων; Ὑπῆρξε ἐπιλογὴ ἀπὸ ἔρωτα ἢ ἐξ ἀποκλεισμοῦ; Ἡ ἐπιλογὴ εἶχε νὰ κάνει πρωτίστως μὲ τὸ «θεολόγος» ἢ μὲ τὸ «καθηγητής»; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἴδια γιὰ ὅλους; Ἡ διαφορετικὴ στάση τοῦ κάθε θεολόγου μέσα στὴν τάξη μπορεῖ νὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ τοὺς διαφορετικοὺς δρόμους ποὺ ἔχει ἀκολουθήσει μέχρι νὰ φτάσει στὴν τάξη;

Δὲν ὑφίσταται μόνο ἕνας σωστὸς δρόμος ποὺ νὰ ὁδηγεῖ στὴ λειτουργικότητα. Ἡ ἐπίγνωση ὅμως τῶν ἀσυνείδητων κινήτρων, ποὺ τὸν ὤθησαν νὰ ἀκολουθήσει αὐτὴ τὴν ἐπιλογή, θὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐταπάτες, ἀπὸ πικρίες, ἀπὸ διαψεύσεις παιδικῶν φαντασιώσεων παντοδυναμίας, ἀπὸ τὴν ἐπαγγελματικὴ κόπωση.

Δὲν εἶναι λίγοι οἱ μαθητὲς ποὺ ἂν ἐρωτηθοῦν γιὰ τοὺς θεολόγους τους, θὰ ἀπαντήσουν «καλὸς ὁ καημένος, ἀλλὰ ἄχρωμος». Ἡ ἀπουσία χρώματος ἀντιστοιχεῖ στὸν καθηγητὴ ποὺ στέκεται ἀμυντικὰ ἀπέναντι στοὺς μαθητές του. Κάτι ἀνάλογο μὲ τὰ καλὰ παιδιά, ποὺ προσπαθοῦν νὰ μὴ δημιουργήσουν προβλήματα, ὥστε νὰ μὴ βρεθοῦν στὴ δίνη κάποιας ἔντασης.

Τὸ μάθημα θεωρεῖται, δηλαδή, ὡς μία ἐπώδυνη διαδικασία, ὅπου ἐπιθυμητὸς στόχος θὰ ἦταν ἡ ἀποφυγὴ τῶν ὅποιων συγκρούσεων. Ὅμως ἡ σκουριὰ μιᾶς ρουτίνας ἀβάσταχτης, ἀνέραστης, ἀπελπισμένης, εἰσχωρεῖ στὸ εἶναι. Τὸ «καλὸ παιδὶ» ποὺ ἔγινε θεολόγος, πῶς θὰ ἀντιμετωπίσει τὰ σημερινὰ παιδιὰ ποὺ δὲν εἶναι διατεθειμένα νὰ συμπεριφέρονται ἀντίστοιχα; 1) Θὰ ἀντιπαρατεθεῖ μαζί τους σὲ ἕνα παιχνίδι κυριαρχίας ὅπου ὅμως τελικὰ θὰ ἡττηθεῖ καὶ θὰ γίνει βορὰ τῶν θηρίων; ἢ 2) καλυπτόμενος πίσω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του θὰ ἐπιτεθεῖ στὰ «κακὰ» παιδιὰ ποὺ τόσο τὸν τυράννησαν, ὅταν ἦταν αὐτὸς μαθητής; ἢ 3) θὰ γοητευτεῖ ἀπὸ τὴν ἐφηβεία ποὺ ἀνθεῖ γύρω του καὶ θὰ ὁδηγηθεῖ στὴν προσπάθεια νὰ ζήσει μιὰ καθυστερημένη ἐφηβεία;

Ὁ θεολόγος καθηγητής, καθὼς σχετίζεται μὲ τοὺς μαθητές, συναντᾶ παιδιὰ μὲ μεγάλη ἔνταση, μὲ ἐπιθετικότητα ἢ ἀντίθετα ἀποσυρμένα καὶ ἀδιάφορα, καὶ ἀναρωτιέται πῶς θὰ τὰ ἀντιμετωπίσει. Συχνὰ υἱοθετεῖ μιὰ ἀμυντικὴ στάση. Μιὰ ἀμυντικὴ στάση ποὺ τὸν ὁδηγεῖ νὰ περιορίζεται ἀμήχανα στὴ διδακτέα ὕλη. Προσποιεῖται ὅτι δὲν παρατηρεῖ κάποιες ἀταξίες ἢ κάνει κάποιες παραινέσεις δίχως νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ εἰσακουστοῦν καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐμποδίσει κάποιες ἐρωτήσεις ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσουν σὲ «ἐπικίνδυνα» θέματα ἐκτὸς διδακτέας ὕλης. Ἐπιπλέον προσπαθεῖ νὰ δωροδοκήσει τοὺς μαθητὲς μὲ ὑψηλὴ βαθμολογία.

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τελικὰ κάνει μάθημα μὲ δύο-τρεῖς μόνο μαθητὲς τοὺς ὁποίους εὐγνωμονεῖ, ἀφοῦ τοῦ ἐπιτρέπουν νὰ ἀνορθώνει τὴν ἀνύπαρκτη αὐτοεκτίμησή του καὶ διασώζουν τὰ προσχήματα γιὰ τὴν ὕπαρξή του μέσα στὴν τάξη.

Ἕνας δεύτερος ἀμυντικὸς τρόπος γιὰ τὸν καθηγητὴ εἶναι νὰ γίνει πολὺ αὐστηρός. Βαθμολογεῖ μὲ χαμηλοὺς βαθμούς, φωνάζει, προσπαθεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ καθηγητὴς δείχνει τὴν ἀνασφάλειά του. Στέκεται ἀμυντικά, φοβᾶται τοὺς μαθητές, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς συναντήσει οὐσιαστικά.

Οἱ δύο αὐτοὶ τύποι θεολόγων πιθανὸν νὰ μοιάζουν διαφορετικοί, ὁ ἕνας νὰ κατηγορεῖ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ εἶναι ἀντίστοιχοι. Εἶναι οἱ κρυμμένες ψυχολογικὲς ἀνασφάλειες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἰδεολογικοποίηση.

Ἡ ἀμυντικὴ στάση τοῦ καθηγητῆ πρὸς τὰ παιδιὰ ὑπονοεῖ ὅτι αὐτὰ εἶναι κακὰ ἀπὸ τὴ φύση τους. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ προβολικὴ στάση• ἐπειδὴ ὁ ἴδιος τὰ βλέπει ὡς κακά, θεωρεῖ ὅτι θὰ συμπεριφερθοῦν ἀνάλογα. Ἔχουμε δηλαδὴ τὸ τόσο διαδεδομένο λάθος τῆς αὐτοεκπληρούμενης προφητείας. Γιατί υἱοθετώντας μία τέτοια στάση, θὰ δεῖ ὅτι ὄντως τὰ παιδιὰ θὰ φέρνονται ἄσχημα.

Ἔχει κανεὶς νὰ ἀναρωτηθεῖ: Σ’ ἕναν κόσμο ὅπου ἕνα CD μπορεῖ νὰ χωρέσει ὅλη τὴ διδακτέα ὕλη, ποιὰ θὰ εἶναι ἡ θέση καὶ ποιὸς ὁ ρόλος τοῦ συγκεκριμένου καθηγητῆ; Οἱ ὅποιες γνώσεις του δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὸν προστατεύσουν, καθὼς ἡ ποιοτικὴ σχέση μὲ τοὺς μαθητὲς θὰ ἀποτελεῖ τὸν καθοριστικὸ παράγοντα.

Ὁ θεολόγος καθηγητὴς ἔρχεται ἐκ τῶν πραγμάτων ἀντιμέτωπος μὲ τὴ δική του ἐφηβεία. Ἀναγκάζεται νὰ γυρίσει πίσω καὶ ἐκεῖ μπορεῖ νὰ συναντήσει ἕνα κενό. Ἀναρωτιέται ἂν τελικὰ ἔχει βιώσει τὴν ἐφηβεία. Ἀναρωτιέται πῶς βίωσε τὴ σεξουαλικότητα στὴ δική του ἐφηβεία, ἀφοῦ καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει καθημερινὰ προβλήματα μὲ τὴ σεξουαλικότητα τῶν μαθητῶν του. Καθὼς ἀντιμετωπίζει τὰ διάφορα προβλήματα, τοῦ ἔρχονται μνῆμες, εἰκόνες, ἀπὸ τὴν δική του ἐφηβεία. Μὲ πόνο συνειδητοποιεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπῆρξε τὸ «καλὸ» παιδὶ τῆς οἰκογένειάς του, γιατί οἱ δυσκολίες τῶν γονιῶν του τὸν ὁδήγησαν σ’ αὐτὴ τὴν ἐπιλογή.

Στὴ συνάντηση τοῦ μαθητῆ καὶ τοῦ καθηγητῆ γίνεται συνάντηση δύο κόσμων. Δύο διαφορετικῶν χρονικῶν περιόδων, δύο διαφορετικῶν πολιτισμῶν.

Ἡ συνάντηση αὐτή, γιὰ νὰ εἶναι οὐσιαστική, ἀπαιτεῖ τὴν ἀνάπτυξη κλίματος ἐμπιστοσύνης καὶ ἐκτίμησης. Ἀπαιτεῖ τὴν ἀναγνώριση τῆς διαφορετικότητας τῶν ἐμπειριῶν τοῦ ἄλλου καὶ τὴν δημιουργία τοῦ κώδικα ἐπικοινωνίας ποὺ θὰ ἐπιτρέψει τὴν μύηση στὸν κόσμο τοῦ ἀποφατικοῦ καὶ τοῦ ὑπέρλογου, στὸν κόσμο τῆς πίστης.

Ἡ βιωμένη ἐμπειρία πίστης ἀπὸ τὸν διδάσκοντα, ὄχι σὰν μία ἠθικιστικὴ ἐκπλήρωση κάποιων κανόνων, ἀλλὰ σὰν μιὰ ἀπελευθερωτικὴ αὔρα ποὺ ἀναζωογονεῖ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο, εἶναι ἀναγκαία συνθήκη γιὰ νὰ δώσει κίνητρο στὸ νέο νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ καθηγητῆ του.

Ἕνας κουρασμένος καὶ ἀπογοητευμένος καθηγητὴς ποὺ ἐκλιπαρεῖ τὴν ἀνοχὴ τῶν μαθητῶν του γίνεται τραγικὴ φιγούρα μιζέριας. Ἡ στάση του ὄχι μόνο δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀναζήτηση τοῦ Θείου, ἀλλὰ δημιουργεῖ τὸν ὑγιῆ θυμὸ καὶ τὴν περιφρόνηση τῶν μαθητῶν του.

