Η αμαρτία της…ανωνυμίας!

31 07 2010

του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου, θεολόγου 

Το τελευταίο διάστημα ξεκίνησε σε κάποια εκκλησιαστικού περιεχομένου ιστολόγια μια συζήτηση περί ανωνυμίας και επωνυμίας. Μπορεί ένα ιστολόγιο με εκκλησιαστική θεματολογία να είναι ανώνυμο; Να δημοσιεύει σχόλια ανωνύμων και γενικώς να κρύβει επιμελώς την ταυτότητα των διαχειριστών του; 

Πολλοί λένε ότι με βάση το «δίκαιο του blogger» ο καθείς έχει το δικαίωμα στην ανωνυμία στο διαδίκτυο κι αυτό δεν είναι κακό, αλλά μάλλον ευεργετικό, αφού αλλιώς πολλές σωστές απόψεις δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας αν οι φορείς τους έπρεπε να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους. Κι αυτό είναι πλουτισμός, ισχυρίζονται, του διαλόγου και δη του θεολογικού. 

Το ερώτημα όμως, που τίθεται αμείλικτο, είναι: Οι χριστιανοί του διαδικτύου μπορεί να κρύβονται; Να γίνονται κριτές της οικουμένης χρησιμοποιώντας απλά, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένα ψευδώνυμο; Να κρύβονται πίσω από ένα ηλεκτρονικό προσωπείο;Όμως μια τέτοια πρακτική για χριστιανούς – και μάλιστα ελεγκτικούς προς τους άλλους για την ορθοδοξότητά τους, δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή. 

Στην Εκκλησία η ανωνυμία δεν χωρεί. Στην Εκκλησία το πρόσωπο κυριαρχεί, ήτοι ο βαπτισμένος στο όνομα της Αγίας Τριάδος χριστιανός, ο οποίος δεν μπορεί να υιοθετεί άκρως κοσμικές λογικές, ως αυτής της ανωνυμίας στην έκφραση των απόψεών του. 

Τα επιχειρήματα είναι πολλά και δεν θα τα παραθέσουμε εδώ. Αρκεί να σκεφθούμε ότι πολλές φορές ιστολόγοι και σχολιογράφοι σε εκκλησιαστικού περιεχομένου blogs καταφεύγουν για να θεμελιώσουν τις θέσεις τους σε αγωνιστές πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι υπέστησαν δεινά και αυτόν τον θάνατο ακόμη ως επώνυμοι, φυσικά. Θαυμάζουν τινές την μαχητικότητα του ιερού Χρυσοστόμου και μας την προτείνουν ως παράδειγμα προς μίμησιν και την ίδια ώρα κρύβονται όσο καλύτερα μπορούν πίσω από την ασυλία του ιστολογίου. Κατακεραυνώνουν ιερείς, επισκόπους, πατριάρχες, θεολόγους κ.α., οι οποίοι είναι όλοι επώνυμοι, κι αυτοί μένουν ταμπουρωμένοι στην ανωνυμία τους, αρνούμενοι στην ουσία να αναλάβουν το κόστος των όσων μετά πάθους υποστηρίζουν. 

Βέβαια υπάρχουν και οι ανώνυμοι σχολιογράφοι στους οποίους δίνει βήμα και ένας επώνυμος blogger. Αυτός είναι ίσως ο μόνος “όρος” του διαδικτύου που μπορεί να παραμείνει, υπό όρους και προϋποθέσεις. Το ιδανικό και το ορθόδοξο είναι όλοι όσοι δηλώνουν χριστιανοί να είναι επώνυμοι. Σκεφθείτε ότι αυτό θα ήταν μια επανάσταση στο διαδίκτυο, αν συνέβαινε. Οι χριστιανοί είναι επώνυμοι, δηλ. πρόσωπα κι όχι ανώνυμοι, ήτοι μάζα και μάλιστα άμορφη. Αν δεν συμβαίνει αυτό τότε θα πρέπει ο κάθε ιστολόγος να εγκρίνει ή να απορρίπτει τα σχόλια σύμφωνα με το κριτήριό του, κάνοντας χρήση της σχετικής δυνατότητας που του παρέχει το σύστημα Blogger. Αυτό συμβαίνει μέχρι τώρα στα περισσότερα “θρησκευτικά” ιστολόγια, αλλά πρέπει μερικές φορές τα κριτήρια για τη δημοσίευση να είναι πιο αυστηρά, κυρίως όταν ανώνυμοι θίγουν επώνυμους κατά τρόπο κατάφωρα προσβλητικό και μέχρις εξουθενώσεως. 

Οι προασπιστές της ανωνυμίας έχουν, βέβαια, κι ένα δίκιο όταν λένε ότι θα μπουν στο στόχαστρο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και όχι μόνο αν δηλώσουν την ταυτότητά τους. Όμως αυτή είναι πραγματική αντίσταση και μάλιστα ενός χριστιανού. Να αναλαμβάνει το κόστος της άποψής του στο ακέραιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι με σημαία την επωνυμία μπορεί να αυθαιρετεί και με τραμπουκικό τρόπο να εκβιάζει όσους δεν τού είναι αρεστοί και να υπερβαίνει τα εσκαμμένα που ορίζει το χριστιανικό ήθος. 

Η ανωνυμία, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μάστιγα για την εκκλησιαστική ζωή. Είναι η λογική του ανεμοσκορπίσματος, της διασποράς της συκοφαντίας, της σπίλωσης μέχρι εξουθένωσης ενίοτε, που αποτελεί λογική και πρακτική των άνευ στοιχειώδους ήθους κοσμικών. Διότι υπάρχουν και κοσμικοί με διακεκριμένο ήθος έναντι πολλών “εκκλησιαστικών”. Η ανωνυμία στα εκκλησιαστικού περιεχομένου ιστολόγια είναι υπεκφυγή, δειλία, όντως αμαρτία, εν τέλει. Οι κουκουλοφόροι των εκκλησιαστικών ιστολογίων καλούνται να αποκαλύψουν το προσωπείο τους και να ενδυθούν το φωτεινό ένδυμα του προσώπου εν Χριστώ Ιησού, στη Βασιλεία του οποίου μάσκες και προσωπεία δεν χωρούν. 

Πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2968 
  

 





Βία και Πολιτισμός (Ορισμένα κριτήρια)

29 07 2010

του Θεόδωρου Ζιάκα

Η αυτοδικία, ως μέθοδος αντιμετώπισης των διαφορών, κερδίζει σήμερα σε διεθνή αναγνώριση και τείνει να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση των ανθρώπων. Από τη μια η τρομοκρατία. Από την άλλη η αντιτρομοκρατία. Από τη μια οι «φανατικοί καμικάζι». Από την άλλη η «χειρουργική ακρίβεια» του «προληπτικού» πολέμου. Και αντιστρόφως. Δράση-αντίδραση. Το αποτέλεσμα είναι η άνοδος των συγκεντρώσεων κυνισμού και μηδενισμού στην κοινωνική κυκλοφορία και …ο θεός να βάλει το χέρι του.

Είναι φανερό ότι η σχέση βίας και πολιτισμού είναι πλέον κυρίαρχο θέμα.

1. Τι είναι Πολιτισμός;

Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του μας δίνει έναν εξαιρετικό ορισμό του πολιτισμού. Αν, λέει, ο οίκος και η κοινότητα (η οικογένεια και το χωριό) είναι αναγκαία για το ζην, η πόλις είναι αναγκαία για το ευ ζην.

Η λέξη πολιτισμός προέρχεται από τη λέξη πόλις. Πολιτ-ισμός είναι ο τρόπος που ζουν οι άνθρωποι της πόλεως, οι πολίτες. Την πόλιν μην την εννοήσουμε μόνο σαν απλή οικιστική συγκέντρωση, αλλά σαν την οργανική ολότητα, η οποία περιέχει τους οίκους και τις κοινότητες. Η ορατή πόλις είναι απλώς το κέντρο της νοητής αυτής πόλεως-πολιτείας. Είναι εκείνη η κοινότητα η οποία επιτρέπει να πραγματοποιηθεί το άλμα από το ζην στο ευ ζην.

Πολιτισμός είναι η κίνηση ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους: το ζην και το ευ ζην. Η κίνηση είναι αμφίδρομη. Στην πράξη όμως συγκλίνει σε ένα σημείο ισορροπίας ιστορικά καθορισμένο αλλά πάντοτε ασταθές: αυτό που λέμε πολιτιστικό επίπεδο. Το πολιτιστικό επίπεδο είναι το σημείο «συνάντησης» της παιδείας (με την ελληνική σημασία του όρου, δηλαδή ως συνειδητής κοινωνικής προσπάθειας να ανυψωθεί το ζην σε ευ ζην) και αυτού που είναι το ήδη κρυσταλλωμένο σε ήθη, έθιμα, νοοτροπία και θεσμούς, αποτέλεσμα των προγενέστερων «εξυψωτικών» προσπαθειών. Με τον σύγχρονο όρο κουλτούρα εννοούμε ακριβώς τα κρυσταλλωμένα-εμπεδωμένα αποτελέσματα της προγενέστερης εν γένει παιδείας.

Αν το ζην είναι το «υπόγειο» της κοινωνικής πολυκατοικίας και το ευ ζην το «ρετιρέ», τότε ο πολιτισμός είναι το «ασανσέρ» που ανεβοκατεβαίνει. Ο «όροφος» με τις στατιστικά περισσότερες αφίξεις δείχνει πού περίπου βρίσκεται το πολιτιστικό επίπεδο. Η μεταφορική εικόνα μας είναι ασφαλώς πολύ φτωχή, αλλά τονίζει το βασικό: την παλινδρομική κίνηση μεταξύ ενός κάτω και ενός άνω ορίου και την ασταθή ισορροπία σε ένα ενδιάμεσο σημείο. Η κίνηση αυτή είναι ορατή στον χώρο, στον χρόνο και στην κοινωνική δομή. Πράγματ: Από τον οίκο πηγαίνουμε προς την κοινότητα κι από κει προς την πόλι. Από την πόλι ξεκινά η «εκπολιτιστική» επίδραση για να πάει προς την κοινότητα και τον οίκο. Το παιδί κατευθύνεται προς τον ενήλικο, συναντώντας την δική του αντίστροφη παιδαγωγική κίνηση. Από τη μια ο λαός, ως δημώδης πόλος του πολιτισμού, ως φορέας της κουλτούρας και από την άλλη η τάξη των λογίων, ως ο λόγιος πόλος του πολιτισμού, ο φορέας της επεξεργασμένης κουλτούρας: της παιδείας.

Αν ο πολιτισμός είναι κίνηση ανάμεσα στο ζην και το ευ ζην, τότε οι διαφορετικές νοηματοδοτήσεις του ζεύγους αυτού είναι ικανές να ορίσουν την πολιτισμική διαφοροποίηση και την πολιτισμική ταυτότητα.

2. Πολιτισμική ταυτότητα

Πώς κάτι που αλλάζει μπορεί να παραμένει το ίδιο; Αν στις διαφορετικές στιγμές είμαι διαφορετικός, πως μπορώ να είμαι ο ίδιος, να έχω ταυτότητα. Μόνο αν υπάρχει κάποιος ελκυστής, η παρουσία του οποίου «καμπυλώνει» τον χρόνο. Η χθεσινή πολιτισμική στιγμή είναι διαφορετική από τη σημερινή. Το γεγονός όμως ότι βρισκόμαστε στον ίδιο πολιτισμό, υποδηλώνει τη διαχρονική παρουσία ενός συστήματος ελκυστών. Η ταυτότητα είναι σχέση με κάποιο σύστημα ελκυστών.

Στη γενική του μορφή το σύστημα των πολιτισμικών ελκυστών ορίζεται από το δίπολο ζην και ευ ζην, όπου το πρώτο τίθεται προς βελτίωση και το δεύτερο προς επίτευξη. Μπορούμε, κατ’ αρχάς, να παρατηρήσουμε ότι η κίνηση από το ένα στο άλλο είναι μια δημιουργική διαδικασία. Έχουμε ένα «υλικό» και το μεταβάλλουμε σε κάτι άλλο. Κάποτε κατοικούσαμε στα δένδρα και στις σπηλιές. Κάποτε τρώγαμε όπως τα ζώα. Τώρα τρώμε σαν άνθρωποι (π.χ. στην ταβέρνα). Το ζην αναφέρεται στο «τρώγειν» γενικά. Το ευ ζην στον τρόπο του τρώγειν. Το ένα είναι απρόσωπο. Το άλλο είναι εμπρόσωπο, αληθινά ανθρώπινο. Ανάμεσα στο ένα και στο άλλο μεσολαβούν αναρίθμητες μαστορικές, οι οποίες επεξεργάζονται την ύλη της φύσης, για να την κάνουν ύλη του προσώπου: μέσο κοινωνίας. Για να πάμε από το απρόσωπο ζην στο εμπρόσωπο ευ ζην. Το ίδιο ισχύει σε όλη την κλίμακα του πολιτισμού. Ισχύει και για τον ίδιο τον άνθρωπο, καθώς ειδικές μαστορικές τον παραλαμβάνουν κι από «ξύλο απελέκητο» τον «κάνουν άνθρωπο». Ο πολιτισμός είναι το σύνολο των μαστορικών, οι οποίες μεταποιούν το ζην σε ευ ζην.

Αλλά όπως ο πλατωνικός ξυλουργός δεν μπορεί να φτιάξει κλίνη αν δεν έχει στο μυαλό του την ιδέα της κλίνης, έτσι και ο κάθε μάστορας καθοδηγείται από τα πρότυπα της μαστορικής, την οποία διακονεί. Τα πρότυπα τα έχουν επεξεργαστεί γενιές μαστόρων πίσω από αυτόν. Ασφαλώς μπορεί κι αυτός να συνεισφέρει. Μπορεί καμιά φορά να καθιερώσει πρότυπα δικής του επινοήσεως, αλλά κι αυτά θα μπουν στην παρακαταθήκη της μαστορικής. Αυτή είναι ο φορέας των προτύπων. Το πρότυπο είναι το κεντρικό στοιχείο σε κάθε μαστορική. Ενσωματώνεται στα εργαλεία (γι’ αυτό και «τα εργαλεία κάνουν τον μάστορα») και στην αλληλουχία των ενεργειών, στο «πρόγραμμα» της μετάβασης από το ακατέργαστο υλικό στο τελικό προϊόν. Ενσωματώνεται επίσης σε πλήθος δεξιότητες, περασμένες στο χέρι, στο μυαλό, στην προσωπικότητα του μάστορα, για να γίνει στοιχείο της προσωπικής του ταυτότητας και μ’ αυτό τον τρόπο να δεθεί η προσωπική του ταυτότητα με την πολιτισμική-συλλογική ταυτότητα. Μια πιο καθολική λέξη για τη μαστορική είναι η λέξη παράδοση. Η μαστορική είναι παράδοση. Η παράδοση είναι μαστορική. Έχει επικρατήσει να ονομάζουμε «παράδοση» μόνο τα υπολείμματα μιας μαστορικής η οποία έχει χάσει τους μαστόρους της. Αλλά αυτό είναι απλώς η νεκρή παράδοση. Εδώ μιλάμε για ζωντανές παραδόσεις, δηλαδή για τον φυσικό μηχανισμό της ανθρώπινης δημιουργίας. Με την έννοια αυτή ο πολιτισμός είναι πάντοτε δομή παραδόσεων, άρα και η πολιτισμική ταυτότητα.

Το πολιτισμικό επίπεδο ενσαρκώνεται στο πολιτισμικό «προϊόν». Είναι το αποτέλεσμα της δημιουργικής διαδικασίας η οποία προσβλέποντας στο σχετικό πρότυπο ευ ζήν και χρησιμοποιώντας τις οικείες μαστορικές, μεταμόρφωσε το ζην. Φυσικά το επίτευγμα δεν ταυτίζεται με το πρότυπο. Δεν είναι όμως ούτε η «πρώτη ύλη». Είναι κάτι το «ενδιάμεσο». Μπορούμε να το κατανοήσουμε μόνο όταν γνωρίζουμε ποιο ζην είχε υπόψη του να μεταμορφώσει ο πολιτισμικός δημιουργός, εμπνεόμενος από ποιο πρότυπο ευ ζην. Το πρώτο μας μιλά για κάτι το απωθητικό, για κάποιο αρνητικό πρότυπο, ενώ το δεύτερο για κάτι το ελκυστικό, για κάποιο θετικό πρότυπο.

Είναι, επομένως, ανάγκη να γνωρίσουμε τα δύο πολικά συστήματα προτύπων ενός πολιτισμού και τους τρόπους μετάβασης από το πρώτο στο δεύτερο, προκειμένου να μιλήσουμε για την ταυτότητά του.

3. Πολιτισμός, βαρβαρότητα, αγριότητα

Το εκάστοτε δεδομένο ζην είναι δεκτικό μεταμόρφωσης. Αν δεν ήταν θα βρισκόμασταν ακόμη στα σπήλαια, αν όχι στα δένδρα. Η μεταμόρφωση επιδέχεται μάλιστα πλήθος διαφορετικές κατευθύνσεις. Απόδειξη το πλήθος των διαφορετικών πολιτισμών. Τίθεται το ερώτημα: Ποια είναι η κοινή «ουσία», έναντι της οποίας έχει νόημα η πολιτισμική διαφοροποίηση; Τι το ανησυχητικό περιέχει αυτό το «ζην», το οποίο μας αναγκάζει να φεύγουμε τρέχοντας προς κάθε κατεύθυνση;

3.1 Το κάτω όριο

Η διάκριση ζην – ευ ζην, μιλά κατ’ αρχήν για μια αντίθεση. Το ζην κρύβει μέσα του κάτι «κακό». Δεν είναι απλώς κάτι «καλό», που θέλουμε να γίνει «καλύτερο». Έχει κάτι που χρειάζεται αγώνα για να «εξημερωθεί». Σύμφωνα με πολλές προσεγγίσεις, όπως η αρχαιοελληνική, ο πολιτισμός δεν είναι παρά η προσπάθεια εξημέρωσης ενός «άγριου ζώου». Το «άγριο ζώο» είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Πράγματι: Το αντίθετο του πολιτισμού είναι η βαρβαρότητα. Κάτι ακόμα χειρότερο: η αγριότητα. Σε τι συνίσταται η βαρβαρότητα και σε τι η αγριότητα; Η απάντηση προσεγγίζεται συνήθως αποφατικά: είναι η απουσία πολιτισμικής τάξης. Την βαρβαρότητα μπορούμε να την αναζητήσουμε έξω από τα τείχη της πόλεως και ειδικότερα έξω από τη σφαίρα ελέγχου των ελληνίδων πόλεων. Θα τη συναντήσουμε επίσης αν γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, γιατί πριν υπάρξει πόλις υπήρχε βαρβαρότητα. Αυτά ισχύουν, βεβαίως, για τους Έλληνες. Όμως κάθε πολιτισμός έχει τους δικούς του «βαρβάρους» και τη δική του εκδοχή για τη βαρβαρότητα. Ο κοινός παρονομαστής όλων των νοηματοδοτήσεων της βαρβαρότητας είναι η εξωτερικότητα της βαρβαρικής απειλής. Οι Κινέζοι έφτιαξαν το μεγαλύτερο τείχος στο σύμπαν, προκειμένου να τους κρατήσουν απ’ έξω. Οι βάρβαροι είναι οι εξωτερικοί καταστροφείς της αποκτημένης πολιτισμικής τάξης. Οι «μάστιγες του θεού», στις οποίες ο Δανιλέφσκι συγκατέλεγε πρωτίστως τους μογγόλους και τους τούρκους.

Εκτός όμως από τη βαρβαρότητα υπάρχει και η «αγριότητα». Αυτή όμως είναι εσωτερική, διαρκώς υποφώσκουσα και ανά πάσα στιγμή ικανή, κατά τους Έλληνες τραγικούς, να ξεσπάσει και να πνίξει τα πάντα στο αίμα. Είναι ο «νόμος της ζούγκλας», ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο, ότι δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνο σε κοινωνία, αντιλαμβανόμαστε ότι ο «νόμος της ζούγκλας» είναι ένα αρνητικό όριο, το οποίο δεν μπορεί να το ξεπεράσει ο άνθρωπος και συγχρόνως να επιβιώσει. Η γενικευμένη αλληλοσφαγή είναι το «κάτω όριο» του πολιτισμού.

Μήπως η αποφυγή της αλληλοσφαγής είναι ο πρωταρχικός κινητήρας του πολιτισμού; Δεν έχουμε αίσθηση του πράγματος, αλλά τα ιστορικά δεδομένα μας πληροφορούν ότι στην αρχή και στο τέλος κάθε πολιτισμού βρίσκεται, κατά κανόνα, μια εξοντωτική αλληλοσφαγή. Ας θυμηθούμε τα μυκηναϊκά βασίλεια: Είτε αλληλοεξοντώθηκαν είτε αυτοκαταστράφηκε το καθένα από μόνο του. Ας θυμηθούμε επίσης τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ένας γενικευμένος και αγριότατος εμφύλιος πόλεμος, ήταν αυτός που κατέστρεψε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ενώ ό,τι απέμεινε βάλθηκαν στη συνέχεια να το αποτελειώσουν τα ελληνιστικά βασίλεια, πολεμώντας αδιάκοπα μεταξύ τους. Αν οι Έλληνες δεν είχαν την τύχη να κατακτηθούν από τους Ρωμαίους, λέει ο Τόϋμπη, θα είχαν αλληλοεξοντωθεί ως τον τελευταίο. Συχνά χρειάζεται να προστεθούν στους εμφυλίους πολέμους οι εξωτερικές βαρβαρικές επιδρομές, για να έλθει το τέλος. Αν κοιτάξουμε τον πολιτισμό από τη σκοπιά της διπλής αυτής απειλής θα διαπιστώσουμε ότι στην ουσία είναι ένα πολύπλοκο σύστημα αμυντικών οχυρώσεων απέναντι στη «βαρβαρότητα» και κυρίως απέναντι στην «αγριότητα». Τελικώς τα φράγματα σπάνε. Η αποτελεσματικότητά τους παραμένει ωστόσο εντυπωσιακή. Παράδειγμα το Βυζάντιο και η αυτοκρατορική Κίνα, όπου γιγαντιαίες συσσωματώσεις ανθρώπων συμβιώνουν λίγο πολύ ειρηνικά, για απίστευτα μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πώς επιτυγχάνεται το θαύμα αυτό;

3.2 Ο πατέρας-πόλεμος

Γενικεύοντας την εμπειρία των Ελλήνων ο Ηράκλειτος έχει διατυπώσει τον νόμο που διέπει κάθε πολιτισμό. Είναι τα αποσπάσματα 8, 53 και 80: Πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι. Όλα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια (8). Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους, τους δε ελευθέρους. Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους (53). Ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών. Πρέπει να γνωρίζει ο καθένας ότι ο πόλεμος είναι κοινός και ότι η διχόνοια είναι δικαιοσύνη και ότι όλα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη (80).

Ο πόλεμος είναι, λοιπόν, ο πατέρας υου πολιτισμού, κάθε πολιτισμού. Αυτός γεννά τους ανθρώπους και τους θεούς, τους δούλους και τους ελεύθερους. Το πώς γεννά τους δούλους και τους ελεύθερους είναι κατανοητό. Το πώς γεννά τους θεούς και τους ανθρώπους, είναι το μέγα αίνιγμα, στο οποίο και ίσως οφείλει το επίθετο «σκοτεινός» ο δαιμόνιος τούτος νους της Ιωνίας. Η φράση «άλλους τους έκανε θεούς και άλλους ανθρώπους», μας υποχρεώνει να εννοήσουμε ότι ο «πατέρας πόλεμος» είναι εκείνος ο πόλεμος, ο οποίος παρεμβαίνει στο «σημείο μηδέν» του πολιτισμού, δηλαδή στην προπολιτισμική–προκοινωνική κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη «άνθρωπος». Το θέμα είναι να δούμε, πριν απ’ όλα, ποιο είναι αυτό το «σημείο μηδέν» του πολιτισμού. Βεβαίως δεν ξέρουμε τι ακριβώς ήταν κάποτε, στην ανθρωπολογική πρωταρχή μας. Ξέρουμε όμως τι είναι σε κάθε επιμέρους ιστορική αρχή του πολιτισμού: είναι ένας εμφύλιος πόλεμος. Αυτό είναι το ένα στοιχείο. Το άλλο είναι το στοιχείο ότι δεν υπάρχει κοινωνία και πολιτισμός χωρίς θρησκεία, ότι πολιτισμός και διάκριση θείου και ανθρωπίνου είναι ταυτόσημα (μόνο στη νεωτερική εποχή φαίνεται να ξεχωρίζουν). Δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι ο Ηράκλειτος αναφέρεται στην προπολιτισμική (ή μεταπολιτισμική) εκείνη κατάσταση, όπου δεν υπάρχει ακόμη ή έχει καταργηθεί κάθε διάκριση μεταξύ θείου και ανθρωπίνου και μαζί της κάθε ταξική ιεράρχηση («ελεύθεροι» και «δούλοι»). Σε αυτή την ειδική κατάσταση παρεμβαίνει ένας εμφύλιος πόλεμος, με την ειδική μορφή του «πατέρα» και εγκαθιστά τους ιδρυτικούς θεμελιακούς διαχωρισμούς του πολιτισμού: τη διάκριση θεών και ανθρώπων, ελεύθερων και δούλων. Παίρνει κάποιους από τους «προανθρώπους» (ή τους «υπανθρώπους») της ειδικής αυτής «κατάστασης μηδέν» και αναδεικνύοντάς τους σε θεούς, μεταβάλλει τους υπολοίπους σε «ανθρώπους».

3.3 Ο θυσιαστικός μηχανισμός

Καταλαβαίνουμε σήμερα τι εννοεί ο Ηράκλειτος, επειδή γνωρίζουμε τον θυσιαστικό μηχανισμό. Ο πυρήνας κάθε θρησκείας είναι η θυσία. Ο θυσιαστικός μηχανισμός πυροδοτείται από την έκρηξη της αλληλοσφαγής, του πολέμου όλων εναντίον όλων, σύγχρονη μορφή του οποίου είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Όπως έχει δείξει ο Ρενέ Ζιράρ η θυσία αναπαριστά τελετουργικά ένα γεγονός το οποίο βρίσκεται στις απαρχές της κοινότητας και είναι ο τερματισμςό ενός γενικευμένου αλληλοσπαραγμού μέσω της μετατροπής του σε λιντσάρισμα ενός εκ των αδελφών-εμπολέμων. Η σύγκλιση της συλλογικής βίας πάνω στο θύμα έφερε την εκτόνωσή της και τη συλλογική ιδρυτική της κοινότητας συμφιλίωση. Η μη κατανόηση των θαυμαστών συμφιλιωτικών συνεπειών του λιντσαρίσματος έκανε τους πριν εμπολέμους να αποδώσουν το θαύμα στο θύμα, εφόσον αυτό ήταν που «πήρε επάνω του» το μίασμα της συλλογικής μανίας. Αλλά για να μπορέσει να το «πάρει επάνω» του θα πρέπει να ήταν το ίδιο και η αιτία της μανίας. Αυτή μοιάζει να ήταν η πρωτόγονη λογική της θυσιαστικής παραγνώρισης. Μιαρό και συγχρόνως ιερό, το θύμα έγινε ο σημασιακός πυρήνας της κατοπινής θεότητας, στην οποία αποδόθηκε (και ορθώς!) η καταγωγή της κοινότητας. Πίσω από κάθε θεότητα βρίσκεται ένα συλλογικό θύμα, μας λέει η θυσιαστική θεωρία. Έπειτα από κάποια σειρά ενεργοποιήσεων του θυσιαστικού μηχανισμού, οι άνθρωποι ανακάλυψαν την ομοιοπαθητική-ελεγχόμενη εκτόνωση της εμφυλιοπολεμικής βίας, μέσω της τελετουργικής αναπαράστασης του αρχικού συλλογικού φόνου και έτσι φτάσαμε (όλοι, μηδενός εξαιρουμένου) στη θυσία.

Τα βασικά στάδια της θυσίας είναι η ανθρωποθυσία, η ζωοθυσία και η θεοθυσία. Το θέμα είναι τεράστιο, αλλά το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που αρχίζει με την τελετουργική επεξεργασία του θυσιαστικού μηχανισμού είναι αυτό που φτάνει σε μας ως πολιτισμός. Η βασική αρχή της πολιτισμικής επεξεργασίας είναι η αρχή της θρησκευτικής απαγόρευσης, η οποία είναι με τη σειρά της το άμεσο αποτέλεσμα της θυσιαστικής επεξεργασίας. Η απαγόρευση ξεκινά από τη μετατροπή των αφορμών πυροδότησης της αλληλοκτονικής βίας σε ταμπού και ολοκληρώνεται με την ηθική εσωτερίκευση των θρησκευτικών απαγορεύσεων και την εμφάνιση του δικαστικού συστήματος. Η εσωτερίκευση ξεκινά από τον φόβο της τιμωρίας, περνά από το δέλεαρ της αμοιβής και ολοκληρώνεται με την εσωτερίκευση της δικαιοσύνης και την «υπευθυνότητα», που στηρίζονται στην (μερική τουλάχιστον) «αυτοθυσία» της επιθετικής παρόρμησης. Παράλληλα με την εσωτερίκευση της θυσίας ολοκληρώνεται ο θυσιαστικός μηχανισμός αυτονομείται, αποπροσωποιείται και μεταβάλλεται σε θεσμό: την «ανεξάρτητη δικαιοσύνη». Αυτή αναλαμβάνει να τιμωρήσει τον βιοπραγούντα-αυτοδικούντα, με υπόρρητο σκοπό να αποφευχθεί η πυροδότηση του εκδικητικού φαύλου κύκλου, ο οποίος μπορεί να ρίξει την κοινότητα στην αλληλοσφαγή. «Ανεξάρτητη δικαιοσύνη» σημαίνει, ακριβώς, τη συλλογική άρνηση της αυτοδικίας και την αμείλικτη τιμωρία της. Η δικαιοσύνη δεν είναι μια αφηρημένη «αρχή» (αν και δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά αν δεν πιστεύεται ότι ως τέτοια). Είναι η συλλογική ανάληψη και απρόσωπη ικανοποίηση των εκδικητικών ενστίκτων, προκειμένου να παταχθεί η αυτοδικία. Ως σύμπτωμα η αυτοδικία είναι ωστόσο ένα αξιόπιστο βαρόμετρο. Μετρά την πίεση στο κοινωνικό καζάνι. Προειδοποιεί τον νομοθέτη ότι «κάτι δεν πάει καλά» στο σύστημα και πρέπει κατεπειγόντως να προβεί σε διορθώσεις. Με το να τσακίσουμε απλώς το βαρόμετρο δεν λύνουμε το πρόβλημα.

Η οργανική σχέση θυσιαστικής και πολιτισμικής επεξεργασίας, δείχνει ότι ο θεμελιώδης νόμος του πολιτισμού είναι ο εξής: Η απόλυτη βία, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, ο οποίος απειλεί συνεχώς με καταστροφή την κοινότητα, μπορεί να εκτονωθεί-αποπεμφθεί, μέσω της σχετικής βίας, της ιερής-θυσιαστικής βίας, της βίας όλων εναντίον ενός. Ο πόλεμος είναι πάντων πατήρ με τη θυσιαστική έννοια. Η «καλή βία» εκδιώκει την «κακή βία». «Ο σατανάς διώχνει τον σατανά».1

3.4 Αντλία χάους

Οι ανθρώπινες ομάδες κινδυνεύουν πάντα από την πυροδότηση του εμφυλίου πολέμου, πράγμα που συμβαίνει εύκολα όταν η κοινωνική επαγρύπνηση εναντίον της αυτοδικίας είναι χαλαρωμένη. Αυτό το γνώριζαν καλά οι αρχαίοι νομοθέτες. Γι’ αυτό και όλη η πολιτειακή οχύρωση των αρχαίων πόλεων στόχευε στην αποτροπή του εμφυλίου πολέμου. Τα ιερά στο κέντρο της πόλεως, οι τακτικές τελετουργικές θυσίες και στις κρίσιμες ώρες η θυσία του Φαρμακού, μαζί με τους νόμους, το δικαστικό σύστημα και τέλος την Τραγωδία, είχαν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν την κατολίσθηση στο χάος, τη σοβούσα στα θεμέλια της πολιτισμικής τάξης διαρκή απειλή. Όποιος δεν γνωρίζει ότι οι ναοί, οι τελετές, ο αθλητισμός κλπ., ήταν το συλλογικό αλεξικέραυνο έναντι της εσωτερικής βίας, δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τίποτε από την ελληνική τέχνη. Δεν είναι π.χ. σε θέση να καταλάβει για ποιο λόγο έπρεπε να μπει η γιγαντομαχία στα αετώματα του Παρθενώνα.

Ας προσέξουμε πόσο θεμελιώδης είναι ο ρόλος του θυσιαστικού μηχανισμού στη συγκρότηση του συλλογικού υποκειμένου και άρα της ταυτότητάς του. Το συλλογικό υποκείμενο το ιδρύει η ιερή βία (η βία όλων εναντίον ενός, του τυχόντος καθενός), η οποία εκτοπίζει την απόλυτη βία (τον εμφύλιο πόλεμο). Η θυσιαστική επεξεργασία κατοχυρώνει βήμα-βήμα το θετικό αποτέλεσμα, εγκαθιδρύοντας μια αύξουσα εσωτερική διαφοροποίηση, δίκην αντιπλημμυρικού συστήματος, έναντι της απόλυτης βίας. Μέσω της αύξουσας διαφοροποίησης ο θυσιαστικός μηχανισμός λειτουργεί σαν την αντλία θερμότητας: αφαιρεί συγκρουσιακή ένταση από το εσωτερικό της ομάδας και τη βγάζει προς τα έξω, με αγωγό το εκάστοτε θύμα, που είναι άτομο, άτομα ή ομάδα και ομάδες. Η εσωτερική διαφοροποίηση αντανακλάται αναγκαστικά σε εξωτερική διαφοροποίηση. Δημιουργεί την πολιτισμική διαφοροποίηση των κοινοτήτων. Ο θυσιαστικός μηχανισμός αναπαράγεται τότε σε ένα δεύτερο επίπεδο, καθώς τα διαφοροποιημένα συλλογικά υποκείμενα (τελικώς: κράτη, έθνη, υπερεθνικά συστήματα), απειλούνται από την απόλυτη βία δευτέρου βαθμού, τη διασυλλογική βία και χρειάζεται να επιστρατευθεί εναντίον της μια αντίστοιχη δευτέρου βαθμού ιερή βία. Από τον εμφύλιο πόλεμο πάμε έτσι στον «κανονικό» πόλεμο, τον διασυλλογικό πόλεμο. Η αναπαραγωγή του θυσιαστικού μηχανισμού στο διασυλλογικό επίπεδο συντελείται με τις συμμαχίες μεταξύ γειτονικών ομάδων εναντίον μιας απ’ αυτές, η οποία παίζει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Η διασυλλογική ενοποίηση βασίζεται έτσι πάντοτε στην παρουσία κάποιου «εξωτερικού εχθρού» (κράτους, έθνους, πολιτισμού). Σύγχρονα παραδείγματα απόλυτης βίας δευτέρου βαθμού είναι οι παγκόσμιοι πόλεμοι, αλλά και οι παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις. Σύγχρονα παραδείγματα ιερής βίας δευτέρου βαθμού είναι οι «σταυροφορίες», οι «ιερές συμμαχίες», το τζιχάντ. Είναι όμως και η επαναστατική βία των αστών ή των σοσιαλιστών «ιδεολόγων» και γενικά των κάθε είδους ιακωβίνων τρομοκρατών.

Ο πολιτισμός δεν είναι, λοιπόν, υπόθεση άνεσης και διασκέδασης, «απολαύσεων του πνεύματος» κλπ. όπως αφελώς νομίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, αλλά η επαγρύπνηση εναντίον του «νόμου της ζούγκλας», από την εισβολή του οποίου πάντοτε κινδυνεύουμε. Ο εικοστός αιώνας μας έδωσε ήδη ένα γερό μάθημα. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ένας ψυχρός πόλεμος, συν αναρίθμητοι τοπικοί πόλεμοι. Γενοκτονίες εθνών και τάξεων, χωρίς προηγούμενο. Ολοκαυτώματα ασύλληπτα, όπου αντί για εκατόμβες βοδιών και προβάτων, θυσιάστηκαν εν ψυχρώ ολόκληρα έθνη και κοινωνικές τάξεις, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι.

Η εκ πρώτης όψεως αθώα διάκριση ζην και ευ ζην έχει λοιπόν πίσω της το «θηρίο», που πρέπει να εξημερωθεί και το οποίο λέγεται Βία. Η ύπαρξη πολιτισμού δείχνει ότι το «θηρίο» εξημερώνεται, σε κάποιο βαθμό, αλλά είναι πάντοτε έτοιμο να ξαναγίνει θηρίο. Η διάκριση ζην – ευ ζην προϋποθέτει τη νίκη της ιερής βίας πάνω στην απόλυτη βία. Η αντικειμενοποιημένη σε σύνολο παραδόσεων δομή αυτής της νίκης είναι ο πολιτισμός. Έχουμε «υψηλό πολιτιστικό επίπεδο» εκεί όπου το άτομο έχει εσωτερικεύσει το αίτημα της δικαιοσύνης και έχει προκαταβολικά παραιτηθεί από την αυτοδικία.

4. Υπάρχει διαπολιτισμική εξέλιξη;

Ο θυσιαστικός μηχανισμός διέπει, λοιπόν, τη γένεση των πολιτισμών και η αποτελεσματικότητά του εγγυάται την αναπαραγωγή τους. Διακρίνουμε αμέσως δύο στάδια στην εξέλιξη του θυσιαστικού μηχανισμού. Το ένα είναι ο κολεκτιβισμός. Το άλλο ο ατομικισμός. Το δεύτερο δεν είναι υποχρεωτικό, αλλά κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να διαδεχθεί το πρώτο.

Ο κολεκτιβισμός είναι το στάδιο όπου ή ιερή βία, το «όλοι εναντίον ενός», είναι σεβαστή όσο και αμείλικτη. Το άτομο δεν υπολογίζεται. Με τον καιρό όμως και στο μέτρο που η θυσιαστική αντλία λειτουργεί αποτελεσματικά (μετατροπή των αφορμών της απόλυτης βίας σε ταμπού και εσωτερίκευση των ταμπού, ώσπου ο σεβασμός τους να γίνει «φυσική» συμπεριφορά) ξεχνιέται ποια βία είναι ο πραγματικός εχθρός και οι άνθρωποι νομίζουν ότι δεν είναι παρά η βία που στρέφεται εναντίον του μεμονωμένου ατόμου, δηλαδή ο περιορισμός της επιθυμίας. Σε τέτοιες συνθήκες μπορούν να επωασθούν ατομοκεντρικές αντιλήψεις και μέσα από μια θυσιαστική κρίση να υπάρξει μετάβαση σε ατομοκεντρικό πολιτισμικό δρόμο. Αυτό συνέβη σε δύο μόνο περιπτώσεις στη γνωστή ιστορία της ανθρωπότητας: την αρχαιοελληνική και τη νεωτερική. Οι πολιτισμοί των αρχαίων Ελλήνων και των νεωτερικών ευρωπαίων ήταν ατομοκεντρικοί, με την έννοια ότι στη φάση της ανόδου τους είχαν ως ανθρωπολογικό πρότυπο το υπεύθυνο άτομο, τον πολίτη. Καθώς όμως το διαβουλευόμενο σώμα των πολιτών έγινε η «πηγή» της νομιμότητας, το άτομο άρχισε, με την πάροδο του χρόνου, να πιστεύει ότι η θεμελίωση της Πολιτείας είναι συμβατική-σχετική. Ότι στην πραγματικότητα η πόλις δεν «ανήκει στους θεούς και τους ήρωες», όπως πιστευόταν πριν και στερεότυπα επαναλαμβανόταν στα προοίμια των βουλευτικών αποφάσεων (έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω κλπ).. Ότι, με άλλα λόγια, η Πολιτεία δεν θεμελιώνεται στο ιερό, στην ιερή βία, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Μπορούμε τελικά να παρατηρήσουμε πώς όταν η εξατομίκευση ολοκληρώνεται και η διάκριση θείου και ανθρωπίνου καταργείται, τότε η κοινωνία κατολισθαίνει ασυγκράτητα στο «σημείο μηδέν», στο «κάτω όριο» του πολιτισμού, δηλαδή την αλληλοσφαγή. Ενσκήπτει τότε και πάλι ο θυσιαστικός πατέρας-πόλεμος κι αν καταφέρει να λειτουργήσει αποτελεσματικά, μπορεί να αποτρέψει την αυτοκαταστροφή της κοινότητας και να πετύχει την κοινωνική αναθεμελίωση-μετάβασή της σε άλλον πολιτισμό. Στις συνθήκες αυτές τίθεται και το ζήτημα να ξεπεραστεί το ανθρωπολογικό δίπολο ατομικισμού/κολεκτιβισμού. Για πρώτη φορά το αίτημα αυτό τέθηκε στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, για να λάβει ως απάντηση τον χριστιανισμό. Σήμερα, στην εποχή του μεταμοντερνισμού, τίθεται για δεύτερη φορά.

Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση μπορεί να υπερβαθεί το ανθρωπολογικό δίπολο και να εμφανιστεί ένας τρίτος τύπος ανθρώπου: το Πρόσωπο. Το Πρόσωπο είναι το άτομο, το οποίο έχει τεθεί έξω από την εξουσία του θυσιαστικού μηχανισμού. Έχοντας απαλλαγεί από τη βία μέσα του έχει ελευθερωθεί απ’ αυτήν και έξω του: «ήρθε ο άρχων του κόσμου τούτου κι έφυγε άπρακτος, γιατί δεν βρήκε μέσα μου τίποτα να πιαστεί». Αυτό σημαίνει ότι μπορεί το Πρόσωπο να «πάρει επάνω» του το συλλογικό μίασμα, επιτρέποντας στην κοινότητα να θεμελιώσει την ενότητά της στη δική του «μαρτυρία» (θυσία-αυτοθυσία). Πρότυπο του ανθρωπολογικού αυτού τύπου είναι ο Εσταυρωμένος. Αυτό που κάνει ο Σταυρός είναι να προσφέρει την αγάπη ως άλλη βάση για την ατομικότητα. Κατά σύμπτωση μόνο σ’ αυτή τη βάση είναι δυνατή η απόλυτη-ακατάλυτη ατομικότητα, την οποία εις μάτην αναζητά το άτομο στην ανοδική του φάση. Η αποκάλυψη του Προσώπου μας μιλά για την ύπαρξη μιας τρίβαθμης ανθρωπολογικής κλίμακας: κολεκτιβιστικός τύπος, Άτομο, Πρόσωπο. Στην παραδοσιακή Ορθόδοξη ορολογία οι τύποι αυτοί λέγονται: δούλοι του Θεού, εργάτες (ή μισθωτοί) του Θεού, φίλοι του Θεού. Οι δούλοι κάνουν το καλό επειδή φοβούνται την κόλαση. Οι μισθωτοί επειδή θα κερδίσουν τον παράδεισο. Οι φίλοι κάνουν το καλό επειδή αγαπούν τον Θεό-φίλο. Εντελώς διαφορετικά τα κίνητρα: ο Φόβος, το Κέρδος, η Αγάπη. Η παραδοχή της ανθρωπολογικής Κλίμακας συνεπάγεται τη δυνατότητα διαπολιτισμικής εξελίξεως: κολεκτιβιστικός πολιτισμός, ατομοκεντρικός πολιτισμός, προσωποκεντρικός πολιτισμός, ανάλογα με το ποιος από τους τρεις τύπους ανθρώπου είναι το ηγετικό πρότυπο. Δυνατότητα διαπολιτισμικής εξελίξεως σημαίνει ότι ένα συλλογικό υποκείμενο μπορεί να αναπτύξει κολεκτιβιστικό πολιτισμό, να μεταβεί έπειτα στον πολιτισμό της εξατομίκευσης και στη συνέχεια σε έναν προσωποκεντρικό πολιτισμό, χωρίς να χάσει την ταυτότητά του. Είναι το ίδιο που «ανεβαίνει» τις διαδοχικές βαθμίδες της αυτής κλίμακας. Βεβαίως η ανοδική κίνηση δεν είναι μονόδρομος. Υπάρχουν και οι υποστροφές. Τα «κενά» ανάμεσα στις «βαθμίδες» αντιστοιχούν σε συνθήκες πολιτισμικής ισοπέδωσης, ανάλωσης των θυσιαστικών πόρων και πολιτισμικής κατάρρευσης. Είναι το «σημείο μηδέν» του πολιτισμού, η χωματερή των πολιτισμικών προτύπων. Είναι ο χώρος του ανθρωπολογικού μηδενισμού. Τέτοιες εποχές αναγνωρίζονται εύκολα από την έντονη βίωση συμπτωμάτων «διάλυσης» της προσωπικότητας.

Σε αντίθεση με τον ατομοκεντρικό και τον κολεκτιβιστικό τύπο, για τους οποίους η πνευματική ηγεμονία ολοκληρώνεται ως κοινωνική κυριαρχία, το Πρόσωπο μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο μόνο αποπεμπόμενο. Η πνευματική ακτινοβολία του δεν αποτρέπει την αποπομπή του: ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξωσιν. Το παράδειγμα του μοναδικού προσωποκεντρικού πολιτισμού που γνωρίζουμε, του «βυζαντινού», ενσαρκώνει την ιδιάζουσα αυτή αντίφαση: το Πρόσωπο ήταν κυρίαρχο πρότυπο, αλλά η σταυρική του παράδοση ήταν μονίμως αναγκασμένη να καταφεύγει στην έρημο. Ο Άγιος ήταν το κυρίαρχο ανθρωπολογικό πρότυπο. Όμως μόνο «έξω από τον κόσμο» μπορούσε να ευδοκιμήσει. Σε ποιο βαθμό είναι τούτο σύμφυτο με τον χαρακτήρα του Προσώπου γενικά και σε ποιο βαθμό ελληνική ιδιομορφία είναι κάτι που μένει να διερευνηθεί.

Ξεκινήσαμε από τον ορισμό του πολιτισμού ως αμφίδρομης κίνησης μεταξύ ζην και ευ ζην. Το κάτω όριο, πίσω από το απροσώπως ζην, είναι η αλληλοσφαγή. Αυτή πυροδοτείται κάθε φορά που οι άνθρωποι αδυνατούν να διαχειριστούν θυσιαστικά τον συγκρουσιακό μιμητισμό τους. Εσωτερικεύοντας τη θυσία τείνουν προς ορισμένα ανθρωπολογικά πρότυπα, τα οποία και συνιστούν το άνω όριο της πολιτισμικής τους ανέλιξης. Τα πρότυπα αυτά εσωτερικεύονται στην παραδειγματική μήτρα του πολιτισμού. Η δομή της ανοδικής διαδρομής, αν ξετυλιχτεί πλήρως, είναι η τρίβαθμη ανθρωπολογική Κλίμακα. Οι διαφοροποιήσεις θυσιαστικής κατεύθυνσης και παραδειγματικής μήτρας, δίδουν κριτήρια επαρκή για τη μελέτη των πολιτισμικών διαφορών και των πολιτισμικών ταυτοτήτων.

Σύνοψη των συνόψεων: Ο πολιτισμός ελέγχεται πλήρως από τη βία, η οποία μόνο αυτοθυσιαστικά και μόνο στην τρίτη ανθρωπολογική βαθμίδα μπορεί να υπερβαθεί. Η βία αντιμετωπίζεται μόνο με την αυτοθυσιαστική παραίτηση από τη δύναμή της.

1 Ρενέ Ζιράρ, Εθεώρουν τον Σατανά… Εξάντας. Αθήνα 2002

Παρμένο από το βιβλίο Πέρα από το Άτομο (εκδ. Αρμός β’ έκδ.).

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/Ζιάκας/Βιβλιογραφία/2269-Βία-και-Πολιτισμός-Ορισμένα-κριτήρια.html





Σχετικά με την Ελεύθερη Βούληση

28 07 2010

του Σπύρου Κάκου

Ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του ιδιαίτερο πλάσμα. Ανεξάρτητα του αν πιστεύει κανείς ότι είμαστε κάτι διαφορετικό από τα ζώα ή απλά μια βελτιωμένη έκδοση τους, ο καθένας μας κατανοεί ότι έχουμε κάτι «ανώτερο». Το βασικότερο στοιχείο που καθορίζει αυτή την εντύπωση είναι η λεγόμενη «ελεύθερη βούληση» που διαθέτουμε. Όλοι μας συμπεριφερόμαστε όπως εμείς θέλουμε και όχι όπως ο «Θεός» ή κάτι «άλλο» θέλει αυτό. Πιστεύουμε ότι δεν είμαστε μαριονέτες, αλλά ανεξάρτητα όντα με τη δική τους ανεξάρτηση θέληση. Κατά πόσο είναι αλήθεια αυτό; Έχουμε πράγματι δική μας θέληση;

Η βασική αντίρρηση στην ύπαρξη ελεύθερης βούλησης είναι η ίδια η επιστήμη. Στόχος της επιστήμης είναι η ανακάλυψη των φυσικών νόμων που ισχύουν στο σύμπαν. Αν γνωρίζεις την αρχική κατάσταση ενός συστήματος και τους νόμους που ισχύουν σε αυτό, τότε μπορείς να προβλέψεις το μέλλον του συστήματος. Η «πρόβλεψη» μέσω της επιστήμης της κίνησης των πλανητών ή της πορείας μιας σφαίρας που βλήθηκε από ένα όπλο, θέτει ένα πρόβλημα που πολλοί μας προτιμούμε να παραβλέπουμε: αφού και εμείς ανήκουμε στο φυσικό σύστημα του σύμπαντος και υπακούμε στους φυσικούς νόμους, μήπως όλα όσα κάνουμε είναι ήδη προκαθορισμένα; Αν κάποιος γνωρίζει όλες τις αρχικές συνθήκες του σύμπαντος κόσμου και όλους τους νόμους που διέπουν την κίνηση κάθε σωματιδίου ή κύματος μέσα σε αυτό, θα μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια το μέλλον του; Η επιστήμη μας αυτό λέει. Η λογική πάνω στην οποία έχουμε χτίσει την επιστήμη μας αυτό λέει. Μπορεί να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι «αποφασίζουμε», αλλά στην ουσία απλά βιώνουμε αυτό που ήδη έχει προκαθοριστεί από τις αρχικές συνθήκες του σύμπαντος και τους φυσικούς του νόμους. Πόσο αλήθεια μπορεί να είναι ένα τέτοιο σενάριο;

Αν κανείς εξετάσει το ζήτημα με καθαρά επιστημονικά εργαλεία, δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί ότι η μοίρα μας είναι προκαθορισμένη. Δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι η επιστήμη μας δίνει τη δυνατότητα να προβλέπουμε τα πάντα αν γνωρίζουμε τις αρχικές συνθήκες και τους εφαρμοζόμενους νόμους, αλλά όχι την ανθρώπινη συμπεριφορά. Δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι όλα είναι προβλέψιμα, αλλά όχι η κίνηση των μορίων και ατόμων στο ανθρώπινο σώμα και εγκέφαλο. Αν υπάρχουν καθολικοί φυσικοί νόμοι, τότε αυτοί θα ισχύουν και για τα ανθρώπινα πρωτόνια και ηλεκτρόνια. Ακόμα και η κβαντική στατιστική πιθανότητα του να βρεθεί ένα σωματίδιο σε ένα σημείο με πιθανότητα 40% και σε ένα άλλο σημείο με πιθανότητα 60% είναι πρόβλεψη. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούμε να προβλέψουμε και τι πιθανότητες έχουμε να πούμε «γειά σου» αντί για «τι κάνεις;» ένα πρωινό και μάλιστα με ακρίβεια δεκαδικού; Ή μήπως να προβλέψουμε τι πιθανότητες υπάρχουν να χωρίσουμε τη γυναίκα μας μετά από έναν έντονο τσακωμό; Η κβαντομηχανική έβαλε ένα όριο στο κατά πόσο μπορούμε πράγματι να προβλέψουμε με ακρίβεια τη θέση και την ταχύτητα ενός σωματιδίου, αλλά χωρίς να θίγει στο ελάχιστο το αξίωμα της ύπαρξης γενικών (καθολικών) φυσικών νόμων που είναι τελικά κατανοήσιμοι από τον άνθρωπο οι οποίοι βοηθούν στην πρόβλεψη της μελλοντικής συμπεριφοράς ενός συστήματος. Επιπλέον πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμα δεν έχει διαφαφηνιστεί το τι ακριβώς σημαίνει η στατιστική «αβεβαιότητα» που εισάγει η κβαντομηχανική – αν αυτή συνδέεται με μια εγγενή αδυναμία της επιστήμης όπως εμείς την έχουμε θεμελιώσει ή αν έχει σχέση με μια αδυναμία που υπάρχει εγγενώς στο σύμπαν. Και τι σημαίνει όμως ότι υπάρχει μια αδυναμία να προβλέψουμε ακριβώς τη θέση ενός σωματιδίου εξαιτίας μιας ατέλειας της αντίληψης μας για τον κόσμο; Σημαίνει μήπως ότι αν με κάποιον τρόπο αυτή η ατέλεια αρθεί, θα μπορέσουμε να κάνουμε ακριβή πρόβλεψη χωρίς πιθανοτικές παραμέτρους;
Η ουσία είναι ότι κάθε έκφανση της επιστήμης (ακόμα και η στατιστική κβαντομηχανική) αναφέρεται σε συστήματα τα οποία μπορούμε να αναλύσουμε για να βγάλουμε συμπεράσματα για τη μελλοντική τους συμπεριφορά. Με άλλα λόγια κάθε έκφανση της επιστήμης σήμερα μας λέει ότι θεωρητικά θα μπορούσαμε να βγάλουμε συμπεράσματα πρόβλεψης και για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Ανεξάρτητα τους είδους της γραφής (δεκαδικοί, ποσοστά, άρρητοι αριθμοί), η ουσία είναι πως η μοίρα μας είναι γραμμένη κάπου και απλά περιμένει να τη διαβάσουμε…

Το ερώτημα λοιπόν είναι: αν το μέλλον ενός φυσικού συστήματος όπως το σύμπαν (ή ο ανθρώπινος εγκέφαλος) είναι προκαθορισμένο, υπάρχει χώρος για αυτό που αποκαλούμε «ελεύθερη βούληση»; Αν είναι προκαθορισμένο ότι υπάρχει πιθανότητα κατά 98% να κάνουμε το Α και κατά 2% να κάνουμε το Β, μπορούμε εμείς τη στιγμή που θα έρθει η ώρα να δράσουμε να «αποφασίσουμε» να κάνουμε το Γ; Τα όσα ανέφερα παραπάνω δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για ελεύθερη βούληση. Είναι ανόητο το να πιστεύουμε πως η επιστήμη μπορεί να μας αποκαλύψει την αλήθεια για τα πάντα (άρα και να κάνει προβλέψεις), αλλά πως η ανθρώπινη συμπεριφορά θα μένει πάντα εκτός πεδίου έρευνας της λόγω της «ελεύθερης βούλησης». Και όμως σχεδόν όλοι μας πιστεύουμε ότι έχουμε ελεύθερη βούληση. Θεωρούμε ότι οι πράξεις μας είναι δικές μας και όχι απλά το αποτέλεσμα φυσικών διεργασιών στον εγκέφαλο μας πάνω στις οποίες δεν έχουμε καμία εξουσία. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο τιμωρούμε τους άλλους για τα λάθη τους: γιατί είναι «δικά τους» λάθη και όχι κάτι προκαθορισμένο. Πως όμως όλοι μας έχουμε αυτή την «ψευδαίσθηση»; Γιατί έχουμε αυτή την «ψευδαίσθηση»; Με τα δεδομένα τα οποία έχουμε αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να αποφανθούμε οριστικά για το αν η ελεύθερη βούληση είναι μια πραγματικότητα ή μια ψευδαίσθηση. Από τη στιγμή που δεν έχουμε ακόμα κατανοήσει πως λειτουργεί ο ιός της γρίππης, είναι αλαζονικό να πιστεύουμε ότι μπορούμε να μιλάμε για το αν υπάρχει ή όχι ελεύθερη βούληση. Η τελική ετυμηγορία αποτελεί αυτή τη χρονική στιγμή θέμα πίστης. Το περίεργο όμως είναι ότι στο θέμα αυτό όλοι σχεδόν οι άνθρωποι συμφωνούν – άθεοι, αγνωστικιστές και θεϊστές το ίδιο. Τι δημιουργεί αυτή τη συμφωνία;

Αυτά που γράφω αυτή τη στιγμή έχουν προκαθοριστεί; Ή ξαφνικά «αποφάσισα» να τα γράψω; Θέλω να πιστεύω το δεύτερο. Όταν κάποιος φονεύει κάποιον άλλον το κάνει επειδή το αποφάσισε ή επειδή ήταν προκαθορισμένο από πριν να τον σκοτώσει; Ο Χίτλερ φταίει που σκότωσε τόσους ανθρώπους ή δεν φταίει επειδή ήταν προκαθορισμένο από το σύμπαν να το κάνει; Η ποινική μας δικαιοσύνει πιστεύει το πρώτο. Κάποιος είναι άθεος επειδή έτσι είναι προκαθορισμένο να σκέφτεται ή επειδή έτσι αποφάσισε με το δικό του μυαλό να σκέφτεται; Οι άθεοι θέλουν να πιστεύουν το δεύτερο. Κάποιος συγγραφέας δημιουργεί ένα αριστούργημα που σκέφτηκε ή απλά καταγράφει σε ένα χαρτί σκέψεις στο μυαλό του ήδη καθορισμένες από την πρώτη στιγμή δημιουργίας του σύμπαντος; Όλοι μας που τον διαβάζουμε θέλουμε να πιστεύουμε το πρώτο. Κάποιος είναι ορθολογιστής επειδή είναι η μοίρα του να σκέφτεται έτσι ή επειδή έτσι σκέφτηκε ο ίδιος; Θέλει να πιστεύει το δεύτερο…
Ο καθένας είναι ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ για τις πράξεις του ακριβώς επειδή αυτές είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης του βούλησης. Στο κρίσιμο ερώτημα του αν υπάρχει ελεύθερη βούληση, όλοι οι άνθρωποι απαντάνε με μια φωνή «ναι»! Έτσι πιστεύουμε. Δύσκολα όμως το αποδεικνύουμε…

Αυτό που λίγοι όμως έχουν αναρρωτηθεί είναι το ποιες είναι οι επιπτώσεις της ύπαρξης τελικά «ελεύθερης βούλησης». Σε ένα σύμπαν όπου όλα καθορίζονται από καθολικούς φυσικούς νόμους, η ελεύθερη βούληση δεν μπορεί να υπάρχει. Για να υπάρξει πρέπει να αρύεται την ίδια της την ύπαρξη από κάτι «εκτός» του σύμπαντος κόσμου, από κάτι που δεν ανήκει στο σύστημα του κόσμου τούτου και κατά συνέπεια δεν υπακούει στη λογική «αρχικές συνθήκες + φυσικοί νόμοι => καθορισμός μελλοντικής συμπεριφοράς». Για να υπάρξει «ελεύθερη βούληση» πρέπει να υπάρχει κάτι που δεν υπακούει στους φυσικούς νόμους που κάνουν τα πάντα προβλέψιμα. Η ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης ανοίγει το δρόμο για την παραδοχή της ύπαρξης αυτού που συχνά αποκαλείται «Θεός»…Ίσως η ελεύθερη βούληση του καθενός μας να είναι αποτέλεσμα του ότι έχουμε φτιαχτεί καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση Του…
 
Αν λοιπόν στο σύμπαν υπάρχουν μόνο φυσικοί νόμοι και ύλη που υπακούει σε αυτούς, τότε δεν υπάρχει «ελεύθερη βούληση». Ωστόσο η αίσθηση μας είναι ότι εμείς αποφασίζουμε για αυτό που κάνουμε. Η λύση του αινίγματος πρέπει να αναζητηθεί στο δόγμα του υλισμού το οποίο διαπνέει πολλούς (όχι όλους) επιστήμονες σήμερα. Και πρέπει να θυμόμαστε ότι ο υλισμός είναι δόγμα και όχι αποδεδειγμένη υπόθεση…
 




Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει με το μάθημα των Θρησκευτικών;

27 07 2010

Άτυπη δημοσκόπηση του galop.gr η οποία βρίκεται σε εξέλιξη

 Πηγή: http://www.galop.gr/index.php?topic=154





Η γλώσσα των λειτουργικών μας κειμένων ως σύγχρονο ποιμαντικό πρόβλημα

22 07 2010

του Επισκόπου Ναζιανζού Δρ. Θεοδωρήτου  

Είναι πανθομολογούμενο, ότι η ορθόδοξη πνευματικότητα αποτελεί ιερά παρακαταθήκη για τον πιστό της εποχής μας, όχι ως θεωρητική αναζήτηση, αλλά κυρίως ως βιωματική εμπειρία. Κυρίαρχο στοιχείο της ορθόδοξης πνευματικότητας είναι η λατρευτική ζωή, όπως διαμορφώθηκε διαμέσου των αιώνων, με κέντρο την Θ. Ευχαριστία και την λειτουργική και υμνογραφική παράδοση. Το πλήρωμα της Εκκλησίας προσεύχεται με τους δοξολογικούς και ευχαριστιακούς ύμνους των πατέρων και μοναχών, οι οποίοι προσευχόμενοι θεολογούσαν. Κάθε φορά που συμμετέχουμε στην λατρεία της Εκκλησίας μας μυσταγωγούμεθα στην ιερά αυτή παρακαταθήκη και συνειδητοποιούμε γιατί η ορθόδοξη πνευματικότητα αποτελεί την πεμπτουσία της Εκκλησιαστικής μας ζωής. Είναι διαπιστωμένο, ότι η πνευματική-λατρευτική εμπειρία της Εκκλησίας μας έχει ένα υψηλό επίπεδο στο οποίο ο αμύητος χρειάζεται κατάλληλη αγωγή-χειραγώγηση για να συμμετάσχει ενσυνείδητα και να μη περιορίζεται μόνο στην κατανυκτική ατμόσφαιρα, που υπάρχει στην ορθόδοξη λατρεία. Ο επανευαγγελισμός των πιστών που είναι το ζητούμενο της εκκοσμικευμένης κοινωνίας μας, δεν πρέπει να εξαντλείται σε μια πειστική-θεωρητική κατήχηση, αλλά στην ένταξη των πιστών στην εκκλησιαστική-λατρευτική κοινωνία της Εκκλησίας μας. Σήμερα αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό ποιμαντικό πρόβλημα, το οποίο πρέπει να επιλύσουμε με γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Πρόκειται για την γλωσσική δυσκολία της νέας γενιάς να συμμετάσχει ουσιαστικά στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας.  

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην Εκκλησία μας έχει μια μεγάλη ιστορική διαδρομή. Τα λειτουργικά και υμνογραφικά μας κείμενα χρονολογούνται από τον β’ μ.Χ. αιώνα. Οι υμνογράφοι μας γνώριζαν την ελληνική γλώσσα σε όλη της την ιστορική και πνευματική εξέλιξη και είχαν την άνεση να χρησιμοποιούν ακόμη και ομηρικές λέξεις για να πετύχουν τις ομοιοκαταληξίες και να εκφράσουν τις πνευματικές τους εμπειρίες και τα θεολογικά μηνύματα του εορτολογίου της Εκκλησίας μας.  

Η Ελληνική γλώσσα με το πλούσιο λεξιλόγιο, την πλαστικότητα και την ευαισθησία που διαθέτει, βοήθησε να εκφραστούν όχι μόνο λεπτές θεολογικές έννοιες, αλλά και εμπειρίες και βιώματα πνευματικά. Η σύνδεση λόγου και σκέψης, εμπειρίας και έκφρασης είναι μοναδική.  

Στις αρχές του περασμένου αιώνα προβληματίστηκε έντονα η Εκκλησία της Ελλάδος για το εάν θα έπρεπε να μεταφρασθεί η Καινή Διαθήκη στα νέα ελληνικά. Το πρόβλημα ήταν ο πιθανός κίνδυνος να παρεισφρήσουν, κατά την μετάφραση, ερμηνευτικές απόψεις, που δεν ακολουθούσαν την πατερική θεολογία. Τελικά οι μεταφράσεις της Κ.Δ. είναι μια πραγματικότητα στη νεοελληνική ζωή, που βοηθούν στην πλήρη κατανόηση του πρωτοτύπου κειμένου.  

Μεταφράσεις στα νέα ελληνικά της θ. λειτουργίας και των λειτουργικών και υμνογραφικών μας κειμένων βοήθησαν στην κατανόηση της λατρευτικής μας ζωής. Μεταξύ των πολλών μεταφράσεων, ενδεικτικά αναφέρω, αυτήν του αείμνηστου π. Επιφάνιου Θεοδωρόπουλου, λόγιου κληρικού και γνώστη της ελληνικής γλώσσας, ο οποίος μας παρέδωσε μία εξαιρετική μεταφραστική-ερμηνευτική εργασία του Ακαθίστου Ύμνου και της Μ. Εβδομάδος, οι οποίες βοήθησαν τους πιστούς να κατανοήσουν τα ιερά κείμενα και να συμμετάσχουν ουσιαστικά στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας.  

Πρόσφατα, επίσης, ο Μητροπολίτης Ν. Σμύρνης Συμεών σε δύο μελέτες του μας προσφέρει ένα αξιόλογο έργο, την μετάφραση με ερμηνευτικά σχόλια, των καταβασιών του όρθρου, που δύσκολα κατανοούνται από τον σύγχρονο Έλληνα.  

Όλες αυτές οι μεταφραστικές εργασίες των λειτουργικών-υμνογραφικών κειμένων στη νεοελληνική γλώσσα έχουν βοηθήσει το πλήρωμα της Εκκλησίας στην συμμετοχή του στην λατρεία της Εκκλησίας.  

Βέβαια οι ασχολούμενοι με το μεταφραστικό πρόβλημα μας βεβαιώνουν, ότι οποιοδήποτε κείμενο μεταφράζεται από την πρωτότυπη γλώσσα σε άλλη η άλλο γλωσσικό ιδίωμα χάνει ένα σημαντικό μέρος από την εκφραστική δύναμη  του πρωτοτύπου. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το θέμα μας δεν έχει καμία σχέση με την διαμάχη των δημοτικιστών και των καθαρευουσιάνων σε εκκλησιαστικό πεδίο.  

Οπωσδήποτε η γλώσσα δεν είναι στατική αλλά εξελίσεται. Ο νεοέλληνας, λυκειακής παιδείας, κατανοεί το 60% έως 80% του πρωτοτύπου κειμένου της Κ.Δ. ενώ το ποσοστό κατανόησης των ύμνων της εκκλησίας μας είναι χαμηλότερο.  

Ο μορφωμένος νεοέλληνας θα έπρεπε να γνωρίζει διαχρονικά την ελληνική γλώσσα και όχι να είναι αποξενωμένος από τα κείμενα των Πατέρων, της Κ.Δ. και των κλασσικών συγγραφέων. Αυτό σημαίνει  ότι κινδυνεύει να αποκοπεί από τις ρίζες του, την ιστορία και τον πολιτισμό του και άρα αδυνατεί να συνεχίσει την πολιτιστική του κληρονομιά.  

Το πείραμα που έγινε να διαβάζονται στη λατρεία μεταφράσεις των βιβλικών κειμένων δεν φαίνεται να επιδοκιμάσθηκε από την πλειοψηφία των πιστών, οι οποίοι προτιμούν τα πρωτότυπα κείμενα μια και έχουμε το προνόμιο να είναι γραμμένα στη γλώσσα μας. Η χρήση μεταφράσεων στα νέα ελληνικά κατά την θ. λατρεία θα οδηγήσει στην καταστροφή της λειτουργικής μας γλώσσας, η δε διάσπαση του λόγου και της σκέψης θα οδηγήσουν στην απομύθευση της λειτουργικής ζωής και στην γλωσσική υπεραπλούστευση και λεξιπενία, καταστρέφοντας βιώματα γενεών που σφυρηλατήθηκαν στην ψυχή των πιστών.  

Στον προβληματισμό μας θα μπορούσε να βοηθούσαν ανάλογα περιστατικά που συνέβησαν στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με την απόφαση της Β  Βατικανῆς Συνόδου, που επέτρεψε στους πιστούς διαφόρων χωρών να προσεύχονται στη μητρική τους γλώσσα και όχι αποκλειστικά στη λατινική. Οι Έλληνες Ρωμαιοκαθολικοί, που μετέφρασαν τα λειτουργικά τους κείμενα στην νεοελληνική, ομιλούν για ένα βιωματικό άδειασμα, ένα σοβαρό μείον στην πνευματική εμπειρία, μια γλωσσική υπεραπλούστευση που οδήγησε σε λειτουργική πενία.  

Εάν αντικαταστήσουμε στην λατρεία την λειτουργική μας γλώσσα με μεταφράσεις στα νέα Ελληνικά θα καταστρέψουμε την κατανυκτική ατμόσφαιρα και την εκφραστική δύναμη των πρωτοτύπων κειμένων και θα εξαφανίσουμε την μυσταγωγία της ορθοδόξου λατρείας.  

Οι μεταφράσεις των λειτουργικών η υμνογραφικών μας κειμένων βοηθούν στην κατανόησή τους για να επιστρέψουμε στα πρωτότυπα κείμενα και να αντιληφθούμε το πνευματικό μεγαλείο και την μοναδικότητα της γλωσσικής επένδυσης που χρησιμοποίησαν οι ιεροί συγγραφείς για να εκφράσουν τα βιώματά τους, δηλαδή, προσευχόμενοι να θεολογούν το μυστήριο του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού.  

Κάποιοι θα πρότειναν να γραφούν ύμνοι στην ομιλουμένη γλώσσα, που να εκφράζουν την εποχή μας. Η παρούσα πνευματική μας κατάσταση δεν φαίνεται να δίνει την δυνατότητα να γραφούν ύμνοι αντάξιοι του θεολογικού και πνευματικού επιπέδου των πατερικών ύμνων και της λειτουργικής μας γλώσσας.
Προς το παρόν η ποιμαντική μας ευθύνη πρέπει να προσανατολισθεί στην μετάφραση όλων των βιβλικών-λειτουργικών-υμνογραφικών κειμένων και την ειδική έκδοσή τους μαζί με τα πρωτότυπα κείμενα, ώστε οι πιστοί να διευκολύνονται στην λατρευτική ζωή. Επί πλέον η αύξηση των λειτουργικών κηρυγμάτων θα βοηθήσουν στην ενεργό συμμετοχή των πιστών στη λατρεία.  

Τέλος θα πρέπει οι ιεροψάλτες μας να παρακολουθούν μαθήματα ορθοφωνίας και να προσέχουν το μέλος-μουσική να μη λειτουργεί εις βάρος της κατανόησης των κειμένων και βέβαια η σωστή μικροφωνική εγκατάσταση θα διευκολύνει την ακουστική των ναών μας.
Ο προβληματισμός και ο άτυπος διάλογος που έχει αρχίσει για το αν θα συνεχίσουμε να προσευχόμεθα με τα πρωτότυπα κείμενα η τις μεταφράσεις τους στα νέα ελληνικά είναι φυσιολογικός θα πρέπει όμως να μελετηθεί το σημαντικό αυτό λειτουργικό θέμα με σύνεση για να μην οδηγηθούμε σε γρήγορες και επιπόλαιες αποφάσεις οι οποίες θα φέρουν την λειτουργική διάσπαση των πιστών και τον κίνδυνο να δημιουργήσουμε ένα νέο πρόβλημα όμοιο με το ημερολογιακό.  

Πηγή: http://amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2917





Τα όρια της Επιστήμης…

16 07 2010

του Σπύρου Κάκου

I. Εισαγωγή – Σχετικά με την Επιστήμη

Η επιστήμη είναι για πολύ τώρα το εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους περισσότερους ανθρώπους προκειμένου να γίνει κατανοητός ο φυσικός κόσμος. Οι μεγάλες επιτυχίες επιστημών όπως η φυσική στην πρόβλεψη γεγονότων και η βοήθεια που έχουν δώσει στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων έχουν καθιερώσει τις «ακριβείς» επιστήμες ως απόλυτο εργαλείο για να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια. Αυτό έχει οδηγήσει δυστυχώς σε μια μείωση της σπουδαιότητας που άλλοι επιστημονικοί τομείς της ανθρώπινης σκέψης έχουν – τομείς τόσο σημαντικοί όσο η φιλοσοφία, η ιστορία, η νομική, η γλωσσολογία, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία. Τείνουμε να ξεχάσουμε ότι η νομική θεωρία ή η ιστοριογραφία μπορεί να είναι τόσο επιστημονική όσο και η κβαντική φυσική. Τείνουμε να ξεχάσουμε ότι η επιστήμη επιδιώκει την αλήθεια με έναν συστηματικό τρόπο και ότι οι τομείς της επιστήμης όπως η φυσική ή η χημεία είναι μόνο ένα μικρό κομμάτι της. Η επιστήμη δεν είναι μόνο φυσική. Είναι επίσης η εξερεύνηση των ανθρώπινων υποθέσεων, η προσπάθεια να εξηγηθεί γιατί οι άνθρωποι αγωνίζονται ο ένας τον άλλον, η προσπάθεια να γίνει κατανοητό ποιο είναι το «κακό» και ποιο το «καλό». Η ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία και η νομική είναι και αυτοί τομείς της επιστήμης. Η επιστήμη δεν είναι μόνο τα πειραματικά δεδομένα. Πολλοί άνθρωποι συγχέουν την επιστήμη με τον «εμπειρισμό», ένα φιλοσοφικό δόγμα το οποίο διακυρήσσει ότι όλη η έγκυρη γνώση μπορεί να βασιστεί στην ανθρώπινη εμπειρία και μόνο σε αυτή. Αυτοί οι άνθρωποι τείνουν να ξεχάσουν ότι ακόμη και οι κοσμολόγοι και οι φυσικοί ονειρεύονται παράλληλους κόσμους ή εναλλακτικά σύμπαντα, υποθέσεις που δεν μπορούν ποτέ να αποδειχθούν ή να βασιστούν σε κανένα πειραματικό δεδομένο…
Πριν αρχίσει κανείς να ασχολείται με την επιστήμη καλό είναι να διαβάσει λίγο κάποιο φιλοσοφικό λεξικό για να είναι βέβαιος ότι γνωρίζει τα διάφορα φιλοσοφικά δόγματα που οι επιστήμονες πολλές φορές χρησιμοποιούν. Προτείνω ανεπιφύλακτα το Dictionary of Philosophy, Dagobert D. Runes, 1942, New York σαν ένα αρχικό σημείο των αναζητήσεων σας σχετικά με το θέμα.
 
Είναι εξαιρετικά ατυχές το ότι οι προαναφερθείσες παρερμηνείες έχουν οδηγήσει τους ανθρώπους και τη σκέψη τους μακρυά τους…ανθρώπους! Ευτυχώς πολλοί σκεπτόμενοι λόγιοι και επιστήμονες της εποχής μας έχουν επισημάνει το πρόβλημα και επιμένουν στην «επιστημονική» σκέψη, και όχι στο στενόμυαλο παραλογισμό του «βασίζομαι σε πειραματικά δεδομένα και μόνο»… Η επιστήμη δεν είναι μόνο «ανάλυση πειραματικών αποτελεσμάτων» – μπορεί επίσης να είναι απλά «λογική σκέψη».
 
Everywhere science is enriched by unscientific methods and unscientific results,
[…] the separation of science and non-science is not only artificial
but also detrimental to the advancement of knowledge.
If we want to understand nature, if we want to master our physical surroundings,
then we must use all ideas, all methods, and not just a small selection of them.
Paul K. Feyerabend, Against Method: Outline of an Anarchistic Theory of Knowledge (1975)
 

II. Σχετικά με τις ακριβείς επιστήμες: ένας ορισμός

Οι ακριβείς επιστήμες (πολλές φορές αποκαλούμενες και «θετικές επιστήμες», με κύρια παραδείγματα τη φυσική, την κοσμολογία και τη χημεία) είναι βασισμένες στην παρατήρηση και την επαγωγή. Παρατηρείτε ένα φαινόμενο, κατόπιν παρατηρείτε ένα παρόμοιο, κατόπιν άλλο και ούτω καθεξής, έως ότου φθάνετε σε ένα συμπέρασμα για το πώς τέτοια φαινόμενα λειτουργούν. Κατόπιν διατυπώνετε ένα πρότυπο που προβλέπει τα παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον. Εάν το πρότυπό σας λειτουργεί, λογικά η θεωρία σας γίνεται αποδεκτή από άλλους επιστήμονες (μέσω του το κακόφημου «peer-review» [εξέταση των δημοσιεύσεων σου από συναδέλφους για τη δημοσίευση τους], που μπορεί να οδηγήσει σε παράξενες εφαρμογές λογικρισίας για όχι ευρέως αποδεκτές ιδέες [1] – αλλά αυτό είναι εκτός του πεδίου αυτού του άρθρου). Μέχρι ένα φαινόμενο όχι μετά από το σύνολο κανόνων σας παρατηρείται…

Δεν υπάρχουν μόνο οι ακριβείς επιστήμες

Οι επιστήμες που γνωρίζουμε ως «θετικές επιστήμες» αποκαλούνται πιο σωστά ως «ακριβείς επιστήμες» («exakten Wissenschaft» σύμφωνα με τον Max Planck). Δεν υπάρχει λόγος να αποκαλούμε κάποιες επιστήμες «θετικές», γιατί έτσι υπονοούμε ότι κάποιες άλλες είναι «αρνητικές» (ή έστω μη-θετικές). Η πραγματική διαφορά της φυσικής και της αστρονομίας από την ανθρωπολογία είναι στη χρήση πειραματικών δεδομένων και όχι στη συστηματικότητα της σκέψης.
Εκτός από τις ακριβείς επιστήμες, υπάρχουν πολλοί άλλοι επιστημονικοί τομείς. Αυτοί οι άλλοι επιστημονικοί τομείς είναι βασισμένοι στη «λογική και δομημένη ανάλυση ενός θέματος» και περιλαμβάνουν τομείς όπως η ανθρωπολογία, η γλωσσολογία, η νομική, η ψυχολογία κ.λ.π. Ο πιο αρνητικός αντίκτυπος της κυριαρχίας των θετικών επιστημών στη σύγχρονη εποχή είναι η μεταβίβαση του ενδιαφέροντος μακριά από αυτούς τους άλλους εξίσου σημαντικούς τομείς. Ευτυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να πραγματοποιούν το λάθος σε αυτό και τα τελευταία έτη παρατηρείται μια ανανέωση του ενδιαφέροντος για αυτές τις πιο «ανθρώπινες» επιστήμες. 

Ορισμός της επιστήμης

Η επιστήμη είναι η συστηματική αναζήτηση της αλήθειας. Και σε αυτό το πλαίσιο η φυσική και η χημεία δεν είναι οι μόνοι τομείς της επιστήμης που υπάρχουν. Όπως προανέφερα, πολλοί άνθρωποι συγχέουν την επιστήμη με τον «εμπειρισμό» (δηλ. το δόγμα ότι όλη η γνώση είναι βασισμένη στην ανθρώπινη εμπειρία μόνο). Πρέπει να τονιστεί ότι ο εμπειρισμός είναι ένα φιλοσοφικό δόγμα και πολύ ξεπερασμένο μάλιστα. [2] Τα άρθρα μου έχουν το σκοπό για να ξεκαθαρίσουν τέτοιες παρεξηγήσεις.
Και είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει κανείς ότι οι περισσότερες από τις πλέον σημαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις έχουν γίνει μέσω εγγενώς παράλογων και μη-επιστημονικών (τουλάχιστον σύμφωνα με τον κοινό ορισμό του «επιστημονικός») εκρήξεων έμπνευσης ορισμένων ιδιοφυών…
 
Given any rule, however ‘fundamental’ or ‘necessary’ for science,
there are always circumstances when it is advisable not only to ignore the rule,
but to adopt its opposite. For example, there are circumstances when
it is advisable to introduce, elaborate and defend ad hoc hypotheses,
or hypotheses which contradict well-established and generally accepted
experimental results, or hypotheses whose content is smaller
than the content of the existing and empirically adequate alternative,
or self-inconsistent hypotheses, and soon.  […]
It is clear, then, that the idea of a fixed method, or of a fixed theory of rationality,
rests on too naive a view of man and his social surroundings.
To those who look at the rich material provided by history,
and who are not intent on impoverishing it in order to please
their lower instincts, their craving for intellectual security
in the form of clarity, precision, ‘objectivity’, ‘truth’, it will become clear that
there is only one principle that can be defended under all circumstances
and in all stages of human development. It is the principle: anything goes.
Paul K. Feyerabend, Against Method: Outline of an Anarchistic Theory of Knowledge (1975)
 

III. Περιορισμοί των θετικών επιστημών

Οι ακριβείς επιστήμες όπως η φυσική έχουν πολλούς περιορισμούς οι οποίοι δεν λαμβάνονται συχνά υπόψη από τους οπαδούς τους (δηλ. από τους ανθρώπους που σκέφτονται ότι μόνο μετρώντας και όντας βασισμένοι σε πειραματικά δεδομένα μπορούμε να φτάσουμε στην αλήθεια).
Θα συζητήσω και θα αναλύσω τα βασικά σημεία αυτών των περιορισμών παρακάτω.
  