Μοῦ ἐμπιστεύτηκε μιὰ καθηγήτρια: «Ἤμουν ἐποπτεύουσα καθηγήτρια στὸ διάλειμμα καὶ εἶχα δίπλα μου ἕνα ζευγαράκι ποὺ φιλιόντουσαν ἐπιδειχτικά. Μαθητές μου! Ἐκεῖνοι τὴν ὥρα ποὺ φιλιόντουσαν, δὲν μοῦ ἔδιναν καμιὰ σημασία. Κι ἐγὼ ζοριζόμουν ἀφόρητα. Ἔλεγα νὰ ἀδιαφορήσω, νὰ κάνω ὅτι δὲν τὸ εἶδα. Ὅμως, τότε θὰ ἔνιωθα ἄσχημα ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό μου. Εἶμαι καθηγήτρια μόνο γιὰ νὰ δώσω γνώσεις ἢ καὶ γιὰ νὰ διαπαιδαγωγῶ; Ἐὰν πάλι ἔκανα παρατήρηση, θὰ γινόμουνα ρεζίλι. Θὰ ἔλεγαν ὅτι εἶμαι θεούσα».

Βέβαια μὲ ἀφορμὴ τοὺς μαθητὲς της ἀναρωτιόταν γιὰ τὴ δική της ταυτότητα. Δὲν τὴν ἀπασχολοῦσαν οἱ κανόνες τοῦ σχολείου καὶ ἡ ἄποψη τοῦ διευθυντῆ, ἀλλὰ ἀντίκριζε τὴ δική της ὑπαρξιακὴ ἀγωνία. Ἀναφερόταν στὴ δική της σεξουαλικότητα. Ἡ ἴδια εἶχε ἀντισταθεῖ στὸν ἀρραβωνιαστικό της νὰ προχωρήσουν σὲ ἐρωτικὴ σχέση καὶ πάλευε μὲ τὸν ἑαυτό της. Βρισκόταν σὲ κρίση μὲ τὸν πνευματικό της καὶ ἀναρωτιόταν γιὰ τὴν πορεία της: «Ποῦ ἔχω κάνει λάθος;». «Ἂν δὲν ἔχω κάνει λάθος, τότε εἶμαι ἡ μόνη σωστὴ σὲ ἕνα πλαίσιο ποῦ ὅλα λειτουργοῦν μὲ διαφορετικὸ τρόπο;».

Ἀντίστοιχο εἶναι ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν μαθητῶν. Μία μαθήτρια τρίτης Λυκείου μοῦ ἐξιστοροῦσε: «Πήγαμε στὴν πενθήμερη ἐκδρομή. Μοῦ ἄρεσε ἕνας νέος καθηγητής, ὁ θεολόγος, ἀλλὰ συγκρατοῦσα τὸν ἑαυτό μου. Εἶδα τὴ φίλη μου ποὺ πῆγε καὶ τὸν κάλεσε νὰ χορέψουν. Στὴ συνέχεια ἔκπληκτη παρατήρησα ὅτι τὴν φλέρταρε. Ἔπεσε στὰ μάτια μου ὁ καθηγητὴς καὶ μάλωσα μὲ τὴ φίλη μου».

Στὸ θεραπευτικὸ πλαίσιο τὸ γεγονὸς ἑρμηνεύτηκε ὡς πρὸς τὴ σχέση τῆς κοπέλας μὲ τὸν πατέρα της. Ἦταν ἀπόμακρος καὶ ἐπιζητοῦσε μία σχέση μαζί του. Ἀλλά, ἀναρωτιέμαι. Αὐτὸς ὁ θεολόγος καθηγητὴς προσπαθεῖ νὰ μὴν μοιάζει μὲ τοὺς παλιοὺς θεολόγους. Στὴν ἀγωνία του νὰ μὴ βρεθεῖ στὸ περιθώριο, κινδυνεύει νὰ ἐμπλέκεται. Ζηλεύει τοὺς ἐφήβους ποὺ ζοῦν αὐτὰ ποὺ στερήθηκε, ταυτίζεται καὶ ψάχνει τρόπους καὶ δικαιολογίες γιὰ νὰ ζήσει μιὰ ὄψιμη ἐφηβεία! Δημιουργεῖ ἰδεολογικὰ τεχνάσματα, ὅτι πρέπει ὡς καλὸς καθηγητὴς νὰ ἔχει ἐπαφὴ μὲ τοὺς μαθητές του. Οὐσιαστικὰ ἀγωνιᾶ γιὰ τὴ δική του ἐπιβεβαίωση, γιὰ τὶς δικές του ναρκισσιστικὲς ἀνάγκες, ἀπὸ τὸν θαυμασμὸ τῶν μαθητῶν του. Βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπελπισμένη ἀμφισβήτηση τῶν ἐπιλογῶν στὴ δική του ἐφηβεία καὶ ὁδηγεῖται στὸ ἀντίθετο ἄκρο, νὰ ἀνταγωνίζεται τοὺς ἐφήβους σὲ ἀνωριμότητα!

Κάποιες φορὲς ἀναρωτιέται γιὰ τὴν πίστη του. Ἔρχεται στὸ νοῦ ἡ περίπτωση τοῦ προτεστάντη ἱερέα στὴν ταινία τοῦ Μπέργκμαν ποὺ ἔχει χάσει τὴν πίστη του καὶ νιώθει τὸ Θεὸ ἀπόμακρο, ποὺ δὲν ἀποκρίνεται… Πῶς νὰ διδάσκει τὴν πίστη σὲ κάποιον μὲ τὸν ὁποῖο ἔχει χάσει τὴν ἐπαφή; Νὰ παραιτηθεῖ νὰ μιλᾶ γι’ Αὐτὸν καὶ νὰ ἐθιστεῖ σὲ μία θεολογία δίχως Θεό; Εἶναι πραγματικὰ ἄχρηστο τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἂν δὲν ξέρει ν’ ἀπαντᾶ στὰ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα τῶν μαθητῶν προσφέροντας Ἀναστάσιμα βιώματα.

Ὁ χειρότερος κίνδυνος ὅμως γιὰ τὸν θεολόγο καθηγητὴ εἶναι νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ πιστεύει ὅτι ἐπειδὴ ὁμιλεῖ γι’ Αὐτόν, διαθέτει δῆθεν τὶς ἰδιότητές Του καὶ κατέχει καὶ τὴν ἄποψή Του γιὰ τὸ κάθε τί. Ἕνας ἀνασφαλὴς καθηγητὴς ποὺ ἀποζητᾶ κάποιους ἐφήβους ὀπαδούς, γιὰ νὰ νιώσει αὐτάρεσκα ὅτι ἀξίζει, αὐτὸ ποὺ θὰ μεταδώσει θὰ εἶναι τραυματικό, ἀφοῦ θὰ τοὺς ἔχει χρησιμοποιήσει. Ἀντίστοιχα, ἐὰν τοὺς πλησιάζει μὲ τὸ πρόσχημα νὰ τοὺς σώσει, δὲν θὰ συνειδητοποιήσει ποτὲ τὴν κατακτητικὴ στάση του.

Στὸ διάβα τῶν χρόνων ὁ καθηγητὴς κινδυνεύει νὰ ὁδηγεῖται σ’ ἕνα ἐπαγγελματικὸ burnt out, στὴν ἐπαγγελματικὴ κόπωση ποὺ κρυσταλλώνεται σὲ μία στάση ἀδιαφορίας γιὰ τὰ τεκταινόμενα. Τὰ παιδιὰ τὸν κουράζουν, τοῦ δημιουργοῦν προβλήματα καὶ τὸν ἀπογοητεύουν. Ἑπομένως θὰ σπρώχνει ἁπλῶς τὴ σχολικὴ χρονιὰ καὶ θὰ ἀσχολεῖται μαζί τους τὸ λιγότερο δυνατόν.

Ἕνας ζωντανὸς καθηγητὴς μπορεῖ νὰ ἐπιλέξει μία διαφορετικὴ ὀπτική. Τὰ ἐρωτήματα ποὺ θέτουν τὰ παιδιά, ἔστω καὶ ἂν ἀπαιτοῦν ἐπώδυνη ἐπεξεργασία, μπορεῖ νὰ γίνουν ἀφορμὴ γιὰ προσωπική του ὁλοκλήρωση.

Ἡ ἐσωτερικὴ διεργασία, ἡ ἀναζήτηση τῆς δικῆς του ἱστορίας, ἡ ὑπαρξιακὴ ἀγωνία γιὰ νὰ ἀπαντήσει αὐθεντικὰ στοὺς μαθητές του, προσφέρει στὸν καθηγητὴ τὴ δυνατότητα νὰ ὡριμάζει, διατηρώντας ταυτόχρονα μία δροσιὰ καὶ φρεσκάδα ἀνανέωσης ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ ἐπαφὴ μὲ τὰ νέα παιδιά. Δίνοντας νόημα στὴ ζωή του, δίνει νόημα καὶ στὴ ζωὴ τῶν μαθητῶν του καὶ γίνεται σοφότερος. Ἔτσι οἱ μαθητές του δὲν θὰ εἶναι πηγὴ δυστυχίας καὶ κόλασης, ἀλλὰ μοναδικὲς εὐκαιρίες βιωμένης ἐλπίδας.

Πηγή: http://www.agiazoni.gr/article.php?id=61062743378650137167

 





Ὁ Θάνατος τοῦ Θεοῦ καί Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου

11 11 2009

του Παναγιώτη Νέλλα

Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα ὄχι μόνο τῆς σύγχρονης δυτικῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας, ἀλλά καί τῆς ἴδιας τῆς θεολογίας. Τά τελευταῖα χρόνια γράφτηκαν χιλιάδες σελίδες σχετικές μ᾽ αὐτό, ἀνέβηκαν ἔργα στό θέατρο, γυρίσθηκαν ταινίες, τό θέμα ξέφυγε ἀπό τά μελετητήρια τῶν εἰδικῶν καί ἀπασχολεῖ τό εὐρύτερο κοινό. Τό σύντομο αὐτό δοκίμιο ἔχει σκοπό νά δώσει, στήν ἀρχή μιά γενική ἐνημέρωση καί μιά ἑρμηνεία γιά τό φαινόμενο, καί νά προσπαθήσει στή συνέχεια, ἀφοῦ τό τοποθετήσει μέ βάση τά ὀρθόδοξα κριτήρια, νά σκιαγραφήσει τή συμβολή, πού θά μποροῦσε νά προσφέρει ἡ Ὀρθοδοξία συμμετέχοντας στή σχετική συζήτηση. 

Στό χῶρο τῆς φιλοσοφίας τό θέμα ἀρχίζει μέ τό Nietzsche, γιά τόν ὁποῖο, ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καί ταυτόχρονα εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνατροπή ὅλων τῶν ἀξιῶν, ὁλόκληρης τῆς ὑπεραισθητῆς περιοχῆς σύμπαντος τοῦ κόσμου

τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἰδανικῶν. Μοναδική καί ὕψιστη ἀξία μένει γιά τό Nietzsche ὁ ἄνθρωπος, ὁ ″ὑπεράνθρωπος″: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;» Γράφει ἤδη στά 1882. «Θά σᾶς τό πῶ ἐγώ. Τόν σκοτώσαμε. Ἐμεῖς ὅλοι εἴμαστε οἱ φονιάδες του… ὁ Θεός εἶναι νεκρός… ὁ Θεός θά μείνει νεκρός. Τί ἄλλο εἶναι οἱ ἐκκλησίες παρά οἱ τάφοι καί τά μνήματα τοῦ Θεοῦ;» 

Ὁ Nietzsche στήν ἐποχή του ἀναγκάζεται νά βάλει τά λόγια αὐτά στό στόμα ἑνός τρελοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ὁ Sartre ἐπαναλαμβάνει μέ πλήρη ἄνεση τό ἴδιο κήρυγμα κατά τήν ἔναρξη τοῦ Β’ παγκοσμίου πολέμου, μιλώντας σέ μιά δημόσια συγκέντρωση στή Γενεύη: «Κύριοι, ὁ Θεός πέθανε. Σᾶς ἀναγγέλλω, κύριοι, τό θάνατο τοῦ Θεοῦ.» 

Τό τί σημαίνει γιά τήν ἄθεη ὑπαρξιακή φιλοσοφία ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ, μᾶς τό ἀποκαλύπτει μέ ἐνάργεια ἡ ἀντίστοιχη λογοτεχνία. Ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, ἄρα δέν ὑπάρχει παρά ἡ βιολογική ζωή. Μέ διονυσιακή ἀγαλλίαση ὁ Camus ὑμνεῖ στά πρῶτα του ἔργα τό μεγαλεῖο καί τή χαρά αὐτῆς τῆς ζωῆς.τήν ὁμορφιά πού κλείνει μέσα της μιά ζεστή μέρα στήν ἀκροθαλασσιά, μιά χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἡ οἰκογένεια εἶναι μαζεμένη γύρω στή φωτιά. Ἀλλά ἡ βιολογική ζωή εἶναι ἡ ″ἐν φθορᾷ ζωή″ καί ὁ ἴδιος ὁ Camus ὅσο προχωρεῖ, ἀνακαλύπτει μέσα στή ζωή τό σαράκι αὐτό τῆς φθορᾶς, πού κλέβει τή χαρά, πού ἀπομυζᾶ τήν οὐσία καί ἀφήνει ἀνούσια καί ἀνόητη τή ζωή, πού δημιουργεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο τήν αἴσθηση τοῦ χάους καί τοῦ κενοῦ, πράγμα πού τόσο ἔντονα περιγράφεται στόν «Ξένο», καί πού ὁ Sartre μέ τόση ἐπιτυχία ὀνομάζει στό ὁμόνυμο ἔργο του «Ναυτία».

Ὁ ὑπαρξιστής ἄνθρωπος νοιώθει τό θάνατο ὄχι σάν κάτι μακρινό, κάτι πού τόν περιμένει στό τέλος τῆς ζωῆς του, ἀλλά σάν κάτι πού βρίσκεται μέσα του. Ἡ δαμόκλεια σπάθη τοῦ θανάτου κρέμεται ἀδιάκοπα πάνω του καί μέσα του, ἀκρωτηριάζει τά ὄνειρά του, κόβει στή μέση τίς πιό εὐγενικές προσπάθειές του, περιορίζει ἀσφυκτικά τά ὅρια τῆς ὕπαρξής του, εἶναι, ὅπως λέει ὁ Camus, ἕνας Σίσυφος, πού ἀγωνίζεται νά ἀνεβάσει ὥς τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ τήν πολύτιμη πέτρα τῆς ζωῆς του καί, μόλις κοντεύει νά φτάσει στό τέρμα, ἡ πέτρα τοῦ φεύγει καί κατρακυλάει πάλι στό βυθό. Αἰσθάνεται ἐγκαταλειμμένος καί ἔρημος. Καταδικασμένος νά βλέπει, καταλαβαίνει καί συνειδητοποιεῖ ὅτι ζεῖ τό παράλογο. Ὁ Heidegger ὁμολογεῖ ὅτι βρίσκεται, χωρίς νά τό ἐπιδιώξει, ριγμένος καί ἐγκαταλειμμένος σ᾽ ἕνα καντόνι τοῦ σύμπαντος, ὑποχρεωμένος νά ζεῖ. 

Μέ τή γεύση αὐτή τοῦ κενοῦ στήν ψυχή, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος βρίσκεται μπροστά στό καθιερωμένο ἀπό αἰῶνες κήρυγμα τοῦ μεταγενεστέρου δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ, πού προσφέρει ὡς λύση στήν ταλαιπωρία τῆς ἐπίγειας ζωῆς τήν ὑπόσχεση γιά τή μακαριότητα τῆς μετά θάνατο ζωῆς, πού θεωρεῖ αὐτή ἐδῶ τή ζωή σχεδόν ἀποκλειστικά σάν τό χῶρο, στόν ὀποῖο μέ τά ἔργα (Ρωμαιοκαθολικοί) ἤ τήν πίστη (Προτεστάντες), γίνεται ἤ δέ γίνεται κανείς ἄξιος νά κληρονομήσει τήν αἰωνιότητα. 

Μπροστά ὅμως στήν ἄποψη αὐτή, πού διακρίνει ὑπερβολικά τό χρόνο ἀπό τήν αἰωνιότητα, τή γήινη ἀπό τήν οὐράνια ζωή, καί σχετικοποιεῖ ἀπελπιστικά τή σημασία τῆς πρώτης, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος στέκεται μέ ἀποτροπιασμό. «Ἄν ὑπάρχει μιά ἁμαρτία κατά τῆς ζωῆς», γράφει ὁ Camus, «δέν εἶναι τόσο τό νά ἀπελπιστοῦμε, ἀπό αὐτή, ὅσο τό νά ἐλπίσουμε σέ μιάν ἄλλη ζωή, τό νά ἀφήσουμε νά ξεκλέψει τήν ἀγάπη μας γιά τή συγκεκριμένη ζωή τό ἀνελέητο μεγαλεῖο μιᾶς δῆθεν αἰώνιας ζωῆς». Καί στό ὄνομα τῆς καθημερινῆς, χειροπιαστῆς ζωῆς, ὁ Camus ἀρνεῖται νά πιστέψει σέ μιάν ἄλλη, ὡραία ἔστω καί αἰώνια, ἀλλά πάντως ἄλλη ζωή. 

Ὁ Sartre εἶναι στό σημεῖο αὐτό περισσότερο ἀπόλυτος. Ἡ πίστη σέ μιά ἄλλη ζωή, λέει, εἶναι ἀκριβῶς ἐκείνη πού φέρνει τό θάνατο σ᾽ αὐτήν ἐδῶ καί ἰσοδυναμεῖ μέ αὐτοκτονία. Καί, προωθώντας τήν ἀμφισβήτησή του ὥς τόν ἴδιο τό Θεό, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἕνας Θεός, πού δέν παίρνει στά σοβαρά αὐτήν ἐδῶ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν ἐνδιαφέρεται γιά τά συγκεκριμένα ἱστορικά προβλήματά του, ἀλλά πού ὑποβιβάζει τόν ἀνθρώπινο βίο σέ μιά περίοδο ἐξιλασμοῦ καί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης, μπορεῖ βέβαια νά εἶναι δίκαιος, ἀλλά δέν εἶναι ἀσφαλῶς φιλάνθρωπος Θεός. Εἶναι ἕνας πατέρας ἐγωιστής καί σαδιστής, πού ἀρέσκεται νά βλέπει τό τέκνο του νά βασανίζεται καί νά ἐκλιπαρεῖ γιά νά ἔχει ὁ ἴδιος τή χαρά νά τοῦ προσφέρει, ὅποτε αὐτός θελήσει, τή σωτηρία. Ἀλλά μιά τέτοια σωτηρία εἶναι γιά τό σύγχρονο, ἐνήλικο ὅπως αὐτοχαρακτηρίζεται ἄνθρωπο, ἀπαράδεκτη καί ἕνας τέτοιος πατέρας εἶναι ἄχρηστος. Εἶναι προτιμότερο, κατά τήν ἄποψη αὐτή, γιά τό παιδί, νά κόψει κάθε σχέση μέ τόν πατέρα καί νά προσπαθήσει νά σωθεῖ μόνο του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Sartre πού δέν ἔχει γνωρίσει τή διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, γιά τή θεανθρώπινη συνεργία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ πίστη δέν καταπιέζει, ἀλλά ἀναπτύσσει καί ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο, τονίζει κατηγορηματικά ὅτι ἡ πίστη στό δίκαιο ἀλλά σαδιστή Θεό ὑποβιβάζει, ἐξευτελίζει καί ψευτίζει τόν ἄνθρωπο. 

Συνέπεια λογική τῆς τοποθέτησης αὐτῆς εἶναι ὅτι γιά νά ὑπάρξει ἐλεύθερος καί γνήσιος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός. Στό φοβερό ἔργο του πού ἔχει τόν εἰρωνικό τίτλο «Ὁ διάβολος καί ὁ θεούλης», ὁ κεντρικός ἥρωας, μετά ἀπό μιά ἐναγώνια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας κοντά στό διάβολο καί κοντά στό Θεό παρουσιάζεται νά συμπεραίνει: «Ἐγώ ὑπάρχω… μόνος ἐγώ. Ἱκέτευα ὅλον αὐτό τόν καιρό γιά ἕνα σημεῖο, ἀλλά δέν πῆρα καμία ἀπάντηση. Ὁ Οὐρανός ἀγνοεῖ ἀκόμα καί τό ὄνομά μου. Διερωτόμουνα κάθε στιγμή τί μποροῦσα νά εἶμαι ἐγώ στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Τώρα τό ξέρω: Τίποτε. Ὁ Θεός δέν μέ βλέπει.ὁ Θεός δέν μέ ἀκούει. Ὁ Θεός δέν μέ ξέρει. Βλέπεις αὐτό τό κενό πάνω ἀπό τά κεφάλια μας; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτό τό φάγωμα στήν πόρτα; εἶναι ὁ Θεός. Αὐτή τήν τρύπα στή γῆ; εἶναι ὁ Θεός.Ἡ σιωπή, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ ἀπουσία, εἶναι ὁ Θεός. Ἡ μοναξιά τῶν ἀνθρώπων, αὐτό εἶναι Θεός. Ὅλον αὐτό τόν καιρό δέν ὑπῆρχα παρά ἐγώ. Ἐγώ ἀποφάσισα τό κακό. Ἐγώ μόνος μου βρῆκα τό καλό. Ἐγώ ἁμάρτησα. Ἐγώ ἔκανα τίς καλοσύνες πού ἔκανα. Ἐγώ σήμερα κατηγορῶ τόν ἑαυτό μου καί ἐγώ μόνος μου μπορῶ νά τόν συγχωρήσω. Ἐγώ ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ Θεός ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν. Ἀλλά δέν ὑπάρχει Θεός. Χαρά. Δάκρυα χαρᾶς. Ἀλληλούια. Δέν ὑπάρχει Θεός.» Καί βλέποντας τή Χίλντα, μιά γυναίκα, πού πιό πρίν δέν τολμοῦσε οὔτε ν᾽ ἀτενίσει γιά τό φόβο τῆς ἁμαρτίας, νά μπαίνει στή σκηνή, τήν πιάνει ἀπό τά χέρια φωνάζοντάς της: «Ὁ Θεός πέθανε. Δέν ἔχουμε πλέον μάρτυρα. Μόνος μπορῶ νά βλέπω τά μαλλιά καί τό μέτωπό σου. Ὤ! πῶς εἶσαι μπροστά μου ἀληθινή, ἀπό τή στιγμή πού δέν ὑπάρχει ὁ Θεός. Ἐπί τέλους εἴμαστε μόνοι». 