1. Αξιώματα των θετικών επιστημών γίνονται δόγματα…

Οι κύριοι περιορισμοί της επιστήμης είναι ένα αποτέλεσμα των πραγμάτων που η επιστήμη θεωρεί σαν δεδομένα – δηλ. των αξιωμάτων που χρησιμοποιεί ως βάση για περαιτέρω έρευνα. Όταν χρησιμοποιείτε ένα αξίωμα, ξεκινάτε σε σαθρό έδαφος. Και το γεγονός ότι δεν μπορείτε να αποδείξετε τα αξιώματα στα οποία βασίζετε τα πάντα, κατόπιν εγγυάται ότι ολόκληρη η θεωρία σας δεν μπορεί τελικά να αποδειχθεί.
Μερικά από τα (λάθος κατά τη γνώμη μου) αξιώματα που ένα κομμάτι του σύγχρονου τομέα της θετικής επιστήμης χρησιμοποιεί είναι (Σημείωση: με τον όρο «επιστήμη» σε αυτό το άρθρο αναφέρομαι γενικά στις θετικές επιστήμες μόνο – βλ. κεφάλαιο ΙΙ πιο πάνω σχετικά με αυτό):

1. Οι επιστήμες όπως η φυσική έχουν αποκλείσει το κάθε τι πνευματικό από τις εξίσώσεις που περιγράφουν τον κόσμο. Η φυσική αξιωματικά λέει ότι ο κόσμος αποτελείται από τίποτα περισσότερο από ηλεκτρόνια, πρωτόνια και άλλα μόρια που υπακούνε στους φυσικούς νόμους – αρνούμενη έτσι την ύπαρξη ακόμα και του ίδιου του ανθρώπου στη φύση. Για τη σύγχρονη φυσική ο άνθρωπος δεν υπάρχει! Είμαστε απλά αόρατοι παρατηρητές σε ένα άψυχο σύμπαν. Όμως δεν είναι έτσι. Και μια επιστήμη που δεν περιέχει τον άνθρωπο μέσα στις περιγραφές της είναι απ-άνθρωπη. Σε αυτό το πλαίσιο, κανένας επιστήμονας δεν μπορεί να βρεί «στοιχεία» για το Θεό ή ενδείξεις για την ύπαρξη οποιουδήποτε είδους «σκοπού» στην ύπαρξή μας αφού την ύπαρξη αυτή την έχει εξ’ αρχής απορρίψει! Αφού κανείς έχει δεχτεί αξιωματικά ότι ένα σύστημα αποτελείται από το Α, το Β και το Γ μόνο, πώς αναμένει να βρει το Δ οπουδήποτε; [2] Η επιστήμη της βιολογίας κάνει επίσης το ίδιο λάθος: χρησιμοποιεί ένα αξίωμα ως δόγμα χωρίς ποτέ να εξετάσει εάν είναι σωστό ή λανθασμένο. Η σύγχρονη βιολογία παίρνει για δεδομένο ότι οι άνθρωποι είναι ζώα και ότι οι κανόνες εξέλιξης ισχύουν για όλα τα ζώα, χωρίς αυτό να το έχει αποδείξει. Η σύγχρονη επιστήμη είναι βασισμένη στο δόγμα του υλισμού [3], επίσης γνωστό ως «physicalism» [4]. Εντούτοις πρέπει να θυμηθούμε ότι ο υλισμός είναι ένα δόγμα και όχι μια αποδεδειγμένη υπόθεση. [5]

2. Όλοι οι φυσικοί νόμοι είναι καθολικοί και ισχύουν για όλα. Αυτό είναι η βάση της επιστήμης και είναι κάτι που δεν έχει αποδειχθεί ποτέ. Είναι ένα ακόμα πράγμα που οι επιστήμονες απλά θεωρούν ότι ισχύει. [6] Αυτό το αξίωμα προκαλεί επίσης προβλήματα στην εξήγηση της βάσης της ανθρώπινης φύσης μας: την «ελεύθερη βούληση». Εάν πρόκειται να δεχτούμε την ύπαρξη καθολικών φυσικών νόμων έπεται ότι κανενός είδους ελεύθερη θέληση δεν μπορεί να υπάρξει. Αλλά οι περισσότεροι από μας σκέφτονται και αισθάνονται διαφορετικά, ήτοι ότι έχουμε ελεύθερη βούληση. Οι περισσότεροι μας αισθανόμαστε ότι εμείς «αποφασίζουμε». Η επιστήμη απλά δεν μπορεί να το εξηγήσει αυτό. Τι κάνουμε; Το ξεπερνάμε ξεχνώντας το; Θεωρούμε ότι δεν έχουμε ελεύθερη βούληση αν και όλο μας το είναι φωνάζει το αντίθετο; Το μόνο βέβαιο είναι ότι η όλη δομή της φυσικής σήμερα είναι εγγενώς αντίθετη με την έννοια της ελεύθερης βούλησης. Και ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα είναι λίγο δύσκολο να το αγνοήσουμε. Όσο το αγνοούμε τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος να εμφανιστεί κάποια στιγμή όταν θα είναι αργά…Ήδη οι προσπάθειες της επιστήμης να αναλύσουν την ανθρώπινη συνείδηση αρχίζουν να συναντούν τοίχο. Πολλοί λένε ότι είναι κάτι το προσωρινό. Μήπως όμως δεν είναι; Μήπως η σύγχρονη φυσική, ακριβώς επειδή είναι δομημένη πάνω στην έννοια των «φυσικών  νόμων», δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δει αυτό που όλοι μας βλέπουμε;
3. Όλα τα πράγματα είναι μετρήσιμα. Αυτό είναι βασισμένο σε μια ιδιαίτερα υλιστική άποψη του κόσμου και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα (ό,τι και να σημαίνει αυτή η λέξη…). Πράγματα όπως το ήθος, οι συγκινήσεις, η αισθητική και η αγάπη δεν μπορούν να μετρηθούν – και αυτά είναι τα πολύ σημαντικά για την ανθρώπινη ζωή. Τομείς επιστήμης όπως η φυσική, τα μαθηματικά και η χημεία δεν μπορούν απλά να εξετάσουν αυτά τα πράγματα. Και τα πράγματα αυτά είναι που μας κάνουν ανθρώπους. Αν οι θετικές επιστήμες δεν μπορούν να αγγίξουν καν τα θέματα που μας αγγίζουν, τότε γιατί τις θεωρούμε πανάκεια;
4. Μπορούμε να ξέρουμε όλα. Πολλοί επιστήμονες λανθασμένα θεωρούν ότι οι άνθρωποι κάποτε θα καταφέρουν να τα ξέρουν όλα, ότι δεν υπάρχει κανένα τέτοιο πράγμα όπως «απροσπέλαστη από την ανθρώπινη ευφυΐα» περιοχή. Εντούτοις ο Godel τους έχει αποδείξει ότι κάνουν λάθος: απέδειξε ότι υπάρχουν αλήθειες που δεν μπορούν να αποδειχθούν ποτέ και από κανέναν. Ξεχνάμε τον Godel σκόπιμα; Ή μπροστά στην πόρωση μας να εμφανίσουμε τις θετικές επιστήμες σαν το μόνο δρόμο προς τη γνώση, επιλέγουμε να αγνοήσουμε τις (επιστημονικές και δη μαθηματικές) φωνές που λένε το αντίθετο;
5. Η λογική μας λειτουργεί σωστά. Αυτό μπορεί να ηχήσει περίεργο, αλλά ήταν ένα από τα κύρια αξιώματα που χρησιμοποιήθηκαν για να διαμορφώσουν τα θεμέλια της επιστήμης. Η λογική μας πρέπει να λειτουργεί «σωστά» εάν πρόκειται να την εμπιστευθούμε. Ποιος καθορίζει το «σωστά»; [6]  Το επιχείρημα «αυτό είναι παράλογο» ή «δεν καταλαβαίνεις τι λέω γιατί δεν σκέφτεσαι λογικά» έχει πολλές φορές χρησιμοποιηθεί στην ιστορία για να λογοκρίνει ανεπιθύμητες από το επιστημονικό κατεστημένο θεωρίες… Όπως έλεγε και ο Feyerabend, από τη στιγμή που μιλάς σε κάποιον με τον όρο «να είναι λογικός για να καταλάβει τα όσα του λες», αποδυναμώνεις το επιχειρημά σου πριν καν καλά καλά ξεκινήσεις να το λες. Είναι σαν να ζητάμε από τον συνομιλητή μας να είναι προετοιμασμένος να σκεφτεί με τον ίδιο τρόπο που εμείς σκεφτόμαστε (δηλαδή «λογικά») για να συμφωνήσει με τα όσα του λέμε. Όποιος δεν συμφωνεί είναι…παράλογος. Το «λογικό» συνήθως είναι η κατεστημένη σκέψη της εκάστοτε εποχής και αν κάποιος πιστέυει κάτι μόνο αν είναι «λογικό» τότε είναι σκλάβος των αξιωμάτων της εποχής του και δεν μπορεί να κάνει κάτι για αυτό. Όλες οι μεγαλοφυϊες σκεφτόντουσαν με τρόπο που για την εποχή τους ήταν «παράλογος»… [15]

6. Όλα μπορούν να επαναληφθούν σε ένα πείραμα. Επειδή η επιστήμη χρειάζεται τα πειράματα για να αποδείξει ή να ανασκευάσει τις θεωρίες, δεν μπορεί να εξετάσει γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μία μόνο φορά (ό,τι συμβαίνει μόνο μιά φορά δεν μπορεί να αναπαραχθεί). Αυτό είναι ένα απλό αλλά μάλλον σημαντικό αξίωμα: πιστεύουμε ότι όλα τα φαινόμενα μπορούν να μελετηθούν από το πείραμα ή την παρατήρηση. Τι συμβαίνει όμως με τα γεγονότα που συμβαίνουν μόνο μιά φορά στο σύμπαν; Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι η δημιουργία του κόσμου. Εάν συνέβη μόνο μιά φορά, πώς μπορούμε να το αναπαραγάγουμε; Η επαναληψιμότητα και η αναπαραγωγιμότητα των πειραματικών αποτελεσμάτων είναι η λύδια λίθος της σύγχρονης φυσικής. Αν δεν μπορούμε να το έχουμε αυτό σημαίνει ότι δεν είμαστε «επιστήμονες» ή ότι το φαινόμενο που έλαβε χώρα δεν έγινε στην πραγματικότητα; Και εδώ αξίζει να πούμε πως οι μεγαλύτερες επιστημονικές ανακαλύψεις έγιναν σε πείσμα των πειραματικών δεδομένων της εποχής τους! Ο de Broigle έβγαλε τη θεωρία για τη διττή φύση των σωματιδίων παρά το ότι δεν υπήρχε τότε πειραματική απόδειξη σχετικά με αυτήν. Ο Everett έχει βγάλει τη θεωρία του περί πολλαπλών κόσμων και έχει πείσει με αυτή τους περισσότερους επιστήμονες παρά το ότι η θεωρία αυτή δεν μπορεί ποτέ να επιβεβαιωθεί πειραματικά! Ο μεγάλος  Einstein έβγαλε τη θεωρία της σχετικότητας βασισμένος σε κάποιες σκέψεις και όχι βασισμένος σε πειράματα! Μάλιστα όταν ο D.C. Miller δημοσίευσε την πειραματικού χαρακτήρα κριτική του στη θεωρία της σχετικότητας [13] ο Αϊνστάιν δήλωσε ότι «δεν τα πήρα [τα πειραματικά αποτελέσματα του] ούτε για μια στιγμή στα σοβαρά». [11] Ερωτώμενος από που αντλούσε την πεποίθηση του, ο Αϊνστάιν αναφέρθηκε στη διαίσθηση και στην «αίσθηση του πράγματος» (die Vernunft der Sache). [12] [14]
Μάλιστα ακόμα και ο ίδιος ο Descartes (στον οποίο εν πολλοίς οφείλεται η ΠΙΣΤΗ ότι ο κόσμος μπορεί να ερμηνευτεί μηχανικά) στο μεγάλο του έργο Διοπτρική, εξήγαγε το νόμο της διάθλασης με τη χρήση μαθηματικών και μόνο και ΟΧΙ πειραμάτων!!! [17]

7. Η αρχή της Μετριότητας [Mediocrity principle] και η αρχή του Κοπέρνικου [Copernican principle] (αρχή = μη-αποδεδειγμένο δόγμα): Στην κοσμολογία, η αρχή του Κοπέρνικου δηλώνει ότι η γη δεν είναι σε κεντρική, ειδικά ευνοημένη θέση. Πιό πρόσφατα, η αρχή γενικεύτηκε στην απλή δήλωση ότι οι άνθρωποι δεν είναι προνομιούχοι παρατηρητές στο σύμπαν. Αυτό είναι κατά μία έννοια ισοδύναμο με την αρχή της Μετριότητας, με σημαντικές επιπτώσεις στη φιλοσοφία της επιστήμης. Η αρχή της Μετριότητας είναι η έννοια στη φιλοσοφία της επιστήμης σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι δεν έχουν κάτι το ιδιαίτερο σαν όντα. Αυτές οι δύο αρχές, συνδυαζόμενες, αποτελούν τη βάση της τρέχουσας κοσμολογίας μας. [7] [8] Ακόμα κι αν η θεωρία της σχετικότητας δηλώνει ότι μπορούμε να επιλέξουμε ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ σημείο της αναφοράς για τη βάση των υπολογισμών στον κόσμο (που σημαίνει ότι μπορούμε εύκολα να βάλουμε τη γη στο κέντρο όλων και να διαμορφώσουμε τους φυσικούς νόμους με αυτόν ως σημείο αναφοράς), ακόμα κι αν ο κόσμος φαίνεται ο ίδιος σε οποιαδήποτε κατεύθυνση μπορούμε να κοιτάξουμε και όλοι οι γαλαξίες φαίνονται να φεύγουν μακρυά από μας (σαν να…είμαστε στο κέντρο του κόσμου όπως ο ίδιος ο Hubble αναγνώρισε, αλλά στη συνέχεια αρνήθηκε απλά και μόνο επειδή αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με τις δύο παραπάνω «αρχές»! [9][10]) μερικοί άνθρωποι διατηρούν ακόμα την «πίστη» τους (δόγμα;) ότι οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα παραπάνω από κόκκοι σκόνης στον κόσμο. Δεν λέω ότι ξέρω με βεβαιότητα τι είμαστε ή δεν είμαστε τελικά. Αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω με κάποιο που το παίρνει αυτό για δεδομένο. Δεν μπορώ να συζητήσω με δογματικούς ανθρώπους… [διαβάστε το σχετικό άρθρο Earth is at the Center of the Universe? για περισσότερα]
8. Όλη η επιστήμη βασίζεται στο δόγμα ότι μία λογική πρόταση είναι είτε αληθής είτε ψευδής. Όμως «πρέπει» να είναι έτσι πάντα; Η πρόταση «αυτή η πρόταση είναι ψευδής» είναι τελικά ψευδής ή αληθής; Αν είναι αληθής, τότε είναι ψευδής. Αν είναι ψευδής, τότε είναι αληθής. Ίσως τελικά λοιπόν να ισχύει ο Διαληθισμός και μία λογική πρόταση να μπορεί να είναι ταυτόχρονα και αληθής και ψευδής. Τόσο απλά. [16]
 
 

Ο Hubble άφησε πολλές από τις φιλοσοφικές απόψεις του
να οδηγήσουν τα κοσμολογικά συμπεράσματα του…
(βλ. Earth is at the Center of the Universe? για περισσότερα)
 
Τα προαναφερθέντα αξιώματα είναι η βάση για τους περιορισμούς της επιστήμης. Εντούτοις μπορεί κάποιος να πει ότι αυτό δεν είναι πρόβλημα – ότι κάθε θεωρία πρέπει να αρχίσει από κάπου. Δεν μπορώ να συμφωνήσω περισσότερο. Η αντίρρησή μου δεν είναι στη χρήση των αξιωμάτων αυτών, αλλά στο ότι έχουμε (ίσως σκόπιμα;) εντελώς ξεχάσει ότι χρησιμοποιούμε αυτά τα αξιώματα. Όταν πιστεύουμε ότι η επιστήμη μας είναι βασισμένη σε «αληθινά» επιχειρήματα, έχουμε στην ουσία ξεχάσει τη βάση της επιστήμης μας. Όταν ξεχνάμε ότι χρησιμοποιούμε αυτά τα αξιώματα (και ότι εάν χρησιμοποιήσουμε άλλα αξιώματα θα συναγάγουμε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα), αυτά τα αξιώματα μετατρέπονται σε δόγματα. Και ο δογματισμός, σε οποιαδήποτε μορφή, δεν είναι καλό πράγμα…
 
 
The true mystery of the world is the visible, not the invisible.
Oscar Wilde
  

2. Βασικοί περιορισμοί των επιστημονικών εργαλείων

Άλλοι περιορισμοί της επιστήμης προέρχονται από τα εργαλεία που χρησιμοποιεί. Μερικοί από αυτούς τους περιορισμούς καταγράφονται και συζητούνται παρακάτω.
 
1. Το εργαλείο της επαγωγής είναι ένα βασικό πρόβλημα για την επιστήμη. Έστω ότι εσείς παρατηρείτε έναν βάτραχο και βλέπετε το πράσινο χρώμα του. Κατόπιν βλέπετε έναν άλλο βάτραχος και ο οποίος είναι πράσινος επίσης. Κατόπιν άλλος, και άλλος – έως ότου πείθεστε ότι όλοι οι βάτραχοι είναι πράσινοι. Κατόπιν γράφετε μια θεωρία για τους βατράχους. Όλα φαίνονται αρκετά καλά μέχρι αυτό το σημείο, αρκετά «αλήθινά» , αρκετά «επιστημονικά». Έως ότου παρατηρείτε έναν μαύρο βάτραχο… [3]
 
2. Οι αισθήσεις μας είναι περιοσισμένες Και η επιστήμη είναι βασισμένη στις αισθήσεις μας. Οι περιορισμοί τους μπορούν να θέσουν τους σημαντικούς περιορισμούς στο πώς καταλαβαίνουμε τον κόσμο, τους οποίους μάλιστα πιθανόν δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε [1]. Δεδομένου ότι δεν ξέρουμε εάν οι αισθήσεις μας λειτουργούν «σωστά» (κυρίως επειδή δεν έχουμε μια συγκριτική μέτρηση επιδόσεων ως προς αυτό που είναι το «σωστό» για τον τρόπο με τον οποίο οι αισθήσεις μας δέχονται τα σήματα από τον κόσμο), δεν ξέρουμε ποτέ πόσο «κοντά» είμαστε στην «πραγματικότητα».
 
3. Ένα από τα κύρια προβλήματα της επιστήμης είναι ότι δεν έχουμε μια ένδειξη για το με τι μοιάζει αυτό που αποκαλούμε «πραγματικότητα», έτσι ώστε μπορούμε να καταλάβουμε πόσο κοντά είμαστε στην τελευταία όσον αφορά τις επιστημονικές θεωρίες μας. Χωρίς να ξέρεις που είναι ο στόχος είναι δύσκολο να ξέρεις αν πηγαίνει καλά προς αυτόν [1]. Τα μοντέλα της επιστήμης δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Τα μήλα πέφτουν επειδή πέφτουν και όχι επειδή ισχύει η θεωρία της βαρύτητας. Και να αλλάξει η θεωρία της βαρύτητας (κάτι που γίνεται συνέχεια με τις επιστημονικές θεωρίες), τα μήλα θα συνεχίσουν να πέφτουν στη Γη! Το γεγονός ότι η πραγματικότητα συνεχίζεται να «λειτουργεί» δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το αν τα πρότυπά μας λειτουργούν ή όχι. Το ότι λειτουργούν δεν τα κάνει πιο «αληθινά». Όπως έλεγε και ο Καστοριάδης, στο σημείο όπου η επιστήμη προσπαθεί να κινηθεί από την παρατήρηση προς τα γενικά θεωρητικά μοντέλα, εισέρχεται στη σφαίρα της αβεβαιότητας…
 
4. Η επιστήμη χρησιμοποιεί τη λογική ως εργαλείο για να φθάσει στα συμπεράσματα. Εντούτοις ούτε ο Αριστοτέλης, ο ιδρυτής της λογικής, δεν ήξερε ποια θα μπορούσε να είναι η χρησιμότητα της λογικής: ίσως σαν εργαλείο για να φθάσει κανείς στην αλήθεια ή ως μόνο ένα εργαλείο για να αναλύσει κανείς τη γλώσσα και τη δομή της; Πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, όπως ο Wittgenstein, σκέφτονται ότι η ανθρώπινη γλώσσα έχει πολλούς περιορισμούς και ότι λόγω αυτών των περιορισμών, κάποιος πρέπει να είναι προσεκτικός ώστε να μιλάει μόνο για τα πράγματα για τα οποία μπορεί να μιλήσει. Η πίστη σε ολόκληρη τη δομή της επιστήμης είναι βασισμένη στην πίστη ότι η λογική «λειτουργεί». Εάν το τελευταίο καταρρεύσει, όλη η επιστήμη μένει χωρίς οποιαδήποτε θεμελίωση. Ένας από τους μέγιστους μαθηματικούς όλων των εποχών, ο Russel, απέδειξε ότι η λογική έχει μεγάλους περιορισμούς. Ο μεγαλύτερος δάσκαλος της λογικής μετά από τον Αριστοτέλη, ο Godel, απέδειξε ότι η επιστήμη δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι μπορεί να αποδείξει τα πράγματα! Ακόμη και η λογική απαιτεί πίστη για να στηριχθεί τελικά…
 

3. Τα μαθηματικά δεν μπορούν να προφέρουν τους αριθμούς

Από την αρχή των ανθρώπινων επιστημών, τα μαθηματικά θεωρούνταν ο πλέον καθαρός, ασφαλής, καλά τεκμηριωμένος και καλύτερα θεμελιωμένος τομέας της γνώσης. Λόγω της φύσης τους, τα μαθηματικά ήταν ο πρώτος τομέας όπου έγινε μια προσπάθεια να τεθούν τα θεμέλια μιας πλήρως θεμελιωμένης θεωρίας – η οποία και απέτυχε (δείτε το πρόγραμμα Hilbert, τα παράδοξα του Russel και το θεώρημα της μη-πληρότητας του Godel). Εντούτοις τα μαθηματικά έχουν προβλήματα ακόμη και σε περισσότερο βασικά πράγματα. Προσπαθήστε να ζητήσετε από έναν μαθηματικό να γράψει σε ένα χαρτί τον αριθμό π. Θα αρχίσει τα πρώτα ψηφία 3.14159… και θα σταματήσει έπειτα. Θα του ρωτήσετε «γιατί σταματήσατε;» και θα απαντήσει «Σταμάτησα επειδή το π έχει άπειρα ψηφία και δεν τα ξέρουμε όλα. Επίσης έχουμε αποδείξει ότι ο άπειρος αριθμός ψηφίων του δεν ακολουθεί οποιοδήποτε επαναληπτικό μοτίβο. Έτσι δεν μπορούμε να τα γράψουμε όλα». Αλλά δεν ικανοποιείστε… Θέλετε να μάθετε τι είναι το «π».
 
 
Το εντυπωσιακό πράγμα με την παραπάνω ιστορία, είναι ότι δεν θα πάρετε ποτέ μια απάντηση και ότι οι μαθηματικοί αισθάνονται άνετοι με αυτό! Τα μαθηματικά έχουν ονομάσει μερικούς αριθμούς ως «άρρητους», που σημαίνει ότι δεν μπορούν να εκφραστούν γραπτά δεδομένου του ότι έχουν άπειρα ψηφία που δεν θα ακολουθήσουν ποτέ ένα μοτίβο. Ένας από αυτούς τους αριθμούς είναι το π. Η τετραγωνική ρίζα 2 είναι ένα άλλο παράδειγμα άρρητου αριθμού. Είναι η εξήγηση αυτή αρκετή για την ανθρώπινη σκέψη; Όχι. Όταν η φιλοδοξία των μαθηματικών είναι να αποτελέσουν τον ακριβέστερο και καλύτερα θεμελιωμένο επιστημονικό τομέα, το να ζητήσει κανείς από έναν μαθηματικό να γράψει στο χαρτί έναν αριθμό ακούγεται γελοίο. Αλλά αυτό είναι ακριβώς αυτό που δεν μπορεί να κάνει! Λένε ότι πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι από τα 1 δισεκατομμύριο ψηφία που έχουμε υπολογίσει για το π, αλλά μπορούμε εμείς να είμαστε ευτυχείς όταν η «ακριβής» επιστήμη δεν μπορεί να μετρήσει;!; Το παραπάνω είναι κάτι περισσότερο από ένα καλό κόλπο για να παίξει κανείς. Το παραπάνω παρουσιάζει την έμφυτη ανικανότητα των μαθηματικών να χρησιμοποιήσουν την ίδια τους τη γλώσσα ώστε να μιλήσουν! Και εάν αρχίσουμε με αυτό, ο οποίος ξέρει τι άλλους περιορισμούς έχουμε αγνοήσει;

IV. Αποτυχίες των θετικών επιστημών

Επιστήμες όπως η φυσική, η βιολογία και η χημεία έχουν αποτύχει να δώσουν εξηγήσεις για πολλά πράγματα που βιώνουμε στην καθημερινότητα μας. Μερικά από αυτά περιλαμβάνουν:
 
1. Δεν υπάρχει καμία επιστημονική θεωρία που να απαιτεί «αιτιότητα» (δηλ. το ότι όλα αυτά που συμβαίνουν έχουν μια προγενέστερη αιτία). Όσον αφορά στους επιστήμονες, θα μπορούσαν να συμβούν γεγονότα και η αιτία τους να υπήρχε πριν από αυτά.
 
2. Δεν υπάρχει καμία επιστημονική θεωρία που να απαιτεί «ροή του χρόνου προς τα εμπρός» όπως εμείς την αισθανόμαστε. Όσον αφορά στους επιστήμονες, το «βέλος του χρόνου» μπορεί να τρέχει και προς τα πίσω χωρίς κανένα πρόβλημα για τις θεωρίες τους. Μερικοί επιστήμονες σήμερα έχουν προσπαθήσει να εξηγήσουν ότι μερικές επιστημονικές θεωρίες (όπως η θερμοδυναμική) πραγματικά απαιτούν το βέλος του χρόνου να πηγαίνει προς τα εμπρός, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία.
 
3. Καμία επιστημονική θεωρία δεν εξηγεί την ανθρώπινη καλοσύνη, την ανθρώπινη αυταπάρνηση. Η θεωρία της εξέλιξης – ανεξάρτητα από το πόσο η θεωρία αυτή εξηγεί πολλά πράγματα για την εξέλιξη των ειδών – δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί μπορεί κανείς να διακινδυνεψει τη ζωή του για να σώσει έναν τελείως άγνωστο [βλ. το Evolution and Intelligent Design – The way to an agreement για περισσότερα σε αυτό].
 
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν εξετάζω εδώ εάν η επιστήμη είναι σωστή ή όχι στα παραπάνω σημεία. Παραδείγματος χάριν και όσον αφορά στο σημείο 2 παραπάνω, ο χρόνος θα μπορούσε να είναι μια από τις πιο επίμονες παραισθήσεις μας και η επιστήμη θα μπορούσε να είναι σωστή στο ότι δεν βρίσκει στοιχείων για να υποστηριχθεί το «πέρασμα του χρόνου» (βλ. και τα όσα αναφέρει ο Godel σχετικά με τον άχρονο κόσμο). Αυτό δεν επηρεάζει το επιχείρημά μου. Αυτό που είναι σημαντικό εδώ είναι η έμφυτη ανικανότητα της επιστήμης να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση στις ερωτήσεις, μια ανικανότητα πολύ εμφανής για να αγνοηθεί.
  

V. Επιτυχίες των θετικών επιστημών

Παρά τα παραπάνω, οι θετικές επιστήμες είναι πράγματι πολύ καλά εργαλεία που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε αρκετά πράγματα για το φυσικό κόσμο. Οι επιστήμονες σήμερα έχουν δημιουργήσει πραγματικά καλά πρότυπα της φύσης που μας περιβάλλει, μοντέλα τα οποία κάνουν προβλέψεις και μπορούν να μας βοηθήσουν να ζήσουμε καλύτερες ζωές ή να εργαστούμε πιο παραγωγικά. Είναι καλό να είμαστε ειλικρινείς και να το αναγνωρίσουμε αυτό. Απλά οι άνθρωποι πρέπει να μην βλέπουν μόνο το ένα δέντρο αλλά όλο το δάσος. Και τα άλλα δέντρα είναι εξίσου (αν όχι περισσότερο) ωραία…
 

VI. Συμπεράσματα

Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις θετικές επιστήμες προσεκτικά και να έχουμε πάντα στο μυαλό μας τους περιορισμούς τους. Οι άνθρωποι είναι κάτι περισσότερο από ηλεκτρόνια και πρωτόνια και αυτό απαιτεί την ταυτόχρονη χρήση άλλων τρόπων σκέψης – όχι μόνο την παρατήρηση και την επαγωγή. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι που βοηθούν στην έρευνα για την αλήθεια. Η πίστη σε ένα πράγμα μπορεί μόνο να είναι πραγματικά επικίνδυνη. Θεωρώντας ότι υπάρχει μόνο ο «επιστημονικός» τρόπος σκέψης μπορεί να αποβάλει το πνεύμα, την ηθική, την αυταπάρνηση, ακόμα και τον ίδιο τον άνθρωπο από τον κόσμο. Πολλές ανθρώπινες αξίες δεν είναι κατανοητές από την επιστήμη. Περισσότερη φιλοσοφία και λιγότερος «επιστημονισμός» θα αποδεικνυόταν πολύ χρήσιμος στη σημερινή κοινωνία…
 

VII. Βιβλιογραφία

1. «The meaning and limits of exact science» (Sinn und Grenzen der exakten Wissenschaft), Max Planck.
2. «Nature and the Greeks», Erwin Schroedinger.
3. «Philosophy – A graphic guide to the history of thinking», Dave Robinson and Judy Groves.
4. ‘Tractatus Logico-Philosophicus’, Lugwig Wittgenstein.

References

  1. ‘Dissent Over Descent’, Steve Fuller.
  2. http://www.ditext.com/runes/index.html
  3. http://plato.stanford.edu/entries/materialism-eliminative/
  4. http://plato.stanford.edu/entries/physicalism/
  5. http://www.discovery.org/a/317
  6. http://www.st-edmunds.cam.ac.uk/faraday/resources/Faraday%20Papers/Faraday%20Paper%202%20Trigg_EN.pdf
  7. http://en.wikipedia.org/wiki/Mediocrity_principle
  8. http://en.wikipedia.org/wiki/Copernican_principle
  9. http://sthweb.bu.edu/archives/index.php?option=com_awiki&view=mediawiki&article=User:Delta_x
  10. Quotes of dogma from «The Observational Approach to Cosmology»: (1) http://nedwww.ipac.caltech.edu/level5/Sept04/Hubble/Hubble3_2.html, (2) http://nedwww.ipac.caltech.edu/level5/Sept04/Hubble/Hubble3_4.html, (3) http://nedwww.ipac.caltech.edu/level5/Sept04/Hubble/Hubble3_6.html
    http://nedwww.ipac.caltech.edu/level5/Sept04/Hubble/Hubble3_2.html
  11. Επιστήμη ή Θεός;, John Polkinghorne, Εκδόσεις Τραυλός, Αθήνα, 1996, σελ. 138.
  12. Αποχαιρετισμός στον Λόγο, Paul K. Feyerabend, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2002, σελ. 261.
  13. http://www.orgonelab.org/miller.htm
  14. Γράμμα στον Besso, παρατιθέμενο από τον Carl Seelig, Albert Einstein, Ζυρίχη, 1954, σελ. 195.
  15. Σπύρος Κάκος [Spiros Kakos], Harmonia Philosophica, Αθήνα, 2010.
    http://knol.google.com/k/harmonia-philosophica#
  16. http://en.wikipedia.org/wiki/Dialetheism
  17. Μεγάλες έριδες στα μαθηματικά, Hal Hellman, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2010.

Πηγή: http://knol.google.com/k/%CF%84%CE%B1-%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BC%CE%B7%CF%82#





Επιστημονική θρησκεία ή Θρησκευτική επιστήμη;

16 07 2010

του Σπύρου Κάκου

  «I do not wish to judge how far my efforts coincide with those of other philosophers. Indeed, what I have written here makes no claim to novelty in detail, and the reason why I give no sources is that it is a matter of indifference to me whether the thoughts that I have had have been anticipated by someone else»
Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico-Philosophicus           

Εισαγωγή

Μερικοί πιστεύουν ότι η Θρησκεία και η Επιστήμη βρίσκονται σε σύγκρουση. Αυτό είναι λάθος. Επιστήμη και Θρησκεία είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ποτέ δεν θα μπορέσει κανείς να κατανοήσει πλήρως τον κόσμο αν δεν χρησιμοποιήσει και τους δύο αυτούς τρόπους σκέψης. Η γνώση της ύπαρξης του Θεού μπορεί να βασιστεί τόσο στη λογική όσο και στην πίστη. Οι μεγαλύτεροι επιστήμονες, όπως ο Godel και ο Collins, ήταν και είναι θεϊστές. Σε μια εποχή όπου η πρόοδος της επιστήμης εκπλήσσει καθημερινά, η θρησκεία παραμένει ισχυρή και επίκαιρη όσο ποτέ. [40] Όχι χωρίς λόγο…Όσος χρόνος και να περάσει, πάντα θα υπάρχουν μεταφυσικά ερωτήματα τα οποία δε θα μπορούν να απαντηθούν με τη βοήθεια της επιστήμης. Η σημερινή επιστήμη δεν μπορεί να εξηγήσει το πως «εγώ» αισθάνομαι, το πως «εγώ» έχω συνείδηση του εαυτού μου, το γιατί μπορεί να αισθανθώ θλίψη ακούγοντας ένα αγαπημένο τραγούδι ή το γιατί μπορεί να χαρώ βλέποντας έναν φίλο. Το γεγονός ότι η σημερινή επιστήμη δημιουργεί μια εικόνα του κόσμου η οποία δεν περίεχει τον άνθρωπο και ό,τι καθημερινά μας κάνει να αισθανόμαστε άνθρωποι πρέπει να μας προβληματίζει και να μας κάνει όλους να σκεφτούμε πως πρέπει να αλλάξουμε τρόπο σκέψης. Το «γιατί υπάρχουμε» δεν μπορεί να απαντηθεί μέσα στο εργαστήριο. Το τι είναι «καλό» δεν μπορεί να βρεθεί με πειραματικές μετρήσεις. Τα παραπάνω «δεδομένα» ή τα «επιστημονικά μοντέλα» δεν λύνουν τα προβλήματα ανθρωπίνων σχέσεων που καθημερινά μας απασχολούν. Στα πλαίσια της συμφιλίωσης της επιστήμης με τη θρησκεία, δεν πρέπει μόνο η θρησκεία να μάθει να μην μπλέκεται στα όσα ερευνάει η επιστήμη. Πρέπει και η επιστήμη να μάθει να μην έχει φιλοσοφικές προκαταλήψεις ή δόγματα – όπως ο υλισμός – που δηλητηριάζουν τη σκέψη της, εμποδίζοντας την ακόμα και να δει αυτό που όλοι μας βιώνουμε καθημερινά. Εκτός από το πείραμα και η Λογική είναι επιστημονικό εργαλείο. Και αυτό το εργαλείο έχει οδηγήσει σε μερικά εκπληκτικά συμπεράσματα σχετικά με τη ζωή μας και την ύπαρξη μας…  Ας μην ξεχνάνε όσοι επαίρουν τους Έλληνες της αρχαιότητας για την «λογική» και «ελεύθερη» σκέψη τους, ότι και αυτοί ΕΙΧΑΝ μία θρησκεία…
Και δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνάμε ότι ο Χριστιανισμός υιοθετήθηκε πρώτα από τους θεμελιωτές της Λογικής και της Επιστήμης, τους Έλληνες…
Και ας μην λησμονούμε ότι τα αρχαία κείμενα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, των θεμελιωτών της ελεύθερης επιστημονικής σκέψης όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, διασώθησαν στο πέρασμα του χρόνου από Ελληνες Ορθόδοξους μοναχούς του Βυζαντίου ή τους Ισλαμιστές Άραβες του Μεσαίωνα. Ίσως λοιπόν να μην υπάρχει μόνο το άσπρο και το μαύρο, αλλά και άλλα χρώματα…   Σε αυτό το άρθρο θα εκθέσω τα βασικά σημεία της σκέψης μου για να δείξω ότι η Επιστήμη και η Θρησκεία είναι ένα. Θα δείξω επίσης ότι η πίστη σε έναν ανώτερο σκοπό και σε μια Πρώτη Αιτία βασίζεται σε στοιχεία και στη Λογική και δεν είναι απλά μια «δοξασία» θρησκευόμενων ανθρώπων.
      

1. Σύγκριση θρησκείας-επιστήμης

Το αντικείμενο της επιστήμης (Σημείωση: Με τον όρο «επιστήμη» σε αυτό το άρθρο αναφέρομαι στις θετικές / ακριβείς επιστήμες – βλ. το άρθρο Τα Όρια της Επιστήμης για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον όρο «επιστήμη» και τη χρήση του) είναι τα φυσικά φαινόμενα. Ερωτήματα του τύπου «ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξης μας», «γιατί υπάρχουμε», «τι είναι η πραγματικότητα» δεν ανήκουν στο αντικείμενο που εξετάζει η επιστήμη. Η επιστήμη ασχολείται με το «πως» ενώ η θρησκεία με το «γιατί». Τα δύο αυτά πράγματα είναι συμπληρωματικά και όχι αντίθετα. Ακόμα και αν η επιστήμη αναλύσει πλήρως και με κάθε λεπτομέρεια το πως λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος και πως παράγει τη σκέψη, πάλι δεν θα έχει ακουμπήσει καν το θέμα του «γιατί» λειτουργεί έτσι όπως λειτουργεί! Η αρχή του σύμπαντος, ο λόγος για τον οποίο υπάρχουμε είναι εκτός του αντικειμένου της επιστήμης [22]. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η επιστήμη ασχολείται με τον φυσικό κόσμο και τα φυσικά φαινόμενα ενώ η θρησκεία με τα υπερφυσικά [23]. Τόσο η επιστήμη όσο και η θρησκεία βασίζονται σε κάποια «πίστη». Η επιστήμη στην πίστη ότι υπάρχει η «απόλυτη αλήθεια» και ότι η λογική μπορεί να μας οδηγήσει σε αυτήν, η θρησκεία στην πίστη ότι υπάρχει κάποιος σκοπός για τον άνθρωπο (και κατά συνέπεια και ο Θεός) (αυτό που είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε εδώ είναι ότι αν και ο Godel έχει αποδείξει ότι η Λογική δεν μπορεί να αποδείξει την αλήθεια οι άνθρωποι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η Λογική λειτουργεί χωρίς να έχει διαταραχθεί καθόλου η πίστη τους σε αυτήν) [δες το κεφάλαιο 3.1 για εκτενέστερη ανάλυση του προβλήματος της «πίστης»]. Η επιστήμη έχει σαν σημείο εκκίνησης τον Θεό (μπορούμε να κατανοήσουμε το Σύμπαν, το δημιούργημα Του, επειδή έχουμε φτιαχτεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του), ενώ η θρησκεία έχει το Θεό σαν τελικό στόχο. Η θρησκεία μας λέει πως να συμπεριφερθούμε σε αυτό τον κόσμο για να κερδίσουμε τη γαλήνη στον «άλλον». Από την άλλη η επιστήμη μπορεί να εξηγήσει αναλυτικά πως εκρηγνύεται μια ατομική βόμβα, όμως δεν έχει τίποτα να πει σχετικά με το αν πρέπει να χρησιμοποιηθεί και πως.   Η σχέση επιστήμης και θρησκείας μπορεί να γίνει ίσως περισσότερο κατανοητή από το διάγραμμα το οποίο επισυνάπτω παρακάτω.
cosmos philosophy_greekcosmos philosophy_greek
Η Θρησκεία προσπαθεί να δώσει την απάντηση σε ερωτήματα στα οποία ποτέ δεν θα μπορέσουμε να βρούμε την απάντηση με τη βοήθεια των ακριβών Επιστημών (βλ. φυσική, χημεία κλπ), σύμφωνα με το περιβόητο πλέον ignoramus et ignorabimus («Δεν γνωρίζουμε και ποτέ δεν θα μάθουμε», κατά το «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» του Σωκράτη) του γνωστού Γερμανού φυσιολόγου Emil du Bois-Reymond [19] (αν και ο Hilbert αρνούνταν ότι υπάρχουν πράγματα που δεν θα μάθουμε ποτέ, ο Godel με το – περίφημο πλέον – θεώρημα της μη-πληρότητας απέδειξε τελικά ότι ο Emil du Bois-Reymond είχε δίκιο). Όπως είπε και ο Αϊνστάιν, «Επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι ανάπηρη, Θρησκεία χωρίς επιστήμη είναι τυφλή» (Science without religion is lame, religion without science is blind). Η επιστήμη μετράει, ενώ η θρησκεία ασχολείται με τα μη-μετρήσιμα πράγματα. Ερωτήματα περί σκοπού, ερωτήματα ηθικής, η αισθητική, η πίστη στο ότι ο φίλος σου λέει την αλήθεια όταν όλοι είναι εναντίον του, όλα βρίσκονται εκτός του αντικειμένου της επιστήμης. Και είναι αυτά τα πράγματα, όλα όσα για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε «επιστημονικά», που μας κάνουν να διαφέρουμε από τα ζωά…    

2. Αποδείξεις-Ενδείξεις και Λογικά Επιχειρήματα

Η μαθηματική λογική είναι μία και καλά ορισμένη. Ωστόσο εκτός της μαθηματικής λογικής (ήτοι της «αυστηρής» λογικής), υπάρχει και η λογική που ο καθένας μας έχει όταν σκέφτεται προβλήματα της ζωής του. Αυτή η καθημερινή λογική μας σκέψη μπορεί να μην εκφράζεται με αυστηρό μαθηματικό φορμαλισμό ωστόσο αποτελεί και αυτή ένα είδος λογικής, αυτό που αποκαλώ «ήπια» λογική. Ο κάθε άνθρωπος έχει μια «ήπια λογική», ενώ κάποιος άλλος μπορεί να έχει μια άλλη, διαφορετική «ήπια λογική». Με βάση αυτή τη λογική υπάρχουν πολλές ενδείξεις-αποδείξεις για την ύπαρξη κάτι ‘ανώτερου’ στην ύπαρξη μας. Μερικές από αυτές παρουσιάζονται παρακάτω. Είναι μάλιστα σημαντικό να αναφέρουμε ότι ακόμα και με βάση την «αυστηρή» μαθηματική λογική υπάρχουν αποδείξεις για την ύπαρξη για παράδειγμα ενός τέλειου όντος όπως είναι ο Θεός (βλ. Οντολογική απόδειξη του Godel). Είναι μέγιστο λάθος μερικών άθεων ή αγνωστικιστών να θεωρούν κάθε επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης του Θεού ως «μη-λογικό» ή ως «απατηλό». Δουλειά του ανοιχτόμυαλου επιστήμονα ανθρώπου είναι να αμφισβητεί τα πάντα. Δεν είναι λοιπόν λογικό να μπορούμε να έχουμε γνώμη για τα πάντα και μάλιστα να ισχυριζόμαστε ότι «πρέπει να αμφισβητούμε τα πάντα και να μην είμαστε δογματικοί», αλλά να έχουμε εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα! Αν πρέπει να αμφισβητούμε τα πάντα, τότε και το δόγμα της σημερινής υλιστικής κοινωνίας ότι «ο Θεός δεν υπάρχει» πρέπει να μπορεί να αμφισβητηθεί και αυτό…
Είναι επίσης λάθος αυτό που μερικοί αγνωστικιστές λένε: «δεν ξέρω, δεν έχω ικανά δεδομένα για να αναλύσω αυτό το θέμα». Δεν διαφωνώ με το «Δεν ξέρω» των αγνωστικιστών. Είναι απόλυτα σεβαστό σαν άποψη, αρκεί να χρησιμοποιείται με συνέπεια. Οι περισσότεροι αγωστικιστές λένε «δεν ξέρω» κατά βούληση σε ορισμένα πολύ συγκεκριμένα θέματα τα οποία γνωρίζουν ότι αν αναλύσουν θα βρουν πράγματα που δεν τους αρέσουν.  Όπως δείχνω σε πολλά άρθρα μου σχετικά με την επιστήμη (βλ. Limits of Science) για κανένα θέμα δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως 100% σίγουροι. Η επιστήμη έχει όρια (βλ. το υποκεφάλαιο «Λάθος αξιώματα της Επιστήμης» πιο κάτω στο ίδιο άρθρο). Η επαγωγική λογική στην οποία βασίζεται έχει και αυτή όρια. Και όμως πολλοί αγνωστικιστές έχουν άποψη για επιστημονικά θέματα για τα οποία δεν είναι 100% βέβαιοι. Πολλοί αγνωστικιστές χρησιμοποιούν την έννοια του απείρου στα μαθηματικά ή την έννοια του Είναι των φυσικών πραγμάτων, χωρίς όμως να έχουν καμία απολύτως εμπειρική σχέση με το «άπειρο» ή χωρίς να έχουν έναν ορισμό του τι σημαίνει «υπάρχω» / «είμαι». Πολλοί αγνωστικιστές μιλάνε για το Big Bang ακόμα και αν δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης βεβαιότητας και ακόμα και αν η γνώση μας για το σύμπαν βρίσκεται ακόμα σε εμβρυικό επίπεδο. Ωστόσο όταν μιλάς σε έναν αγνωστικιστή σχετικά με το αν υπάρχουν λογικά επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού, απαντάει με ένα στεγνό «δεν ξέρω». Όμως η δουλειά του επιστήμονα είναι να ψάχνει τα ΠΑΝΤΑ και να προσπαθεί να βρει την αλήθεια. Το να λες «δεν ξέρω, δεν ασχολούμαι επειδή δεν έχω δεδομένα» είναι άκρως αντι-φιλοσοφικό και αντι-επιστημονικό. Δεν πρέπει να υπάρχουν όρια στο τι αναλύουμε και αναζητούμε. Δεν ισχυρίζομαι ότι όσα λέω είναι σωστά. Κάνω όμως προσπάθεια να βρω την αλήθεια – δεν παραιτούμαι με ένα «Δεν ξέρω». Σε τελική ανάλυση τι «ξέρει» κανείς για το φαινόμενο της αγάπης όταν αγαπάει; Ακόμα δεν γνωρίζουμε την τελική «αλήθεια» για την βαρύτητα και όμως χρησιμοποιούμε τα όσα γνωρίζουμε έως τώρα μια χαρά. Κάθε «γνώση» που έχουμε αποτελείται από δεδομένα, λογική ανάλυση και ένα ποσοστό πίστης. Όταν κάνουμε ακόμα και το πιο απλό πείραμα και παρατηρούμε κάτι 1, 2 ή 10 φορές, θέλει «πίστη» για να κάνουμε τον επαγωγικό συλλογισμό ότι αυτό που παρατηρήσαμε 10 φορές ισχύει γενικά και πάντα και παντού. Όλη η επιστήμη έχει μέσα της ενσωματωμένη την πίστη του ότι αυτού του είδους η επαγωγική λογική «λειτουργεί». Ένα αληθινός αγνωστικιστής θα έπρεπε να λέει πάντα «δεν ξέρω»…[1]     

2.1 Τελικός Σκοπός

Ένα από τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης κάποιου όντος με μεταφυσικές ιδιότητες (ήτοι ο Θεός) είναι η ύπαρξη ενός σκοπού στη ζωή. Το επιχείρημα αυτό είναι γνωστό και σαν το επιχείρημα της «τελεολογίας». Η ύπαρξη σκοπού είναι κάτι που είναι βαθιά εντυπωμένο μέσα στη σκέψη μας – κάθε τι που κάνουμε κάθε μέρα έχει κάποιον στόχο, έναν σκοπό [2]. Αυτός είναι και ο λόγος που κατά την προσωπική μου άποψη, υπάρχει ένας ανώτερος σκοπός και στη ζωή / στην ύπαρξη μας (ύπαρξη τελεολογίας). Δεν ξέρουμε ποιος είναι. Μπορεί και να μην το μάθουμε ποτέ! Ωστόσο μου φαίνεται παράλογο (με βάση την ήπια αλλά και την αυστηρή λογική μου) το κάθε τι που κάνουμε να το κάνουμε για κάποιο λόγο αλλά τελικά να μην υπάρχουμε για κανένα λόγο! Πολλά πράγματα που γνωρίζουμε και βιώνουμε καθημερινά υποδηλώνουν την ύπαρξη κάτι «ανώτερου» στη ζωή μας – το ότι είμαστε φτιαγμένοι από κάτι περισσότερο από χώμα. Είμαστε φωτισμένα όντα, όχι ακατέργαστη ύλη! Η επιστήμη ποτέ δεν θα κατανοήσει γιατί μπορεί να κλάψουμε όταν ακούσουμε ένα παλιό αγαπημένο τραγούδι (αν και μπορεί να εξηγήσει αναλυτικά τη χημεία και το μηχανισμό των δακρύων), γιατί μπορεί να αγαπάμε κάποιον-α τόσο πολύ που να μπορεί να δώσουμε ακόμα και τη ζωή μας για αυτόν-ην (δεν αναφέρομαι μόνο στην αγάπη της μάνας για το παιδί της, η οποία αγάπη μπορεί να εξηγηθεί ίσως και με τη θεωρία της εξέλιξης, καθώς αυτή η αγάπη παίζει ρόλο στην επιβίωση των ειδών), γιατί ο άνθρωπος δημιουργεί, γράφει ποίηση, γιατί μπορεί να δώσει κανείς τη ζωή του για «ανώτερες» ιδέες όπως η ελευθερία, γιατί οι άνθρωποι αυτοκτονούν (αν η επιβίωση σύμφωνα με τη θεωρία της εξέλιξης ήταν ο μόνος στόχος μας, τότε η αυτοκτονία θα ήταν κάτι που δεν θα κάναμε ποτέ) κλπ… Η ύπαρξη κάποιου σκοπού υποδηλώνει ότι υπάρχει κάποια ανώτερη οντότητα που τον έχει εμφυσήσει στο Σύμπαν.        

Σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα, δεν θεωρώ ότι κανένας – ούτε η επιστήμη ούτε η θρησκεία – έχει απαντήσει στο νόημα του σκοπού με τρόπο που να ικανοποιείται η άλλη πλευρά.      

Είναι σαν το ανέκδοτο με τη χελώνα: Ένας επιστήμονας μιλάει σε μια διάλεξη για τον κόσμο και το νόημα του. Ξαφνικά μια κυρία από το ακροατήριο σηκώνεται όρθια και φωνάζει «Τι χαζομάρες είναι αυτές που λέτε; Ο κόσμος είναι ένα επίπεδο το οποίο βασίζεται σε μια χελώνα»!      

«Και που στηρίζεται αυτή η χελώνα;», ρωτάει ο ομιλητής.      

«Μα τι ανόητη ερώτηση, φυσικά σε μια άλλη χελώνα! Και η άλλη χελώνα σε μία άλλη κ.ο.κ. σε μια άπειρη αλληλουχία από χελώνες!», συνεχίζει.      

Για να σταματήσει αυτή η άπειρη αλληλουχία από χελώνες, πρέπει σε κάποιο σημείο να υπάρχει μια Υπερχελώνα, η οποία να μπορεί να στηρίζεται μόνη της στο πουθενά και να στηρίζει τις άλλες.      

Το πρόβλημα είναι ότι η επιστήμη και η θρησκεία έχουν τη δικιά τους Υπερχελώνα (της θρησκεία ο Θεός, της επιστήμης η Θεωρία των Πάντων, της θεωρίας της εξέλιξης το…τίποτα αφού θεωρεί ότι η τύχη εξηγεί τα πάντα) και φυσικά δεν μπορούν να πείσουν η μία την άλλη για το δίκιο τους.      

Στο βιβλίο «Συμπαντικό τζακ ποτ» του Πωλ Ντέιβις, ο συγγραφέας αναλύει γιατί το σύμπαν είναι έτσι όπως είναι ούτως ώστε να φιλοξενεί τη ζωή – γιατί οι παράμετροι του έχουν τέτοιες τιμές που να επιτρέπουν την ανάπτυξη νοήμονος ζωής σε αυτό. Οι βασικές θεωρίες που ανέλυε ήταν οι παρακάτω.      

Θεωρία 1: Ο συγγραφέας μιλούσε για την πιθανότητα να υπάρχουν άπειρα πολυσύμπαντα και απλώς να έχει τύχει ένα από αυτά να έχει τις σωστές παραμέτρους για την ανάπτυξη της ζωής. Αυτή η πιθανότητα χρησιμοποιείται συχνά από αθεϊστές για να πουν ότι δεν υπάρχει ανάγκη ύπαρξης ενός θεού. Ωστόσο το ίδιο ακριβώς σημείο είναι και επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης θεού: αν υπάρχουν όλα τα πιθανά σύμπαντα, τότε σίγουρα θα υπάρχει και τουλάχιστον ένα στο οποίο υπάρχει κάποιος Σχεδιαστής. Από κάπου εδώ ξεκινάει και η απόδειξη του Godel.      

Θεωρία 2: Υπάρχει μόνο ένα σύμπαν και όχι πολλά. Οι νόμοι και οι παράμετροι σε αυτό απλά έτυχε να είναι τέτοιοι ώστε να φιλοξενεί το σύμπαν ζωή. Η θεωρία αυτή κρινόταν από το συγγραφέα (αλλά και εγώ την κρίνω έτσι), ως μη ικανοποιητική. Αν δεχθούμε κάτι τέτοιο, τότε δεχόμαστε ότι η ύπαρξη όλων μας, η ύπαρξη της ίδιας της λογικής μας, η ύπαρξη της επιστημοσύνης μας και της συγκροτημένης σκέψης μας βασίζονται σε κάτι παράλογο (ήτοι την τύχη όλα να είναι ακριβώς όπως πρέπει, με ακρίβεια δεκαδικού στο 100000000o δεκαδικό).      

Θεωρία 3: Η θεωρία που τελικά προσπαθούσε να προωθήσει ο εν λόγω επιστήμονας ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία υπάρχει σκοπός στο σύμπαν και αυτός είναι η κατανόηση του. Το σύμπαν έχει – σύμφωνα με τον συγγραφέα – σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορεί να κατανοηθεί. Και αυτός είναι ο υπέρτατος σκοπός του – η αυτοκατανόηση του. Αυτό – ήτοι η ύπαρξη σκοπού – για εμένα σημαίνει ότι δεν είμαστε απλά δέρμα και κρέας. Ότι είμαστε κάτι ανώτερο, έχουμε κάποιο σκοπό πέραν αυτής της υλικής ζωής σε αυτό τον πλανήτη.      

Ο ίδιος συγγραφέας ανέλυσε γιατί το σύμπαν μπορεί να διέπεται από τελολογία (ό,τι συμβαίνει συμβαίνει με κάποιο τελικό σκοπό). Η «τελολογία» ήταν και είναι μια λέξη ταμπού για τους επιστήμονες σήμερα. Δεν δέχονται ότι υπάρχει τελολογία, ότι δηλαδή το σύμπαν μπορεί να λειτουργεί με στόχο να φτάσει κάπου – αντίθετα όλοι τους θεωρούν ότι το σύμπαν λειτουργεί όπως λειτουργεί επειδή του το υπαγορεύουν κάποιοι φυσικοί νόμοι. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι το σχήμα «αίτιο-αποτέλεσμα» δεν έχει σαν προϋπόθεση το αποτέλεσμα να έπεται του αιτιού και ότι υπάρχουν πολλές δημοφιλείς θεωρίες φυσικής οι οποίες έχουν αναφορές σε αίτια τα οποία επηρεάζουν γεγονότα του παρελθόντος.      

Για παράδειγμα στην κβαντομηχανική και στο περίφημο πείραμα της σχισμής, το αν θα παρατηρήσουμε ή όχι ένα ηλεκτρόνιο που έχει βληθεί από ένα ηλεκτρονιοβόλο (αλλά ΑΦΟΥ έχει βληθεί) και περνάει από μία σχισμή, επηρεάζουμε το αν αυτό το ηλεκτρόνιο θα συμπεριφερθεί σαν κύμα ή σαν σωματίδιο. Αν το παρατηρήσουμε θα συμπεριφερθεί σαν διακριτό σωματίδιο. Αν δεν το παρατηρήσουμε θα περάσει από τη σχισμή και θα συμπεριφερθεί σαν κύμα! Δηλαδή έχει παρατηρηθεί επιστημονικά μια περίπτωση όπου ένα γεγονός (η μεταγενέστερη παρατήρηση του παρατηρητή) επηρεάζει ένα άλλο γεγονός του παρελθόντος! Με τη λογική αυτή, ανοίγει ένα «παραθυράκι» για τελολογία στον κόσμο μας (όλη η πρότερη συμπεριφορά του ηλεκτρονίου καθορίζεται με βάση του αν θα το παρατηρήσουμε στη συνέχεια ή όχι, με άλλα λόγια το ηλεκτρόνιο «αποφασίζει» να συμπεριφερθεί όπως πρέπει για να φτάσει στον τελικό σκοπό του να συμπεριφερθεί σαν σωματίδιο ή σαν κύμα).       

Επιπλέον, καταγράφει ορισμένους περιορισμούς στους φυσικούς νόμους που διέπουν το σύμπαν. Πολλοί επιστήμονες είναι υπέρ της ύπαρξης ενός «πλατωνικού» κόσμου ιδεών ο οποίος περιλαμβάνει όλους τους φυσικούς νόμους που διέπουν το σύμπαν. Ωστόσο έχει δειχθεί ότι το σύμπαν μπορεί να χωρέσει ορισμένο πεπερασμένο αριθμό bit πληροφορίας. Εξαιτίας αυτού του περιορισμού, οι φυσικοί νόμοι δεν είναι τόσο «τέλειοι» όσο νομίζουμε. Για παράδειγμα όταν μιλάμε για τους νόμους που διέπουν τις κινήσεις των πλανητών, θεωρούμε ότι η κίνηση των πλανητών είναι απολύτως συνεχής μέσα στο διάστημα. Αυτό όμως δεν μπορεί να ισχύει: οι πλανήτες βάση των νόμων κίνησης μέσα σε βαρυτικό πεδίο δεν μπορούν να καταλήξουν σε διάστημα κίνησης μικρότερο από αυτό που επιτρέπει η συνολική υπολογιστική ισχύς του σύμπαντος (π.χ. αν η υπολογιστική ισχύς του σύμπαντος μας επιτρέπει να υπολογίσουμε τους νόμους κίνησης μέχρι το Ν-οστο δεκαδικό ψηφίο, τότε δεν μπορούμε να θεωρήσουμε κίνηση σε μικρότερο διάστημα, με άλλα λόγια: η κίνηση των πλανητών δεν είναι τόσο συνεχής όσο θέλουν να νομίζουν οι οπαδοί των «τέλειων» φυσικών νόμων του πλατωνικού κόσμου). Η μη-ύπαρξη ενός πλατωνικού κόσμου με τέλειους νόμους αφήνει ένα ακόμα παραθυράκι για τελολογία – για συμπαντικούς νόμους που εν μέρει καθορίζονται π.χ. από τον άνθρωπο-παρατηρητή (όπως στο παραπάνω παράδειγμα της κβαντομηχανικής).      

Έτσι φτάνει στο συμπέρασμα ότι το σύμπαν έχει ένα τελικό σκοπό και με βάση αυτό τον σκοπό διαμορφώνονται (αλλά διαμορφώνονται τη στιγμή που εμείς οι άνθρωποι τους παρατηρούμε) οι νόμοι του. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι το γεγονός ότι το σύμπαν φιλοξενεί ζωή και ότι εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε απλοί παρατηρητές του, αλλά μπορούμε και να το ερμηνεύσουμε, είναι ουσιώδες. Και ότι εμείς καθώς το παρατηρούμε, διαμορφώνουμε την ίδια στιγμή τους νόμους του. Τελικά πιστεύει ότι ο τελικός σκοπός αυτού του «αυτοερμηνευόμενου σύμπαντος» (αυτό πιστεύει ότι είναι το βασικό χαρακτηριστικό του) είναι η νόηση να το κατακλύσει και να φτάσει σε ένα σημείο πλήρους κατανόησης του. Όταν ακριβώς όλο το σύμπαν έχει (αυτό)ερμηνευτεί, τότε θα ξαναξεκινήσει ένας νέος κύκλος γέννησης ενός νέου σύμπαντος με διαδικασίες που ομοιάζουν με τη θεωρία της «διαστολής-συστολής».      

Σημειώνω ότι η τελολογία είναι ουσιαστικά ενάντια στον δαρβινισμό. Σύμφωνα με τη θεωρία της εξέλιξης (τουλάχιστον όπως εγώ την έχω κατανοήσει), γίνονται αλλαγές – με διάφορες μεθόδους – στο DNA των έμβιων όντων και στη συνέχεια επιβιώνει το ικανότερο να επιβιώσει. Η φύση δεν λαμβάνει υπόψη το που θέλει να φτάσει το συγκεκριμένο έμβιο ον μετά από 100 γενιές, δεν έχει ένα τελικό στόχο.       

Η άποψη αυτή μπορώ να πω ότι με έλκει αρκετά. Νομίζω ότι πράγματι ο άνθρωπος με κάθε του πράξη προσπαθεί να ξεφύγει από τα στενά όρια που του θέτει το σώμα του. Κάθε φορά που σκέφτεται, δημιουργεί, φαντάζεται, αφήνει τα όρια της κατώτερης ύλης και στοχεύει κάπου αλλού. Το που δεν το γνωρίζω, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σφάλλω.      

Αντίθετα, οι οπαδοί της δαρβινικής θεωρίας με αλαζονεία πιστεύουν ότι έχουν (ή ΘΑ βρουν) την απάντηση στα πάντα. Όμως έτσι πέφτουν στο ίδιο σφάλμα για το οποίο κατηγορούν την Εκκλησία: δογματισμός. Το να θεωρείς ότι η τύχη εξηγεί την ύπαρξη μας είναι από μόνο του μη-λογικό. Το ίδιο παράλογη θεωρώ όμως ότι είναι η δαρβινική θεωρία σε πολλές λεπτομέρειες της (π.χ. πως ένα σύστημα εξελίσσεται μόνο του σε κάτι πιο εξελιγμένο όταν γνωρίζουμε ότι όλα τα φυσικά συστήματα τείνουν προς καταστάσεις μεγαλύτερης εντροπίας, γιατί κανένα πείραμα σε μύγες οι οποίες υπόκεινται σε μεταλλάξεις δεν έχει ποτέ δώσει σαν αποτέλεσμα των μεταλλάξεων μια καλύτερη μύγα αλλά μόνο δύσμορφες μη-λειτουργικές μύγες;).      

Βασικό στοιχείο του παραλόγου στην δαρβινική θεωρία θεωρώ όμως ότι είναι η βαθιά της πίστη στην μη-ύπαρξη σκοπού. Και έστω ότι όλα εξηγούνται με τη θεωρία του Δαρβίνου: μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα «γιατί υπάρχει ο μηχανισμός της εξέλιξης»; Ποια είναι η Υπερχελώνα σε αυτή την περίπτωση…;      

Παλιά δόγματα της επιστήμης (ότι ο χρόνος είναι συνεχής και απόλυτος, ότι το αίτιο προηγείται του αποτελέσματος) σιγά σιγά καταρρίπτονται. Και λέω «δόγματα» γνωρίζοντας τι λέω: οι επιστήμονες για αιώνες πίστευαν ότι ο χρόνος είναι π.χ. απόλυτος χωρίς όμως να έχουν μια απόδειξη για αυτό. Απλά αυτό «πιστεύανε». Φυσικά τα περισσότερα επιστημονικά βιβλία αναφέρουν και χρησιμοποιούν τη λέξη «θεωρούσανε» αντί για «πιστεύανε» σε μια προσπάθεια να δείξουν ότι οι επιστήμονες είναι κάτι το διαφορετικό από τους άλλους ανθρώπους. Για πολλά χρόνια ο Αϊνστάιν «πίστευε» ότι ο Θεός δεν παίζει ζάρια, αρνούμενος απτά πειραματικό δεδομένα!       

Έτσι και οι περισσότεροι επιστήμονες σήμερα αρνούνται την τελολογία, την ύπαρξη σκοπού, κάτω ανώτερου στη ζωή μας. Και όμως σταδιακά αρχίζουν να εμφανίζονται επιστημονικά επιχειρήματα περί του αντιθέτου…    

2.2 Το Οντολογικό Επιχείρημα (Ontological argument)

Επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης Θεού το οποίο διατύπωσε πρώτος ο Ανσέλμιος και το βελτίωσε ο Godel (διεθνώς ο μεγαλύτερος λογικολόγος που έχει ποτέ υπάρξει μετά τον μέγα Αριστοτέλη). Βασίζεται στον ορισμό του Θεού ως «τέλειο» ον και παρατίθεται συνοπτικά παρακάτω.         

Απόδειξη Ύπαρξης Θεού από τον Γκέντελ (Godel)

Η απόδειξη ξεκινάει από τα εξής αξιώματα: Αξίωμα 1: Υπάρχουν θετικές ιδιότητες ανάμεσα σε όλες τις ιδιότητες που υπάρχουν στον κόσμο. Αξίωμα 2: Αν το Π είναι θετικό και το Π περιέχει το Ρ, τότε και το Ρ είναι θετικό. Αξίωμα 3: Αν τα Π1, Π2, … Π100 είναι θετικές ιδιότητες, τότε και η σύνθεση (Π1 και Π2 και … και Π100) είναι θετική ιδότητα. Αξίωμα 4: Αν το Π είναι μια ιδιότητα, τότε ή το Π είναι θετική ιδιότητα ή το όχι-Π (η άρνηση του Π), αλλά όχι και τα δύο. Αξίωμα 5: Η «αναγκαστική ύπαρξη» είναι θετική ιδιότητα.         

Σαν «Θεϊκό» ορίζεται ένα αντικείμενο που έχει όλες τις θετικές ιδιότητες. Η ιδότητα του να είναι ένα αντικείμενο «Θεϊκό» είναι και αυτή μια θετική ιδότητα.   Από τα αξιώματα 1-4 προκύπτει λογικά ότι σε κάποιον πιθανό κόσμο υπάρχει Θεός, που περιέχει δηλαδή όλες τις θετικές ιδιότητες. Αυτό αποδεικνύεται με τη βοήθεια της λογικής: από όλους τους πιθανούς άπειρους κόσμους (αναφερόμαστε τόσο σε υπαρκτούς κόσμους, όσο και σε ανύπαρκτους οι οποίοι δεν έχουν υπάρξει ακόμα αλλά ΜΠΟΡΕΙ να υπάρξουν, είναι ΠΙΘΑΝΟ να υπάρξουν, σε κόσμους σε άλλες διαστάσεις, σε κόσμους που μοιάζουν με το σύμπαν μας, κόσμους στη φαντασία μας κλπ), λογικό είναι σε κάποιον από αυτούς να υπάρχει αυτό το πράγμα με τη θεϊκή ιδότητα.        

Ορίζουμε τώρα την έννοια της «ουσίας»: Η «Ο» είναι η ουσία ενός αντικειμένου, αν η Ο περιέχει όλες τις ιδιότητες του εν λόγω αντικειμένου.   Αν κάτι είναι θεϊκό, τότε πρέπει να περιέχει και την ιδιότητα της «αναγκαστικής ύπαρξης» (αφού και η τελευταία είναι μια θετική ιδιότητα και το θεϊκό αντικείμενο περιέχει όλες τις θετικές ιδιότητες). Αφού το θεϊκό αντικείμενο υπάρχει σε έναν κόσμο τότε – εξαιτίας του ίδιου του ορισμού της ιδιότητας της «αναγκαστικής ύπαρξης» που αυτό το αντικείμενο έχει – ένα τέτοιο θεϊκό αντικείμενο υπάρχει σε κάθε κόσμο.         

Για να δείξουμε ότι αυτά τα «θεϊκά» αντικείμενα που υπάρχουν σε κάθε κόσμο είναι μοναδικά, σκεφτόμαστε ως εξής: Δύο διαφορετικά αντικείμενα δεν μπορούν να έχουν ακριβώς τις ίδιες ιδιότητες. Άρα μόνο ένα αντικείμενο σε κάθε κόσμο μπορεί να έχει την ιδιότητα της «θεϊκότητας».      

Ωστόσο ο Godel δεν προσπάθησε να επεκτείνει την απόδειξη του στη «μοναδικότητα» του Θεού. Αρκέστηκε να δείξει με την απόδειξη του την «ύπαρξη» του Θεού.   Αγγλικό κείμενο – πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/G%C3%B6del’s_ontological_proof   Κριτική της απόδειξης του Godel και κριτική αυτής
Όσοι κριτικάρουν την απόδειξη του Godel περί ύπαρξης Θεού συνήθως αναφέρονται στο ότι ο Godel έχει αυθαίρετα επιλέξει ορισμένα αξιώματα από τα οποία ξεκινάει την αναζήτηση του. Ωστόσο αυτό δεν είναι που κάνουν και οι μαθηματικοί όταν χτίζουν ένα σύστημα αριθμητικής ή γεωμετρίας; Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς το πόσο κριτικά μπορεί να βλέπουν ορισμένοι το επιχείρημα του Godel για το Θεό, ενώ την ίδια στιγμή κλείνουν τα μάτια τους στο γεγονός ότι όλη η επιστήμη είναι χτισμένη πάνω σε προτάσεις των οποίων την «αλήθεια» δεν μπορούμε με κανέναν τρόπο να αποδείξουμε…       

Ο Θεός κάθεται στον ουρανό όταν εμφανίζεται ένας επιστήμονας
και του λέει «Θεέ δεν σε χρειαζόμαστε πια. Τελικά η επιστήμη
βρήκε τρόπο να δημιουργήσει ζωή από το τίποτα. Με λίγα λόγια
μπορούμε τώρα να κάνουμε αυτό που έκανες εσύ στην αρχή»
«Αλήθεια; Για πες μου!» απαντά ο Θεός
«Λοιπόν, παίρνουμε καθαρό χώρα και του δίνουμε σχήμα όπως Εσύ, του
εμφυσούμε ζωή όπως Εσύ και έτοιμος ο άνθρωπος»
«Πολύ ενδιαφέρον, για δείξε μου…»
Ο επιστήμονας σκύβει τότε στο έδαφος
και αρχίζει να σχηματίζει με χώμα ένα ανθρώπινο σώμα.
«Όχι, όχι» λέει τότε ο Θεός «βάλε δικό σου χώμα!»
  
      

2.3 Το επιχείρημα της Πρώτης Αιτίας (First Cause)

Έστω ότι υπάρχει αιτιότητα στο σύμπαν, δηλαδή το κάθε τι έχει μια αιτία. Το Big Bang πρέπει να είχε μια αιτία, αυτή η αιτία μια άλλη αιτία κ.ο.κ. Όμως δεν είναι λογικό το να υπάρχει μια άπειρη αλληλουχία από αιτίες διότι τότε θα καταρριπτόταν η ίδια η ύπαρξη της αιτιότητας: αν συνέβαινε κάτι τέτοιο όλα τα πράγματα θα είχαν μια αιτία εκτός από το Σύμπαν! Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της αιτιότητας και να μην πρέπει να αναζητήσουμε και την αιτία της «πρώτης αιτίας» μόνο μια δυνατότητα υπάρχει: η πρώτη αιτία να είναι ένα ανώτερο ον εκτός χρόνου και χώρου (ο Θεός). Με άλλα λόγια, αν υπάρχει αιτιότητα στο Σύμπαν τότε πρέπει να υπήρξε μια πρώτη αιτία. Το επιχείρημα αυτό το είχε πρώτος θέσει ο Αριστοτέλης διατυπώνοντας την ανάγκη υπάρξεως ενός «πρώτου κινούν». Και ας θυμηθούμε όλοι ότι ο Αριστοτέλης δεν ήταν Χριστιανός ούτε «τυφλωμένος» από κανένα θρησκευτικό δόγμα… Επί του προκείμενου: βλέπω το ποτήρι να πέφτει, αναζητώ την αρχική του αιτία που είναι το γεγονός ότι το άφησα να πέσει, πάω πιο πίσω και αναζητώ το νόμο της βαρύτητας, πάω πιο πίσω και αναζητώ την αιτία αυτού του νόμου κ.ο.κ. Με αυτή τη συλλογιστική καταλήγω σε μια άπειρη σειρά από αιτίες. Στο σημείο αυτό είναι και μία από τις άπειρες διαφορές μας: Η δική μου «ήπια» λογική (ήτοι όχι η αυστηρή μαθηματική) μου λέει ότι υπάρχει κάποια Πρώτη Αιτία. Ένα σύμπαν χωρίς αιτία ύπαρξης για εμένα είναι κάτι το μη-λογικό, το μη-κατανοητό. Δεν γίνεται (σύμφωνα με τη δική μου λογική) το σύμπαν να μην έχει αιτία ύπαρξης. Και αυτό διότι η αιτιότητα είναι κάτι που βλέπω μπροστά μου κάθε μέρα, οπότε δεν μπορώ να αρνηθώ την ύπαρξη της στην περίπτωση ολόκληρου του κόσμου! Αν το σύμπαν δεν έχει πρώτη αιτία, τότε τίποτα δεν έχει αιτία. Όταν κάποιος λέει ότι το ποτήρι πέφτει, τον ρωτάω γιατί. Αν απαντήσει «εξαιτίας της βαρύτητας» θα έχει «κλέψει»…Δεν θα μου έχει πει την πραγματική αιτία, θα μου έχει πει την πιο κοντινή-άμεση αιτία (που όλως τυχαίως είναι και η μόνη που γνωρίζει), αλλά όχι ΤΗΝ αιτία. Αποφασίζει να σταματήσεις την αλληλουχία των γεγονότων / αιτιών εκεί που τον βολεύει, αγνοώντας ότι πρέπει να μου πεις και ποια είναι η αιτία της βαρύτητας, ποια η αιτία αυτής της αιτίας κ.ο.κ. Αν δεν φτάσει πουθενά, τότε δεν θα μπορέσει και να μου πει τελικά ποια είναι η «αιτία»! Για εμένα ένα γεγονός που δεν ξεκίνησε (με το «ξεκίνησε» εδώ εννοώ το ουσιαστικό «πρώτο» ξεκίνημα) από «κάπου», δεν βγάζει νόημα! Ή αναδιατυπωμένο: Ο κάθε λογικός άνθρωπος βγάζει «νόημα» από γεγονότα που βλέπει, βρίσκοντας το αρχικό (πρότερο) γεγονός που τα προκάλεσε. Αν δεν το έβρισκε, τότε δεν θα θεωρούσες ότι γνωρίζεις την «αιτία» σωστά; Η «λογική» μας ικανοποιείται όταν βρούμε το γεγονός που έχει προηγηθεί του γεγονότος που εξετάζουμε, σαν να έχουμε βρει τη λύση ενός γρίφου. Ωστόσο σπάνια (ουσιαστικά ποτέ) σκεφτόμαστε την άπειρη αλληλουχία αιτιών που προανέφερα. Το επιχείρημα της «Πρώτης Αιτίας» έχει εν συντομία ως εξής:    

  1. Η αιτία ύπαρξης ενός πράγματος μπορεί να βρίσκεται εκτός αυτού (οπότε μιλάμε για «πιθανά» πράγματα) ή εντός αυτού (οπότε μιλάμε για «αυθύπαρκτα» πράγματα). Ένα παιδί είναι ένα «πιθανό» πράγμα: απαιτεί μία αιτία εκτός αυτού (ήτοι τους γονείς του) για να υπάρξει. Ο Θεός (όπως τον ορίζουν οι θρησκείες) ή το σύμπαν που υπάρχει από πάντα (όπως το ορίζει ο Ηράκλειτος) αποτελούν πράγματα «αυθύπαρκτα» (ήτοι περιέχουν μέσα τους την αιτία ύπαρξης τους).
  2. Κάτι μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει. Κάτι υπάρχει μόνο αν υπάρχει επαρκής λόγος (sufficient reason) να υπάρξει. Μόνο έτσι αιτιολογείται η «προτίμηση» της ύπαρξης αντί της μη-ύπαρξης. Το παιδί μπορεί να υπάρχει, μπορεί και να μην υπάρχει. Αν υπάρχει, απαιτείται επαρκής λόγος ύπαρξης που να το δικαιολογεί: η πράξη των γονιών του να κάνουν παιδιά και η τεκνοποιΐα.
  3. (1) + (2) => Το σύμπαν χρειάζεται μια αιτία ύπαρξης.
  4. Από το «τίποτα» δεν μπορεί να δημιουργηθεί «κάτι». Αν κάποια στιγμή (π.χ. πριν το Big Bang) δεν υπήρχε τίποτε, τότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα ούτε τώρα. Άρα το σύμπαν είτε υπήρχε από πάντα είτε δημιουργήθηκε κάποια «στιγμή».
  5. Αν το σύμπαν υπήρχε από πάντα, δεν χρειάζεται να έχει αιτία ύπαρξης εκτός του – είναι αυθύπαρκτο. Ειδάλλως απαιτεί μια «εξωτερική» αιτία ύπαρξης.
  6. Όλα τα πράγματα που βλέπουμε γύρω μας είναι «πιθανά» (ήτοι απαιτούν μία αιτία που να βρίσκεται «εκτός» τους) και υπάρχουν εξαιτίας κάποιων άλλων τα οποία τα ονομάζουμε «αιτίες». Π.χ. εγώ υπάρχω εξαιτίας των γονιών μου. Αυτό το κείμενο υπάρχει επειδή εγώ το έγραψα. Η ύπαρξη ενός πράγματος δηλώνει την ύπαρξη και της σχετικής αιτίας ύπαρξης.
  7. Το σύμπαν υπάρχει και είναι το σύνολο όλων των πραγμάτων που υπάρχουν.
  8. (6) + (7) => Το σύμπαν είναι «πιθανό», ήτοι χρειάζεται μια αιτία ύπαρξης που να βρίσκεται εκτός του. Την αιτία αυτή την οποία ονομάζω «Πρώτη Αιτία».
  9. Κάθε τι έχει μια αιτία. Άρα και η πρώτη αιτία πρέπει να έχει μια αιτία.
  10. Αν η πρώτη αιτία έχει μια άλλη εξωτερική αιτία, τότε καταλήγουμε σε μια άπειρη σειρά από αιτίες => Δεν υπάρχει πρώτη αιτία.
  11. Το συμπέρασμα (10) είναι άτοπο, αφού έρχεται σε αντίθεση με το (8).
  12. (8) + (11) => Η πρώτη αιτία δεν απαιτεί εξωτερική αιτία ύπαρξης. Είναι «αναγκαίως» υπαρκτή, περιέχει μέσα της την αιτία ύπαρξης της, είναι αυθύπαρκτη.

Αν σκεφτόμασταν τις επιπτώσεις του ότι «κάθετι έχει μια αιτία», τότε θα καταλήγαμε σε ένα άτοπο: δεν θα μπορούσαμε να βρούμε την «πρώτη» αιτία κανενός γεγονότος! Για να υπάρχουν λοιπόν όλα όσα βλέπουμε καθημερινά, πρέπει να υπάρχει ένα «κάτι» με μια ιδιαίτερη ιδιότητα: πρέπει να υπάρχει κάτι που να μην χρειάζεται αιτία ύπαρξης, το οποίο να παίξει το ρόλο της «πρώτης αιτίας». Ακόμα και πολλοί εμπειριστές δέχονται ότι «μόνο ένα θαύμα υπάρχει»: το ότι ο κόσμος είναι κατανοητός από το ανθρώπινο μυαλό. Κατανοητός για τον επιστήμονα σημαίνει «γνωρίζω την αιτία». Σύμφωνα με τα παραπάνω αγνοούμε την πραγματική (πρώτη) αιτία που πέφτει το ποτήρι. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει; Ή μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να τη γνωρίσουμε μέσω εμπειρίας, αλλά μόνο μέσω της λογικής μας; Ο συλλογισμός: «Ο κόσμος είναι κατανοητός» => «Αν δεν γνωρίζουμε την αιτία ενός γεγονότος δεν το έχουμε κατανοήσει» => «Αν δεν υπάρχει Πρώτη Αιτία τότε τίποτα δεν θα έχει αιτία» => «Ο κόσμος δεν θα είναι κατανοητός» καταδεικνύει αυτό το θέμα. Ορισμένοι (εμπειριστών συμπεριλαμβανομένων), αν και δεν γνωρίζουν την Πρώτη Αιτία, επιμένουν να πιστεύουν μέσα τους ότι ο κόσμος είναι κατανοητός. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτό αποτελεί για αυτούς μια a priori αλήθεια, επειδή επιλέγουν συνειδητά να αγνοήσουν την άπειρη αλληλουχία των αιτιών ή για κάποιον άλλο λόγο; Πιστευώ το πρώτο. Αυτό όμως ακούγεται (και είναι) λίγο «μεταφυσικό».   Μπορεί κανείς να βρει ορισμένα κοσμολογικά επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού στο σχετικό Knol The cosmological argument for the existence of God.Κριτική του επιχειρήματος της Πρώτης Αιτίας και κριτική αυτής
Το επιχείρημα της Πρώτης Αιτίας είναι από τα πλέον καλά διατυπωμένα και πλέον γνωστά. Οι κατά καιρούς άθεοι στην αγωνιώδη προσπάθεια τους να το πολεμήσουν έχουν φτάσει μέχρις στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη αιτιότητας στο σύμπαν! Μερικοί λένε «τι μας λέει ότι υπάρχερι αιτιότητα στο σύμπαν; γιατί να μην υπάρχουν άπειρες αιτίες;», αγνοώντας προφανώς ότι η αιτιότητα είναι στην ουσία το θεμέλιο όλης της επιστήμης. Μερικοί άλλοι λένε «σε κβαντικό επίπεδο δεν ισχύει η αιτιότητητα», αγνοώντας προφανώς από ακόμα και στο ακόμα-υπό-διερεύνηση πεδίο της κβαντομηχανικής οι περισσότεροι γνωστοί επιστήμονες τάσσονται υπέρ μιας ερμηνείας ντετερμινιστικής (ήτοι που περιέχει την έννοια της αιτιότητας). [3] Και αγνοώντας πως η τυχαιότητα σε κβαντικό επίπεδο σημαίνει μη-αιτιότητα σε μακροστκοπικό επίπεδο, αφού τα μακροσκοπικά φαινόμενα είναι αποτέλεσμα πολλών κβαντικών! Υπενθυμίζω ότι το σημαντικό σημείο εδώ δεν είναι το αν υπάρχει αιτιότητα ή αν το επιχείρημα μπορεί να τους πείσει όλους. Το βασικό σημείο που πρέπει να επισημανθεί εδώ είναι το ότι ο χώρος του μεταφυσικού μπορεί να αναλυθεί με τον ανθρώπινο νου, να γίνει αντικείμενο εξέτασης της λογικής μας. Και το ακόμα πιο βασικό είναι το ότι πρέπει όλοι μας να καταλάβουμε πως μεταξύ του επιχειρήματος «όλα έχουν γίνει τυχαία» και του επιχειρήματος «υπάρχει μια αιτία», το πρώτο είναι αυτό που θέλει στήριξη περισσότερο από το άλλο…
      

«A priori» και «a posteriori» γνώση

Ο εμπειριστής είναι κάποιος που πιστεύει πως η μόνη πηγή της γνώσης είναι η εμπειρία, μη-δεχόμενος ότι μπορεί να υπάρχει γνώση άλλη εκτός από την a posteriori γνώση. Πρέπει λοιπόν να ψάξουμε να δούμε αν μπορεί να υπάρξει a priori γνώση οποιασδήποτε μορφής, ήτοι γνώση που δεν εξαρτάται από την εμπειρία μας τη σημερινή, τη χθεσινή ή την αυριανή. Μπορώ να σκεφτώ μερικά παραδείγματα τέτοιου είδους γνώσης. Για παράδειγμα η γνώση «1 = 1» είναι ένα είδος a priori γνώσης; Σε εμένα μου φαίνεται πως ναι. Η γνώση «Αν Α αληθές και Α συνεπάγεται το Β, τότε Β αληθές» είναι μία ακόμα a priori γνώση. Η γνώση αυτή δεν εξαρτάται από κανενός είδους εμπειρία. Συνεχίζω με ένα τελευταίο παράδειγμα: Όταν βλέπουμε κάτι, το μετράμε και βγάζουμε επιστημονικά συμπεράσματα, χρησιμοποιούμε χωρίς να το συνειδητοποιούμε την έννοια της «ποσότητας». Όσο και αν το πράγμα που μετράμε το βλέπουμε με τις αισθήσεις μας, η έννοια της «ποσότητας» είναι μία έννοια που διαθέτουμε «μέσα μας» από «πριν»…
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι του Καντ φυσικά και όχι δικά μου. Όμως δείχνουν με καλό και απλό τρόπο ένα πράγμα: ότι ορισμένα πράγματα τα «ξέρουμε» πριν και ανεξάρτητα κάθε εμπειρίας. [4] [5]  
      

The sense of the world must lie outside the world. In the world
everything is as it is, and everything happens as it does happen: in it no
value exists–and if it did exist, it would have no value. If there is any
value that does have value, it must lie outside the whole sphere of what
happens and is the case. For all that happens and is the case is
accidental. What makes it non-accidental cannot lie within the world, since
if it did it would itself be accidental. It must lie outside the world.
Lugwig Wittgenstein, Tractatus Logico-Philosophicus    

       

Η μετάθεση των προβλημάτων δεν τα λύνει

Ορισμένοι εμπειριστές διατείνονται ότι αυτή η «γνώση» είναι στην πραγματικότητα γνώση που είχαν οι πρόγονοι μας και η οποία έχει περάσει σε εμάς κωδικοποιημένη μέσα στο γονιδίωμα μας. Όμως αυτή η απόπειρα υλιστικής εξήγησης μέσω της Θεωρίας της Εξέλιξης δεν λύνει το πρόβλημα: απλά το μεταθέτει: το ερώτημα απλά μετατρέπεται σε «πως ο πρώτος άνθρωπος ήξερε την έννοια της ποσότητας για να αρχίσει να μετράει;». Έτσι είναι αδύνατον να «ξεφύγει» κανείς από την έννοια της «πρώτης αιτίας».