Τά κείμενα αὐτά δείχνουν μέ σαφήνεια πώς τό μεγαλύτερο τμῆμα τῆς σύγχρονης ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας καί λογοτεχνίας προσπαθεῖ νά καταξιώσει τόν ἄνθρωπο ἀνεξάρτητα ἤ καί ἐνάντια στό Θεό, πράγμα πού ὀφείλεται, ὅπως εἴδαμε, στή λαθεμένη ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός δέν ἐνδιαφέρεται καί δέν ἀγαπᾶ, ἀλλά τιμωρεῖ καί ἐξουθενώνει τόν ἄνθρωπο. Καί δέν εἶναι χωρίς σημασία τό γεγονός ὅτι τά κείμενα αὐτά εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνα, πού ἔθρεψαν τή νέα εὐρωπαϊκή γενιά. Στήν Ἀμερική πάλι, ἡ ἴδια ἀντίδραση κατά τοῦ Θεοῦ τῶν σημερινῶν χριστιανῶν καί τῆς σύγχρονης συμβατικῆς θρησκευτικῆς ζωῆς παρουσιάστηκε, κυρίως κατά τήν προηγούμενη δεκαετία, κατά τρόπο πολύ πιό, θά λέγαμε, βιολογικό, μέ τήν ἐπαναστατημένη νεολαία πού φωνάζει: «Κύριοι, ὁ Θεός γιά τόν ὁποῖο μᾶς μιλᾶτε δέν ζεῖ. Καί ἡ ἴδια ἡ ζωή σας εἶναι νεκρή. Ἕνας Θεός πού δέν ἀγγίζει τήν ὕπαρξή μας, πού δέν ἔχει σχέση μέ τό σῶμα μας, μᾶς εἶναι ἄχρηστος. Ἐμεῖς θά μπορούσαμε νά παραδεχθοῦμε τόν Ἰησοῦ, πού μίλησε γιά τήν ἀγάπη. Ὁ δικός σας Θεός εἶναι ἁπλῶς χρήσιμος, γιατί σᾶς βολεύει. Τόν χρησιμοποιεῖτε ὅπου θέλετε. Ὅπως ἐμεῖς χρησιμοποιοῦμε τή μαριχουάνα. Ἄν ὑπάρχει ὁ Θεός ἄς ἔρθει νά μᾶς βρεῖ ἐδῶ πού εἴμαστε. Ἀλλοιῶς δέν ὑπάρχει Θεός.» 

Ἡ πρόκληση αὐτή τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ἔφερε, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀναστάτωση στήν Καθολική καί Προτεσταντική Ἐκκλησία. Καί ἡ δυτική θεολογία προσπάθησε νά ἀπαντήσει. Τό ἐλπιδοφόρο ὅμως κίνημα μερικῶν Γάλλων κυρίως θεολόγων νά ξαναγυρίσουν στίς πηγές καί, τοποθετώντας στό κέντρο τῶν θεολογικῶν τους ἀναζητήσεων τήν ἔννοια τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, νά δημιουργήσουν μιά βιβλική, λειτουργική καί πατερική ἀνανέωση βάθους, δέν μπόρεσε νά ἐπιβληθεῖ. Ἡ κίνηση αὐτή φαίνεται ὅτι μάλλον ξεπεράστηκε ἀπό τούς μοντερνιστές, πού, παρασυρμένοι ἀπό τά σύγχρονα ρεύματα, προσκολλήθηκαν στήν ἐπιφάνεια καί δημιούργησαν, ἀντίστοιχη πρός τή φιλοσοφία καί τή λογοτεχνία, τή λεγόμενη ″θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ″. 

Δυό εἶναι οἱ βασικές κατευθύνσεις τῆς σχολῆς αὐτῆς: Πρώτη ἡ γραμμή τοῦ Bultmann ὁ οποῖος, ἐπηρεασμένος βασικά ἀπό τόν Heidegger βλέπει τήν οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ στή σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, σχέση ἡ ὁποία καί φέρνει ἤ, καλύτερα, ἡ ὁποία εἶναι ἡ σωτηρία. Ἡ ἱστορική διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔρχεται, στήν τοποθέτηση αὐτή, σέ ἐντελῶς δεύτερη μοίρα, ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς, ἡ ζωή, τά θαύματα, ἡ ἴδια ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μύθος, μιά δηλαδή ἀπό τίς πολλές ἐκφράσεις πού μποροῦν νά περιβάλλουν τήν οὐσία, καί ἀφοῦ σήμερα ἡ ἔκφραση, ἡ γλώσσα τοῦ κόσμου, ὁ πολιτισμός, ἔχει ἀλλάξει, εἶναι ἀνάγκη νά ἀλλάξει καί ἡ ἔκφραση τῆς οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πρόκειται γιά τήν περίφημη θεωρία τῆς ″ἀπομυθεύσεως″. 

Τίς ἀκραῖες συνέπειες τῆς γραμμῆς αὐτῆς ἀποκαλύπτει καί ὑποστηρίζει ἡ δεύτερη κατεύθυνση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία γιά νά μπορέσει ἡ Ἐκκλησία νά προσεγγίσει τόν ἐκκοσμικευμένο ἄνθρωπο τῆς σημερινῆς ἐποχῆς, εἶναι ἀνάγκη νά θέσει μερικά θεμελιώδη ἐρωτήματα πάνω στή ἔννοια τοῦ Θεοῦ, νά φθάσει νά διερωτηθεῖ σοβαρά γιά τήν πραγματικότητα τῶν μυστηρίων καί τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀντιμετωπίσει τό θεμελιακό ἐρώτημα, μήπως ὁ Θεός δέν βρίσκεται πλέον στίς σκέψεις καί τίς περιγραφές πού δίνει τό Εὐαγγέλιο, καί στίς ἰδέες-δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά στήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου, μήπως δηλαδή τό πραγματικότερο μυστήριο σήμερα, τό ἀληθινό ἔργο τοῦ λαοῦ, ἡ σύγχρονη χριστιανική λειτουργία (λαοῦ-ἔργον) πρέπει νά εἶναι ὄχι ἡ θεία Εὐχαριστία, ἀλλά ἡ πρός τόν πλησίον ἀγάπη, ἡ πολιτική καί ὁ συνδικαλισμός. Γύρω ἀπό αὐτή τήν προβληματική γράφτηκαν βιβλία μέ τούς χαρακτηριστικούς τίτλους «Θεός χωρίς Θεό», «Τό Εὐαγγέλιο τοῦ ἄθεου Χριστιανισμοῦ», «Ἡ νέα οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ», «Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ καί ὁ πολιτισμός τῆς μεταχριστιανικῆς ἐποχῆς» κ. ἄ. 

Πρός στό πολύπλευρο καί πολυσήμαντο αὐτό φαινόμενο τοῦ ″θανάτου τοῦ Θεοῦ″ ποιά μπορεῖ ἄραγε νά εἶναι ἡ στάση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς; Ὅπως σέ κάθε θέμα, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καί ἐδῶ ταυτόχρονα κριτική καί οἰκοδομητική. 

Προσπαθώντας νά ἑρμηνεύσει ὁ ὀρθόδοξος μελετητής τό φαινόμενο τοῦ ἄθεου οὐμανισμοῦ, διαπιστώνει ὅτι πρόκειται στήν οὐσία γιά τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ καί ὅτι ἡ διαδικασία ἀνάπτυξης τοῦ σύγχρονου ἀθεϊσμοῦ ἐπαναλαμβάνει, ὅπως ἀποκαλύπτουν τά ἴδια τά κείμενά του, στίς κεντρικές γραμμές τή διαδικασία τῆς πτώσεως. 

Ἡ Ἁγία Γραφή διδάσκει πράγματι ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ καί τοῦ ἔδωσε τόν προορισμό νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ἦταν νά ὑψωθεῖ σέ Θεάνθρωπο. Γιά νά γίνει αὐτό, ἔπρεπε ὁ Ἀδάμ νά προσανατολισθεῖ σωστά, νά τοποθετηθεῖ θετικά μπροστά στό Θεό καί νά βαδίσει τό δρόμο πού ὁδηγοῦσε σ᾽ Αὐτόν. Ἀλλά ὁ διάβολος κατόρθωσε νά τόν πείσει ὅτι ὁ Θεός τόν ζηλεύει καί θέλει νά τόν κρατᾶ δοῦλο Του καί ἔτσι τόν κίνησε σέ ἀνταρσία, τόν παρέσυρε σ᾽ ἕναν ἄλλο δρόμο, πού θά τόν ὁδηγοῦσε δῆθεν ἀμέσως καί θά τόν ἔκανε τόν ἴδιο καί κατά τρόπο αὐτόνομο Θεό. Ὁ δρόμος ὅμως αὐτός ἦταν οὐσιαστικά ἀνύπαρκτος καί ἔτσι ἡ ἀλλαγή πορείας τοῦ Ἀδάμ δέν ἦταν στήν πραγματικότητα παρά ἕνας ἐκτροχιασμός, μιά συντριβή στό κενό. Μακριά ἀπό τό χῶρο στόν ὁποῖο ἀκούγεται ὁ ζωηφόρος Λόγος τοῦ Θεοῦ, στή χώρα τῆς ἀν-ὑπακοῆς, ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε πλέον καί μακριά ἀπό τήν ἀληθινή ζωή. Ἔχασε τήν ″πνοή τῆς ζωῆς″, πού τοῦ ἔδωσε κατά τή δημιουργία ὁ Θεός. Ξανάγινε πάλι ″χοῦς ἀπό τῆς γῆς″, ξέπεσε στήν ἁπλή βιολογική, τήν ἐν φθορᾷ ζωή, πού εἶναι ὁ θάνατος.Ὁ ζόφος καί τό σκοτάδι, ἡ κυριαρχία τῶν ἐνστίκτων, τό ἄγχος τῆς αὐτοσυντηρήσεως κάνει στό ἑξῆς, μακριά ἀπό τό Θεό, τόν ἄνθρωπο ἀποκρουστικό καί ἐχθρό τόν ἕνα γιά τόν ἄλλο. Ὁ Κάϊν σκοτώνει τόν Ἄβελ καί ὁ ἀνθρωπιστής Sartre ἀνακαλύπτει μέ φρίκη ὅτι «οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή του». 

Ἡ ἐπαγγελία τοῦ αὐτονόμου ἀνθρωπισμοῦ ἀποδεικνύεται μέ τόν τρόπο αὐτό πώς εἶναι ἡ διαβολική πρόκληση πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἐξορίσει ἀπό τόν κόσμο του τό Θεό: «Θέλω ἀνθρώπους παντοῦ, γύρω μου, πάνω μου, ἀνθρώπους πού νά μοῦ κρύβουν τόν οὐρανό» (Sartre). Τό διώξιμο ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀφήνει ἀναπόφευκτα στόν κόσμο ἕνα φρικαλέο κενό: «Σκότωσα τό Θεό, γιατί μέ χώριζε ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά πού ὁ θάνατός του κάνει τελεσίδικο τό χωρισμό» (Sartre). 