Η εξήγηση «είναι ενσωματωμένο στο γονιδίωμα μας» εμένα προσωπικά δεν με ικανοποιεί όπως δεν με ικανοποιεί και η εξήγηση «το ποτήρι πέφτει εξαιτίας της βαρύτητας» (βλ. πιο πάνω). Θεωρώ ότι όταν δίνει κανείς τέτοιες «απαντήσεις» στην ουσία το μόνο που κάνει είναι να μεταθέτει την ερώτηση ένα βήμα πιο πίσω, αλλά όχι να την απαντά. Εγώ θέλω να μάθω και την αιτία αυτής της αιτίας, και την αιτίας της προηγούμενης αιτίας κ.ο.κ. Αν δεν τα έχω, θεωρώ ότι δεν έχω πάρει απάντηση. Είναι σαν να ρωτάω «γιατί πέθανε αυτός;» και εσύ να απαντάς «γιατί σταμάτησε να λειτουργεί ο εγκέφαλος του». Δεν μου αρκεί. Θέλω να μάθω και ποιος τον πυροβόλησε, γιατί τον πυροβόλησε κλπ…

Δεν θεωρώ ότι εγώ έχω την απάντηση σε αυτό το ερώτημα της «πρώτης αιτίας». Το μόνο που έχω είναι υποθέσεις. Και φτάνω στο σοβαρό ζήτημα που θέτει ένας αγνωστικιστής ο οποίος θεωρεί ότι όλα αυτά τα ζητήματα δεν είναι άξια ανάλυσης ή το ερώτημα που θέτει ένας εμπειριστής πως όλα αυτά που δεν βλέπουμε με την εμπειρία μας δεν είναι σημαντικά. Για εμένα είναι: όλα αυτά τα θέματα που έχουμε θέσει έχουν σχέση με τη λογική μας, την «πραγματικότητα» και αν αυτή υπάρχει, τον τρόπο που ερμηνεύουμε τον κόσμο, τις έννοιες που χρησιμοποιούμε για αυτή την ερμηνεία κλπ. Σχετίζονται δηλαδή άμεσα με κρίσιμα ζητήματα που έχουν σχέση με την ίδια μας την ύπαρξη. Το να λες «το ποια είναι η πρώτη αιτία ή το αν δεν υπάρχει καν πρώτη αιτία δεν με αφορά» δεν είναι «επιστημονικό» διότι ο επιστήμονας αυτό που πάντα κάνει είναι να προσπαθεί να μάθει κάτι για πράγματα για τα οποία δεν γνωρίζει τίποτα. Αν καταφέραμε να «τιθασεύσουμε» την έννοια του απείρου στα μαθηματικά, τότε τι μας εμποδίζει από το να συζητήσουμε και για την «πρώτη αιτία» και να τιθασεύσουμε και αυτή; Με ποια άλλωστε εμπειρία μας μπορεί να συνδέεται η έννοια του «απείρου», από τη στιγμή που οι αισθήσεις μας (άρα και οι εμπειρίες μας) είναι πεπερασμένες; Αναλογικά, η μεταφυσική έννοια της «πρώτης αιτίας» έχει άμεση σχέση με τα όσα ζούμε και πρέπει να ενδιαφέρουν κάθε φιλόσοφο (ευτυχώς, ενδιαφέρουν πολλούς). Άλλωστε οι φιλόσοφοι ανέκαθεν ασχολούνταν με την έννοια της ύπαρξης μας και αν αυτή η έννοια έχει σχέση με «μεταφυσικές» έννοιες όπως η «πρώτη αιτία» ή η «καμία αιτία» τότε η μεταφυσική πρέπει να αποτελεί θέμα ανάλυσης.    

Ορισμός του «Μεταφυσικού»

Η «πρώτη αιτία» μπορεί να είναι μία, αλλά μπορείνα είναι και πολλές. Η ουσία είναι ότι μερικά πράγματα (όπως η έννοια της «ποσότητας» ή η λογική πρόταση «1=1») «υπάρχουν επειδή υπάρχουν». Αυτές τις a priori αλήθειες μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει σαν μεταφυσικές. Με άλλα λόγια η μεταφυσική ασχολείται με όλα όσα «υπάρχουν», σε αντίθεση με όλα όσα «υπάρχουν για κάποια αιτία» [6] (τα οποία εξετάζει η επιστήμη). Αυτές τις «πρώτες αιτίες» κάποιοι τις έχουν ονομάσει Θεό. Δεν θέλω να μπω στη λογική του να αναλύσω αν ο Θεός έχει μούσι, αν έχει άσπρα μαλλιά ή βραχνή φωνή. Στέκομαι στους παραπάνω συλλογισμούς που σε εμένα (σχεδόν σίγουρα όχι σε πολλούς άλλους) δείχνουν ότι υπάρχουν ορισμένες a priori αλήθειες και ότι μία πρώτη αιτία είναι απαραίτητη για να ισχύει η αίσθηση που έχουμε.
άσπρα μαλλιά ή βραχνή φωνή. Στέκομαι στους παραπάνω συλλογισμούς που σε εμένα (σχεδόν σίγουρα όχι σε πολλούς άλλους) δείχνουν ότι υπάρχουν ορισμένες a priori αλήθειες και ότι μία πρώτη αιτία είναι απαραίτητη για να ισχύει η αίσθηση που έχουμε.    

Ορισμός της λέξης «Πιστεύω»

Επειδή χρησιμοποιώ μερικές φορές τη λέξη «πιστεύω» όταν μιλάω για θέματα θρησκείας και επιστήμης και επειδή πολλοί έχουν παρεξηγήσει τη λέξη, θεωρώ ότι είναι σημαντικό να εξηγήσω τον τρόπο με τον οποίο τη χρησιμοποιώ. Όταν λέω «πιστεύω», δεν εννοώ «γνωρίζω» αλλά ούτε και «είμαι βέβαιος ότι είναι έτσι». Όταν λέω «πιστεύω» χρησιμοποιώ τη λέξη με τον ορισμό που της δίνει το λεξικό: έχω κάποια δεδομένα και με τη βοήθεια λογικών συλλογισμών φτάνω σε κάποιο πολύ πιθανό και λογικό συμπέρασμα. Σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιώ τη λέξη με την (κακή) έννοια του «έτσι είναι και δεν δέχομαι αντίρρηση» που ορισμένοι έντονα θρησκευόμενοι άνθρωποι της έχουν (κακώς) δώσει.
Για παράδειγμα όταν κάποιος βλέπει σύννεφα στον ουρανό μπορεί να πει «πιστεύω ότι θα βρέξει». Αυτό είναι ένα λογικό («επιστημονικό»;) συμπέρασμα και σε καμία περίπτωση θρησκευτικά δογματική άποψη. Οπότε όταν έχω πολλά λογικά επιχειρήματα (που σε πολλά σημεία βασίζονται και σε εμπειρικές παρατηρήσεις – βλ. την παρατήρηση πως όλα τα πράγματα έχουν μια αιτία) που με οδηγούν στο να πω «Υπάρχει μια Πρώτη Αιτία», οδηγούμαι στο να πιστεύω ότι υπάρχει μια Πρώτη Αιτία. Αυτή η «πίστη» έχει μεγάλη διαφορά από την «ευπιστία» με την οποία πολλοί τη συγχέουν. Άλλο πίστη (που βασίζεται σε επιχειρήματα), άλλο ευπιστία…    

Η φιλοσοφία και το «Είναι»

Συμπερασματικά, όλη η φιλοσοφία έχει βασιστεί στη βασική ερώτηση που προβλημάτισε τον Heidegger τόσο πολύ: τι είναι το «Είναι»; Η ερώτηση του τι είναι η πραγματικότητα αποτελεί την ερώτηση που ενέπνευσε τον Πλάτωνα για τον κόσμο των Ιδεών του, τον, τον Αριστοτέλη για το Ακίνητο Κινούν του ή τον Descartes στην αναζήτηση του για τη φύση του εαυτού μας. Όλη η φιλοσοφία βασίζεται σε αυτή την ερώτηση. Και ο Heidegger είχε δίκιο που έλεγε πως ξεχάσαμε πόσο σημαντική είναι [7]. Όλοι οι τομείς της επιστήμης αποτελούν στην ουσία αποτυχημένες προσπάθειες να ξεφύγουμε από τη δυσκολία αυτής της ερώτησης μετατρέποντας την σε πολλές άλλες μικρότερες. Ωστόσο το γεγονός ότι έχουμε «σπάσει» τη θεμελιώδη ερώτηση της ύπαρξης σε μικρότερες δεν σημαίνει ότι έχουμε κάνει κάποια πρόοδο. Αντιθέτως, έχουμε μάλιστα ξεχάσει τη σημαντικότητα της ίδιας της ερώτησης! Το «Είναι» είναι κάτι που δεν μπορούμε να ορίσουμε – τουλάχιστον όχι εύκολα και με τα γλωσσικά εργαλεία που διαθέτουμε. Ο Heidegger προσπάθησε (μέσω μιας ετυμολογικής ανάλυσης της χρήσης της λέξης «ον» από τους προ-Σωκρατικούς) αλλά απέτυχε. Ωστόσο κατόρθωσε να δείξει ορισμένες από τις ιδιότητες του. Το «Είναι» δεν είναι. Η έννοια του «Είναι» έχει υπόσταση και νόημα μόνο σαν μέρος ενός πράγματος που «είναι». Έτσι ένα τραπέζι είναι, ένα μήλο είναι, αλλά το «Είναι» δεν είναι από μόνο του. Αν το «Είναι» (σαν απαρέμφατο) ήταν, τότε θα αποτελούσε και αυτό ένα «ον». Με αυτή την έννοια το «Είναι» εμπεριέχει την έννοια του «μη-Είναι» μέσα του. [8] Ακόμα και η πιο λεπτομερής επιστημονική ανάλυση ενός πίνακα δεν μπορεί να μας πει κάτι ουσιαστικό για το «Είναι» του αντικειμένου που απεικονίζει. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι μπορούμε να δούμε κάτι «παραπάνω» από το απλό άθροισμα της μπογιάς και των χρωμάτων στον καμβά. Όταν βλέπουμε έναν πίνακα βλέπουμε το «Είναι» αυτού που έχει ζωγραφιστεί. Κατά μία έννοια η ταυτολογία «αυτό που είναι είναι» (όπως το «Εγώ ειμί ο ων») είναι ο καλύτερος τρόπος που έχουμε για να περιγράψουμε τα πράγματα που είναι γύρω μας. Και είναι επίσης πολύ σημαντικό να πούμε ότι «υπάρχω» δεν είναι το ίδιο με το «Είναι». Ο άνθρωπος «είναι» γιατί «υπάρχει». Το «exist» (υπάρχω) στα αγγλικά προέρχεται από το εξ-ίσταμαι, που σημαίνει «υπάρχω εκτός». Έτσι ο άνθρωπος «Είναι» επειδή μπορεί να στέκεται εκτός του εαυτού του και να ατενίζει κατάματα την ερώτηση του τι σημαίνει η ίδια του η ύπαρξη.    

2.4 Το επιχείρημα του Σχεδιασμού

Όλες οι παράμετροι του Σύμπαντος έχουντις τιμές εκείνες που χρειάζεται να έχουν για να μπορεί το σύμπαν να φιλοξενεί ζωή. Αν η κοσμολογική σταθερά, η σταθερά της βαρύτητας ή η τιμή του φορτίου του ηλεκτρονίου αλλάζαν έστω και στο 100,000,000-στο δεκαδικό ψηφίο τους, τότε το Σύμπαν δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει τη ζωή! Το να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της τύχης είναι λιγότερο επιστημονικό από το να πει ότι το σύμπαν είναι σχεδιασμένο για ζωή. Αυτός ο σχεδιασμός πρέπει να έχει γίνει από κάτι «ανώτερο», από κάποιον Θεό.  Η σημερινή κοσμολογία είναι η σύγχρονη θεολογία.    

2.5 Λοιπά επιχειρήματα

Η ύπαρξη αυτού που αποκαλούμε «ελεύθερη βούληση» μπορεί επίσης να αποτελέσει ένα επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης Θεού. Αυτά που γράφω αυτή τη στιγμή έχουν προκαθοριστεί; Ή ξαφνικά «αποφάσισα» να τα γράψω; Θέλω να πιστεύω το δεύτερο. Όταν κάποιος φονεύει κάποιον άλλον το κάνει επειδή το αποφάσισε ή επειδή ήταν προκαθορισμένο από πριν να τον σκοτώσει; Ο Χίτλερ φταίει που σκότωσε τόσους ανθρώπους ή δεν φταίει επειδή ήταν προκαθορισμένο από το σύμπαν να το κάνει; Η ποινική μας δικαιοσύνει πιστεύει το πρώτο. Κάποιος είναι άθεος επειδή έτσι είναι προκαθορισμένο να σκέφτεται ή επειδή έτσι αποφάσισε με το δικό του μυαλό να σκέφτεται; Οι άθεοι θέλουν να πιστεύουν το δεύτερο. Κάποιος συγγραφέας δημιουργεί ένα αριστούργημα που σκέφτηκε ή απλά καταγράφει σε ένα χαρτί σκέψεις στο μυαλό του ήδη καθορισμένες από την πρώτη στιγμή δημιουργίας του σύμπαντος; Όλοι μας που τον διαβάζουμε θέλουμε να πιστεύουμε το πρώτο. Κάποιος είναι ορθολογιστής επειδή είναι η μοίρα του να σκέφτεται έτσι ή επειδή έτσι σκέφτηκε ο ίδιος; Θέλει να πιστεύει το δεύτερο… Ο καθένας είναι ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ για τις πράξεις του ακριβώς επειδή αυτές είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης του βούλησης. Στο κρίσιμο ερώτημα του αν υπάρχει ελεύθερη βούληση, όλοι οι άνθρωποι απαντάνε με μια φωνή «ναι»! Έτσι πιστεύουμε. Δύσκολα όμως το αποδεικνύουμε…Αυτό που λίγοι όμως έχουν αναρρωτηθεί είναι το ποιες είναι οι επιπτώσεις της ύπαρξης τελικά «ελεύθερης βούλησης». Σε ένα σύμπαν όπου όλα καθορίζονται από καθολικούς φυσικούς νόμους, η ελεύθερη βούληση δεν μπορεί να υπάρχει. Για να υπάρξει πρέπει να αρύεται την ίδια της την ύπαρξη από κάτι «εκτός» του σύμπαντος κόσμου, από κάτι που δεν ανήκει στο σύστημα του κόσμου τούτου και κατά συνέπεια δεν υπακούει στη λογική «αρχικές συνθήκες + φυσικοί νόμοι => καθορισμός μελλοντικής συμπεριφοράς». Για να υπάρξει «ελεύθερη βούληση» πρέπει να υπάρχει κάτι που δεν υπακούει στους φυσικούς νόμους που κάνουν τα πάντα προβλέψιμα. Η ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης ανοίγει το δρόμο για την παραδοχή της ύπαρξης αυτού που συχνά αποκαλείται «Θεός» (ο οποίος σαν η «πρώτη αιτία» μπορεί να εμφυσήσει ελεύθερη βούληση)…
Το γεγονός ότι κάποιος άνθρωπος μπορεί να δώσει τη ζωή του ή να αυτοκτονήσει για κάποιες «ανώτερες» αξίες (όπως π.χ. η ελευθερία του λόγου), αποτελεί επίσης ένα ισχυρό επιχείρημα. Αν όλα τελειώναν με το φυσικό θάνατο, τότε κανένας δεν θα θυσίαζε τη ζωή του για να σώσει κάποιον άγνωστο και κανένας δεν θα έκανε ποτέ αλτρουιστικές πράξεις.    

2.6 Συμπερασματικά σχόλια

Τα παραπάνω δεν έχουν στόχο να αποδείξουν πέραν πάσης αμφιβολίας κάτι. Έχουν όμως σαν στόχο να δείξουν ότι η ύπαρξη του Θεού μπορεί να αποδειχθεί και λογικά. Το αν κάποιος δέχεται αυτή τη λογική ή όχι είναι ένα άλλο ζήτημα. Σίγουρα σε κάθε επιχείρημα υπάρχει και αντεπιχείρημα. Η ουσία είναι όμως ότι οι θεϊστές έχουν και αυτοί τα επιχειρήματα τους. Και σίγουρα ο συλλογισμός που δεν δέχεται την ύπαρξη μιας Πρώτης Αιτίας είναι σαφώς πιο προβληματικός από το συλλογισμό που λέει ότι υπάρχει μία τέτοια αρχική αιτία για το σύμπαν και όλα όσα βλέπουμε… Ο συλλογισμός «Όλα υπάρχουν χωρίς λόγο και έγιναν στην τύχη» χρίζει πολύ περισσότερων εξηγήσεων από το συλλογισμό «Υπάρχει μια πρώτη αιτία»…        

  When the answer cannot be put into words, neither can the question be
 put into words. The riddle does not exist.
If a question can be framed atall, it is also possible to answer it.
Scepticism is not irrefutable, but obviously nonsensical, when it
tries to raise doubts where no questions can be asked. For doubt can exist
only where a question exists, a question only where an answer exists, and
an answer only where something can be said.
Lugwig Wittgenstein, Tractatus Logico-Philosophicus    

       

3. Αντιδράσεις στις ενδείξεις και τα λογικά επιχειρήματα

Πριν κάποιον πει ότι όλα τα παραπάνω είναι «ενδείξεις» / «επιχειρήματα» και όχι «αποδείξεις» / «αποδεδειγμένα επιχειρήματα»), πρέπει να γνωρίζει το εξής: Στα θέματα που σχετίζονται με μεταφυσικά ερωτήματα δεν μπορούμε να έχουμε μετρήσιμες-απτές αποδείξεις (όπως π.χ. έχουμε όταν μετράμε την επιτάχυνση ενός σώματος στο βαρυτικό πεδίο της Γης και καταλήγουμε στο νόμο της βαρύτητας). Το μόνο που διαθέτουμε είναι μη-μετρήσιμες / άυλες αποδείξεις και «ήπια» λογικά επιχειρήματα (ήτοι όχι «αυστηρής» μαθηματικής λογικής), όπως όλα όσα προανέφερα στο κεφάλαιο 2. Ο τομέας της μεταφυσικής μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε μόνο τέτοια στοιχεία και από τη στιγμή που έχουμε μόνο τέτοιου είδους στοιχεία σε αυτά πρέπει να βασιστούμε. Όλες οι προαναφερθείσες ενδείξεις και τα λογικά επιχειρήματα δείχνουν ότι υπάρχει κάτι παραπάνω από το φαΐ και τις υλικές απολαύσεις στη ζωή μας. Κάτι «ανώτερο». Αντίθετα, όσοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει κάποιος ανώτερος σκοπός στη ζωή, δεν έχουν ούτε καν τέτοιες άυλες «αποδείξεις». Δεν έχουν καμία ένδειξη, ούτε κάποιο λογικό επιχείρημα. Απλά «πιστεύουν» ότι δεν υπάρχει Θεός. Απλά «πιστεύουν» ότι δεν υπάρχει σκοπός στη ζωή μας. Απλά «πιστεύουν» ότι δεν έχουμε κανένα λόγο για να ζούμε. Το μόνο που έχουν είναι «πίστη» στο λάθος της πίστης των άλλων.
Η θεωρία της εξέλιξης βασίζεται σε ορισμένα απολιθώματα και πειράματα (βλ. και πιο κάτω) και πράγματι εξηγεί το πώς εξελίσσονται τα είδη. Παραδέχομαι ότι η Θεωρία της Εξέλιξης είναι μια σωστή επιστημονική θεωρία η οποία δουλεύει καλάγια την ερμηνεία της βιοποικιλότητας. Όμως δεν είναι μια φιλοσοφική θεωρία. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν κάποιος προσπαθήσει (λανθασμένα) να εφαρμόσει τη θεωρία της εξέλιξης σε άλλα πεδία γνώσης με τα οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Ο Wallace και ο Darwin δούλεψαν σκληρά και πράγματι εξήγησαν πολλά πράγματα σχετικά με την εξέλιξη των βιολογικών χαρακτηριστικών ορισμένων ζώων.
Όμως το να πούμε ότι αφού εξηγήσαμε το πώς τα ψάρια βγήκαν στη στεριά και έγιναν αμφίβια, έχουμε αυτομάτως αποδείξει και ότι δεν υπάρχει Θεός αποτελεί ένα τεράστιο και λανθασμένο λογικό άλμα! Ένα τέτοιο άλμα (το οποίο πολλοί βιολόγοι κάνουν σήμερα) δεν μπορεί να υποστηριχθεί με κανέναν τρόπο. Πιο σημαντικό είναι όμως το εξής: Η Θεωρία της Εξέλιξης εξηγεί το «πως» τα είδη εξελίχθηκαν μέχρις ένα σημείο (το «μέχρις ένα σημείο» είναι σημαντικό για αυτό και το επαναλαμβάνω). Δεν εξηγεί όμως το «γιατί»! Ακόμα και αν κάποια μέρα η θεωρία αυτή εξηγήσει τα πάντα, πάλι δεν θα μπορεί να μας πει «γιατί» τα είδη εξελίσσονται κατ’ αυτό τον τρόπο. Γιατί όλα τα είδη ακολουθούν τους κανόνες της εξέλιξης; Ίσως εξαιτίας κάποιου φυσικού νόμου που δεν έχουμε βρει ακόμα; Και γιατί υπάρχει αυτός ο νόμος; Μήπως εξαιτίας κάποιου άλλου νόμου; κ.ο.κ. Πρέπει όλοι μας να γνωρίζουμε ότι η παρούσα επιστημονική μας γνώση είναι τόσο μικρή και λίγη (ακόμα δεν γνωρίζουμε πως λειτουργεί ο ιός της γρίπης) που είναι τουλάχιστον αστείο το να ισχυρίζεται κανείς είτε ότι έχει βρει το σκοπό της ζωής είτε ότι έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει τέτοιος σκοπός! Δεν είναι σωστό να λέει κανείς «εντάξει, μπορεί να πιστεύουν κάποιοι στην ύπαρξη Θεού και σκοπού στη ζωή, αλλά η επιστήμη δεν απαιτεί την ύπαρξη ενός Θεού!». Και δεν είναι σωστό για πολλούς λόγους: Πρώτον και εγώ είμαι επιστήμονας και πιστεύω ότι υπάρχει Θεός, όπως άλλοι «πιστεύουν» ότι δεν υπάρχει. Επιπλέον, όχι μόνο η πίστη μου αλλά και η λογική μου, μου λέει ότι υπάρχει ανώτερος σκοπός στη ζωή μας. Η λογική μου βασίζεται στις ενδείξεις-αποδείξεις και τα λογικά επιχειρήματα που ανέφερα στο κεφάλαιο 2.   Το να είσαι επιστήμονας (με την έννοια της «θετικής» επιστήμης όπως την εννοούν πολλοί σήμερα), δεν σημαίνει ότι δεν πιστεύεις στον Θεό! Υπάρχουν πολλοί επιστήμονες που δεν έχουν πρόβλημα να συνδυάσουν την επιστημοσύνη τους με το να πιστεύουν στο Θεό [9] [10]. Βέβαια η λογική (αναφέρομαι κυρίως στην «ήπια» λογική εδώ – βλ. παραπάνω – αν και η «αυστηρή» λογική μπορεί να οδηγεί δύο ανθρώπους σε διαφορετικά συμπεράσματα αν ξεκινούν από διαφορετικά αξιώματα) κάποιου άλλου ανθρώπου μπορεί με τα ίδια δεδομένα να φτάσει σε άλλο συμπέρασμα. Η λογική του Godel (του πιο σημαντικού λογικολόγου στην ιστορία των μαθηματικών μετά τον Αριστοτέλη) του έλεγε ότι υπάρχει Θεός (είχε μάλιστα βγάλει και μια λογική απόδειξη περί της ύπαρξης Θεού, την οποία διακριτικά όλοι οι υπέρμαχοι της «μη ύπαρξης σκοπού στη ζωή μας» αγνοούν επιδεικτικά σφυρίζοντας αδιάφορα…μπορεί κανείς να ψάξει στο Yahoo ή στο Google για “Godel proof of God” για να διαβάσει σχετικά ή να διαβάσει την παράγραφο 2.2 του παρόντος άρθρου)! Επίσης η λογική πολλών άλλων επιστημόνων τους λέει επίσης ότι υπάρχει Θεός. Σημαντικό παράδειγμα αποτελεί ο άνθρωπος που ηγήθηκε του Προγράμματος Αποκωδικοποίησης του Ανθρώπινου Γονιδιώματος – DNA (director of the Human Genome Project) (ναι, ήταν γεννετιστής), εν ονόματι Dr. Francis Collins! Πράγματι «πιστεύω» ότι υπάρχει Θεός, ωστόσο την ίδια στιγμή έχω και πολύ ισχυρές ενδείξεις υπέρ της άποψης μου. Από την άλλη, όσοι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός δεν διαθέτουν ούτε καν αυτές τις ενδείξεις! Δεν διαθέτουν τίποτα! Απλά ισχυρίζονται ότι «εντάξει, μπορεί τώρα η Θεωρία της Εξέλιξης να μην τα εξηγεί όλα, αλλά κάποια στιγμή ΘΑ τα εξηγήσει»!!! Εντάξει λοιπόν, σύμφωνοι. ΟΤΑΝ τα εξηγήσει, θα αλλάξω και εγώ την ιστοσελίδα μου.   Πρέπει να κατανοήσουμε ότι τον φυσικό κόσμο τον ερευνούμε μέσω της επιστήμης, αλλά τα μεταφυσικά ερωτήματα της ζωής όχι.        

               Φυσικός κόσμος              <===>                                 Μεταφυσικός κόσμος
Μετρήσεις + Μαθηματική λογική                   Ένστικτο + Ήπια λογική (βασίζεται ίσως σε εμπειρικά δεδομένα)          

Επιπλέον, ο άνθρωπος δεν διαθέτει μόνο τη Λογική για να φτάσει στην αλήθεια. Διαθέτουμε και το ένστικτο και τη διαίσθηση και δεν γνωρίζουμε το κατά πόσο κάποιο από αυτά τα «εργαλεία» είναι καλύτερο ή πιο έγκυρο από τα άλλα. Το ένστικτο μου και η διαίσθηση μου λένε ότι δεν είμαστε το «ανώτερο» ον στο σύμπαν. Σίγουρα μπορούν κάποιοι άλλοι να πιστεύουν ότι εμείς (ή κάποιο άλλο εξωγήινο είδος που δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμα) είμαστε το ανώτερο ον που υπάρχει στο σύμπαν, αλλά έχουν τόσες «απτές αποδείξεις» για τα λεγόμενα τους όσα και εγώ. Πολλοί μαθηματικοί βασίστηκαν αποκλειστικά και μόνο στη διαίσθηση τους για να διαμορφώσουν θεωρήματα τα οποία «πιστεύουν» σχεδόν όλοι οι μαθηματικοί ότι ισχύουν παρά το ότι δεν έχουν αποδειχθεί αληθή έως τώρα. Ακόμα καλύτερα, ορισμένοι μαθηματικοί διατύπωσαν σημαντικά θεωρήματα βασισμένοι στη διαίσθηση τους και στη συνέχεια ΑΠΟΔΕΙΧΘΗΚΕ ότι η διαίσθηση τους ήταν σωστή…   What we cannot talk about we must pass over in silence. Lugwig Wittgenstein, Tractatus Logico-Philosophicus   Εγώ προσωπικά πιστεύω «κάτι» για όλα τα μεταφυσικά πράγματα τα οποία δεν μπορούμε να ψάξουμε δια της εμπειρίας και μόνο και τα οποία και εγώ ο ίδιος παραδέχομαι ότι ίσως δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Άλλωστε αυτό που αποκαλούμε «αλήθεια» δεν είμαστε βέβαιοι ούτε καν αν υπάρχει! Ωστόσο μόνο του το γεγονός ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι δεν είναι κριτήριο για τη σημαντικότητα του! Έτσι μπορεί να μην μπορέσουμε ποτέ (αν και σαν φιλόσοφοι θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε) να μάθουμε ποια είναι η «αληθινή» πραγματικότητα σχετικά με αυτά τα θέματα, όμως το «άγιο δισκοπότηρο» αυτής της ανακάλυψης θα είναι που θα αποτελεί τον στόχο κάθε έρευνας του ανθρώπου και θα μας παροτρύνει να συνεχίσουμε την αναζήτηση.   Σκοπός των παραπάνω δεν είναι να δείξω ότι κατέχω την απόλυτη γνώση, αλλά απλά να δείξω ότι κάθε πλευρά έχει τα επιχειρήματα της τα οποία δεν πρέπει να αγνοούνται. Είναι λάθος να θεωρούμε πως ό,τι δεν μπορεί να εξετάσει ή αποδείξει η επιστήμη αυτομάτως «δεν υπάρχει». Η επιστήμη και η θρησκεία πρέπει να δουλέψουν μαζί για να ανακαλύψουν την αλήθεια και όχι να πιστεύουν ότι διαθέτει – η κάθε μια με τον δικό της τρόπο – το μοναδικό κλειδί για τα μυστικά του σύμπαντος.    

3.1 Σχετικά με την Πίστη

Επειδή η έννοια της «πίστης» είναι σημαντική, πρέπει να αναλυθεί περεταίρω. Πίστη σημαίνει να είσαι βέβαιος για την ορθότητα μιας πρότασης χωρίς να διαθέτεις στοιχεία που να την αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η πίστη σε κάτι (όπως π.χ. στην ύπαρξη σκοπού ή στην ύπαρξη Πρώτης Αιτίας) μπορεί να βασίζεται τόσο σε στοιχεία/τεκμήρια όσο και στη λογική και δεν είναι αποκλειστικά και μόνο αποκύημα της φαντασίας (όπως έχω δείξει παραπάνω). Στο κεφάλαιο αυτό δείχνω ότι η πίστη είναι κάτι που χρησιμοποιούμε σε κάθε έκφανση της ζωής μας, όχι μόνο στη θρησκεία.  Η «πίστη» δεν είναι κάτι που χρησιμοποιούν μόνο οι θρησκευόμενοι, αλλά κάτι που χρησιμοποιούν και οι ιστορικοί, οι μαθηματικοί, ο κάθε άνθρωπος κάθε μέρα όταν εμπιστεύεται το φίλο του, όταν πιστεύει αυτά που του λέει το παιδί του…    

4. Λάθος εφαρμογές της επιστήμης

Όπως ανέφερα και παραπάνω, όλα τα προβλήματα διαμάχης Επιστήμης-Θρησκείας ξεκινούν από το λάθος που κάνουν ορισμένοι να εφαρμόσουν ορισμένες επιστημονικές θεωρίες σε πεδία με τα οποία δεν έχουν καμία σχέση. Τα καλύτερα παράδειγματα τέτοιας λανθασμένης εφαρμογής τη σημερινή εποχή είναι η προσπάθεια που κάνουν κάποιοι να εφαρμόσουν τη θεωρία της εξέλιξης στη φιλοσοφία όσο και η προσπάθεια των νευροβιολόγων να εξηγήσουν την ανθρώπινη συνείδηση με όρους χημείας.    

4.1 Η λάθος προσπάθεια εφαρμογής της εξέλιξης στη φιλοσοφία

Για να μιλήσουμε για τη θεωρία της εξίλιξης πρώτα πρέπει να κάνουμε ορισμένες διευκρινήσεις σχετικά με το τι ονομάζουμε «θεωρία της εξέλιξης». Ο όρος «θεωρία της εξέλιξης» πρέπει κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε ότι δεν είναι τόσο ξεκάθαρος και μονοσήμαντος όσο πολλοί πιστεύουν. Με τον ίδιο όρο οι βιολόγοι αναφέρονται στην μικρο-εξέλιξη, όσο και στη μάκρο-εξέλιξη. Η μικρο-εξέλιξη, ήτοι η εξέλιξη των ειδών για να προσαρμοστούν καλύτερα στο περιβάλλον, είναι μια επιστημονική θεωρία που έχει πολλά στοιχεία να συνηγορούν υπέρ της.
Αντίθετα η μακρο-εξέλιξη, ήτοι η δημιουργία τελείως νέων ειδών από κάποιο υπάρχων, έχει και αυτή πολλά στοιχεία υπέρ της αλλά δεν έχει αποδειχθεί στον ίδιο βαθμό με τη μικρο-εξέλιξη. Για παράδειγμα πολλά πειράματα σε fruit flies (μύγες φρούτων) που είχαν στα στόχο τη δημιουργία νέων ειδών μυγών με τη χρήση ραδιενέργειας ή χημικών δεν πέτυχαν το στόχο τους. Πολλά επιστημονικά πειράματα με μύγες και έντομα, έχουν παρατηρήσει τυχαίες μεταλλάξεις, αλλά καμία από αυτές δεν οδήγησε σε νέα βελτιωμένα είδη! Δεν έχουμε δει στη φύση τη δημιουργία νέων ειδών. Δεν έχουμε δει μεταλλάξεις του DNA οι οποίες να είναι ευνοϊκές για τους οργανισμούς (μην ξεχνάμε ότι ο πλήρης όρος δεν είναι απλά «μακρο-εξέλιξη», αλλά «δημιουργία νέων ειδών μέσω της επίδρασης του μηχανισμού της φυσικής επιλογής σε τυχαίες μεταλλάξεις DNA»). Ο όρος «εξέλιξη» πολλές φορές χρησιμοποιείται επίτηδες και για τα δύο είδη εξέλιξης με μόνο στόχο να δημιουργήσει σύγχυση και να «προβάλλει» τα επιστημονικά στοιχεία υπέρ της μικρο-εξέλιξης και στην υπό διερεύνηση μακρο-εξέλιξη. Μικρές λεπτομέρειες, αλλά σημαντικές…   Ερωτήματα για την εγκυρότητα της θεωρίας της μακρο-εξέλιξης έχει και η φυσική. Πως ένα φυσικό σύστημα εξελίσσεται προς κάτι τελειότερο από μόνο του, χωρίς καμία εξωτερική αλληλεπίδραση ή κατεύθυνση; Γνωρίζουμε από το 2ο νόμο της θερμοδυναμικής ότι όλα τα συστήματα τείνουν προς κατάσταση μεγαλύτερης εντροπίας (αταξίας) με την πάροδο του χρόνου. Πως τα είδη εξελίσσονται από καθαρή τύχη;
Δεν γνωρίζω αν η μακρο-εξέλιξη τελικά ισχύει ή όχι. Πρόθεση μου δεν είναι να κρίνω μία βιολογική θεωρία αλλά να θέσω την αντίθεση μου σε λάθος τρόπους σκέψης. Η μακρο-εξέλιξη δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής πολλές φορές στη φύση, με λίγες εξαιρέσεις οι οποίες εξετάζονται – βλ. [11] και [12]. Άρα είναι για εμένα σωστό το να μην αναφέρομαι σε αυτή σαν να είναι «γεγονός» ή κάτι που «ισχύει» σχεδόν σίγουρα. Όταν αποδειχθεί 100% καλώς θα κάνει να αποδειχθεί. Έως τότε όμως δεν μπορώ να δεχθώ το να χρησιμοποιείται και μάλιστα με λάθος τρόπο. Και η αντίθεση μου σε τέτοιους τρόπους σκέψης είναι ακόμα εντονότερη όταν γνωρίζω και βλέπω πως το θεμέλιο αυτού του τρόπου σκέψης είναι ένα υλιστικό φιλοσοφικό δόγμα. Σήμερα είναι η μακρο-εξέλιξη, αύριο μπορεί να είναι η θεωρία Χ. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να μην αφήνουμε τα φιλοσοφικά πιστεύω μας να μας υπαγορεύουν την επιστήμη μας. Και σε αυτό το πλαίσιο συζήτησης έχει σημασία και το εξής γεγονός: ο ορισμός του τι είναι «είδος» δεν είναι κάτι στο οποίο έχουν αποφασίσει οι βιολόγοι! Αυτό είναι κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν. Ο ορισμός «διαφορετικά είδη είναι αυτά που δεν μπορούν να αναπαραχθούν μεταξύ τους» δεν είναι καλός και εφαρμόσιμος. Υπάρχουν για παράδειγμα περιπτώσεις όπου δύο είδη διασταυρώνονται και κάνουν ένα υβρίδιο (π.χ. σε φυτά) [13]. Υπάρχουν επίσης και περιπτώσεις ζώων τα οποία αναπαράγονται ασεξουαλικά [14]. Συν τοις άλλοις, ο έλεγχος της μη-συμβατότητας σε θέματα αναπαραγωγής είναι κάτι που ελάχιστες φορές γίνεται στην πράξη [15]. Τις περισσότερες φορές οι επιστήμονες «ονομάζουν» διαφορετικό είδος μία απλή αλλαγή στο χρώμα των φτερών μια πεταλούδας ή στο μήκος των αυτιών ενός λαγού. Δύσκολο να δεχθεί κανείς ότι αυτό είναι ένα νέο είδος. Η συζήτηση για τον ορισμό των ειδών φτάνει μάλιστα σε σημείο να αγγίζει και τη φιλοσοφία. Σύμφωνα με τους νομιναλιστές, η έννοια του «είδους» είναι μια εφεύρεση του ανθρώπου και ένα κατασκεύασμα της ανθρώπινης γλώσσας και όχι κάτι που υπάρχει – δες [16]. Ο Δαρβίνος ο ίδιος ήταν ενάντια στην ιδέα της ίδιας της έννοιας «είδος» και τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ «ειδών» με βάση τον ορισμό τους ως ομάδες ατόμων με τα παρόμοια χαρακτηριστικά. Για τον Δαρβίνο, δεδομένου ότι όλα τα άτομα ενός πληθυσμού εξελίσσονται συνεχώς, ο καθορισμός των ειδών είναι κάτι απολύτως αυθαίρετο και βασίζεται στην υποκειμενική άποψη του κάθε φυσιοδίφη! Ήταν μάλιστα πραγματικά υπερήφανος ότι είχε λύσει το πρόβλημα του καθορισμού των «ειδών» με να επισημάνει ότι ο εξελικτικός μηχανισμός αλλάζει συνεχώς τα χαρακτηριστικά των πληθυσμών και το που θα χαραχθεί η διαχωριστική γραμμή για να καθορίσει ένα νέο/διαφορετικό είδος είναι κάτι απολύτως υποκειμενικό!!! [17]Αν τώρα προσπαθήσουμε λανθασμένα να επεκτείνουμε την εφαρμογή της Θεωρίας της Εξέλιξης στο ερώτημα του αν υπάρχει σκοπός στην ύπαρξη του σύμπαντος, τότε θα καταλήξουμε στο περίεργο και άλλογο συμπέρασμα ότι είμαστε ένα «ατύχημα» της φύσης, ότι υπάρχουμε από «τύχη» επειδή απλά…έτυχε διάφορα άτομα και μόρια να συναντηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να μας σχηματίσουν! Και γιατί υπάρχουμε; Χωρίς κανένα λόγο! Αυτό είναι ΜΗ-λογικό: με το να λες κάτι τέτοιο μειώνεις την αξία της ανθρώπινης ζωής και την εξομοιώνεις με την αξία μιας μπανάνας! Και επιλέγεις να αγνοήσεις όλες εκείνες τις ενδείξεις που αναφέρω στο σημείο 2. Αν δεν έχουμε κάποιο σκοπό στη ζωή και όλα είναι τόσο μάταια, τότε γιατί προσπαθούμε συνέχεια να «βγούμε» από το θνητό μας σώμα και να αναπτυχθούμε πνευματικά; Το να λες ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε από το Θεό είναι σίγουρα περισσότερο επιστημονικό όσο και το να λες ότι δεν δημιουργήθηκε από κανέναν και ότι υπάρχει από πάντα χωρίς κανένα λόγο…Πέραν του ότι δεν είναι σωστή η επέκταση της θεωρίας της εξέλιξης στη φιλοσοφία, πολλοί πιστεύουν ότι δεν είναι σωστή ακόμα και η επέκταση της στον άνθρωπο. Ο συνιδριτής της Θεωρίας της Εξέλιξης, Alfred Russel Wallace (δημοσίευσε πρώτος τη θεωρία της εξέλιξης ένα χρόνο πριν τον Δαρβίνο, ο οποίος απλά έκλεψε πολλές ιδέες του από τον Wallace), πίστευε ότι η Θεωρία της Εξέλιξης – αν και μια σωστή θεωρία – δεν μπορεί να εξηγήσει τον άνθρωπο. Αυτός ο γίγαντας της βιολογίας ο οποίος διατέλεσε και πρόεδρος του Τμήματος Ανθρωπολογίας και του Τμήματος Βιολογίας της Βρετανικής Εταιρίας Επιστημών (British Association) πίστευε ότι η πνευματικότητα του ανθρώπου είναι κάτι που ξεφεύγει από τους νόμους της εξέλιξης και το οποίο μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την ύπαρξη μιας ανώτερης οντότητας όπως ένας Θεός [βλ. το σχετικό άρθρο μου Russel Wallace για λεπτομέρειες].   Πέραν όμως όλων των άλλων, ο ίδιος ο Δαρβίνος αναγνώριζε πως η Αχίλλειο Πτέρνα της θεωρίας της εξέλιξης είναι ο ανθρώπινος «αλτρουισμός». Πως μπορεί η θεωρία της εξέλιξης να εξηγήσει τον Αλτρουισμό; Πως μπορεί κάποιος άνθρωπος, στα πλαίσια ενός μοντέλου «επιβίωσης του ισχυρότερου», να διακινδυνεύει τη ζωή του για να σώσει έναν άγνωστο (ή ακόμα και έναν εχθρό του), χωρίς να περιμένει να πάρει κάποιο αντάλλαγμα; Οι σημερινοί εξελικτικοί βιολόγοι, όπως ο Richard Dawkins, προσπαθούν να εξηγήσουν το φαινόμενο με σαθρά επιχειρήματα του τύπου «και το τάδε ζώο επιδεικνύει αλτρουιστική συμπεριφορά». Ωστόσο όλοι τους κάνουν το λάθος να συγχέουν την φαινομενικά «καλή» συμπεριφορά ενός ζώου που στόχο έχει κάποιο αντάλλαγμα (άμεσο ή έμμεσο) με τον καθαρό ανθρώπινο αλτρουισμό ο οποίος σημαίνει «δίνω χωρίς να παίρνω απολύτως τίποτα». Όλοι οι σημερινοί βιολόγοι όταν αναφέρονται στον αλτρουισμό ουσιαστικά αναφέρονται σε συμπεριφορές του τύπου «κάνω κάτι για να πάρω κάτι σε αντάλλαγμα» και όχι σε πραγματικό αλτρουισμό. Εν κατακλείδι, η ίδια η «φύση» της θεωρίας της εξέλιξης είναι κάτι που χρίζει μεγάλης συζήτησης. Για παράδειγμα ας προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε εμάς τους ανθρώπους με τα σκυλιά με όρους «εξέλιξης». Εμείς κουραζόμαστε 15 ώρες την ημέρα για να έχουμε φαϊ, ενώ τα σκυλιά το βρίσκουν έτοιμο από εμάς. Εμείς μοχθούμε για να έχουμε ένα σπίτι, ενώ τα σκυλιά το βρίσκουν έτοιμο από εμάς. Εμείς μπορεί να μην έχουμε ασφάλεια υγεία, αλλά τα σκυλιά έχουν τους καλύτερους κτηνίατρους που μπορούμε να βρούμε. Πολλοί άνθρωποι μπορεί να πάσχουν από κατάθλιψη επειδή είναι μόνοι, αλλά οι σκύλοι πάντα θα έχουν έναν άνθρωπο για συντροφιά. Ποιο είδος είναι πιο «εξελιγμένο»;
Και η συζήτηση μπορεί να πάρει περίεργη τροπή αν αναλογιστούμε τη σύγκριση ανθρώπου-βακτηριδίων. Τα τελευταία έχουν αποδείξει ότι μπορούν και επιβιώνουν καλύτερα από κάθε άλλο είδος σχεδόν από τότε που υπάρχει ο πλανήτης μας. Αυτό τα κάνει πιο εξελιγμένα με όρους «εξέλιξης με φυσική επιλογή»; Αν ναι, τότε γιατί δεν προσπαθούμε να εξελιχθούμε και εμείς σε κάτι παρόμοιο; Αν όχι, τότε γιατί έχουν καταφέρει να επιβιώσουν τόσα δισεκατομμύρια χρόνια; Η φύση της θεωρίας της εξέλιξης βασίζεται σε πολλά δόγματα, όπως το δόγμα «δεν διαφέρουμε σε τίποτα από τα άλλα ζώα». Και κάθε σχετική συζήτηση θέλει προσεκτική ανάλυση και προετοιμασία.
Η θεωρία της εξέλιξης πρέπει να παραμείνει στο πεδίο της βιολογίας και να αφήσει την απάντηση των μεταφυσικών ερωτημάτων στους φιλοσόφους…
     

4.2 Η λάθος προσπάθεια εξήγησης της συνείδησης μέσω της χημείας

Οι νευροβιολόγοι σήμερα προσπαθούν να εξηγήσουν την ανθρώπινη συνείδηση με τη βοήθεια της χημείας των νευρώνων στο μυαλό μας. Αυτό δεν φαίνεται να το καταφέρνουν και σήμερα, εν έτει 2009, τα μυστικά της συνείδησης μας παραμένουν πολύ καλά κρυμμένα. Ορισμένοι θεωρούν ότι υπάρχει πρόοδος και πως είναι απλά θέμα χρόνου το να εξηγηθούν τα πάντα σχετικά με το μυαλό μας από την επιστήμη. Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι βαδίζουν σε λάθος μονοπάτι. Οι νευροβιολόγοι σήμερα βρίσκουν ένα μέρος του εγκεφάλου να έχει δραστηριότητα όταν κάνουμε κάτι και θεωρούν ότι έτσι προσεγγίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Βλέπουν κάποιους νευρώνες να ανταλλάσσουν χημικά μηνύματα με διπλανά τους κύτταρα και πιστεύουν ότι σταδιακά φτάνουν στην ερμηνεία της ανθρώπινης συνείδησης. Όμως δεν λαμβάνουν υπόψην τους πολλά πράγματα: Η εύρεση συσχέτισης μεταξύ δύο πραγμάτων δεν σημαίνει ότι το ένα είναι αιτία του άλλου. Το να προσπαθείς να εξηγήσεις την ανθρώπινη συνείδηση μέσω της ανάλυσης των νευρώνων και των χημικών ερεθισμάτων σε ατομικό επίπεδο, είναι σαν να προσπαθείς να αναλύσεις την «υγρότητα» του νερού αναλύοντας τα χημικά στοιχεία του οξυγόνου και του υδρογόνου. Η συνείδηση μας είναι κάτι παραπάνω από το σύνολο των νευρώνων μας. Η μηχανιστική αντίληψη ορισμένων νευροβιολόγων (ευτυχώς όχι όλων) για τη συνείδηση μας, βλέπει το πρόβλημα στις λάθος διαστάσεις του και με λάθος τρόπο. Όταν κάποιος ρωτάει «γιατί πετάει αυτό το αεροπλάνο;» θα μπορούσαμε να απαντήσουμε «πετάει επειδή τα άτομα του αέρα συγκρούονται με τα άτομα στο κάτω μέρος των φτερών και δημιουργούν άνωση». Όμως αν μέναμε εκεί θα παραλείπαμε τους βασικούς και πραγματικά ουσιώδεις λόγους για τους οποίους πετάει: το ότι κάποιος αποφάσισε να φτιάξει αυτό το αεροπλάνο, το ότι κάποιος το σχεδίασε, το ότι ένας άνθρωπος ήθελε να γίνει πιλότος και εκπαιδεύτηκε για αυτό, το ότι ο πιλότος σήμερα αποφάσισε να απογειώσει το αεροπλάνο στον αέρα. Οι νευρώνες πράγματι είναι εκεί. Και πράγματι επιτελούν λειτουργίες. Κανείς δεν το αρνείται αυτό. Όμως το να βλέπει κανείς μόνο αυτούς τους νευρώνες και να μην βλέπει τη συνολική εικόνα από «πάνω προς τα κάτω» είναι απλά λάθος. Το νερό τρέχει μέσα από σωλήνες. Αν σπάσουν οι σωλήνες το νερό παύει να τρέχει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το νερό είναι ιδιότητα των σωλήνων ή ότι παράγεται από αυτούς… Επιπλέον η ανάλυση της λειτουργίας των νευρώνων μας δίνει πληροφορίες για τις λειτουργίες του ανθρωπίνου εγκεφάλου. Όμως όλοι μας γνωρίζουμε ότι η «συνείδηση» είναι περισσότερο μία κατάσταση και όχι μια λειτουργία. Πως λοιπόν μπορεί η νευροβιολογία να ανακαλύψει τα μυστικά της αναλύοντας λειτουργίες; [18] [19] [20] [21] [22] [23] [24] [25] [26]
Αν δω έναν πίνακα και ξαφνικά «τρελαθώ» και του πετάξω ένα ποτήρι για να τον καταστρέψω, η σημερινή ψυχολογία θα πει ότι πάσχω από το σύνδρομο Sendhal: η συγκίνηση από έργα τέχνης με κάνει να συμπεριφέρομαι παράλογα. Οι νευρώνες μου λοιπόν μου είπαν τι να κάνω; Μήπως αναγάγοντας τα πάντα στους νευρώνες χάνεται η «ελεύθερη βούληση»; Εγώ ήθελα να πετάξω το ποτήρι…
Η σημερινή επιστήμη δυσκολεύεται να βρει την ανθρώπινη συνείδηση γιατί λειτουργεί κάτω από το δόγμα του υλισμού. Ο υλισμός εξ’ ορισμού δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις για τη σχέση υποκειμένου – αντικειμένου. Στη σύγχρονη κβαντομηχανική έχουμε βρει ότι ο παρατηρητής ουσιαστικά διαμορφώνει, απλά κοιτώντας, το αποτέλεσμα ενός πειράματος (βλ. για παράδειγμα το περίφημο πείραμα των δύο σχισμών). Όμως αν συμβαίνει αυτό και ταυτόχρονα οι υλικές αλληλεπιδράσεις δεν είναι ικανές να κάνουν κάτι τέτοιο, αυτό δεν σημαίνει ότι η συνείδηση μας αποτελείται από κάτι το μη-υλικό, όπως λέει και ο Neumann; Αν δέχεσαι αξιωματικά ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο εκτός από την ύλη, πως μπορείς να βρεις το πνεύμα; Η απάντηση είναι ότι δεν μπορείς. Μόνο αν αλλάξουμε τις βάσεις της σημερινής επιστήμης και απομακρυνθούμε από το δόγμα του υλισμού θα μπορέσουμε να βρούμε την απάντηση… Το πρόβλημα της ανθρώπινης συνείδησης ίσως αποτελέσει τελικά την αχίλλειο πτέρνα της σύγχρονης υλιστικής θεώρησης του κόσμου που μερικοί άθεοι θέλουν να επιβάλλουν δια της πλαγίας οδού…   Σημείωση: Για την ανθρώπινη συνείδηση βλ. και το σχετικό αγγλικό άρθρο που έχω γράψει στη διεύθυνση Human Consciousness and the End of Materialism.    

5. Η θεωρία της εξέλιξης είναι μη-διαψεύσιμη

Σύμφωνα με τον Carl Popper, σε κάθε επιστημονική θεωρία πρέπει να μπορείς με κάποιον τρόπο να αποδείξεις ότι η θεωρία είναι λανθασμένη, αλλιώς δεν πρόκεται για πραγματικά επιστημονική θεωρία. Για παράδειγμα, η θεωρία που λέει «όλοι οι βάτραχοι είναι πράσινοι», αποδεικνύεται λάθος αν ανακαλύψουμε κάπου ένα βάτραχο μαύρο. Ωστόσο η θεωρία της εξέλιξης δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αποδειχθεί λανθασμένη, άρα δεν είναι γνήσια επιστημονική θεωρία. Όταν οι εξελικτικοί βιολόγοι βλέπουν ένα είδος, το ‘βαπτίζουν’΄ως «ικανό για επιβίωση», ενώ όταν δουν ένα είδος που έχει εκλείψει το ‘βαπτίζουν’ ως «μη-ικανό για επιβίωση». Και στις δύο περιπτώσεις η ‘βάπτιση’ γίνεται εκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην υπάρχει δυνατότητα να αποδειχθεί ότι η θεωρία είναι λάθος ποτέ! Κλασικό παράδειγμα των παραπάνω είναι η περίπτωση του ψαριού κοιλάκανθος (coelacanth ή Latimeria chalumnae). Το ψάρι αυτό πιστευόταν ότι έχει εκλείψει από την Κρητιδική περίοδο. Έτσι οι εξελικτικοί βιολόγοι έλεγαν ότι το εν λόγω ζώο «δεν ήταν ικανό για επιβίωση και ο μηχανισμός της φυσικής επιλογής το έκανε να εκλείψει». Όμως το 1938 το εν λόγω ψάρι ανακαλύφθηκε ότι ζει και βασιλεύει! Μεγάλη αναταραχή επικράτησε στο χώρο της επιστήμης για την ανακάλυψη του, όμως οι εξελικτικοί βιολόγοι δεν αγχώθηκαν ιδιαίτερα να την εξηγήσουν. Και εκεί που θα νόμιζε κανείς πως η ανακάλυψη του ψαριού θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η θεωρία της εξέλιξης είχε κάνει λάθος στην περίπτωση του, οι εξελικτικοί βιολόγοι απλά    

Πολλά στοιχεία δείχνουν ότι η σημερινή επιστήμη έχει περιορισμούς και ατέλειες στη λογική της. Για παράδειγμα, αν και όλοι μας έχουμε μια αίσθηση του χρόνου που περνάει, καμία επιστημονική θεωρία δεν απαιτεί την ύπαρξηχρόνου που «ρέει» όπως τον καταλαβαίνουμε εμείς. Αν και όλοι μας κατανοούμε ότι υπάρχει αιτιότητα στο σύμπαν (ήτοι το κάθε τι έχει μια πρότερη αιτία), καμία επιστημονική θεωρία δεν απαιτεί την ύπαρξη της. Ακόμα και ο ίδιος ο ιδρυτής της Λογικής, ο Αριστοτέλης, δεν γνώριζε ακριβώς για το που ήταν χρήσιμη η Λογική. Δεν ήξερε αν η Λογική ήταν ένα εργαλείο για την ανακάλυψη της απόλυτης αλήθειας (η οποία, παρεπιμπτόντως, δεν γνωρίζουμε καν αν υπάρχει) ή ένα εργαλείο για να αναλύουμε τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε και τους περιορισμούς της. Πολλοί μετα-μοντέρνοι φιλόσοφοι (με πρώτο τον Wittgenstein) έχουν στιγματίσει τη σιγουριά της επιστήμης ότι μπορεί να ανακαλύψει την αλήθεια. Πως είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει κάτι τέτοιο καταρχάς; Έτσι και αλλιώς δεν μπορούμε να μάθουμε ποτέ τα όρια της σκέψης μας, διότι για να το κάνουμε αυτό θά έπρεπε να μπορούσαμε να σκεφτούμε τα πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να σκεφτούμε [βλ. Wittgenstein]!        

Η επιστήμη σαν εργαλείο κατασκευής μοντέλων

Ας μην ξεχνάμε ότι η επιστήμη είναι ένα εργαλείο για να κατασκευάζει κανείς θεωρίες με τις οποίες ερμηνεύει τα όσα παρατηρεί. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με αυτό που αποκαλούμε «πραγματικότητα». Η «πραγματικότητα» είναι ό,τι υπάρχει. Με τις αισθήσεις μας «φιλτράρουμε» αυτή την πραγματικότητα και την βλέπουμε μέσα από το δικό μας πρίσμα. Στη συνέχεια διατυπώνουμε θεωρίες για να ερμηνεύσουμε τα όσα παρατηρούμε και να κάνουμε προβλέψεις για το μέλλον των όσων παρατηρήσουμε.                                            

  ΕΠΙΣΤΗΜΗ                                  ΘΡΗΣΚΕΙΑ     

    

Θεωρία  <=========>  Αισθητός κόσμος  <=========>  Πραγματικότητα         

Η επιστήμη προσφέρει τη σύνδεση μεταξύ της θεωρίας και του αισθητού κόσμου, αλλά δεν κατορθώνει σε καμία περίπτωση να φτάσει στην πραγματικότητα. Παράδειγμα: Τα πράγματα πέφτουν προς τη Γη για κάποιο λόγο. Αυτός ο «λόγος» (που δεν τον ξέρουμε) είναι αυτό που «υπάρχει», αυτό που αποκαλούμε «πραγματικότητα». Όταν με τα μάτια μας βλέπουμε ένα μήλο να πέφτει προς το έδαφος, αυτό είναι η παρατήρηση του αισθητού κόσμου. Διατυπώνοντας τη θεωρία της βαρύτητας, φτιάχνουμε ένα μοντέλο το οποίο περιγράφει ικανοποιητικά αυτά που βλέπουμε. Δεν φτάνουμε όμως στο σημείο να πούμε τίποτα για την πραγματικότητα. Πολλοί θεωρούν ότι τα μήλα πέφτουν στη Γη εξαιτίας της «βαρύτητας» και ότι, επειδή αυτό είναι κάτι που το «βλέπουμε», η βαρύτητα «υπάρχει». Αυτό είναι λάθος: όταν η θεωρία της βαρύτητας που έχουμε τώρα αποδειχθεί τελείως λάθος (αυτό γίνεται συνέχεια με τις επιστημονικές θεωρίες), τα μήλα θα συνεχίσουν να πέφτουν προς τα κάτω! Η «πραγματικότητα» δεν θα έχει αλλάξει! Απλά θα έχει αλλάξει η θεώρηση μας για τον αισθητό κόσμο. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελεί το τρανζίστορ. Το τρανζίστορ βασίζεται σε εξελιγμένες (σήμερα) επιστημονικές θεωρίες της φυσικής. Αν όμως οι θεωρίες αυτές αντικατασταθούν τελείως από άλλες, το τρανζίστορ θα συνεχίζει να λειτουργεί!   Βέβαια τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την επιστήμη. Είναι γεγονός ότι αποτελεί ένα από τα καλύτερα εργαλεία που έχουμε για να κατανοούμε τον κόσμο μας. Πρέπει όμως, αναγνωρίζοντας όλα τα παραπάνω, να τη χρησιμοποιούμε με φειδώ και να είμαστε προσεκτικοί στα συμπεράσματα μας. Και σε τελική ανάλυση πως είμαστε σίγουροι ότι το ένστικτο μας δεν είναι πιο «σωστό» (ό,τι και αν σημαίνει αυτό) από τη λογική; Μπορεί πράγματι η αιτιότητα να μην υπάρχει, μπορεί όντως ο χρόνος να είναι μόνο μία ψευδαίσθηση μας. Μάλιστα ο Godel έδειξε ότι πράγματι ίσως ο χρόνος να είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση… Όμως η ουσία εδώ δεν είναι το αν η τωρινή επιστήμη έχει δίκιο ή άδικο στο ένα πράγμα ή στο άλλο. Η ουσία είναι η αδυναμία της επιστήμης να ερμηνεύσει τα φαινόμενα και να καταλήξει κάπου. Μια αδυναμία που καταδεικνύει μια εγγενή ατέλεια της η οποία δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη…        

Λάθος αξιώματα-δόγματα της σημερινής επιστήμης

Η σημερινές θετικές επιστήμες (γενικά με τον όρο «επιστήμη» αναφέρομαι στις «θετικές επιστήμες» μέσα στο παρόν άρθρο για λόγους συντομίας, χωρίς να συμμερίζομαι την λάθος προκατάληψη ορισμένων που θέλουν να πιστεύουν ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν είναι «επιστήμες»)  βασίζονται σε ορισμένα αξιώματα. Όσο χρησιμοποιούμε αυτά τα αξιώματα αναγνωρίζοντας όμως ότι τα χρησιμοποιούμε χωρίς να γνωρίζουμε αν είναι σωστά, τότε όλα βαίνουν καλώς. Όταν ωστόσο αρχίζουμε να μιλάμε για την επιστήμη θεωρώντας τα αξιώματα στα οποία βασίζεται σαν «προφανώς» αληθή, τότε έχουμε κάνει ένα μεγάλο βήμα για τη μετατροπή των αξιωμάτων αυτών σε δόγμα. Και ο δογματισμός δεν είναι καλό πράγμα.        

  1. Το πρώτο αξίωμα στο οποίο βασίζονται σήμερα οι επιστήμονες είναι ότι η ανθρώπινη λογική δουλεύει σωστά. Όσο περίεργο και αν ακούγεται αυτό, είναι γεγονός ότι δεν έχουμε κάποιου είδους «απόδειξη» ότι ο τρόπος που λειτουργεί ο εγκέφαλος μας δεν έχει σφάλματα και ότι η λογική μας είναι ένα εργαλείο που πράγματι μπορεί να φτάσει σε έγκυρα συμπεράματα σχετικά με τον κόσμο.
  2. Ένα δεύτερο βασικό αξίωμα που χρησιμοποιείται είναι αυτό που λέει ότι η επαγωγή λειτουργεί. Η επαγωγή είναι το πλέον βασικό εργαλείο που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες για να φτιάξουν θεωρίες σχετικά με τη φύση, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό το «εργαλείο» δεν εγγυάται τίποτα σχετικά με την αλήθεια των συμπερασμάτων που παράγει. Η επαγωγική μέθοδος της επιστήμης είναι ένα εργαλείο όχι τόσο τέλειο:  Έστω για παράδειγμα ένας επιστήμονας που μελετάει βατράχους. Παρατηρεί βατράχους σε μια λίμνη στην Ελλάδα και μετά από πολλές παρατηρήσεις βγάζει τη θεωρία του. «Οι βάτραχοι είναι πράσινοι και κοάζουν», ισχυρίζεται. Όλα ωραία και πολύ «επιστημονικά». Έχει βρει την «αλήθεια»; Ναι, μέχρι να πάει ένα ταξίδι στην Αφρική και να δει έναν μαύρο βάτραχο…
  3. Επιπλέον οι σημερινοί επιστήμονες ξεκινούν την έρευνα τους με το αξίωμα (ήτοι κάτι που λαμβάνουν σαν δεδομένο αλλά δεν μπορεί να αποδειχθεί) ότι ο κόσμος αποτελείται μόνο από ύλη (πρωτόνια, ηλεκτρόνια κλπ) και φυσικούς νόμους που καθορίζουν πως αυτή η ύλη θα συμπεριφερθεί. Αν λοιπόν εξαρχής θεωρεί κανείς ότι δεν υπάρχει κανένα ίχνος πνευματικότητας στον κόσμο, πως περιμένει να βρει αποδείξεις για την ύπαρξη της; Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο υλισμός [23] αποτελεί δόγμα (και μάλιστα ακραίο δόγμα) και όχι αποδεδειγμένη θέση [2] [24]. Επιπλέον αν κανείς δέχεται την ύπαρξη αναπόδραστων φυσικών νόμων, τότε πως μπορεί να εξηγηθεί η ύπαρξη της «ελεύθερης βούλησης» που σχεδόν όλοι μας αισθανόμαστε ότι διαθέτουμε; Πως αισθανόμαστε ότι «πράττουμε» σε έναν προβλέψιμο κόσμο;
  4. Η επιστήμη βασίζεται στο αξίωμα ότι όλα τα πράγματα είναι μετρήσιμα. Όπως προανέφερα στην εισαγωγή, αυτό περιορίζει πολύ τα αντικείμενα με τα οποία μπορεί να ασχοληθεί (π.χ. ηθική και αισθητική δεν είναι αντικείμενα που μπορεί να εξετάσει η επιστήμη). [9]
  5. Η επιστήμη επίσης βασίζεται στο αξίωμα ότι όλα τα φαινόμενα μπορούν να αναπαραχθούν με πείραμα ή να παρατηρηθούν. Αυτή η πολύ απλή προϋπόθεση για να λειτουργήσει ο κάθε επιστήμονας στις θετικές επιστήμες σήμερα δημιουργεί έναν βασικό περιορισμό: η επιστήμη δεν μπορεί να εξετάσει φαινόμενα που συμβαίνουν μία μόνο φορά και δεν μπορούν να αναπαραχθούν! Πιθανό παράδειγμα ενός τέτοιου φαινομένου: η στιγμή της δημιουργίας του σύμπαντος.
  6. Η σύγχρονη κοσμολογία βασίζεται στην Αρχή της Μετριότητας (Mediocrity Principle) και την Αρχή του Κοπέρνικου (Copernican Principle), σύμφωνα με τις οποίες ο άνθρωπος δεν είναι σε κάποια ιδιαίτερη θέση στο σύμπαν (π.χ. στο κέντρο του σύμπαντος), αλλά ζούμε σε έναν τυχαίο πλανήτη ανάμεσα στα εκατομμύρια των πλανητών. Έτσι αν και τα επιστημονικά δεδομένα τόσο την εποχή του Edwin Hubble όσο και τώρα δείχνουν ότι μπορεί να βρισκόμαστε πολύ κοντά στο κέντρο του σύμπαντος, ορισμένοι σύγχρονοι κοσμολόγοι απλά «επιλέγουν» να διορθώνουν τις εξισώσεις τους για να λένε ότι δεν είμαστε! [Σημείωση: Ούτως ή άλλως ο καθένας μπορεί να επιλέξει όποιο σύστημα αναφοράς θέλει και να περιγράψει τους φυσικούς νόμους. Η επιλογή «Γη» ή «‘Ηλιος» βασίζεται σε φιλοσοφικές αρχές.] Μπορεί κανείς να διαβάσει το αγγλικό μου άρθρο Earth at the Center of the Universe? για να δει πως η τοποθέτηση του Ήλιου (αντί της Γης) στο κέντρο του ηλιακού συστήματος αποτελεί εν τέλει θέμα φιλοσοφικών (αξιωματικών) υποθέσεων και όχι μόνο επιστημονικών δεδομένων.

  Αν παρομοίως πιστεύεις (αξιωματικά) ότι δεν υπάρχει σκοπός στο σύμπαν, ό,τι και να δεις δεν πρόκειται να πειστείς πως ύπάρχει. Αν δεν έχεις συμπεριλάβει τον άνθρωπο μέσα στις εξισώσεις σου, πως περιμένεις να βρεις αποδείξεις ότι έχει κάποιο νόημα αυτό το μικρό διάστημα της ύπαρξης μας; Αν πιστεύεις (αξιωματικά) ότι όλα τα πράγματα στον κόσμο είναι μετρήσιμα, τότε πως μπορείς να κατανοήσεις έννοιες όπως η ηθική, τα συναισθήματα, η αισθητική ή η αγάπη χωρίς να γελοιποιηθείς; Αν πιστεύεις (αξιωματικά) ότι η επιστήμη μπορεί να αναλύσει και να βρει την αλήθεια για τα πάντα, τότε δεν έχεις διαβάσει το Θεώρημα της Μη-Πληρότητας (Incompleteness theorem) του Godel…    

Το δηλητήριο του υλισμού

Πολλοί επιστήμονες σήμερα ακολουθούν τη φιλοσοφική θέση του «υλισμού». Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το έχουμε υπόψην μας όταν αναλύουμε το τι λένε. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει κανείς τις θεμελιώδεις φιλοσοφικές θέσεις στις οποίες στηρίζεται ο συνομιλητής του. Και είναι ακόμα πιο σημαντικό να ξεχωρίζουμε την επιστήμη από αυτές τις θέσεις. Ο υλισμός (όπως και ο εμπειρισμός) είναι θέσεις και όχι επιστημονικά αποδεδειγμένα γεγονότα ή μοντέλα γνώσης. Η εγκυρότητα τους δεν έχει αποδειχθεί με κάποιο τρόπο και εξίσου «έγκυρα» μπορεί κανείς να ακολουθεί τη φιλοσοφική θέση του ιδεαλισμού.
  Σημείωση: Σχετικά με τα αξιώματα που χρησιμοποιεί η επιστήμη μπορεί κανείς να δει το σχετικό μου άρθρο στην αγγλική γλώσσα The Limits of Science.         

Περί θαυμάτων

Με τον ίδιο τρόπο αν δεν πιστεύει κανείς στην ύπαρξη θαυμάτων (μια θέση η οποία είναι και η ίδια μία «πίστη») τότε ακόμα και να δει μπροστά του ένα τέτοιο να συμβαίνει δεν πρόκειται να το πιστέψει! Οι σημερινοί άθεοι είναι μία κατά πολύ «βελτιωμένη» έκδοση του Άπιστου Θωμά, καθώς ακόμα και να έβλεπαν τον Χριστό μπροστά τους ζωντανό μετά την ταφή Του, δεν θα πιστεύαν αλλά θα έψαχναν να βρουν την πραγματική επιστημονική αιτία πίσω από αυτό που βλέπουν. Και αν δεν έβρισκαν κάποια λογική εξήγηση δεν θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι είδαν ένα θαύμα, αλλά στο ότι «ακόμα δεν έχουμε βρει την εξήγηση, αλλά κάποια στιγμή η επιστήμη θα τη βρει»…        

Περί ηθικής

Η επιστήμη δεν μπορεί να βγάλει συμπέρασμα σχετικά με το πόσο «σωστή» / «ηθική» είναι μια συμπεριφορά. Ειδικά όσον αφορά τη Θεωρία της Εξέλιξης, αυτή ορίζει σαν «σωστή» συμπεριφορά ενός ζώου το ό,τι κάνει για να επιβιώσει. Με αυτή τη λογική, αν ένα ζώο σκοτώσει για να ζήσει, τότε προφανώς έχει πράξει το σωστό. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εφαρμοστεί στον άνθρωπο. Παραβλέποντας το βασικό σφάλμα που κάνουν πολλοί βιολόγοι να θεωρούν τον άνθρωπο ένα «ζώο» (ακόμα ένα λάθος αξίωμα που δέχονται πολλοί χωρίς συζήτηση, μετατρέποντας το από «αξίωμα» σε βαθύ και άκρατο «δόγμα»), αν επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε έναν φόνο με όρους της θεωρίας του Δαρβίνου δεν θα καταλήξουμε σε κανένα «λογικό» συμπέρασμα. Μπορεί κάποιος να βλέπει το γείτονα του σαν εχθρό του και να τον σκοτώσει για να επιβιώσει. Μπορεί ο Χίτλερ να βλέπει σαν αντίπαλούς του τους Εβραίους και να τους σκοτώνει για να επιβιώσει. Μπορεί ένας Χριστιανός να βλέπει τους άθεους σαν εχθρούς του και να τους σκοτώνει για να επιβιώσει. Μπορεί ένα κομμουνιστικό καθεστώς να βλέπει σαν αντιπάλους του τους Χριστιανούς και να τους στέλνει σε στρατόπεδα στη Σιβηρία για να επιβιώσει. Το ότι ο στόχος σε κάθε μια από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις είναι η «επιβίωση», μετατρέπει αυτές τις πράξεις σε «καλές» ή ηθικές; Σε καμμία περίπτωση! Η επιστήμη σηκώνει απλά τα χέρια ψηλά για ένα απο τα σημαντικότερα θέματα της ανθρωπότητας: την ηθική. Σημείωση: Σχετικά με την ηθική μπορεί κανείς να διαβάσει το άρθρο μου The Source of Ethics.        

Ανάγκη επαναπροσδιορισμού

Πέραν όλων των παραπάνω θεμάτων, η ουσία του προβλήματος βρίσκεται σε άλλο επίπεδο: Η «θετική» επιστήμη έχει σταματήσει να έχει σαν βασικό της στόχο τη βελτίωση της ζωής του ανθρώπου εδώ και καιρό. Με το να λες στους ανθρώπους ότι είναι μόνο χώμα και νερό σίγουρα δεν βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση (αν και μπορεί να βοηθήσει κάποιους «επιστήμονες» να πάρουν γενναίες επιχορηγήσεις για να μελετήσουν το πόσο μοιάζουμε με τις..μπανάνες). Οι σημερινοί επιστήμονες πρέπει να ξανα-συμφιλιωθούν με τη φιλοσοφία και να αρχίσουν να ψάχνουν την αλήθεια με έναν πιο ολιστικό τρόπο σκέψης – όπως έκαναν την εποχή του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα. Η σύγχρονη επιστήμη πρέπει να απομακρυνθεί και να δει με πιο κριτική ματιά τα παραπάνω αξιώματα (δόγματα) στα οποία βασίζεται και να επαναπροσδιοριστεί ως προς αυτό που αποκαλούμε «‘άνθρωπος». Σίγουρα οι θετικές επιστήμες είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την ανάλυση του κόσμου, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την αλαζονεία ορισμένων που πιστεύουν ότι βρήκαν τη λύση στα προβλήματα της ύπαρξης μας αναλύοντας ένα φάσμα ή μελετώντας μία κυτταρική δομή. Σίγουρα κάποιος σε περίπτωση ασθένειας πρέπει να βασιστεί στην επίσημη ιατρική επιστήμη, αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι για την εγκυρότητα της θρησκείας ή της φιλοσοφίας. Σίγουρα κάποιος που χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό υπολογιστή μπορεί να φιλοσοφεί, όπως και ένας θρησκευόμενος μπορεί να κάνει επιστήμη. Δεν μιλάω εναντίον των θετικών επιστημών, αλλά υπέρ των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών….     

7. Μαθηματικοί που δεν μετράνε…

Σχετικά με την «αλήθεια» της επιστήμης, θα ρωτήσω έναν «πιστό» της επιστήμης που φροντίζει να αγνοεί τις ατέλειες της το εξής απλό: Έστω ένας πλανήτης που απέχει από τη Γη 3,000,000 km και απομακρύνεται με σταθερή ταχύτητα 5 m/sec. Ποια είναι η απόσταση του μετά από (ρίζα του 2) δευτερόλεπτα; Ή ίσως μπορεί να απαντήσει σε ένα άλλο απλό ερώτημα: υπάρχει ο αριθμός π; Μπορεί να πιστεύει κανείς στην ύπαρξη ενός αριθμού τον οποίο δεν μπορεί να γράψει στο χαρτί γιατί δεν ξέρει και ούτε πρόκειται ποτέ να μάθει τα ψηφία του; Τι σημαίνει «υπάρχει ένας αριθμός, του οποίου όμως δεν ξέρω τα ψηφία του»; Δεν σου μοιάζει επικίνδυνα πολύ με το «υπάρχει Θεός, τον οποίο όμως δεν ξέρω πως είναι»; Τα μαθηματικά, αν και είναι η πλέον «καθαρή» μορφή επιστήμης και η καλύτερα θεμελιωμένη, δεν μπορούν να γράψουν σε ένα χαρτί τους αριθμούς! Όχι επειδή δεν έχουν πολύ χαρτί, αλλά επειδή δεν ξέρουν! Ποιος είναι ο επόμενος αριθμός του 1; Το 1.00001; Όχι. Το 1.00000000001; Πάλι όχι. Όσο μακριά και αν πας, ποτέ δεν θα μπορείς να βρεις ποιος είναι ο επόμενος πραγματικός αριθμός του 1! Κάτι που φαντάζει στοιχειώδες, τελικά δεν είναι και τόσο πολύ…Και αν υπάρχουν τόσο βασικά και θεμελιώδη προβλήματα στο ανθρώπινο καθαρό κατασκεύασμα των μαθηματικών, τότε ποια επιστήμη μπορούμε να εμπιστευτούμε; Η απάντηση που θα δώσει ένας μαθηματικός είναι «Ο π είναι άρρητος αριθμός». Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει απλά ότι «Δεν μπορούμε να γράψουμε τα ψηφία του π» και τίποτα παραπάνω! Ο μαθηματικός θα απαντήσει «Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιος είναι ο επόμενος αριθμός του 1, ωστόσο η θεωρία περί του απείρου είναι μια καλά θεμελιωμένη θεωρία. Σε τελική ανάλυση μπορεί να μην ξέρουμε τον επόμενο αριθμό του 1, αλλά αυτό δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των μαθηματικών». Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει απλά ότι «Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο επόμενος αριθμός του 1» και τίποτα παραπάνω! Πιστεύουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν τον ξέρουμε! Και τονίζω για άλλη μια φορά ότι τα μαθηματικά και ο φορμαλισμός τους είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα. Δεν μας επέβαλε κανένας να χρησιμοποιήσουμε αυτούς τους συμβολισμούς για τους αριθμούς. Μόνοι μας το επιλέξαμε και όμως δεν μπορούμε να γράψουμε ή να γνωρίζουμε τους αριθμούς τους οποίους εμείς εφεύραμε! Τι σημαίνει αυτό για την αλήθεια των μαθηματικών; Αν δεν σημαίνει κάτι, τότε γιατί η «εγκυρότητα» της θρησκείας καταρρακώνεται στα μάτια των άθεων όταν ρωτάνε ποια είναι τα χαρακτηριστικά του Θεού και δεν παίρνουν συγκεκριμένη απάντηση; Ας πάμε όμως και σε πιο απλά πράγματα: έχω ένα τραπέζι στο σπίτι μου και θέλω να μετρήσω το μήκος του. Χρησιμοποιώντας ένα μέτρο βρίσκω ότι έχει μήκος 2.5 μέτρα. Είναι αυτό το μήκος του; Την επόμενη μέρα έρχεται σπίτι μου ένας φίλος μου και χρησιμοποιώντας το δικό του μέτρο – το οποίο έχει μεγαλύτερη ακρίβεια – βρίσκει το μήκος ίσο με 2.534 μέτρα. Είναι αυτό το μήκος του; Χρησιμοποιώντας μια μετρητική συσκευή με laser βρίσκω με μεγαλύτερη ακρίβεια ότι το μήκος είναι 2.5341765 μέτρα. Είναι αυτό τα μήκος του; Απογοητευμένος, αποφασίζω να καταφύγω στην υπέρτατη λύση: το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Έτσι με ένα SEM προσπαθώ να δω ποιο ακριβώς είναι το μήκος! Πάλι όμως δεν τα καταφέρνω! Τα στοιχειώδη σωματίδια δεν βρίσκονται σε συγκεκριμένο μέρος και η αρχή της αβεβαιότητας του Heisenberg με εμποδίζει από το να δω την ακριβή θέση τους! Συμπέρασμα: δεν μπορώ να μετρήσω το μήκος του τραπεζιού μου για να ξέρω τι μήκος τραπεζομάντηλο θα αγοράσω! Φυσικά ένας φυσικός θα απαντήσει «Το μήκος του τραπεζιού σου προσδιορίζεται με ικανοποιητική ακρίβεια η οποία σου επιτρέπει να ξέρεις τι τραπεζομάντηλο θα αγοράσεις». Τι σημαίνει αυτό; Ότι «δεν μπορούμε να μετρήσουμε το μήκος του τραπεζιού σου» και τίποτα παραπάνω! Με ποιο δικαίωμα λοιπόν μια επιστήμη που δεν μπορεί να γράψει ή να μετρήσει κατηγορεί τη θρησκεία για ανεπάρκεια; Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου επιστήμονα και χρησιμοποιώ την επιστήμη καθημερινά για να λύσω προβλήματα μου. Το ίδιο όμως κάνω και με τη Θρησκεία, την οποία δεν βάζω σε ανταγωνισμό με την επιστήμη. Το γεγονός όμως ότι χρησιμοποιώ την επιστήμη δεν μου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι τα μαθηματικά ή η φυσική έχουν ανακαλύψει κάποια αναντίρρητη αλήθεια για τον κόσμο στον οποίο ζω.   Η γνώση όχι μόνο της άγνοιας σαν έννοια, αλλά και του βαθμού της άγνοιας είναι σημαντική για έναν μορφωμένο άνθρωπο…Θεός, Θεωρία, Θεολογία, όλα είναι λέξεις και έννοιες αλληλένδετες…
      

8. Το πρόβλημα της Ανθρώπινης Προόδου 

Ο άνθρωπος προοδεύει σε όλους τους τομείς. Σταδιαδικά μαθαίνουμε πράγματα τόσο σε τεχνολογικό, όσο και σε ηθικό επίπεδο. Γινόμαστε καλύτεροι βλέποντας τα λάθη των γονιών μας. Οι κοινωνίες μας προοδεύουν. Ακόμα και αν κάποιος αρνηθεί την πρόοδο σε ορισμένους τομείς, δύσκολα θα μπορεί να πει ότι δεν υπάρχει πρόοδος σε κανέναν τομέα. Ορισμένοι δαρβινιστές ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει πρόοδος, παρά μόνο μια ψευδαίσθηση της προόδου. Πιστεύουν δηλαδή ότι η μόνη δυνατή «πρόοδος» είναι μέσω των τυχαίων μεταλλάξεων και της φυσικής επιλογής. Δεν συμφωνώ. Μπορεί αυτή η πρόοδος να είναι εξαιρετικά αργή σε ορισμένους τομείς, αλλά υπάρχει. Η πρόοδος αυτή δεν είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης, αλλά της ανθρώπινης ελεύθερης βούλησης. Και αυτή η πρόοδος υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι το ίδιο με τα άλλα είδη όπως η θεωρία της εξέλιξης υποστηρίζει. Ο άνθρωπος είναι το μόνο είδος που δεν επηρρεάζεται μόνο από το περιβάλλον, αλλά το επηρρεάζει και αυτός. Η εξέλιξη μας δεν είναι μια απλή προσαρμογή ενός είδους στο περιβάλλον του (όπως σύμφωνα με τη θεωρία της εξέλιξης συμβαίνει για όλα τα είδη), αλλά μέσω της τεχνολογίας και της μοριακής τεχνολογίας μπορούμε και να σχεδιάσουμε οι ίδιοι το μέλλον μας και να αλλάζουμε το περιβάλλον μας κατά βούληση. Ακόμα αν θεωρήσουμε ότι ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα σε έναν άσκοπο κόσμο, πάλι συνεχίζουμε να διαφέρουμε εκπληκτικά από έναν πίθηκο κατά το ότι γνωρίζουμε την ασημαντότητα μας. Ωστόσο ο κόσμος φαίνεται να έχει ένα νόημα και η ζωή μας να έχει σκοπό – κατά πάσα πιθανότητα την ίδια την κατανόηση του κόσμου. Σίγουρα η κοινωνία στην οποία ζούμε καθορίζει μερικές φορές το πως θα εκφραστούν ορισμένα από τα ‘ανώτερης υφής’ χαρακτηριστικά μας όπως η ίδια η ελεύθερη βούληση, αλλά δύσκολα κάποιος θα αρνηθεί ότι τέτοια ‘ανώτερα’ χαρακτηριστικά υπάρχουν στον άνθρωπο. Το γεγονός ότι όχι μόνο έχουμε συνείδηση της ύπαρξης μας, αλλά και ότι έχουμε τη βούληση να τη βελτιώσουμε, δείχνει ότι είμαστε κάτι παραπάνω από πιθηκίζουσες μορφές… Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια, η πρόοδος την οποία υποσχέθηκε η υλιστική επιστήμη στο τέλος του 21ου αιώνα δεν παρεδόθει ποτέ. Σε αντίθεση με σχετικά πρόσφατες εποχές του παρελθόντος όπου η επιστημονική σκέψη ήταν πιο ολιστική, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σήμερα έχουμε ουσιαστική πρόοδο σε πολλούς τομείς [18]. Η επιστήμη σήμερα περισσότερο παρατηρεί και καταγράφει δεδομένα παρά δημιουργεί ουσιαστικά νέες καινοτόμες θεωρίες για την ερμηνεία τους. Το να έχουμε CD-ROMs και DVDs δεν είναι πρόοδος… Ελπίζω αυτό να οδηγήσει την επιστήμη σε πιο ολιστικούς τρόπους σκέψης, όπως σκεπτόταν την «παλιά» καλή εποχή του Αριστοτέλη ή ακόμα και του πιο πρόσφατου Αϊνστάιν…    