Ἡ φιλάνθρωπη διάθεση τοῦ γιατροῦ τῆς «Πανούκλας» (Camus) παραχωρεῖ ἔτσι γρήγορα τή θέση της στόν ἀδιάφορο γιά ὅλους καί ὅλα «Ξένο». Ἡ περιγραφή τοῦ μακάβριου κενοῦ τοῦ θανάτου ὁλοκληρώνεται στό «Νεκροί χωρίς τάφο». Ἐνῶ ἡ ἀποσύνθεση τῆς ζωῆς ἀποκαλύπτεται σ᾽ ὅλη της τήν τραγικότητα σέ ἔργα σάν τόν «Τεῖχο» καί τό «Περιμένοντας τόν Γκοντό». 
«Τί μέρα εἶναι σήμερα;» ρωτάει ὁ ἕνας ἀλήτης στό ἔργο αὐτό. 
– «Πέμπτη. 
– Πέμπτη εἶπε ὅτι θά ᾽ρθει. 
– Κι ἄν σήμερα εἶναι Παρασκευή; 
– Μπορεῖ νά ᾽ναι καί Τρίτη. 
– Τί λές, ξαναρχόμαστε αὔριο; 
– Ναί, ἀλλά νά φέρουμε καί τό σχοινί. 
– Κι ἄν δέν ἔρθει; 
– Θά κρεμαστοῦμε. 
– Ἄν ἔρθει; 
– Θά σωθοῦμε». 
Καί σέ λίγο: 
– «Εἴμαστε ἀνεξάντλητοι», λέει ὁ ἕνας. 
– «Γιά νά μή σκεφτόμαστε», ἀποκρίνεται ὁ ἄλλος. 
– «Ὅλο καί βρίσκουμε κάτι πού μᾶς δίνει τήν ἐντύπωση πώς ὑπάρχουμε»! 
– «Ὑπάρχουμε, πάλι ὑπάρχουμε, αὐτή ἡ προαιώνια δυστυχία»!… 
«Καί ὅλο λένε νά φύγουν», σημειώνει ὁ κριτικός, «καί ὅλο κάθονται ἐκεῖ, στό ἄδειο μέρος. Ἄλλωστε καί νά φύγουν καί πού μένουν δέν ἔχει νόημα. Εἶναι τό ἴδιο. Γιατί τίποτε δέν πρόκειται νά ἀλλάξει. Κι ἀλλοῦ δέν ὑπάρχει παρά ὁ ἀκίνητος θάνατος, κι ἐδῶ δέν ὑπάρχει παρά ἡ θανάσιμη ἀκινησία». 

Ἔτσι γίνεται φανερό ὅτι στήν προσπάθειά τους νά σκοτώσουν τό Θεό, ὁ Ἀδάμ καί οἱ σύγχρονοι ἀθεϊστές δέν κατορθώνουν παρά νά σκοτώσουν τόν ἄνθρωπο. Ἀπομακρύνοντας ἀπό τήν κοινωνία τους τό Θεό, χάνουν τό κέντρο τῆς ζωῆς τους, μένουν ἀνέστιοι, ἔρημοι καί νεκροί. Τά ἴδια τά κείμενά τους, ἐνῶ μιλᾶνε γιά τό θάνατο τοῦ Θεοῦ δέν ἀποδεικνύουν στήν πραγματικότητα παρά τό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Φαίνεται πώς τό ἐρώτημα «νά ζεῖ κανείς ἤ νά μή ζεῖ» βρῆκε ἀπάντηση στήν ἐποχή μας: Νά ζεῖ κανείς καί νά μή ζεῖ. 

Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τώρα τήν προσπάθεια τῆς δυτικῆς θεολογίας νά λύσει τό ὀξύ περί Θεοῦ πρόβλημα, ὁ ὀρθόδοξος μελετητής βρίσκεται στήν ἀνάγκη νά ὁμολογήσει μέ εἰλικρίνεια πόσο συμπαθής τοῦ εἶναι ἡ προσπάθεια αὐτή ἀλλά καί πόσο ἀνεπιτυχής καί ἐπικίνδυνη ἀποκαλύπτεται, στό φῶς τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἡ λύση πού δίνεται.

Τό νά μιλήσει πράγματι ὁ θεολόγος τή γλώσσα τῆς ἐποχῆς του εἶναι καθῆκον πρωταρχικό. Ἡ μεταγλώττιση τοῦ κηρύγματος εἶναι δικαίωμα ἀναφαίρετο πού τό χάρισε μέ τόν Παῦλο ὁ Χριστός στήν κάθε ἐποχή καί πού τό ἐπιβεβαίωσε ἡ πράξη τῶν Πατέρων τοῦ Δ’ καί τοῦ ΙΔ’ αἰώνα. Ἀλλά καί ἡ πιστότητα στήν ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ, στό γεγονός δηλαδή ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἀληθινά καί πραγματικά ἄνθρωπος τόν καιρό τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου καί ὅτι σταυρώθηκε, πέθανε καί ἀναστήθηκε καί, μολονότι ἀναλήφθηκε, συνεχίζει νά βρίσκεται ἀληθινά καί πραγματικά, ἱστορικά, μέ τά μυστήρια μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ στούς αἰῶνες τό ἱστορικό σῶμα του, ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τοῦ χριστιανισμοῦ. Καί αὐτόν τόν πυρήνα κινδυνεύουν νά ἀρνηθοῦν οἱ δυτικοί θεολόγοι τῆς σχολῆς τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ. Στήν καλοπροαίρετη καί εὐγενική προσπάθειά τους νά προσεγγίσουν τόν ἄθρησκο σημερινό ἄνθρωπο, ἀντί νά κατέβουν στήν οὐσία καί νά προσφέρουν στόν ἄνθρωπο τόν ἀληθινό Θεό, βγαίνουν στήν ἐπιφάνεια, ἐγκαταλείπουν διαδοχικά καί οἱ ἴδιοι τή θρησκεία, τήν Ἐκκλησία, τό Χριστό, φθάνουν σ᾽ ἕνα Θεό χωρίς Χριστό, σ᾽ ἕνα Θεό ἄσαρκο , σέ μιάν ἰδέα, πού μπορεῖ βέβαια νά εἶναι ἕνας κάποιος φιλοσοφικός Θεός, ἀλλά δέν εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ὁ Θεός πού σώζει. Ἔτσι ἡ θεολογία αὐτή μπορεῖ νά εἶναι ἐπίκαιρη, ἀλλά δέν εἶναι κήρυγμα σωτηρίας καί παρόλη τή συμπάθεια πού μπορεῖ νά τρέφει ἕνας ὀρθόδοξος γιά τίς προθέσεις της, δέν μπορεῖ παρά νά τονίσει ὅτι, ἄν τελικά ἐπικρατήσει στή Δύση, θά σημάνει ἀναπόφευκτα τό ἱστορικό τέλος τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ. 

Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτό τό βασικό κίνδυνο πρέπει νά τονισθεῖ πώς ἡ θεολογία τῆς σχολῆς αὐτῆς εἶναι ἀνίκανη νά συζητήσει στήν οὐσία μέ τόν ἀθεϊσμό. Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ λύση τήν ὁποία προσφέρει εἶναι ἐπιφανειακή καί θεωρητική, δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων καί δέν αἴρει οὔτε στό παραμικρό τίς οὐσιώδεις περί Θεοῦ καί ἀνθρώπου παρεξηγήσεις, πού ὁδήγησαν στήν κατά τοῦ Θεοῦ ἐπανάσταση τοῦ οὐμανισμοῦ. 

Τό σύγχρονο ὑπαρξιακό κίνημα ζητάει κατά τρόπο ἐπίμονο καί ἀπόλυτο ἕνα ἀξιοπρεπές νόημα γιά τή ζωή καί ἕναν ἀξιοπρεπή προορισμό γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά ἡ θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο, ἐκκοσμικεύει τό Θεό καί ἔτσι ἀναπόφευκτα ὑποβιβάζει ἀκόμα περισσότερο τόν ἄνθρωπο. Στό φαῦλο κύκλο πού δημιουργεῖται, ἡ κίνηση εἶναι φυγόκεντρη καί ἀπομακρύνει ὅλο καί περισσότερο τή δυτική σκέψη, φιλοσοφική καί θεολογική, ἀπό τήν πραγματικότητα τῆς σωτηρίας πού εἶναι ἡ ἱστορική ἀνασυγκρότηση καί ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡ νοηματοποίηση, ἑνοποίηση καί ἀθανατοποίηση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς ἐπίγειας μαζί καί οὐράνιας ζωῆς του. 

Στό σημεῖο αὐτό ἀποκαλύπτεται ἡ κεντρική ἀδυναμία τῆς δυτικῆς σκέψης, δηλαδή ὁ χωρισμός καί ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στό ἱστορικό καί τό ὑπερβατικό, τό ἐπίγειο καί τό οὐράνιο, τό χρονικό καί τό αἰώνιο. Ὅσα εἴπαμε ὥς ἐδῶ ἔδειξαν ὅτι ἡ μεταγενέστερη δυτική θεολογία ὑποτίμησε τό ἱστορικό γιά χάρη τοῦ ὑπερβατικοῦ, ὅτι ὁ οὐμανισμός, φθάνοντας στό ἄλλο ἄκρο ἀπέρριψε τό ὑπερβατικό γιά νά διασώσει τό ἱστορικό, καί ὅτι ἡ μοντέρνα δυτική θεολογία, γιά νά πλησιάσει τόν οὐμανισμό, κηρύττει ἕνα νέο σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου ἐκκοσμικευμένο Θεό. Ἀλλά ἔτσι ἡ ἀπομάκρυνση εἶναι μεγάλη καί ἡ ἀνάγκη γιά τήν παρέμβαση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποκαλύπτεται ἄμεση.

Ποιά ὅμως θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδοξίας στή λύση τοῦ προβλήματος αὐτοῦ; Τά ὅρια ἑνός δοκιμίου δέν ἐπιτρέπουν νά δοθεῖ στό ἐρώτημα πλήρης καί διεξοδική ἀπάντηση. Μετά τήν παρουσίαση καί τήν ἑρμηνεία τοῦ φαινομένου, ἐκεῖνο πού μπορεῖ νά γίνει στή συνέχεια εἶναι νά προσδιορίσουμε μιά νέα κατεύθυνση λύσεως, μιά νέα προοπτική μέσα στήν ὁποία τό πρόβλημα εἶναι νά κατανοηθεῖ πληρέστερα καί νά λυθεῖ ἀνετότερα, νά ὑπογραμμίσουμε δηλαδή μερικές βασικές καί ἀναγκαῖες γιά τή λύση τοῦ προβλήματος προϋποθέσεις.