9. Μετα-μοντέρνα φιλοσοφία

Ο Βιτγκενστάιν (Wittgenstein) – ένας πρωτοπόρος μετα-μοντέρνος φιλόσοφος – πίστευε ότι τα περισσότερα φιλοσοφικά προβλήματα είναι παρεξηγήσεις που οφείλονται στους περιορισμούς της γλώσσας που χρησιμοποιούμε.  Για παράδειγμα η φράση «το γουρούνι καλαρίζει» δεν μπορεί να είναι ούτε αληθής ούτε ψευδής. Η φράση αυτή απλά είναι α-νοησία, δεν έχει κανένα νόημα αφού χρησιμοποιούμε λέξεις που δεν υπάρχουν. Έτσι δεν μπορούμε να πούμε αν είναι αληθής ή όχι. Με παρόμοιο τρόπο η ερώτηση «υπάρχει Θεός;» είναι άνευ νοήματος: δεν γνωρίζουμε ούτε έχουμε ορίσει ακριβώς τι είναι ο «Θεός», δεν έχουμε ξεκαθαρίσει τι σημαίνει «υπάρχω». Κατά συνέχεια ούτε για αυτή την πρόταση μπορούμε να αποφανθούμε το αν είναι αληθής ή ψευδής.   Τα διδάγματα του Βιτγκενστάιν σχετικά με τη γλώσσα και τους περιορισμούς της παρεξηγήθηκαν από πολλούς, οι οποίοι τα χρησιμοποίησαν για να δείξουν ότι δεν υπάρχει Θεός. Για παράδειγμα ο γνωστός Κύκλος της Βιέννης προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το έργο του Βιτγκενστάιν για να υποστηρίξει τις αθεϊστικές τάσεις του και για το λόγο αυτό ο Βιτγκενστάιν ποτέ δεν πήγαινε στις συναντήσεις του Κύκλου. Ωστόσο ο Βιτγκενστάιν στο έργο του Tractatus Logico-Philosophicus ήταν ξεκάθαρος: τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή είναι αυτά για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε! Πράγματι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το «Θεό», ωστόσο αυτό δεν σημαίνει κάτι για την ύπαρξη του! Η λογική αυτή είναι παρόμοια με αυτή που ανέφερα παραπάνω. Όσες «αποδείξεις» ή «ενδείξεις» και αν έχουμε, ποτέ δεν θα μπορούμε να πούμε κάτι τελειωτικά αληθές για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του Θεού. Πάντα στο τέλος χρειάζεται ένα «άλμα» πίστης. Η γλώσσα που χρησιμοποιούμε αποτελεί η ίδια τον περιορισμό για να απαντήσουμε στο ερώτημα της ύπαρξης μας. Ο Βιτγκενστάιν θεωρούσε ότι τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα είναι αυτά που τελικά έχουν τη μεγαλύτερη σημασία ακριβώς επειδή η απάντηση τους είναι εκτός του κόσμου τούτου, ενώ όλα τα άλλα τα οποία συμβαίνουν στον κόσμο μας είναι «ατυχήματα» χωρίς καμία μεγάλη σημασία…
Όπως έλεγε και ο μεγάλος στοχαστής Heidegger [25], μπορεί να μην γνωρίζουμε τι είναι το «είναι», αλλά η συνεχής αναζήτηση για το νόημα αυτής της λέξης είναι που μας κάνει ανθρώπους…      

Συμπέρασμα

      

Δεν μπορείς να μετρήσεις την πνευματική ανάταση που νοιώθεις από την ανάγνωση ενός ποιήματος ή από το άκουσμα ενός κομματιού κλασικής μουσικής, ούτε να βρεις με ποιον τρόπο αυτή η διαδικασία βοηθάει την επιβίωση σου. Δεν μπορείς να μετρήσεις την αγάπη προς ένα φιλικό σου πρόσωπο, ούτε να κατανοήσεις γιατί θα πας να διακινδυνεύσεις ακόμα και τη ζωή σου για τον εχθρό σου αν τον δεις να υποφέρει. Δεν πρόκειται κανένας ποτέ να βρει επιστημονικά αποδείξιμη εξήγηση για τόσες πράξεις αυτοθυσίας για ανώτερα ιδανικά όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή η ελευθερία του λόγου, βασισμένος αποκλειστικά και μόνο σε όρους φυσικής επιλογής και επιβίωσης των ειδών. Δεν πρόκειται ποτέ κάποια επιστημονική σχολή να εξηγήσει την ύπαρξη των κανόνων της ηθικής στην ανθρώπινη κοινωνία ή να μετρήσει την ορθότητα τους, με τον ίδιο τρόπο που εξηγεί την ύπαρξη του αριθμού «π» και «δεν» μετράει την τιμή του. Οι βιολόγοι δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβουν γιατί οι άνθρωποι αυτοκτονούν για μια ανύπαρκτη αγάπη, την ίδια στιγμή που τα ζώα σκοτώνουν για ένα σπόρο βατόμουρου. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι δεν πρόκειται ποτέ να κατανοήσουν γιατί όλοι οι άνθρωποι θεωρούν πως αξίζει να δώσουν τη ζωή τους για κάτι «ανώτερο», έχοντας σαν βάση ότι τίποτα πέραν αυτής της ζωής δεν υπάρχει. Οι ά-θεοι επιστήμονες ποτέ δεν πρόκειται να βρουν το Θεό στο σύμπαν, με τον ίδιο τρόπο που οι α-ωρολογοποιοί δεν πρόκειται ποτέ να βρουν τον ωρολογοποιό βλέποντας ένα ρολόι πεταμένο στη μέση μιας ερήμου. Ο κόσμος μας δίνει πολλές ενδείξεις για να δούμε την αλήθεια. Αν θέλουμε θα δούμε πως υπάρχει κάτι ανώτερο που διέπει την ύπαρξη μας. Το ότι είναι μη-μετρήσιμο και όχι εύκολα προσδιορίσιμο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει! Αν αντίθετα μείνουμε προσκολλημένοι σε όσα μπορούμε να αποδείξουμε μέσα στο χώρο ενός εργαστηρίου ή με τη βοήθεια ενός οργάνου μέτρησης, τότε δεν θα βρούμε ποτέ τίποτα που να διαφοροποιεί εμάς τους ανθρώπους από τις πέτρες ή τα βακτηρίδια…Ας μην ξεχνάμε ότι η ιδέα περί μιας «Πρώτης Αιτίας» και ενός «Θεού» υπάρχει από την εποχή του Αριστοτέλη. Και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Αριστοτέλη σαν τυφλωμένο από το δόγμα του Χριστιανισμού… Όπως δήλωσε και η Ακαδημία των Αθηνών στις 23 Ιουνίου 2006 σχετικά με τη θεωρία της εξέλιξης: «η ανθρώπινη κατανόηση των εννοιών της αξίας και του σκοπού εκφεύγει των ορίων των θετικών επιστημών» και «σε αυτήν συμβάλλουν μια σειρά από παράγοντες -επιστημονικοί, κοινωνικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί […] αυτοί οι διαφορετικοί τομείς οφείλουν να έχουν αμοιβαίο σεβασμό και ταυτόχρονα να αναγνωρίζουν πλήρως τόσο τους δικούς τους τομείς δράσης όσο και τους περιορισμούς τους» [http://www.academyofathens.gr/ecportal.asp?id=1007&nt=18&lang=1] (δες και τη σχετική ανακοίνωση στην ιστοσελίδα της Interacademy Panel [IAP – Global network of Science Academies] στο Διαδίκτυο: http://www.interacademies.net/Object.File/Master/6/150/Evolution%20statement.pdf]). Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Edward J. Larson του πανεπιστημίου της Γεωργίας (ΗΠΑ) επανέλαβε το 1997 μία έρευνα που είχε γίνει το 1916 (από τον γνωστό ψυχολόγο James Leuba) σχετικά με τις πεποιθήσεις των επιστημόνων για την ύπαρξη Θεού, βρήκε έκπληκτος ότι το ποσοστό των επιστημόνων που πιστεύουν δεν είχε αλλάξει καθόλου αν και η επιστήμη έχει προοδεύσει πολύ! Ένα σταθερό 40% από τους επιστήμονες που ερωτήθησαν (μεταξύ τους και βιολόγοι), απάντησαν ότι πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού παρά τις εκπληκτικές ανακαλύψεις της επιστήμης τα χρόνια που μεσολάβησαν [21] ! Επιπλέον, μια έρευνα που διεξήχθη το 2005 σε κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου έδειξε ότι ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 48% των επιστημόνων έχουν κάποια θρησκευτική πίστη, ενώ τουλάχιστον 75% θεωρεί ότι η Θρησκεία είναι φορέας πολύ σημαντικών μηνυμάτων και αλήθειας [24]. Εν κατακλείδι, το να είσαι επιστήμονας δεν είναι ασύμβατο με το να είσαι θρησκευόμενος όπως προσπαθούν μερικοί να μας πείσουν… Συμπέρασμα: Μείνετε ταπεινοί μπροστά στο μεγαλείο της φύσης, ερευνάτε σαν επιστήμονες, πιστεύετε στον άνθρωπο σαν θεολόγοι, δουλέψτε όλοι μαζί για να βρείτε την αλήθεια! Μερικές φορές το να κάνεις τις σωστές ερωτήσεις είναι σημαντικότερο από το να γνωρίζεις τις απαντήσεις…
      

Βιβλιογραφία

      

1. Κοινή Λογική – Κοινός Νους        

2. ‘Metaphysics’, Aristotle.  3. ‘The Limits of Natural Selection as Applied to Man’, Alfred Russel Wallace (S165: 1869/1870).      

 4. ‘Types, Tableaus, and Gödel’s God’, Fitting, M.      

 5. ‘Dissent Over Descent’, Steve Fuller.      

 6. ‘Tractatus Logico-Philosophicus’, Lugwig Wittgenstein.      

 7. ‘The Origin of Human Races and the Antiquity of Man Deduced From the Theory of Natural Selection’, Alfred Russel Wallace (S93: 1864).      

 8. http://www.discovery.org      

 9. http://www.intelligentdesignnetwork.org/      

 10. The limits of science, knol by Spiros (Spyridon) Kakos      

 11. ‘Evidence for Belief’, Francis Collins.      

 12. ‘Notes Added to the Second Edition of Contributions to the Theory of Natural Selection’, Alfred Russel Wallace (S716: 1871) [http://www.wku.edu/~smithch/index1.htm].      

 13. ‘The Limits of Natural Selection as Applied to Man’, Alfred Russel Wallace (S165: 1869/1870) [http://www.wku.edu/~smithch/wallace/S165.htm].      

 14. «The meaning and limits of exact science» (Sinn und Grenzen der exakten Wissenschaft), Max Planck.        

 15. «Nature and the Greeks», Erwin Schroedinger.        

    

16. «Philosophy – A graphic guide to the history of thinking», Dave Robinson and Judy Groves.   17. «Το συμπαντικό τζακ-ποτ», Πωλ Ντέιβις.        

  18. Les Vrais Penseurs de notre temps (1989) (True Thinkers of Our Time), Guy Sorman.   19. Über die Grenzen des Naturerkennens («On the limits of our understanding of nature»), Emil du Bois-Reymond, 1872.    

    

 20. «Reflections on Gödel’s Ontological Argument», Christopher G. Small, University of Waterloo [http://www.stats.uwaterloo.ca/~cgsmall/Godel.final.revision.PDF]      

 21. http://findarticles.com/p/articles/mi_m1355/is_n22_v91/ai_19332942      

 22. http://www.interacademies.net/Object.File/Master/6/150/Evolution%20statement.pdf      

 23. http://undsci.berkeley.edu/article/0_0_0/science_religion        

 24. Ecklund, E.H., and C.P. Scheitle. 2007. Religion among academic scientists: Distinctions, disciplines, and demographics. Social Problems 54(2):289-307.
   Σχετικά Knols    

    

Το παρόν άρθρο είναι μέρος μιας σειράς σχετικών με τη φιλοσοφία άρθρων τα οποία έχω γράψει και τα οποία καταγράφονται παρακάτω: 1. Modern Platonic Dialogue I: A theist, an atheist and an agnostic talking… 2. The limits of science 3. Φιλοσοφία της Επιστήμης και της Θρησκείας [Greek] 4. Religion and Science unification – Towards Religional Science 5. Evolution and Intelligent Design – The way to an agreement 6. The Source of Ethics 7. Why you can’t be an agnostic 8. Human Consciousness and the End of Materialism 9. Τα Όρια της ΕπιστήμηςHarmonia Philosophica, μια προσωπική προσπάθεια ενοποίησης του χώρου της φιλοσοφίας…
Διαβάστε και το άρθρο Διαχωρισμός Κράτους-Επιστήμης:Ήρθε η ώρα; για ορισμένες πρακτικές σκέψεις σχετικά με το πως πρέπει να οργανωθεί η επιστημονική έρευνα…    

 Πηγή: http://knol.google.com/k/φιλοσοφία-της-επιστήμης-και-της-θρησκείας#





Περί βαλκανικής κοινότητας

6 07 2010

Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ

Tα Βαλκάνια μπαρουταποθήκη; Η χερσόνησος του Αίμου, τα Βαλκάνια δηλαδή, μεσαίωνας σχεδόν ακόμη στην ανατολική άκρη της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Η νοτιανατολική αυτή γωνιά της Ευρώπης (άλλο ευγενέστερο όνομα πάντα των Βαλκανίων) προπύργιο απέναντι στην Ασία, αλλά και επιρρεπής στα ασιατικά και ανατολίτικα διδάγματα της μακρόχρονης ιστορίας της.

Αυτά λοιπόν τα Βαλκάνια έχουν άραγε κοινά χαρακτηριστικά που να μας κάνουν (μάλλον επιτρέπουν) να μιλάμε για βαλκανική κοινότητα; Και αν ναι, ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά και από πότε γίνονται και αναπτύσσονται ως ιστορική

Να θυμίσω βιαστικά ότι ο βαλκανικός χώρος δεν είχε ακόμη αυτό το όνομα, όταν ενοποιήθηκε για πρώτη φορά, αν όχι στο σύνολό του πάντως σε μεγάλο μέρος του, από τους μακεδόνες βασιλείς, τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Τότε ίσως άρχισε και ο γλωσσικός εξελληνισμός των σκυθικών πληθυσμών της χερσονήσου. Τη μακεδονική ενοποίηση διαδέχθηκε μερικούς αιώνες αργότερα η ρωμαϊκή, στην περιοχή αυτή που τον 4o μ.Χ. αιώνα μετατράπηκε σε βυζαντινή επικράτεια.

Η επαρχιακή διοίκηση του Ιλλυρικού με έδρα τη Θεσσαλονίκη εκφράζει τη βυζαντινή πολιτική και στρατιωτική ενοποίηση του βαλκανικού χώρου, που περιλαμβάνει τους εξελληνισμένους πληθυσμούς της χερσονήσου του Αίμου (πλην ίσως των εκρωμαϊσθέντων Δακών, μακρινών προγόνων των σημερινών Ρουμάνων). Θα υπογραμμίσω ότι, grasso modo, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους εκλατινισμένους και στους εξελληνισμένους λαούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της διαδόχου της βυζαντινής αρχίζει από τη Βενετία, διέρχεται την Αδριατική και το Ιόνιο, για να καταλήξει στη Μεγάλη Σύρτη (σημερινή Λιβύη), έχοντας ανατολικά τους ελληνομαθημένους, που έγιναν αργότερα ο πυρήνας του Βυζαντίου, και δυτικά τους λατινογενείς. Να σημειώσω παρενθετικά ότι η γραμμή αυτή, με ορισμένες οριακές διορθώσεις, είναι αυτή που χώρισε καθολικούς και ορθοδόξους μετά το σχίσμα των εκκλησιών στα 1054, είναι η ίδια που διακρίνει τους τουρκοκρατούμενους χώρους (από τα μέσα του 15ου και εδώ) από τη δυτική χριστιανοσύνη, είναι ακόμη αυτή που χώρισε στα χρόνια μας τις κομουνιστικές χώρες από τις δυτικόφρονες με μόνη εξαίρεση την Ελλάδα.

Η παμβαλκανική διοίκηση του Ιλλυρικού, που κεντρική αρτηρία έχει την Εγνατία οδό (αυτή ενώνει την παλιά με τη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη) και που θρησκευτικά υπάγεται στον πάπα και όχι στον πατριάρχη, θα διαρκέσει, grosso-modo, ώς την εγκατάσταση των Σλάβων στην περιοχή και τη δημιουργία, πριν από το τέλος του 7ου αι., του βουλγαρικού κράτους στον χώρο του Δουνάβεως. Και βέβαια ώς τη νέα οργάνωση της άμυνας του Βυζαντίου εναντίον των Βουλγαροαβάρων στα βόρεια σύνορά του. Εκφράζεται η προσπάθεια αυτή με την ίδρυση των θεμάτων, διοικητικών επαρχιών της Μακεδονίας, της Θράκης, αλλά και της Ελλάδας, και λίγο αργότερα και του Δυρραχίου. Να πω συμπερασματικά ότι τον 8ο αιώνα έχει διαμορφωθεί ο βαλκανικός χώρος σύμφωνα με συνθήκες εθνολογικές που διαρκούν σχεδόν ώς τις ημέρες μας. Τότε άλλωστε καταργείται και η διοίκηση του Ιλλυρικού και οι εναπομείνασες στο Βυζάντιο περιοχές του προσαρτώνται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Είναι η εποχή που το Βυζάντιο ταράζεται από την εικονομαχική διαμάχη, που μεταξύ άλλων διαφοροποιεί την εικονολατρική Ρώμη από την εικονοκλαστική ακόμη τότε Κωνσταντινούπολη.

Είμαστε στα χρόνια των λεγόμενων σκοτεινών χρόνων (διαρκούν από το τέλος του 7ου ώς τα μέσα του 9ου αιώνα), όταν το Βυζάντιο, εκτός από τα συνεχή κούρσα των Αράβων στην Ανατολή και την εσωτερική διαμάχη των εικόνων, αντιμετωπίζει την εισβολή και εγκατάσταση στα εδάφη του των σλαβικών φύλων. Ο εκβυζαντινισμός των απρόσκλητων αυτών επισκεπτών αποτελεί το κύριο μέλημα της αυτοκρατορίας. Επιτυγχάνεται κυρίως στα χρόνια του Μιχαήλ Γ΄, του αδίκως λεγομένου Μέθυσου, χάρη στον γλωσσικό εξελληνισμό, στον εκχριστιανισμό και στην ένταξη στη βυζαντινή διοίκηση με την οργάνωση των αρχοντιών-σκλαβηνιών, ομάδων αυτόνομων, υπό βυζαντινό όμως διοικητή. Τότε άλλωστε τοποθετείται και ο εκχριστιανισμός των εκτός Βυζαντίου Σλάβων. Με το βάφτισμα των Βουλγάρων ο τσάρος Βόρις παίρνει το όνομα Μιχαήλ από τον ομώνυμο βυζαντινό αυτοκράτορα και ανάδοχό του. Αυτό στα 863, οπότε και μαρτυρείται η πρώτη επίθεση των Ρώσων κατά του Βυζαντίου (860). Τότε λοιπόν τοποθετείται ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων, το περίλαμπρο αυτό κατόρθωμα των θεσσαλονικέων αδελφών μοναχών.

Μιλώ βέβαια για τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, των οποίων το έργο, ο εκχριστιανισμός δηλαδή των εκτός Βυζαντίου Σλάβων και η ένταξή τους στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, δηλώνει τη νέα ενοποίηση του βαλκανικού χώρου. Αυτήν που τα χαρακτηριστικά της δεν είναι πολιτικής ή στρατιωτικής υφής, αλλά είναι καθαρά πνευματικά: ως ενσωμάτωση των βαλκάνιων λαών στην κωνσταντινουπολίτικη ορθοδοξία διαρκεί ώς τα σήμερα, άσχετα από εκκλησιαστικές αποσχίσεις διοικητικού και όχι δογματικού χαρακτήρα. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το θεμέλιο της βαλκανικής κοινότητας, στο μέτρο βέβαια που μια τέτοια ενότητα υπάρχει, είναι η ορθοδοξία, έργο αυτό βυζαντινό, όπως άλλωστε και η δημιουργία της λεγόμενης κυριλλικής γραφής, η μετάφραση στα σλαβονικά των ιερών κειμένων και βέβαια και η τέχνη, αρχιτεκτονική, ζωγραφική ή μικροτεχνία, που συνοδεύει τη χριστιανική ευλάβεια.

Να τονίσω λοιπόν ότι χριστιανικό και ελληνόφωνο πολιτισμικά το Βυζάντιο έγινε γρήγορα, παρά την πολυεθνική σύσταση του πληθυσμού του, ο νέος ευρύς χώρος δράσης του μεσαιωνικού ελληνισμού που, μπολιασμένος από τον χριστιανισμό και από τα ρωμαϊκά κατορθώματα, αναδεικνύεται σε παγκόσμια δύναμη της εποχής, πολιτική και πνευματική.

Η επεξεργασία και η διάδοση της Ορθοδοξίας, που αποτελεί μαζί με τη συνέχεια της γλώσσας το θεμέλιο του νέου ελληνισμού, είναι έργο καθ’ όλα βυζαντινό, δηλαδή της Ρωμιοσύνης.

Χάρη άλλωστε στην Ορθοδοξία, που το Βυζάντιο δίδαξε σε “όλους τους παρά τον Δούναβιν οικούντες”, όπως λέει ένα λαϊκό κείμενο, απαριθμώντας Βουλγάρους, Μοράβους, Σέρβους, Βλάχους και Σλάβους (των Ρώσων μη εξαιρουμένων), χάρη λοιπόν στη διάδοση της Ορθοδοξίας και στο έργο των ισαποστόλων Θεσσαλονικέων Κυρίλλου και Μεθοδίου, το Βυζάντιο, πριν από το τέλος του 9ου αι., βρίσκεται στο κέντρο μιας ευρύτερης πνευματικής ενότητας, της ορθόδοξης Βαλκανικής.

Εκχριστιάνισαν οι Βυζαντινοί και ενσωμάτωσαν έτσι στον υπό δημιουργία τότε ευρωπαϊκό κόσμο τους λαούς που δεν είχαν ωστόσο πάψει να αντιστρατεύονται την αυτοκρατορία τους, όπως οι Βούλγαροι αλλά και οι Ρώσοι, και αυτό ώς τα μέσα σχεδόν του 11ου αιώνα.

Δεν θα σταθώ στην ενδοχριστιανική διαμάχη ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Βουλγάρους για την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Οι πόλεμοι του Συμεών στο τέλος του 9ου, αρχές 10ου αιώνα, που αποβλέπουν στη Θεσσαλονίκη και απειλούν και αυτήν τη Βασιλεύουσα, καθώς και οι επιθέσεις του Σαμουήλ στις αρχές του 11ου αι. κατά της Ελλάδας, που κατέληξαν στη νίκη του Βασιλείου Β΄ του λεγομένου Βουλγαροκτόνου και στη διάλυση του βουλγαρικού κράτους, που τα εδάφη του αποτέλεσαν μετά το 1014 (μάχη του Κλειδίου) για πάνω από έναν αιώνα βυζαντινές επαρχίες, χαρακτηρίζονται ως κύριοι σταθμοί της βυζαντινοβουλγαρικής σύρραξης για την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Είναι ωστόσο αναμφισβήτητο ότι ο 11ος αιώνας, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του 12ου, ώς τη Φραγκοκρατία, αποτελούν την εποχή της εμπέδωσης του Βυζαντίου, της διάδοσης της αυτοκρατορικής πνευματικής και καλλιτεχνικής ακτινοβολίας του στον χώρο των Βαλκανίων. Η βυζαντινή επιρροή, παρά την αφύπνιση των εθνικών κρατών της περιοχής των Βουλγάρων, που ανασυντάσσουν το κράτος τους, και λίγο αργότερα των Σέρβων, που καταφέρνουν χάρη στις νίκες του Στέφανου Ντουσάν, στα μέσα του 14ου αιώνα, να προωθηθούν σε Μακεδονία και Θεσσαλία, θα μείνει ανεξίτηλη και μετά το Βυζάντιο, ορατή μάλιστα θα πω ώς τις μέρες μας.

Το έργο του N. Jοrga “Byzance après Byzance” καταγράφει ακριβώς τις βυζαντινές επιβιώσεις στον βαλκανικό χώρο. Αφορούν βέβαια τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, τις καλλιτεχνικές επιδόσεις (ιδιαίτερα στη ζωγραφική κατά την εποχή των Παλαιολόγων), αλλά και τις διοικητικές επιδράσεις που εκφράζει ιδιαίτερα η χρήση του ρωμαϊκού δικαίου στις βαλκανικές χώρες, όπως το είχαν επεξεργαστεί οι μεγάλοι νομοδιδάσκαλοι, ο Αρμενόπουλος με την Εξάβιβλο και ο Βλαστάρης.

Ένα νέο όμως στοιχείο έρχεται να ενισχύσει τη βαλκανική αλληλεγγύη που θεμελίωσε η Ορθοδοξία. Μιλώ για την αντίσταση των Βαλκανίων κατά των Τούρκων από τα μέσα του 14ουν αι. (από την εμφάνιση δηλαδή και εγκατάσταση των Οθωμανών το 1354 στην Καλλίπολη, σε ευρωπαϊκό έδαφος) ώς την τελική υποταγή της περιοχής στη σουλτανική κυριαρχία. Τότε αναδεικνύονται και οι λαϊκοί ήρωες των λαών του Αίμου (που οι Τούρκοι ονόμασαν Βαλκάνια), ήρωες όπως ο Λαζαρεβίτς των Σέρβων, που διακρίθηκε στη μάχη του Κοσόβου στα 1389, ή ο Σκεντέρμπεης ο Καστριώτης των Αλβανών, που αποτελούν, μαζί βέβαια με τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο Δραγάση, την πρώτη διακεκριμένη ομάδα ηρώων του αντιτουρκικού αγώνα, που παίρνει χροιά υπεράσπισης της πίστης.

Οι ηγέτες αυτοί έγιναν γρήγορα τα θρυλικά πρόσωπα της ιστορίας των λαών τους. Άγιασε ο Λαζαρεβίτς, μαρμαρωμένος βασιλιάς ο Κωνσταντίνος που ακόμη περιμένει την οσιοποίησή του ως πρώτος νεομάρτυς του γένους. Στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας, που στην περιοχή ολοκληρώθηκε με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453, δεν θα πάψει η χριστιανική κοινότητα των Βαλκανίων να αποβλέπει στην Τρίτη Ρώμη, τη Μόσχα, τη μόνη ορθόδοξη πρωτεύουσα εκτός ισλάμ, αλλά και στην παραμυθητική αρωγή του Milet, που διευθύνει και διαχειρίζεται εξ ονόματος όλων των χριστιανών ο πατριάρχης χάρη στα σουλτανικά προνόμια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει ομοιογένεια στις αντιδράσεις απέναντι στον κατακτητή. Ο σχεδόν μαγικός εξισλαμισμός των αλβανικών φύλων, αλλά και των Βοσνίων, καθώς και η πολεμική συνεργασία ομάδων, ιδιαίτερα των Αλβανών αλλά και Σέρβων, κατά τους πρώτους χρόνους της τουρκικής κατάκτησης, η τραυματική εμπειρία του παιδομαζώματος και των πρώτων χριστιανών γενιτσάρων δημιουργούν ρήγματα στους κόλπους της βαλκανικής χριστιανοσύνης. Η δημιουργία άλλωστε ημιελεύθερων περιοχών, όπως της Βλαχίας και της Μολδαβίας, διαφοροποιεί την ένταση και το είδος της αντίστασης και της αντιμετώπισης των Τούρκων, των οποίων η διαγωγή απέναντι στους Χριστιανούς εξαρτάται πολλές φορές και μόνο από τον χαρακτήρα κάθε σουλτάνου.

Οι παραστάσεις της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Τούρκων που κοσμούν τις εκκλησίες της Μολδαβίας, όπως στο Βερονέτς και στο Humor, καθώς και το έργο των ελλήνων Φαναριωτών στην περιοχή αυτή ως διοικητών αλλά και ως φορέων πνευματικής ανάπτυξης αποδεικνύουν τη σχετική ελευθερία που απολάμβανε η Μολδοβλαχία αλλά και την ελληνοπρεπή επίδραση που υφίσταντο οι ρουμανικές περιοχές. Και αυτό καθ’ όλη τη μακραίωνη τουρκοκρατία. Είναι γνωστό ότι το Βουκουρέστι και το Ιάσιο αποτέλεσαν τότε κέντρα της ελληνικής διανόησης (να αναφέρω μόνο τη δράση του Μοισιόδακα) και είναι χαρακτηριστικό ότι ο τελευταίος των Βυζαντινών και ο πρώτος των Νεοελλήνων (έτσι χαρακτηρίζω τον Ρήγα Φεραίο) δρα στην περιοχή αυτή. Να θυμίσω ότι το έργο του Ρήγα (η Χάρτα, οι Νόμοι του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια ανασύστασης μιας ελεύθερης βαλκανικής κοινότητας, πολιτικά ενωμένης, από την οποία δεν θα αποκλείεται κανείς από τους λαούς της Χερσονήσου του Αίμου. Όμως οι αμφιταλαντεύσεις της επίσημης εκκλησίας (παρά τα λαϊκά κηρύγματα του Κοσμά Αιτωλού) και η άρνησή της απέναντι σε κάθε διαφωτιστική προσπάθεια, η αμφιλεγόμενη στάση των Φαναριωτών (της ελληνικής, δηλαδή, μεγαλοαστικής ομάδας που υπηρέτησε διοικητικά τα τουρκικά συμφέροντα, αλλά και των κοτζαμπάσηδων, των χριστιανών μεγαλογαιοκτημόνων, απέναντι σε αβέβαιες απελευθερωτικές κινήσεις, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει αδιαφιλονίκητη υποταγή στον κατακτητή, εμπόδισαν την ευόδωση του διαφωτιστικού έργου του Ρήγα. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ο καινούργιος ύμνος προς την Παρθένο Ελευθερία (έτσι ονόμασαν τον Θούριο του Ρήγα) είχε κυρίως απήχηση στις χώρες των ρουμανικών επαρχιών, όπου ανδρώθηκε η Φιλική Εταιρεία και απ’ όπου άρχισε το πρώτο σάλπισμα για ξεσηκωμό, αυτό του Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Να καταλήξω λέγοντας ότι η διαχρονική αλληλεγγύη μεταξύ των λαών των Βαλκανίων που άρχισε με την κοινή αποδοχή της Ορθοδοξίας (συνεχίζεται σήμερα στη μοναστική κοινότητα του Άθω) και που ανδρώνεται με τον αντιτουρκικό αγώνα, πριν και κατά τους χρόνους της μακραίωνης σκλαβιάς, έχει δύο διακριτέα σκέλη: 1) Το λαϊκό, θα έλεγα καλλίτερα το φολκλορικό, όπως εμφανίζεται στα δρώμενα της καθημερινής ζωής (εικόνες, λατρεία, χορούς, τραγούδια κτλ.), και βέβαια 2) το επιστημονικό-πνευματικό, όπως το εκφράζουν η δράση των Φαναριωτών, το έργο των Βαλκανίων της διασποράς και οι διανοούμενοι που εξευρωπαΐστηκαν. Να πω κλείνοντας ότι το δεύτερο αυτό σκέλος είναι θεμελιωμένο στο ελληνικό μάθημα ανθρωπισμού που δεν έπαψε ποτέ να διδάσκει σχεδόν ώς στις μέρες μας τον όποιο βαλκανικό λαό, παρά τις αδελφοκτόνες ενδοβαλκανικές συρράξεις. Να θυμίσω, τελειώνοντας, ότι η ελληνική γλώσσα ήταν ως προχθές ακόμη η lingua franca της περιοχής και αυτό όχι μόνο για εμπορικούς και οικονομικούς λόγους.

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Κοινωνία-Ανθρωπολογία/Άρθρα/2216-Περί-βαλκανικής-κοινότητας.html





Η αλληγορία του Σπηλαίου

3 07 2010

http://www.youtube.com/watch?v=nsuwZoPrfec

Ο Πλάτωνας, με την «αλληγορία του Σπηλαίου», αφενός θέλησε να υποδείξει πως η αλήθεια μπορεί να υπερβαίνει το φαινόμενο και το αισθητό και αφετέρου να τονίσει τον ύψιστο σκοπό ενός διαφωτιστή, να θυσιάσει ακόμα και την ζωή του προκειμένου να εκπληρώσει το διαφωτιστικό του έργο.

Θα ήθελα όμως να εστιάσω στο πώς ο διαφωτιστής έγινε μέτοχος της «αλήθειας». Στην πραγματικότητα, δεν ακολούθησε διαφορετική διαδικασία μάθησης πριν και μετά την απελευθέρωσή του. Με τις αισθήσεις του πλανεύτηκε, αλλά και με τις αισθήσεις του πληροφορήθηκε για την «αντικειμενική αλήθεια» του περιβάλλοντος κόσμου. Αυτό που άλλαξε, ήταν η οπτική του και η θέση του. Επομένως, αν θελήσει να μυήσει επιτυχώς και τους άλλους δεσμώτες στην «αντικειμενική αλήθεια» θα πρέπει να τροφοδοτήσει την εμπειρία τους με την «άλλη οπτική» του «πραγματικού κόσμου», τραβώντας τους έξω από την σπηλιά. Αλλιώς ποιο το νόημα μιας τέτοιας διδασκαλίας;

Ο Αριστοτέλης, έρχεται να τονίσει, όχι τόσο το τι είναι αληθές, αλλά το πώς μέσα από τις εμπειρίες μας δομούμε την γνώση μας. Συνεπώς, αυτά τα δύο δεν είναι ανεξάρτητα. Κατά τον Αριστοτέλη, «Η επίδραση της αίσθησης δημιουργεί αισθητές εικόνες, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν την ενεργοποίηση του πνεύματος και τη δημιουργία εννοιών. Η απόκτηση της γνώσης, παρουσιάζεται ως μια συνολική διαδικασία την οποία θα αποκαλούσαμε νοητική διαδικασία, όπου γίνεται κατανοητή από την ανάλυση της σημασίας του ορισμού της ψυχής και η οποία, έτσι όπως αναπτύσσεται, έχει ως αφετηρία τη γέννηση μέσα στη συνείδηση αισθητών αναπαραστάσεων και συμβαδίζει με τη νόηση, από την οποία εμφανίζονται οι νοητικές αναπαραστάσεις ή έννοιες.» (από την περίληψη της «Εμπειρίας και γνώσης στον Αριστοτέλη» της Ζαρβαδά Κυριακής)

Οι σύγχρονες θεωρίες μάθησης, φαίνεται να κατανοούν όλο και περισσότερο την αξία της εμπειρίας για την γνώση. Αλλά και οι θετικές επιστήμες, βασίζουν τις θεωρίες τους σε αντικειμενικές παρατηρήσεις και λογικές διαδικασίες. Και όμως, η «αντικειμενική αλήθεια» μοιάζει με άπιαστο στόχο. Έτσι, μέχρι χθες, τόσο για τον απελευθερωμένο δεσμώτη της σπηλιάς, όσο και για εμάς, ο Ήλιος ήταν ένας αψεγάδιαστος φωτεινός δίσκος, αθάνατος, με δύναμη θεότητας. Σήμερα γνωρίζουμε τις «ατέλειές» του, την πηγή της δύναμής του, το πεπερασμένο του. Αύριο, θα ξέρουμε πολύ περισσότερα και η γνώση μας θα εκτίνεται στον χώρο και τον χρόνο.

Όσο όμως εμβαθύνουμε, τόσο τα ερωτηματικά αυξάνουν. Έτσι, το τίμημα της φυσικής μας περιέργειας είναι το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» του Σωκράτη… Ίσως λοιπόν σήμερα να μοιάζουμε με τους δεσμώτες στην σπηλιά του Πλάτωνα, με τη διαφορά ότι έχουμε κάνει μια σημαντική πρόοδο: γνωρίζουμε την άγνοιά μας.

Ειρήνη Περυσινάκη

Δρ. Μαθηματικών, Καθηγήτρια στο Πειραματικό ΓΕΛ Ηρακλείου

Ιστοσελίδα: http://math-flights.blogspot.com

Πηγή: http://theologoi-kritis.sch.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=268:2010-06-19-20-35-06&catid=65:2008-12-29-20-40-10&Itemid=129





Η ιερότητα των συμβόλων ως πολιτισμική αναγκαιότητα της ανοιχτής κοινωνίας .[1]

2 07 2010

1. Τό σύμβολο. 

Ὁ θρησκευτικός συντελεστής ἀποτελεῖ βασικό συσταστικό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ εἴτε αὐτός ἐκλαμβάνεται ὡς μιά ἁπλή ἀνθρώπινη δραστηριότητα εἴτε ὡς μιά πολυσύνθετη διεργασία, ἀτομική ἤ συλλογική, προσωπική ἤ διαπροσωπική. Οἱ προσεγγίσεις καί οἱ ἀναλύσεις τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ἐντός τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ, μέ ἀναγκαῖες τίς κοινωνιολογικές καί ἀνθρωπολογικές κατανοήσεις τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν δράσεων, ἐπιτρέπουν τήν ἀντικειμενική καί ἐπιστημονική διερεύνηση καί ὑπερβαίνουν, χωρίς, ὅμως, νά ἀπορρίπτουν τό γεγονός τῆς πίστης. Αὐτή ἡ δυνατότητα προσέγγισης καί ἀνάλυσης τοῦ θρησκευτικοῦ μέσα ἀπό τήν ὑπέρβαση τοῦ γεγονότος τῆς πίστης μέ πρωτεύοντα τά πολιτισμικά καί κοινωνιολογικά δεδομένα ἀποκλείει περαιτέρω ἀπολυτοποιήσεις καί μυθοποιήσεις βασικῶν ἐννοιῶν του, καθώς ἀποκαθάρει τά γεγονότα ἀπό πρόσθετα μεταγενέστερα χαρακτηριστικά, τά ὁποῖα ἀμαυρώνουν τό ἐμπειρικό τῆς πίστης εἴτε αὐτό εἶναι ἀτομικό εἴτε συλλογικό.[2] 

Ἡ κοινωνιολογική προσέγγιση καί ἀνάλυση τῆς θρησκείας ὡς ἑνός ἐκ τῶν βασικῶν στοιχείων διαμόρφωσης τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ τεκμηριώνεται κυρίως μέσα ἀπό ἕνα εὐρύ φάσμα ἀνθρώπινων δραστηριοτήτων πού μποροῦν νά ξεκινοῦν ἀπό πρακτικές προγονολατρείας, τελετουργίες μύησης μέ ὑπολανθάνουσες ἀναφορές σέ δυνάμεις ἐξουσίας ἤ ὑπολανθάνουσες σεξουαλικές πράξεις, θρησκευτικούς μύθους πού ὑποδηλώνουν ἔμμεσες ἀναφορές σέ κοινωνικούς θεσμούς καί κανόνες, ἀλλά καί ὑψηλά ἐπίπεδα τέχνης, μουσικῆς καί ἀρχιτεκτονικῆς, τά ὁποῖα φανερώνουν δυναμικές παρεμβάσεις τοῦ θρησκευτικοῦ στόν ἀνθρώπινο πολιτισμό μέ ἐνεργό ὑποκείμενο σέ κάθε τέτοια δραστηριότητα τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. 

Ἡ θρησκεία ἐπηρεάζει τή διαμόρφωση τοῦ ἤθους τῶν ἀνθρώπων καί τίς διάφορες κοσμοθεωρίες γιά τά πράγματα αὐτά καθ’ ἑαυτά, τίς ἰδέες τους γιά τήν κοινωνία καί τούς κανόνες πού τήν διέπουν εἴτε σέ ἀτομικό εἴτε σέ συλλογικό ἐπίπεδο. 

Ὁ ἄνθρωπολόγος Clifford Geertz, ἐπιχειρώντας νά ὁριοθετήσει τό θρησκευτικό φαινόμενο καταλήγει στόν ἑξῆς ὁρισμό γιά τήν θρησκεία: 

ἡ θρησκεία εἶναι: 

α. ἕνα σύστημα συμβόλων πού ἐπενεργεῖ μέ τρόπο ὥστε 

β. νά δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο ἰσχυρές καί παρατεταμένης διάρκειας διαθέσεις καί κίνητρα 

γ. διαμορφώνοντας ἀντιλήψεις γιά τή γενικότερη τάξη τῆς ὕπαρξης 

δ. ἐνδύοντας αὐτές τίς ἀντιλήψεις μέ μιά τέτοια αὔρα δεδομένης πραγματικότητας 

ε. ὥστε οἱ διαθέσεις καί τά κίνητρα αὐτά νά φαίνονται ἰδιαζόντως ρεαλιστικά. 

Εἶναι ἐμφανές ὅτι σέ αὐτόν τόν ὁρισμό βασικό στοιχεῖο κατανόησης ὁρίζεται τό «σύστημα συμβόλων», καθώς τά σύμβολα ἀποτελοῦν πολιτισμικά πρότυπα τά ὁποῖα βοηθοῦν στή συγκρότηση τῶν κοινωνικῶν καί ψυχολογικῶν προγραμμάτων πού διαμορφώνουν τή δημόσια συμπεριφορά.[3] Αὐτό σημαίνει ὅτι τά θρησκευτικά σύμβολα προκαλοῦν ἤ κινοῦν τέτοιου εἴδους ἀνθρώπινες δραστηριότητες στόν εὐρύτατο χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ πού κανένα ἄλλο εἶδος συμβόλων δέν μπορεῖ νά προκαλέσει. Ἔτσι γιά παράδειγμα τό χριστιανικό θρησκευτικό σύμβολο τοῦ σταυροῦ προκαλεῖ συναισθήματα, ψυχικές διαθέσεις, καλλιτεχνικές δραστηριότητες, μουσικές δραστηριότητες, πίστη, ἀφοσίωση, ἀλλά καί ἀκραῖες συμπεριφορές, ὅπως π.χ αὐτή τοῦ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ. Εἰδικά ὅσον ἀφορᾶ στό σύμβολο τοῦ σταυροῦ, προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι ἀκόμη καί ὁ Προτεσταντισμός, ὡς ἡ πλέον ἀντισυμβολική καί ἀντιεικονική ὁμολογία τοῦ χριστιανισμοῦ τόν διατήρησε στό κέντρο τοῦ λατρευτικοῦ χώρου, ἐξωβελίζοντας ὅ,τι ἄλλο συμβολικό καί ἐκφραστικό ὑπῆρχε σ’αὐτόν, ὡς παρεκτροπή τοῦ χριστιανισμοῦ πρός τήν εἰδωλολατρεία. 