Ἡ νέα αὐτή προοπτική πού προτείνει ἡ Ὀρθοδοξία, μπορεῖ ἀπό τήν ἀρχή νά χαρακτηριστεῖ ὄχι σάν κλασματική καί ἀποσπασματική, ἀλλά ὡς συνθετική καί καθολική. Στήν προοπτική αὐτή τά πράγματα ἀντί νά χωρίζονται ἤ νά ἀντιδιαστέλλονται, ἀλληλοσυμπληρώνονται καί ἑνώνονται. Αὐτό φαίνεται καθαρά καί στά τρία ἀντιθετικά ζεύγη, αἰωνιότης ἤ χρόνος, μέλλουσα ἤ παρούσα ζωή, Θεός ἤ ἄνθρωπος, πού ὅπως εἴδαμε βρίσκονται στή ρίζα τοῦ προβλήματος τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ καί ταλαιπωροῦν τίς τελευταῖες δεκαετίες τή Δύση. Γιά τή Δύσι ἡ ταλαιπωρία αὐτή εἶναι φυσική καί ἀναπόφευκτη, γιατί ἀπό τή στιγμή πού οἱ πραγματικότητες πού ἀποτελοῦν τά παραπάνω ζεύγη χωριστοῦν καί τοποθετηθοῦν μπροστά στόν ἄνθρωπο ἀντιθετικά, χάνουν τή γνησιότητά τους, μετατρέπονται σέ δυό φοβερές χοάνες, ἔτσι ὥστε σέ ὁποιαδήποτε κι ἄν προτιμήσει νά πέσει ὁ ἄνθρωπος, καταποντίζεται.
Ἐνῶ στήν ὀρθόδοξη προοπτική οἱ πραγματικότητες αὐτές συνυπάρχουν, ἡ μιά προσδιορίζει τήν ἄλλη καί ταυτόχρονα ὁλοκληρώνεται ἀπό τήν ἄλλη. 
Ὁ Γιάννης Ξενάκης ἔλεγε πρό καιροῦ ὅτι ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει στή σύνθεση τῆς μουσικῆς του εἶναι ἡ μονοδιάστατη ἀντίληψη τοῦ χρόνου πού διαθέτουμε, ὁ εὐθύγραμμος χωρισμός τοῦ χρόνου σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Καί διαλογιζόταν ποιές καινούργιες προοπτικές θά ἀνοίγονταν στή μουσική, ἀλλά καί στίς ὑπόλοιπες δημιουργίες τοῦ ἀνθρώπου, ἄν μποροῦσε νά ὑπάρξει μιά ἄλλη ἀντίληψη τοῦ χρόνου πού θά ξεπερνοῦσε αὐτό τό γνωστό μας σχῆμα. Ἀλλά ἡ ἄλλη αὐτή ἀντίληψη ὑπάρχει. Ὁ χρόνος στόν ὁποῖο τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία ἔχει μέσα του πραγματικά ἐνεργό τόσο τό παρελθόν, ὅσο τό παρόν καί τό μέλλον. Μέσα στήν ὀρθόδοξη παράδοση τό νόημα τοῦ χρόνου βρίσκεται ἀκριβῶς στό ὅτι προσδιορίζει, κάνει συγκεκριμένη καί ἀποκαλύπτει τήν αἰωνιότητα, ἐνῶ ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ αἰωνιότης ὁλοκληρώνει τό χρόνο, ἀποτελεῖ τό τέλος του, δηλαδή τό σκοπό καί τό περιεχόμενό του. 
Ἡ σχέση αὐτή ἀποκαλύπτεται μέ μεγαλύτερη σαφήνεια στό δεύτερο ζεῦγος, σέ ὅ,τι δηλαδή ἀφορᾶ τή μέλλουσα καί τήν παρούσα ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τήν Ὀρθοδοξία ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία καί ἑνιαία, εἶναι ἡ ζωή ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ προσώπου, τό ὁποῖο ἀρχίζει νά ὑπάρχει ἐδῶ καί συνεχίζει νά ὑπάρχει χωρίς καμιά διακοπή στόν οὐρανό. Ἔτσι ἡ μέλλουσα ζωή δέν συνθλίβει οὔτε σχετικοποιεῖ τήν παρούσα, ἀλλά ἀντίθετα, τῆς δίνει νόημα καί συνέχεια, ἀφοῦ ὅ,τι κάνουμε σ᾽ αὐτή τή ζωή δέν εἶναι τυχαῖο καί ἀποσπασματικό, ἀλλά εἶναι κάτι πού προορίζεται νά μείνει καί στήν ἄλλη. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἄποψη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μιά ψυχή φυλακισμένη σ᾽ ἕνα σῶμα, δηλαδή μιά ψυχή πού θά ἀρχίσει νά ζεῖ ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἕνα πρόσωπο πού ἀρχίζει νά ζεῖ μιά χρονική στιγμή καί καλεῖται νά μήν πεθάνει, ἀλλά νά ζήσει αἰώνια. Ψυχή, ὅπως εἶναι γνωστό, σημαίνει στή γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ζωή ἀληθινή καί αἰώνια καί τό «τί ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐάν τόν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τήν δέ ψυχήν αὐτοῦ ζημιωθῇ» σημαίνει ἀκριβῶς «τί θά ὠφεληθεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἄν κερδίσει ὅλο τόν κόσμο καί χάσει τή ζωή του;» ἤ «τί ἀντάλλαγμα μπορεῖ νά δώσει κανείς σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο γιά νά πάρει τή ζωή του;» 
Ἔτσι ἡ ἀντίδραση τοῦ Camus στό νά δεχθεῖ τή μέλλουσα ζωή, πού εἴδαμε ὅτι ὀφείλεται στό γεγονός πώς δέν βλέπει νά ὑπάρχει καμιά σχέση ἀνάμεσα σ᾽ αὐτή καί σέ τούτη ἐδῶ τή ζωή, γίνεται φανερό ὅτι στήν προοπτική αὐτή αἴρεται. Εἶναι μάλιστα ἀπό τήν ἄποψη αὐτή χαρακτηριστική ἡ ἀναφώνησή του ὅταν διάβασε τό βιβλίο τοῦ Λόσσκυ, «Ἡ μυστική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς»: «Ἐπί τέλους τώρα μποροῦμε νά συζητήσουμε μέ τό Χριστιανισμό». 
Ἡ ἀποτελεσματικότητα τῆς καθολικῆς αὐτῆς ὀρθόδοξης προοπτικῆς εἶναι φανερή καί στήν ἄρση τοῦ τρίτου ἀντιθετικοῦ ζεύγους, στήν κατάργηση τῆς ἀντιδικίας ἀνάμεσα στό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ἡ σχετική διδασκαλία τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς θεωρεῖ τόν ἄνθρωπο ὡς τήν «δόξα», δηλαδή τή φανέρωση καί τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι γιά τήν Ὀρθοδοξία ἀληθινά καί πραγματικά ἡ ἐν χρόνῳ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέ βρίσκει τήν ὁλοκλήρωση καί τήν πληρότητά του παρά μόνο στό Θεό. Τό ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «κατ᾽ εἰκόνα Του» σημαίνει γιά τούς ὀρθόδοξους Πατέρες ὅτι τόν ἔπλασε μέ τόν προορισμό νά ἑνωθεῖ μαζί Του. Ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «Θεός κεκελευσμένος». Τείνει πρός τό Θεό, καλεῖται νά ὑψωθεῖ ὥς τό Θεό, νά γίνει θεάνθρωπος. «Καί γάρ διά τόν καινόν Ἄνθρωπον» (τόν Θεάνθρωπο), γράφει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, συζητώντας τόν ΙΔ’ αἰώνα μέ τούς ἀνθρωπιστές, «ἀνθρώπου φύσις συνέστη τό ἐξ ἀρχῆς.καί νοῦς καί ἐπιθυμία πρός Ἐκεῖνον κατεσκευάσθη. Καί λογισμόν ἐλάβομεν, ἵνα τόν Χριστόν γινώσκωμεν.ἐπιθυμίαν, ἵνα πρός Ἐκεῖνον τρέχωμεν. Μνήμην ἔσχομεν ἵν᾽ Ἐκεῖνον φέρωμεν, ἐπεί καί δημιουργημένοις Αὐτός ἀρχέτυπον ἦν». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο κατά τόν ἴδιο Πατέρα, ὁ Θεάνθρωπος εἶναι τό ὕψιστο «κατάλυμα τῶν ἀνθρωπίνων ἐρώτων», τό ἔσχατο καί τό ἀκρότατο τῶν ἐφετῶν. Ἔτσι ὁ Θεάνθρωπος, πού, ἀντί νά χωρίζει ἑνώνει ὑποστατικά, ἀσύγχυτα, καί ἀδιαίρετα, τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ καλύτερη ἀποκάλυψη καί τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ, τό κλειδί γιά τήν κατανόηση ὁλοκλήρου τοῦ ὀρθόδοξου Χριστιανισμοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτει τό Θεό, εἶναι ἡ τελείωση τῆς Ἱστορίας. Γι᾽ αὐτό καί ἀποτελεῖ τό ὕψιστο καί ἔσχατο κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Χριστός εἶναι, πρῶτα, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀληθινῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιατί εἶναι ὁ τελειότατος Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, τό ὕψιστο γέννημα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ὁ Ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού ἀναδύεται, ἐμφανίζεται στήν ἱστορία, τή στιγμή πού ἡ ἀνθρώπινη φύση φθάνει στόν ἔσχατο προορισμό της, πού ἑνώνεται ὑποστατικά μέ τή θεία. Ὑπῆρξαν πολλοί ἄθεοι μέσα στούς αἰῶνες πού ὑποστήριξαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει Θεός ἀνεξάρτητα ἀπό τό Θεό. Ἀλλά ἡ αἵρεση ποτέ δέν εἶναι τόσο τολμηρή ὅσο ἡ ἀλήθεια. Καί κανένας ποτέ αἱρετικός δέν ἔφθασε στήν τόλμη τῶν ὀρθόδοξων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως τούς ἑρμηνεύει μέ σαφήνεια ἀπαράμιλλη στίς Θεομητορικές ὁμιλίες του ὁ Καβάσιλας, τονίζουν ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ νά γίνει Θεός, ἀλλά καί νά γεννήσει μέσα στήν ἱστορία τό Θεό. Γιά τήν Ὀρθοδοξία τό μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι ἀξιώνεται νά γίνει Θεοτόκος. Καί αὐτό τό μεγαλεῖο ἀποκαλύπτει, διασφαλίζει καί πιστοποιεῖ ὁ Μονογενής Υἱός τῆς Θεοτόκου.

Ἀλλά ὁ Θεός καί ἄνθρωπος Χριστός ἀποκαλύπτει καί τήν πραγματική φύση τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποκαλύπτει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, καί εἶναι γνωστό ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα βεβαιώνει μέ τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Πρόκειται γιά μιά ἀγάπη πού δέν εἶναι οἶκτος ἤ ἐλεημοσύνη, ἀλλά πραγματική φιλία, βαθύς δηλαδή σεβασμός καί ἐκτίμηση, φιλανθρωπία. Γιατί ὁ Θεός, παρόλο πού μπορεῖ, δέ νικᾶ ὁ Ἴδιος μέ τή δύναμή Του τό θάνατο καί τό διάβολο, δέν χαρίζει συγκαταβατικά στόν ἄνθρωπο τή σωτηρία, ἀλλά γίνεται ἀληθινός καί πραγματικός ἄνθρωπος, ἔτσι ὥστε ἕνας ἄνθρωπος νά νικήσει τό θάνατο, γιά νά μποροῦν στή συνέχεια ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά τόν νικήσουν. Ὑπομένει ὁ Θεός, ὡς ἄνθρωπος πού ἦταν, τούς ἐμπτυσμούς καί τούς κολαφισμούς, γιά νά καθαρισθεῖ καί νά λάμψει στό ἀρχέγονο κάλλος του ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Πιλάτος τή Μ. Παρασκευή, δείχνοντας τόν ταπεινωμένο Θεό, ἀναφωνεῖ τό ἀποκαλυπτικό: «Ἴδε ὁ Ἄνθρωπος». 

Ἀκόμα περισσότερο, ὁ Θεός συγκαταβαίνει, πεθαίνει ἀληθινά καί πραγματικά ὡς ἄνθρωπος πραγματικός πού ἦταν, καί ἀφοῦ ἦταν Θεός, ἀνασταίνεται. Καί ἔτσι μέσα στό Χριστό ἀνασταίνεται ὁ ἄνθρωπος. «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν… τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».Ὁ σκοπός συνεπῶς γιά τόν ὁποῖο πεθαίνει ὁ Θεός, γίνεται ἔτσι φανερό, ὅτι εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτό ἀκριβῶς τό σκοπό θέλει νά κάνει φανερό καί νά πιστοποιήσει ὁ Κύριος, ὅταν λίγες μέρες πρίν ἀπό τό θάνατό Του περνάει ἀπό τή Βηθανία κι ἀνασταίνει τό Λάζαρο. «Τήν κοινήν ἀνάστασιν πρό τοῦ Σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τόν Λάζαρον, Χριστέ ὁ Θεός», τονίζει τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς. 

Ἀλλά ἤδη γίνεται φανερό πώς ἡ ὀρθόδοξη προοπτική, στήν ὁποῖα προσπαθήσαμε νά τοποθετήσουμε τό θέμα μας, μᾶς ὁδηγεῖ στόν πυρήνα τοῦ προβλήματος, τόν ἱστορικό δηλαδή καί πραγματικό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί φθάνοντας στόν πυρήνα βλέπουμε νά ξεπηδάει μπροστά μας καί ἡ λύση. Γιατί ἡ ἴδια ἡ φύση τῶν πραγμάτων μᾶς παρουσιάζει μέ σαφήνεια ὡς ὀρθόδοξη ἀπάντηση στό κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. 

Τό σημεῖο αὐτό εἶναι ἕνα ἀπό τά κεντρικά θέματα τῆς χαρμόσυνης ἀγγελίας τῆς σωτηρίας. Ἀκριβέστερα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ σωτηρία. «Εἰ γάρ νεκροί οὐκ ἐγείρονται», διακηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος, «μάταια ἡ πίστις ἡμῶν». «Νυνί δέ Χριστός ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων». Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος καλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ πανηγυρισμό: Κανείς πλέον ἄς μή θρηνεῖ γιά ἁμαρτίες καί πταίσματα.«συγγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον.ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Πλέον «ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐν τῷ μνήματι». 

Ἀπό τό ὕψος αὐτό τῆς ἀληθινῆς καί πραγματικῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὁλόκληρη ἡ προβληματική τῶν φιλοσόφων καί τῶν θεολόγων τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ γίνεται φανερό πώς βρίσκεται σέ δεύτερη μοίρα. Εἴδαμε πράγματι, ὅτι οἱ ἐκπρόσωποι τῆς σχολῆς αὐτῆς μιλοῦν ὄχι γιά τόν ἱστορικό θάνατο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιά τό θάνατο μιᾶς ἰδέας περί τοῦ Θεοῦ. Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι γι᾽ αὐτούς ἕνα λεκτικό τέχνασμα, πού χρησιμοποιεῖται γιά νά καλύψει τήν ὄζουσα πραγματικότητα, πού, ὅπως μᾶς ἔδειξε ἡ σύντομη μελέτη τῶν κειμένων τους, εἶναι καί γι᾽ αὐτούς τούς ἰδίους ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά τό κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας, πού δέν εἶναι μιά ἰδεολογία ἤ μιά φιλοσοφία, ἀλλά μιά πραγματική ἱστορία, εἶναι ὁ πραγματικός καί ἱστορικός θάνατος τοῦ Θεοῦ, πού φέρνει ἀκριβῶς τήν πραγματική καί ἱστορική ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ δέ Ἰησοῦς… κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τό πνεῦμα. Καί ἰδού τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, καί ἡ γῆ ἐσχίσθη καί αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καί τά μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καί πολλά σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη καί ἐξελθόντα ἐκ τῶν μνημείων εἰσῆλθον εἰς τήν ἁγίαν πόλιν καί ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς». 

Ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπορεῖ νά κηρύξει πολύ πιό πραγματικά ἀπό τούς ἀθέους τό θάνατο τοῦ Θεοῦ. Τήν Μ. Παρασκευή στόν Ἐπιτάφιο οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί γιορτάζουν ἀληθινά καί πραγματικά αὐτό τό θάνατο. Ἀλλά τό θαῦμα τῆς Μ. Παρασκευῆς εἶναι ὅτι οἱ πιστοί κηδεύοντας τό Θεό πανηγυρίζουν τή νέκρωση τοῦ θανάτου καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. «Τέτρωται Ἅδης ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τόν τρωθέντα λόγχῃ τήν πλευράν. Καί στένει πυρί θείῳ δαπανώμενος, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων, Λυτρωτά, ὁ Θεός εὐλογητός εἶ». «Σύ γάρ τεθείς ἐν τάφῳ κραταιέ, ζωαρχική παλάμῃ τά τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας καί ἐκήρυξας τοῖς ἀπ᾽ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σῶτερ, γεγονώς νεκρῶν πρωτότοκος». Ὁ Χριστός λοιπόν πέθανε πραγματικά, ἀλλά πέθανε γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ πού βρίσκεται, μέσα στή φθορά καί τό θάνατο, μέσα στήν ὀδύνη καί τήν ἀπογοήτευση, μέσα στό ἀνόητο καί τό παράλογο, καί νά τόν ἀναστήσει. 

Ἄν δέν πέθαινε, ἡ σάρκωσή του δέν θά ἦταν πλήρης, θά ἦταν φαινομενική. Ἀλλά πέθανε πραγματικά, γιατί πῆρε στά σοβαρά τή θνητή κατάστασή μας. Γιατί ἔγινε σέ ὅλα τά σημεῖα, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅ,τι εἴμαστε κι ἐμεῖς. Ὁ ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τό Θεό, ἐκτροχιάστηκε στό κενό καί ἐξαφανίστηκε μέσα στήν ἁμαρτία. Καί ὁ Θεός κενώνεται μέσα στό χῶρο τῆς ἁμαρτίας, φοράει ἀναμάρτητα ὡς σάρκα του τή σάρκα τῆς ἁμαρτίας καί τήν ἁγιάζει. Χύνεται σάν μύρο στό βόρβορο τῆς δυσωδίας καί μετατρέπει τή δυσωδία σέ εὐωδία. Ζεῖ τήν ἁπλή καθημερινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δίνει νόημα, τή γεμίζει ἀπό τήν αἰωνιότητα. Ἐργάζεται χειρωνακτικά γιά νά φανερώσει ὅτι καί ἡ πιό μονότονη καθημερινή δουλειά ἔχει αἰώνιο σκοπό καί περιεχόμενο. Ὑποφέρει, θλίβεται, ἀγωνιᾶ γιά νά μή μείνει κανένα τμῆμα καί καμιά μορφή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πού νά μή τήν ἔχει ὁ Ἴδιος ζήσει. Καί, ὁλοκληρώνοντας αὐτή τή συμμετοχή στά ἀνθρώπινα, φθάνει ὥς τό θάνατο. Γιατί θέλει νά εἶναι κοντά μας ὁπουδήποτε κι ἄν βρισκόμαστε. Ἔτσι, ἄν βρεθοῦμε στή χειρότερη ἀπελπισία, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι δίπλα μας, γιατί ἔζησε τήν ἀπελπισία. Ἄν βρεθοῦμε στήν ἀγωνία, ὁ Χριστός εἶναι πάλι δίπλα μας, γιατί ἔζησε τήν ἀγωνία. Ἄν βρεθοῦμε σέ ἐγκατάλειψη καί μοναξιά, μποροῦμε νά ξέρουμε πώς κανείς δέν ὑπῆρξε περισσότερο μόνος ἀπό Αὐτόν πού ἔνιωσε πάνω στό Σταυρό νά τόν ἐγκαταλείπει ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας του. Ὅσο χαμηλά καί νά κατεβοῦμε, ὅσο καί νά ξεπέσουμε, ὁ Χριστός εἶναι κάτω ἀπό μᾶς, ἀφοῦ βρίσκεται στόν Ἅδη. Ἀκόμα κι ἄν πεθάνουμε, μέσα στό χάος τοῦ θανάτου μᾶς περιμένει ὁ Χριστός.

Γι᾽ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ ἀπογοήτευση, ἀλλά ἡ παρηγοριά καί ἐλπίδα τῶν πιστῶν. «Ὁ Σταυρός Σου, Κύριε, ζωή καί ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου». Καί τό κήρυγμα τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται ἔτσι τό καύχημα, ἡ νίκη καί ἡ δόξα ὄχι τῶν ἀπίστων, ἀλλά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θάνατος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόσημος μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεός πέθανε, ἀλλά ὁ Χριστός ἀνέστη. Μιά Κυριακή πρωί στήν Ἰερουσαλήμ ἐπί Ποντίου Πιλάτου ἀνέστη ἀληθινά καί πραγματικά ὁ Χριστός. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἀνέστη ἀληθινά καί πραγματικά ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ὁ Χριστός ἀναστάς συνέτριψε τά δεσμά τῆς φθορᾶς καί ἐλευθέρωσε τόν αὐτοδεσμώτη ἄνθρωπο, νέκρωσε τό κεντρί τοῦ θανάτου καί χάρισε στόν ἄνθρωπο τή ζωή. Γκρέμισε τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ, «ἥνωσε τά τό πρίν διεστῶτα», ἔφερε στό θάνατο τή ζωή, στό χρόνο τήν αἰωνιότητα, στή γῆ τόν οὐρανό, στόν ἄνθρωπο τό Θεό, «πάντα ἀναμίξ γέγονε». 

Ἀφοῦ ὅμως ἡ ἀνάσταση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάσταση ὄχι μονάχα τῆς ψυχῆς, μά καί τοῦ σώματός του, εἶναι φυσικό νά ἀκολουθεῖται καί ἀπό τήν ἀνάσταση τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πολιτισμοῦ, καί μαζί καί τῆς κτίσης, πού εἶναι ἡ προέκταση τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου. Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ , τό Ἅγιο Πνεῦμα ξεχύνεται σέ ὁλόκληρη τήν κτίση, τό ψωμί καί τό κρασί μετατρέπονται σέ Σῶμα καί σέ Αἷμα Χριστοῦ. Σπάζουν οἱ περιορισμοί τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου, ἀρχίζει ὁ καινούργιος λειτουργικός χρόνος καί ὁ καινούργιος λειτουργικός χῶρος, ἐγκαινιάζονται οἱ καιροί τῶν ἐσχάτων. 

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια. Ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται». 

«Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἰερουσαλήμ. Ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλε. Χόρευε νῦν καί ἀγάλλου Σιών. Σύ δέ ἁγνή τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου». 

Τό ὅτι πέθανε λοιπόν ὁ Θεός ἔγινε φανερό πώς σημαίνει γιά τήν Ὀρθοδοξία ὅτι ἀνέστη ὁ ἄνθρωπος καί καθετί πού δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅτι, σέ τελευταία ἀνάλυση, ἔχει νόημα καί ἐνδιαφέρον, ὅτι γίνεται ὡραία καί ἀθάνατη ἡ ζωή.

πηγή;  www.agiazoni.gr/article.php?id=49539411563549063190





«Ο μοναχικός θρήνος»

7 11 2009

Διονύσης Χαριτόπουλος

Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται. Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.

Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε. Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:

 Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,

ρίξε μια γλυκιά πενιά,

σαν γεμίσω το κεφάλι,

γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.

(Τσέτσης)

Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι’ αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.

Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.

Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:

 Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα

του θανάτου η καμπάνα και για μένα.

(Τσιτσάνης)

Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,

όλοι να θέλουν τη ζωή

κι εγώ το θάνατό μου.

(Βαμβακάρης)

Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα*· πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου.

Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι· απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα.

Είναι χορός μοναχικός.

Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι’ αυτό κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα· αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή». Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και τρόμαξαν. Όμως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.

Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός.

Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων· είναι προσβολή γι’ αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί.

Και στο μάτι δεν κολλάει.

Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας· είναι θηλυκό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα αρσενικό και μετά όλα τ’ άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη. Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά.

(Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες· τη Λιλή Ζωγράφου, που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια χιαστί σαν αρχαία τραγωδός· και μια νεαρή πουτάνα σε ένα καταγώγιο των Τρικάλων, πιο αυτεξούσια απ’ όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα.)

Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα· προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη. Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. Γι’ αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας. Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου και των καταγωγίων.

Δεν γίνεται καν λόγος για το τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια με τα δόντια και ισορροπεί ποτήρια στο κεφάλι του. Ή τη φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου.

Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να μπει».

Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει.

Πότε μ’ ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο. Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει.

Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει.

Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο· δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες.

Μπορεί και να γίνει έτσι.

Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο.

Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.

 

* Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν είναι επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης. Όπως αναφέρεται και στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό, «μάγκας: έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα».

 Πηγή: http://www.e-keimena.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=59:q-q&catid=82:newspapers&Itemid=55

 





Όταν η κατανόηση μιας «θρησκευτικής» αλήθειας γίνεται εμπόδιο για την ουσιαστική μετοχή μας σε αυτή

6 11 2009

του Γιώργου Π.

Ένα ξεκαθάρισμα: Άλλο κατανοώ κάτι και άλλο μετέχω σ’ αυτό. Και ενώ το ένα δεν αποκλείει το άλλο πολλές φορές παρεξηγούμε καταστάσεις. Παράδειγμα απτό μπορεί να δώσει στον καθένα μας η σχέση μας με τα δόγματα της Εκκλησίας. Τι μπορεί να σημαίνει δηλαδή για εμάς το δόγμα της Αγίας Τριάδος; Το ότι ο Θεός αμερίστως και αμειώτως υπάρχει σε τρεις Υποστάσεις, αυτό τι σχέση μπορεί να έχει με μένα;

Κατά – τη – νόηση του ο καθένας μας λοιπόν «κατανοεί», δηλαδή συνδυάζει εικόνες από την προσλαμβάνουσα πραγματικότητα, και τις επεξεργάζεται ανάλογα με τη μόρφωση που έχει, τις επιδράσεις που δέχεται από το περιβάλλον και τους ανθρώπους, την παράδοση και την «πνευματική» κληρονομιά του τόπου του.

Μία εμπεριστατωμένη κατανόηση «δουλεύει» πάντα με ορισμένους κανόνες:

  • Πρέπει να υπάρχει λογική διάρθρωση και τα συμπεράσματα να εξάγονται με αδιάψευστα επιχειρήματα.
  • Πρέπει να εξετάζονται όλα τα ενδεχόμενα και να λαμβάνονται υπόψη όλες οι παράμετροι.
  • Πρέπει τα παραγόμενα αποτελέσματα να «φτιάχνουν» κανόνες – θεωρήματα πάνω στα οποία θα βασίζονται επιπλέον έρευνες.

Αφήνω χωρίς ανάλυση και άλλου είδους «κατανοήσεις» που έχουν να κάνουν με αυτόματες, ενστικτώδεις, αυθαίρετες «βάσεις» πάνω στις οποίες οικοδομεί ο καθένας μας και προαισθήσεις, διαισθήσεις, προκαταλήψεις, τυχόν τραυματικές εμπειρίες που μπαίνουν εμπόδια στο αίτημα της αντικειμενικότητας. Αυτά περιληπτικά σε ό,τι αφορά τη φυσική πραγματικότητα. Όταν όμως πρόκειται για το «χώρο» του Ακτίστου ισχύουν οι ίδιες αρχές; Μπορεί το αισθητό να αξιολογήσει το νοητό; Το νοητό το νοερό; Εν τέλει το κτιστό να καθορίσει τον τρόπο του Ακτίστου;

Οι πατέρες της Εκκλησίας μας αντέστρεψαν το αρχαιοελληνικό «Θεό νοήσαι αδύνατο, φράσαι δε αδυνατότερο» σε «Θεό φράσαι αδύνατο, νοήσαι δε αδυνατότερο», αφήνοντας απ’ έξω ενδεχόμενες ατομοκεντρικές μυστικιστικές τάσεις, «στοχαστικές» κοινωνίες Θεού και ανθρώπων, οι οποίες όμως μένουν ακοινώνητες από το πλήρωμα της Εκκλησίας.

Αν μία «εκκλησιαστική αλήθεια» δεν απευθύνεται σε όλους για να την επαληθεύσουν εμπειρικά τότε: ή δεν είναι αλήθεια ή δεν είναι εκκλησιαστική. Το εκκλησιαστικό πνεύμα ποτέ δεν εννόησε τη σωτηρία του ανθρώπου «ατομοκεντρικά». Γι’ αυτό ακριβώς άλλωστε υιοθέτησε έννοιες όπως σωτηρία – κοινωνία που δηλώνουν μαζί με το αποτέλεσμα και την προϋπόθεση του γι’ αυτό. Ο χριστιανός «σώζεται» μόνον ως μέρος του «όλου», του «σώου», του «ολόκληρου». Ο χριστιανός «κοινωνεί» τη σωτηρία του με τους άλλους αδελφούς του μέχρι σημείου να αναφωνεί εκ βάθους καρδίας: «Αν δε σωθούν αυτοί δε σώζομαι ούτε εγώ».

Όμως το αίτημα της αντικειμενικότητας, δηλαδή της υποχρεωτικής αναγνώρισής μας απ’ τους άλλους, καθώς και μια έμφυτη ανασφάλεια η οποία δεν αποτολμά το ρίσκο της διακινδύνευσης της σχέσης – αντίθετα αρέσκεται στο σίγουρο, το εύκολο, το προφανές – δημιουργεί προβλήματα.

Όταν μία αλήθεια, ένα δόγμα – εν προκειμένω το Τριαδολογικό – γίνεται αντιληπτό με τις παραπάνω προϋποθέσεις τότε τα πράγματα πραγματικά μπερδεύονται! Τότε ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα γίνονται τρεις ατομικές οντότητες που κατέχουν τη θεότητα (πολυθεΐα) ή τρεις διαφορετικές εμφανίσεις του ίδιου θεού (Σαββελιανισμός) ή αξιολογούνται ιεραρχικά ως ανώτατος πατέρας, λίγο κατώτερος υιός και ακόμη κατώτερο ή και ανύπαρκτο πνεύμα – όταν αυτό ορίζεται ως το πνεύμα αγάπης μεταξύ πατρός και υιού. Τα διαστρεβλωμένα ενδεχόμενα αυτού του τρόπου σκέψης είναι τόσα όσες και οι «αιρέσεις» που ταλάνισαν την Εκκλησία απ’ την ιστορική της ίδρυση ακόμη.

Οι Πατέρες της εκκλησίας μας ήξεραν ότι αν «εξαντλήσουμε» ορθολογιστικά, δηλαδή κατοχυρώσουμε ως αδιάψευστη αλήθεια ένα δόγμα το αποιεροποιούμε. Του αφαιρούμε όλο το δυναμικό χαρακτήρα της μετοχής μας σ’ αυτό. Μάλιστα κράτησε σοφή στάση όταν ακόμα και άγιοί της προσπάθησαν να εξηγήσουν το μυστηριακό χαρακτήρα αυτών (των δογμάτων) διατυπώνοντας αποφθεγματικά: «Μη δέχου και μη απόρριπτε».

Αν κάτι είναι υποχρεωτικά αληθινό τότε χάνει από το χαρακτήρα του την ελεύθερη, αυτόβουλη πίστη μας για την ύπαρξή του. Τότε μένει εξουσιαστικά να κυριαρχεί πάνω απ’ τα κεφάλια μας και τότε γίνεται μία αντικειμενική πραγματικότητα. Και το άθλημα της σχέσης; Η διακινδύνευση, το ρίσκο της αστοχίας;

Η ανεξάντλητη έκπληξη αυτής της δυναμικής σχέσης μπορεί να αναδυθεί μόνο μέσα από την τόλμη της δοκιμής. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος». Πλήρωμα και τέλος αυτής της απόλυτης ουσιαστικής κοινωνίας είναι το Τριαδικό Πρότυπο. Ο Πατέρας, ο Υιός, το Άγιο Πνεύμα δεν μοιράζονται «κομμουνιστικά» κάποια υπερβατική θεία ουσία, αλλά «αχρόνως και αγαπητικώς» υπάρχουν έτσι ώστε να μην έχουν την ανάγκη της υποχρεωτικής κατοχύρωσης του εαυτού Τους, της υποχρεωτικής Τους αλήθειας. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης είναι ο Θεός: «Ο Θεός Αγάπη εστί». Εικόνα του Θεϊκού τρόπου ύπαρξης πλάστηκε ο άνθρωπος. Να μπορεί να μετέχει όχι εξ’ αρχής, από τη φύση του, αλλά κατά χάριν από αγάπη Θεού, «δι’ υπερβολήν ερωτικής αγαθότητος» στη Θεία ζωή. Αυτό προϋποθέτει όμως το ασκητικό, μαρτυρικό και ομολογιακό εκκλησιαστικό πνεύμα. Αυτό «ενέχει» και κινδύνους. Το ενδεχόμενο της αποτυχίας. Την εκδοχή της άρνησης.

Ο συνειδητός ή ασυνείδητος διανοητικός εγκλωβισμός της μετοχής μας στο μυστήριο της κοινωνίας μας με το Θεό τοποθετείται σ’ αυτούς τους κινδύνους. Άραγε υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από αυτόν; Ή θα πουν και για εμάς οι Πατέρες «εξέλιπαν εξερευνώντας εξερευνήσεις»;

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/index.php/Κατηγορίες/Θεολογία-Θρησκειολογία/Άρθρα/1508-Όταν-η-κατανόηση-μιας-θρησκευτικής-αλήθειας-γίνειαι-εμπόδιο-για-την-ουσιαστική-μετοχή-μας-σε-αυτή