Ὁπωσδήποτε τά σύμβολα ἤ καλλίτερα ὁ συμβολισμός στό θρησκευτικό χῶρο διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο καθώς ἐπιτρέπει μέσα ἀπό αὐτά τήν ὕπαρξη τῆς πίστης, τῆς ἐπιβεβαίωσης ἤ τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου. Μέσα ἀπό αὐτή τήν προοπτική ἡ θρησκεία ἐμφανίζεται ὡς μιά οὐσιαστικῶς συμβολική δραστηριότητα, ὡς ἕνα σύνολο πρακτικῶν καί ἐκφάνσεων τῆς ὁποίας ἡ ἀποτελεσματικότητα δέν ἀποτελεῖ καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό κάποια ὑλική τάξη. Τό συμβολικό στοιχεῖο κατανοεῖ καί χρησιμοποιεῖ τό λόγο, ἀλλά δέν τόν καταστρέφει. Περιγράφει τή λειτουργία τῶν σημείων, ἀλλά ἡ δυναμική του βρίσκεται στό γεγονός ὅτι ἡ ἀνάλυση του βρίσκεται στήν ὑπόθεση χωρίς αὐτή νά ἐπεξηγεῖται μέ ξεκάθαρο τρόπο. Εἰσάγει μιά σχέση ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί τό σύμβολο πού εἶναι κοινωνικά θεμελιωμένη μέ τήν ἔννοια ὅτι δημιουργεῖ μιά συμβολική δυναμική, ἡ ὁποία δέν βρίσκεται ἔξω ἀπό τίς δυναμικές σχέσεις πού χαρακτηρίζουν τή δομή τῆς κοινωνίας στό σύνολό της. Ἐάν τό σύμβολο ἔχει μιά σημαντική ἀποτελεσματικότητα τότε οὐσιαστικά παίζει ἕνα οὐσιαστικό ρόλο στή γέννηση τῆς δομῆς τοῦ κοινωνικοῦ χώρου, παίζοντας ἕνα ἐπίσης σημαντικό ρόλο στήν ἔννοια καί τήν ἐφαρμογή τῆς ἐξουσίας. Τό θρησκευτικό γεγονός δέν ἀποτελεῖ μέσα σέ μιά τέτοια προοπτική οὔτε κάτι τό καθαρῶς ἰδεατό οὔτε ὅμως κάτι τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό μιά ἁπλοϊκή σκέψη λίγο-πολύ παραμορφωτική ἤ ἀλλοιωτική τῆς κοινωνιικῆς σύνθεσης ἤ τοῦ κοινωνικοῦ οἰκοδομήματος. Τό μυστικό αὐτῆς τῆς ἐξάρτησης-ἀνεξαρτησίας τῆς ἐξουσίας πού ἀποπνέει τό θρησκευτικό σύμβολο βρίσκεται στόν ἐνδιάμεσο χῶρο τοῦ ὁποίου ἡ ἀνάλυση ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο καί εἶναι κατά τόν Bourdieu ἡ γνώση καί ἡ κατανόηση τοῦ θρησκευτικοῦ χώρου.[4] 

«Ἡ ἔννοια τοῦ συμβόλου καί τῆς συμβολικῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἀποδεικνύεται τεράστιας σημασίας γιά τόν κοινωνικό ἐπιστήμονα καί εἰδικῶς γιά τόν ἀνθρωπολόγο, καθώς τά ἴδια τά σύμβολα θά πρέπει νά κατανοοῦνται ὡς κάποιου εἴδους «ἐπεκτάσεις τῶν ἐνστίκτων». [5] 

Ἡ ὅλη αὐτή  συμβολική, πολιτισμική κινητικότητα στό χῶρο τῶν θρησκειῶν δηλώνει ὅτι ἡ ἀπουσία τέτοιων θρησκευτικῶν συμπεριφορῶν θά δημιουργοῦσε λειτουργικές ἀτέλειες γιά τόν ἄνθρωπο. Γιά νά ἐπιστρέψω δέ στό πρόβλημα τοῦ Προτεσταντισμοῦ θά ἀναφέρω τήν στιγμιαία ἔκπληξη μου, ὅταν στόν καθεδρικό ναό τῆς Γενεύης, Saint-Pierre, ἀντίκρυσα στό κέντρο τοῦ ναοῦ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας. Σέ καμία περίπτωση βέβαια οἱ καλβινιστές τῆς Γενεύης δέν ἔγιναν ξαφνικά εἰκονόφιλοι, λησμονώντας τίς εἰκονομαχικές διακηρύξεις καί ἐνέργειες τοῦ Καλβίνου, ὅμως, μιά τέτοια πράξη δηλώνει κατηγορηματικά τή συμβολική λειτουργική ἀπουσία καί ἀτέλεια πού ἔχει δημιουργήσει ἡ ἀπουσία τῶν εἰκόνων ἀπό τούς λατρευτικούς χώρους. Ἡ προσπάθεια ἀπεξάρτησης τῶν πιστῶν, μέσω τοῦ κινήματος τῆς Διαμαρτύρησης, ἀπό τήν παπική ἐξουσία ὁδήγησε σέ μιά τεχνική ἀναγκαστική ἀπαξίωση τῶν θρησκευτικῶν πολιτισμικῶν συμβόλων καί εἰκόνων, καθώς αὐτά ταυτίστηκαν μέ τήν συγκεντρωτική καί αὐταρχική ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἡ δέ τοποθέτηση τῆς Παναγίας τῆς Ὁδηγήτριας στό κέντρο τοῦ ναοῦ, ἔστω καί γιά λίγες ἡμέρες, φανερώνει αὐτή τήν ἀνάγκη ἐπιστροφῆς στό θρησκευτικό-συμβολισμό. Μόνο ἡ λογική προσέγγιση τῆς πίστης μέσα ἀπό τή μελέτη τῆς Βίβλου δέν ἀρκεῖ γιά νά δημιουργήσει ἕναν πολιτισμό καθ’ὅλα ἀνθρώπινο, καθώς παραβλέπει πολλές ἀπό τίς πνευματικές θρησκευτικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου. 

Ἡ ἄρνηση τῶν συμβόλων στήν ἀνθρώπινη πολιτισμική πραγματικότητα ἀποτελεῖ οὐσιαστικά μιά ἠθελημένη διακοπή τῆς συνειδητής ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἀσυνείδητό του. Ἡ δημιουργία, ὅμως, τῶν συμβόλων ἀποτελεῖ τήν πιό οὐσιαστική πολιτισμική δράση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς αὐτά καθ’ἑαυτά ἐκφράζουν τόν ἄνθρωπο ὡς ὑποκείμενο καί πρόσωπο, τό ὁποῖο λειτουργεῖ σέ ἕνα πλαίσιο συλλογικότητας καί πολιτισμικῆς δημιουργίας. Ἡ ἀκραία ἐπεξεργασία τῶν λογικῶν συμπερασμάτων ὁδηγεῖ σέ διάλυση τῶν συμβόλων καί τῶν μύθων ἑνός πολιτισμοῦ καί κατά συνέπεια τοῦ ἴδιου τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ ἐξοστρακισμός τοῦ ἅγιου καί τοῦ ἱεροῦ, ἡ ἀπογύμνωση τῆς ἀγάπης ἀπό τή σεξουαλικότητα τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπό τά σύμβολα καί τούς μύθους ὁδηγεῖ τόν πολιτισμό στά ὅρια τῆς αὐτοκαταστροφῆς του. 

Ὁ Miguel de Unamumo θέλοντας πιθανόν νά ἀνατρέψει τόν προφητικό χαρακτήρα τῆς νιτσεϊκῆς ἀναπόφευκτης καταστροφῆς τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ἀναφέρει: 

«Δέν εἶναι… ἡ ὀρθολογική ἀναγκαιότητα, ἀλλά ἡ φρικτή ἀγωνία πού μᾶς ὠθεῖ νά πιστέψουμε στόν Θεό… Τό νά πιστεύουμε στόν Θεό σημαίνει ὅτι ἐπιθυμοῦμε διακαῶς τήν ὕπαρξή Του καί, ἐπιπλέον,…  σημαίνει νά ζοῦμε μέ αὐτήν τή λαχτάρα καί νά τήν κάνουμε ἐσωτερική πηγή τῶν πράξεών μας. Αὐτή ἡ λαχτάρα, ἡ πείνα γιά τή θεότητα, γεννᾶ τήν ἐλπίδα, ἡ ἐλπίδα γεννᾶ τήν πίστη καί ἡ πίστη μαζί μέ τήν ἐλπίδα γεννοῦν τήν εὐσπλαχνία. Ἀπ’αὐτή τή λαχτάρα γιά τό θεῖο γεννιέται ἡ αἴσθησή μας τῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ σκοποῦ, τῆς καλοσύνης».[6] 

Αὐτή ἡ πολυλειτουργικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ πολυπολιτισμικοῦ συμβολισμοῦ εἶναι αὐτή πού ἀναγκάζει τόν μελετητή τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου νά ἀπορρίψει τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ θρησκευτική πίστη εἶναι ψευδής καί ἐπιφαινόμενη. Ἡ μελέτη τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου κατά τόν Malinowski καταδεικνύει ὅτι : 

«ἡ θρησκεία ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά ὑπομένει καταστάσεις συναισθηματικοῦ στρες, παρέχοντας, τρόπους διαφυγῆς ἀπό καταστάσεις καί ἀδιέξοδα πού δέν προσφέρουν ἐμπειρικές διεξόδους παρά μόνο μέσα ἀπό τήν τελετουργία καί τήν πίστη στό ὑπερφυσικό».[7] 

Ὁ συμβολισμός δέν εἶναι παραδοσιακός, ἀλλά διαχέεται μέσα στούς αἰῶνες, ἐμπεριέχοντας μέσα σέ λίγες συμβατικές γραμμές τή σκέψη καί τά ὄνειρα τοῦ πολύμορφου ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ἐν τούτοις ἕνα μεγάλο μέρος του χαρακτηρίζεται ὡς παραδοσιακό, καθώς συνιστά μιά διεθνή γλώσσα ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τά φυσιολογικά ὅρια τῆς ἐπικοινωνίας. Τό σύμβολο ἀποτελεί ἀφετηρία κατάδειξης τοῦ ἐνυπάρχοντος καί τοῦ ὑπερβατικοῦ, ἀφετηρία ἀποκάλυψης ὄψεων τῆς πραγματικότητας πού διαφεύγουν τοῦ κοινοῦ τρόπου ἔκφρασης. Ὡς ἐκ τούτου κρατᾶ μέσα σέ μιά ἐποχή ἔντονα ἀτομοκρατική μιά ἰδιαίτερη ἔκφραση ἀνθρώπινης συλλογικότητας, καταλιμπάνει τό ἀτομικό καί ἀναδεικνύει τό καθολικό. Μετέχει τῆς πραγματικότητας, τῆς ἄμεσης ἐμπειρίας τῆς ζωῆς, ἀποκαλύπτοντας καί ὑποκρύπτοντας τήν ἀλήθεια. Σημαντικό ρόλο στήν κατανόηση του διαδραματίζει τό ἑκάστοτε ὑποκείμενο και οἱ ἐμπειρίες του. (Βλ. ΙΧΘΥΣ). Χωρίς τη διάσταση τοῦ συμβόλου οἱ θρησκευτικές τελετές θά ἀπέβαιναν κενές και δεισιδαιμονικές. Ὁ συμβολισμός τῶν στάσεων, τῶν χειρονομιῶν, τῆς προσευχῆς, τῆς λατρείας, τοῦ ἤχου, τῶν κινήσεων δηλώνει τή σημαντικότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί ἀνάγκης. Ἔτσι, ἡ ἀδιαφορία πρός τά σύμβολα δέν ἀποτελεῖ σημάδι φώτισης καί πνευματικότητας, ἀλλά στήν πραγματικότητα σύμπτωμα ἀσθένειας. Τό σύμβολο δίνει τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά σωθεῖ ἀπό τόν πολιτιστικό του ἐπαρχιωτισμό καί πάνω ἀπό ὅλα ἀπό τήν ἱστορική καί ὑπαρξιακή του σχετικοκρατία. 

2. Πολιτισμική αναγκαιότητα. 

Ἐάν λοιπόν ὑπάρξει συμφωνία στό γεγονός ὅτι ἀνάλυση σημαίνει ἀποσαφήνιση τῶν δομῶν σήμανσης, τῶν καθιερωμένων κωδίκων καί καθορισμό τῆς κοινωνικῆς τους θεμελίωσης καί σημασίας, τότε ὑποχρεωτικά σέ κάθε στάδιο ἔρευνας γιά τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό θά πρέπει νά ἀναζητοῦμε τά σημεῖα ἐκεῖνα πού ἀποτελοῦν τό νέο καί τό πρωτόγνωρο γιά τόν ἄνθρωπο, ἀξιολογώντας τή σημασία τους γιά τόν ὑπό διαμόρφωση πολιτισμό. Αὐτά τά νέα πολιτισμικά στοιχεῖα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στήν πολιτισμική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου εἴτε λειτουργοῦν παράλληλα εἴτε συγκρουσιακά εἴτε συνθετικά. Τό ὑπάρχον πολιτισμικό περιβάλλον εἴτε τά ἀναδεικνύει ὡς σημαντικά καί γι’αὐτό τά ἐνσωματώνει στίς ὑπάρχουσες διαδικασίες εἴτε τά θεωρεῖ ὡς ὑποδεέστερα καί ἄνευ σημασίας καί γι’αὐτό τά περιθωριοποιεῖ ἤ τά ἀπορρίπτει. Μιά τέτοια διαδικασία, ὅμως, δημιουργεῖ προβλήματα πολιτισμικῶν ἀποκλεισμῶν γιά ὁμάδες καί σύνολα ἀνθρώπων πού ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται νά μήν εἶναι «συμβατές» μέ τούς κανόνες καί τούς ὅρους πού ἀποδέχεται ἕνας πολιτισμός. 

Μέ βάση αὐτή τή διαδικασία, ὁ πολιτισμός: 

«μιᾶς κοινωνίας συνίσταται σέ ὅλα ὅσα πρέπει νά γνωρίζει ἤ νά πιστεύει κανείς προκειμένου νά λειτουργήσει μέ ἕναν τρόπο ἀποδεκτό ἀπό τά μέλη της».[8] 

Κατ’αὐτόν τόν ὁρισμό ἐνυπάρχει μιά καταγραφή συστημικῶν κανόνων ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ ἕνα εἶδος πολιτισμοῦ  ἔντονα τυποποιημένου καί μέ βασική συνέπεια τόν ἀποκλεισμό ὁποιουδήποτε στοιχείου δέν συμφωνεῖ μέ τά δεδομένα αὐτά. Γίνεται ἐμφανές ὅτι σέ αὐστηρά τυποποιημένα πολιτισμικά καί κοινωνικά συστήματα ἡ προσπάθεια ἀνάμειξης τῶν στοιχείων δέν ἀποδίδει, κυρίως, γιατί ἡ αὐστηρότητα τοῦ συστήματος δέν ἐπιτρέπει τή συλλειτουργία τους. Αὐτό, ὅμως, ἀποτελεῖ τό ἕνα στοιχεῖο πού μπορεῖ κάποιος νά συμπεράνει καί κυρίως γίνεται ἐπίκλησή του ἀπό ἀνθρώπους πού ἀντιλαμβάνονται μονοδιάστατα τήν ἀνθρώπινη πολιτισμική δραστηριότητα καί ἐπιδιώκουν τήν πολιτισμική τους καθαρότητα, ἀπορρίπτοντας κάθε ξένο στοιχεῖο πολιτισμικῆς ἰδιαιτερότητας ὡς μολυσματικό. 

Τό ἄλλο στοιχεῖο πού καλεῖται κάποιος νά συμπεράνει, ἐάν ἀποφασίσει νά ἐμβαθύνει στό πρόβλημα, εἶναι, ἀπορρίπτοντας ἐπιλογές ἀποκλεισμοῦ, ἡ λογική τῆς συνύπαρξης. Μέ βάση αὐτή τήν λογική ὀφείλει κάποιος: 

α. νά ἀντιλαμβάνεται τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ ἄλλου 

β. νά ἀντιλαμβάνεται τόν ἰδιαίτερο ρόλο τοῦ ἄλλου 

γ. νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀπευθύνεται σέ ἕνα ἰδιαίτερο ἀνθρώπινο σύνολο τό ὁποῖο προσπαθεῖ ὅσο τό δυνατόν γίνεται νά ἐκφράσει πολιτισμικά καί τό ἀντίθετο 

δ. νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι καί ὁ ἄλλος ἀποτελεῖ μέρος ἑνός μεγάλου συνόλου πολιτιστικῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρώπου 

ε. νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ καθενός, ἰδιαιτέρως, καί ἡ συνύπαρξή τους μέ τόν καθένα στό χῶρο του δέν ὁδηγεῖ σέ κανένα κοινωνικό καί κατ’ἐπέκταση πολιτισμικό ἀποκλεισμό. Τό στοιχεῖο  τῆς συνύπαρξης σέ ἕνα χῶρο καί τόπο διαφορετικῶν πολιτισμικῶν μοντέλων ἀπορρίπτει κατ’ἀρχάς ἄμεσα τήν ἐπιλογή τοῦ ἀποκλεισμοῦ, θεωρώντας ὅτι κάτι τέτοιο ὁδηγεῖ σέ κοινωνικούς καί πολιτισμικούς ἀποκλεισμούς. 

Ἡ ἔννοια τῆς συνύπαρξης, ἡ ἀρχή τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν σέ ἕνα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον ἤ ἀλλιῶς ἡ ἀρχή τῆς πολυπολιτισμικότητας δέν ἀναιρεῖ τήν ὕπαρξη κανενός πολιτισμοῦ, ἀπορρίπτει λογικές σύγκρουσεις τῶν πολιτισμῶν μέ «δαρβίνειες» και
«χαντικτονιακές»  ἐξελικτικές προσεγγίσεις ἐπικράτησης τοῦ ἰσχυροτέρου πολιτισμοῦ, σέβεται τίς παραδόσεις καί τίς πολιτισμικές καταβολές τῶν λαῶν, ἐπιζητεῖ τήν ἀλληλοκατανόηση τῶν πολιτισμικῶν ἰδιαιτεροτήτων  τοῦ καθενός καί βοηθᾶ στή λειτουργία τῆς δημοκρατίας σέ τοπικό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο. Τό «συν-υπάρχειν» ὁδηγεῖ στό «συν-διαλέγεσθαι», τό «συνδιαλέγεσθαι» ὁδηγεῖ στό «ἀλληλοκατανοεῖν», τό «ἀλληλοκατανοεῖν» ὁδηγεῖ στόν ἀλληλοσεβασμό καί ὁ ἀλληλοσεβασμός μᾶς ἐπιτρέπει νά βαθαίνουμε τή δημοκρατία ἀπό τό πολιτικό της ἐπιφαινόμενο στό κοινωνικό καί ἀκόμη περισσότερο στό πολιτισμικό της ρεαλισμό. 

Προηγουμένως εἶχε ἀναφερθεῖ ὅτι ἀνάλυση σημαίνει ἀποσαφήνιση τῶν πολιτισμικῶν δεδομένων, τῶν συντελεστῶν πού διαμορφώνουν καί μεταμορφώνουν ἐν συνεχεία κάποια ἄλλα στοιχεῖα σέ πολιτισμό μέ κοινωνική θεμελίωση καί σημασία. Μιά τέτοια πολιτισμική ἀνάλυση τῶν στοιχείων πού ἀποτελοῦν τούς συντελεστές διαμόρφωσης ἑνός πολιτισμοῦ μᾶς ἐπιτρέπει τό πέρασμα ἀπό τή θεωρητική προσέγγιση στή ρεαλιστική θεώρηση τῶν πολιτισμικῶν δεδομένων. Ἔτσι ἀποφεύγονται ἡ μονομέρεια καί ἡ γενίκευση καί ἀπομακρύνεται ὁ κίνδυνος τῆς πολιτισμικῆς καθαρότητας καί τοῦ πολιτισμικοῦ ἀποκλεισμοῦ. Πάντως κατά γενική ὁμολογία (χωρίς αὐτό νά ἀποτελεῖ κοινοτυπία) 

«ἡ πολιτισμική ἀνάλυση εἶναι ἐγγενῶς ἀτελεύτητη»,[9] 

εἰδικώτερα, ὅταν σ’αὐτή τήν ἀνάλυση ἐμπλακεῖ ἡ κοινωνιολογία. Ἡ κατανόηση τῶν πολιτισμῶν ἔρχεται μέσα ἀπό τήν κατανόηση τῶν ἀνθρώπων καί ἡ κατανόηση τῶν ἀνθρώπων ἔρχεται μέσα ἀπό τή γνωριμία μαζί τους, τή θέληση γιά γνωριμία μαζί τους. 

Σ’αὐτό τό σημεῖο, ὅμως, προκύπτει ἕνα μεῖζον ζήτημα γιά τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό καί τίς ἀξίες του. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν πολιτισμικές ἀξίες οἱ ὁποῖες θεωροῦνται παγκόσμιες, ὑπάρχουν, ὅμως, καί ἀξίες σέ τοπικούς πολιτισμούς οἱ ὁποῖες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στίς τοπικές κοινωνίες καί στά ὑποκείμενά τους. Ἡ σύνθεση τοῦ τοπικοῦ μέ τό παγκόσμιο ἀποτελεῖ γιά τό σήμερα τό μεγαλύτερο ἴσως πρόβλημα πού ἀνέκυψε μέ τήν παγκοσμιοποίηση τῆς ἀγορᾶς. Οἱ παγκόσμιες πολιτισμικές ἀξίες τείνουν νά ἀπορροφήσουν τούς τοπικούς πολιτισμούς ἤ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά αὐτῶν τῶν πολιτισμῶν συνθέτουν ἕνα παγκόσμιο πολιτισμό τοῦ ὁποίου, μέρος ἤ τμῆμα, ἀποτελοῦν καί τά ἴδια; Αὐτή ἡ πολιτισμική ἀξιολογική παγκοσμιότητα ἀποτελεῖ πράγματι μιά σύνθεση πολιτιστικῶν παραδόσεων ἤ ἐργαλεῖο στά χέρια κάποιων ἐπιτήδειων κερδοσκόπων πού μέσα ἀπό παγκοσμιοποιημένα πολιτισμικά δεδομένα προσπαθοῦν νά ἐλέγξουν τίς ἀνθρώπινες συμπεριφορές;  

Οἱ ἀπαντήσεις σέ τέτοια ἐρωτήματα δέν εἶναι καθόλου εὔκολες. Ἄς δοῦμε γιά παράδειγμα ἕνα πολιτισμικό ἀνθρώπινο μνημεῖο. Τήν Ἁγιά Σοφιά. Ἕνα χριστιανικό πολιτισμικό μνημεῖο παρελθοντικοῦ χρόνου μέσα σέ ἕνα παροντικό μουσουλμανικό κόσμο καί μιά παγκόσμια κοινότητα, ἡ ὁποία τό χαρακτηρίζει ὡς μνημεῖο παγκόσμιας πολιτισμικῆς κληρονομιᾶς. Ὁ ναός, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ Κωνσταντινούπολη, ἡ Αὐτοκρατορία, τά ἱστορικά πρόσωπα-ὁ Ἰουστινιανός, οἱ ἀρχιτέκτονες, τά ὑλικά, τό μέγεθος, ἡ νοοτροπία, οἱ ἐργάτες, ὁ χρόνος, ὅλα αὐτά κάνουν τήν Ἁγιά Σοφιά, ναό τῆς τότε βασιλεύουσας τοῦ κόσμου. Ἔχει σημασία νά δεῖ κανείς τόν πολιτισμό πού ἀναδύεται μέσα ἀπό ἕνα ἀρχιτεκτονικό κατασκεύασμα, καθώς ἡ γοητεία τοῦ οἰκοδομήματος δηλώνει μιά συγκεκριμένη ἐποχή καί μιά συγκεκριμένη κοινωνία. Αὐτό τό ἴδιο τό οἰκοδόμημα ὑποδηλώνει τίς ἰδιαίτερες γιά ἐκείνη τήν ἐποχή ἀντιλήψεις γιά τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, ἀλλά καί τή χρήση αὐτῆς τῆς σχέσης ἀπό τήν ἐξουσία. 

Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου ἀναδεικνύει τή δύναμη ἐξουσίας πού ἔχει στά χέρια του ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας, καθώς ὁ συμβολισμός τοῦ οἰκοδομήματος ἐπικεντρώνεται στή νίκη τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἐπί τοῦ Σολομώντα, μιά νίκη σέ μιά μάχη πού ἱστορικά δέν συνέβει ποτέ. Κυριολεκτικά καί ρεαλιστικά οὐδέποτε ὑπῆρξε μιά τέτοια σύγκρουση. Ἡ συμβολική, ὅμως, ἀναγωγή τῆς αὐτοκρατορίας ὑπεράνω τοῦ Σολομώντα δέν εἶναι θεσμική ἤ στρατιωτική ἤ πολιτική ἀλλά πολιτισμική, ἐμπεριέχοντας τήν ὅλη ὕπαρξη τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ Ἁγιά Σοφιά ὡς πολιτισμικό πρότυπο ἐπιβεβαιώνει μέ τή συμβολική της ἀνάδειξη τήν πολιτισμική ἐπικυριαρχία τοῦ Βυζαντίου. 

Τό μεγαλεῖο τῆς Ἁγιᾶς Σοφιᾶς καί ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς τέλεσης τῆς αὐτοκρατορικῆς Θ. Λειτουργίας γοήτευαν γιά 800 καί πλέον χρόνια τούς λαούς πού ἤθελαν νά κατακτήσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Παρ’ὅτι ὅμως ἡ Πόλη ἁλώθηκε καί ἡ Ἁγιά Σοφιά γιά 450 χρόνια περίπου μεταμορφώθηκε σέ χῶρο λατρείας μιᾶς ἄλλης θρησκείας καί μιᾶς ἄλλης αὐτοκρατορίας ἐν τούτοις στήν παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά καταγράφθηκε ὡς μνημείο τοῦ βυζαντινοῦ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ βυζαντινός αὐτοκρατορικός πολίτης μεταμορφώνεται σέ πανανθρώπινο οἰκουμενικό πολιτισμικό πρότυπο, ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ἐκστασιασθεῖ ἀπό τό μεγαλεῖο καί τή γοητεία τῆς αὐτοκρατορίας του καί τόν παρακινεῖ σέ μιά δυναμική καί ἐπιθετική οἰκειοποίηση. 

Ἄς δοῦμε, ὅμως καί ἕνα πιό σύγχρονο γεγονός. Τό παράδειγμα τῆς Θεσσαλονίκης ὡς μιᾶς πόλης συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν, τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ, τοῦ βυζαντινοῦ, τοῦ μουσουλμανικοῦ, τοῦ ἑβραϊκοῦ, τοῦ σλαβικοῦ στοιχείου ἀποτελεῖ, ἴσως, τήν πιό χαρακτηριστική περίπτωση. Ἡ θρησκευτική ταυτότητα τῆς κάθε κοινότητας εἶναι αὐτή πού ἀποτελεῖ τό στοιχεῖο τῆς διάκρισης ἀπό τίς ἄλλες. Ἡ κοινότητα χρησιμοποιεῖ τή θρησκεία γιά νά δηλώσει τή διαφορετικότητά της ἀπέναντι στούς ἄλλους, καθώς σ’αὐτήν ἀνάγει τή σημαντικότητα τῆς ὕπαρξής της. Ἡ θρησκεία εἶναι αὐτή πού παρέχει σέ κάθε κοινότητα τήν ἠθική, τούς κανόνες, τούς ὅρους (γιά παράδειγμα κανείς Ἑβραίος δέν δουλεύει στό ἐμπορικό κέντρο τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου), δανείζεται ἔννοιες μέσα ἀπό τίς ὁποῖες ἀμύνεται ἤ ἐπιτίθεται πολιτισμικά, καταθέτει ἐμπειρίες, οἱ ὁποῖες κάνουν κατανοητό τό γεγονός τῆς διαφορετικότητας. Ἡ θρησκευτική ἰδιαιτερότητα τῆς κάθε κοινότητας διαμορφώνει κοινωνικές καί πολιτισμικές διαδικασίες οἱ ὁποῖες, ὅμως, δέν συγκρούονται μεταξύ τους, ἀλλά κατορθώνουν νά συνυπάρχουν σεβόμενες τήν ταυτότητα τοῦ ἄλλου. Ἡ Θεσσαλονίκη ἔζησε τέτοιες πολιτισμικές διεργασίες ἀπό τά τέλη τοῦ 16ου αἰ. ὡς τά μέσα τοῦ 20ου, παρουσιάζοντας παράλληλα ἕνα τέτοιο πρόσωπο κοινωνικῆς συνοχῆς πού θά μποροῦσε νά ἀποτελέσει πρότυπο γιά ἄλλες σύγχρονες πόλεις μέ θρησκευτικά προβλήματα, ὅπως εἶναι  τό Μπέλφαστ ἤ ἡ Ἰερουσαλήμ, καί παρ’ὅτι μέ ἀρχές κοινωνιολογικῆς ἀνάλυσης μεταφορᾶ προτύπου δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει, καθώς τό ὁποιοδήποτε κοινωνικό φαινόμενο ἀποτελεῖ φαινόμενο μόνο γιά τή συγκεκριμένη κοινωνία στήν ὁποία διενεργήθηκε. Δέν εἶναι ἄλλωστε τυχαῖο τό γεγονός ὅτι στίς καρδιές καί στίς μνῆμες τῶν ἀπανταχοῦ Ἑβραίων ἡ Θεσαλονίκη ἀποτελεῖ τή δεύτερη Σιών. Τό τέλος αὐτῆς τῆς συνύπαρξης ἔφθασε μόνο ὅταν ὑπῆρξαν βίαιες ἔξωθεν παρεμβάσεις, οἱ ὁποῖες προσπάθησαν καί πέτυχαν νά ἀλλοιώσουν τήν πληθυσμιακή καί πολυπολιτισμική της σύνθεση σέ μιά ἐποχή ὅπου κυριάρχησαν ἀπόψεις περί ἐθνικῆς καί φυλετικῆς καθαρότητας. Ὑπῆρξε ἱστορικά τό πιό χαρακτηριστικό παράδειγμα  συνύπαρξης πολιτισμῶν ἀπό τό γεγονός καί μόνο ὅτι στό γεωγραφικό της χῶρο συνυπῆρξαν διαφορετικοί πολιτισμοί, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν τήν πολιτισμική τους ταυτότητα καί ἰδιαιτερότητα, σέ ὁρισμένες δέ περιπτώσεις, θέτοντας αὐστηρούς κανόνες καί ὅρους πρός τά μέλη τους, συνεργαζόμενοι μόνο στόν τομέα τῆς οἰκονομίας.[10] Τό 1912 ἡ πληθυσμιακή της κατανομή ἦταν 62000 περίπου Ἑβραῖοι, 42000 περίπου Τοῦρκοι, 35000 Ἕλληνες, 6000 Σλάβοι καί λιγότεροι σέ ἀριθμούς, Ἀρμένιοι, Ἀρβανίτες, Βλάχοι, Τσιγγάνοι. Ἡ κατανομή ἀλλάζει ραγδαία καί αἰφνίδια, μετά ἀπό δέκα χρόνια, τό 1922 μέ τίς ἀναγκαστικές ἀνταλλαγές πληθυσμῶν. Οἱ Ἑβραῖοι παραμένουν στόν ἴδιο ἀριθμό, οἱ Ἕλληνες ἐκτινάσσονται στίς 120.000 λόγω τῶν 80 μέ 85 χιλιάδων Ἑλλήνων προσφύγων πού καταφθάνουν στήν πόλη καί στά περίχωρα, οἱ Τοῦρκοι ἐξαφανίζονται καί οἱ Σλάβοι ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει μέ τίς ἀνταλλαγές τοῦ 1919 ἀνάμεσα σέ Ἑλλάδα καί Βουλγαρία. Τό τέλος τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν θά ἐπισφραγισθεῖ μέ τήν θηριωδία τῶν Ναζί κατακτητῶν, οἱ ὁποῖοι σέρνουν στά κρεματόρια γύρω στούς 40.000 Ἑβραίους. Ἀπό αὐτούς μόνο 2.000 ἐπέζησαν καί κατόρθωσαν νά γυρίσουν στή Θεσσαλονίκη, ὅμως, ἡ ἄλλοτε ἰσχυρή οἰκονομικά, λόγω ἐμπορίου, ἑβραϊκή κοινότητα θά ἔχει γιά πάντα χάσει τή δυναμική της παρουσία στήν Πόλη τῶν πολιτισμῶν, καθώς οἱ Ναζί μέ τή συνεργασία καί κάποιων δοσίλογων Ἑλλήνων κατέστρεψαν ἀκόμη καί τό Ἑβραϊκό νεκροταφεῖο πάνω στό ὁποῖο ἀργότερα κτίσθηκε τό σημερινό Πανεπιστήμιο.[11] Τό 1942 ἡ Θεσσαλονίκη ἔπαψε νά εἶναι μιά πολυπολιτισμική πόλη καί ἔγινε, ὅπως πολλοί σχεδίαζαν καί ἐπιθυμοῦσαν, μιά ἀμιγῶς ἐθνικά ἑλληνική πόλη. [12] 

Ἐκ τῶν παραδείγματων καταλείγουμε στό ὅτι ἐάν ἡ ἔρευνα γιά τή σχέση κοινωνίας καί πολιτισμοῦ ἐκφρασθεῖ μέσα ἀπό μιά ἀντικειμενική δυναμική προσέγγιση, τότε θά πρέπει σέ κάθε περίπτωση νά καταδεικνύεται τό γεγονός ὅτι οἱ κοινωνικές δομές ὁδηγοῦν στή δημιουργία ἑνός πολιτισμικοῦ σχήματος πού καλεῖται: 

α. νά ἀντιμετωπίσει ἄμεσα αἰτήματα, ὅπως γιά παράδειγμα αὐτό τῶν διακρίσεων γιά θρησκευτικούς λόγους ὡς ἐλάχιστη προσαρμογή στίς ταχύτατα μεταβαλλόμενες ἀνάγκες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου 

β. τήν ἀπαλλαγή τῆς πολιτισμικῆς ἰσότητας ἀπό ἰδεοληπτικές ἀντιλήψεις 

γ. τή μη ἀποδοχή τοῦ διαχωρισμοῦ σέ πολιτισμένους καί ἀπολίτιστους, καθώς εἰδικά αὐτό τό τελευταῖο ὁδηγεῖ σέ τεχνικές πολιτισμικές συσπειρώσεις μέ ὑποτιθέμενες πολιτισμικές συγκρούσεις, ἀλλά καί σέ συγκαλύψεις τῶν πραγματικῶν ἀντιθέσεων καί προβλημάτων. 

Ἡ ἐπιλογή τῆς ἐμμονῆς σέ ἕνα κλειστό σύστημα μειώνει τήν ἀποδοχή τοῦ μηνύματος μόνο σέ αὐτούς πού παραμένουν ἐγκλωβισμένοι στό σύστημα, ἀλλά καί δημιουργεῖ ἀρνητικές διαθέσεις σ’αὐτούς πού ἀνήκουν στόν εὐρύτερο ἀνοικτό πολιτισμικό χῶρο, ἐνώ ἀντιθέτως στό πλαίσιο μιᾶς ἀνοικτῆς πολιτισμικῆς διεργασίας ἡ ἀκουστικότητα τοῦ μηνύματος θά ἦταν πολιτισμικά πολύ μεγάλη καί οἱ ἐπιδράσεις θά εἶχαν μιά θετική κατεύθυνση γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ἐλευθερία του.[13] 

Ἡ μόνη ἀπάντηση εἶναι ἡ πολιτισμική συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων καί ἡ συνέχιση τῶν διαλόγων σέ διαθρησκευτικό καί διαομολογιακό ἐπίπεδο μέ σταθερή ἐπιδίωξη τήν κατανόηση τῆς ἰδιαιτερότητας καί τῆς διαφορετικότητας τοῦ ἄλλου.[14] 

Γιά τό χριστιανό κάθε ἄνθρωπος ἀποτελεῖ πρόσωπο σεβαστό, καθώς φέρει μέσα του τή θεία εἰκόνα καί ἡ Ἐκκλησία ἐφ’ὅσον λειτουργεῖ χαρισματικά ὡς κοινωνία ἀγάπης ὀφείλει νά δέχεται τούς πάντες ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, φύλου, μορφώσεως καί ἀνεξαρτήτως τοῦ τί ὁ ἄλλος πιστεύει ἤ ἄν πιστεύει. 

3.Ἀνοικτή κοινωνία καί θρησκευτικότητα 

Ὁ πολιτισμός θά πρέπει νά ἀποβλέπει ἐκτός τῶν ἄλλων στήν ἀνθρωπιά, στή λογικότητα, στήν ἰσότητα καί στήν ἐλευθερία, καθώς ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν τά βασικά θεμέλια μιᾶς κοινωνίας πού ἀποβλέπει καί ἀγωνίζεται γιά τή συνύπαρξη τῶν πολιτισμῶν. Τό πέρασμα ἀπό τίς κλειστές, κυρίως θρησκευτικοῦ ἀγροτικοῦ τύπου κοινωνίες, στήν ἀνοικτή ἀστική κοινωνία τῆς συνύπαρξης τῶν ἰδιαιτεροτήτων δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα μιᾶς πιό κριτικῆς ἀνάγνωσης τῆς κοινωνίας καί τῶν προβλημάτων της. Κατά τόν Popper τό shock αὐτῆς τῆς μετάβασης ἀπό τό κλειστό σύστημα, τό αὐστηρά ὁριοθετημένο, σέ ἕνα ἀνοικτό καί μή προβλέψιμο ὁδήγησε στή δημιουργία ἀντιδραστικῶν ὁμάδων οἱ ὁποῖες οὐσιαστικά προσπαθοῦν νά ἀνατρέψουν αὐτή τή δυνατότητα τῆς συνύπαρξης μέσα ἀπό τήν ἐπαναφορά ἐθνικιστικῶν παροχημένων ἀντιλήψεων.[15] 

Σέ μιά πολιτισμική, ὅμως, κοινωνία ἡ βιοοργανική θεώρηση τῆς κοινότητας ἀνατρέπεται καί τή θέση της καταλαμβάνει ἡ ἀναγκαία συνύπαρξη ἑτερόκλητων πολιτισμικῶν ὁμάδων οἱ ὁποῖες μέχρι πρότινος, ἀλλά καί στή μετέπειτα πορεία τους δέν ἐμφάνισαν, ἀλλά καί δέν ἐμφανίζουν ὅρους ἤ κανόνες γιά τήν συνύπαρξή τους. Θεωρῶ ὅτι αὐτό τό σημεῖο εἶναι τό σοβαρότερο καί σπουδαιότερο καθώς διαψεύδει τήν ἀντίληψη τῆς ὀργανωμένης σύγκρουσης, πόσο μᾶλλον τῆς συνειδητῆς. Ἡ πολιτισμική κυριαρχία δέν ἀποτελεῖ δράση μεθοδευμένη ἤ προκατασκευασμένη γι’αὐτό καί στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, πολλές φορές οἱ κατακτητές «ὑποκύπτουν» πολιτισμικά στήν πίεση τοῦ κατακτημένου. 

Ἡ περίπτωση τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας σέ σχέση μέ τούς λαούς πού κατακτήθηκαν λόγω τῆς στρατιωτικῆς της ὑπεροχῆς, καί κυρίως μέ τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτισμικῆς ἀντιστροφῆς, ἀλλά καί συνύπαρξης. Ἡ ἀρχαία Ἀθήνα, γίνεται αὐτό τό ὁποῖο γίνεται, ὅταν ἀνατρέπει τό κλειστό, ὁλιγαρχικό καί μονοπολιτισμικό της σύστημα σέ ἀνοικτό, δημοκρατικό καί πολυπολιτισμικό, μέσα ἀπό ἕνα δίκτυο λιμανιῶν καί ἰσχυροῦ ἐμπορικοῦ στόλου. Ἡ ὁμάδα τῶν ὁλιγαρχικῶν καθ’ὅλη τή χρονική περίοδο τῆς δημιουργίας τῆς μεγάλης Ἀθήνας, αἰσθανόμενη τήν πίεση τῶν ἐξελίξεων πού τούς ἔθετε στό περιθώριο ὡς κλειστή κοινωνική ὁμάδα, ἀντιδροῦσε, φτάνοντας μέχρι καί τοῦ σημείου τῆς προδοσίας, προκειμένου νά σταματήσουν τό κτίσιμο τῶν Μακρῶν Τειχῶν. Ἀντιθέτως, οἱ δημοκρατικοί Ἀθηναῖοι τό 405, ξεπερνώντας ἴσως καί τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς τους προτείνουν τή συνένωση τῆς Ἀθήνας μέ τή Σάμο σέ ἕνα κράτος, στό ὁποῖο, ὅμως, οἱ Σάμιοι θά διατηροῦν γιά τά ἐσωτερικά τους ζητήματα  τούς δικούς τους νόμους καί θά ἐνεργοῦν κατά βούληση, ἕνα εἶδος ὁμοσπονδίας. 

Στά κλειστά πολιτισμικά συστήματα κυρίαρχα στοιχεῖα ἀποτελοῦν ἀπόψεις περί κινδύνου ἀπό ξένες ἐπιδράσεις, μή ἀνθρωπιστικές ἰδεολογίες καί μή δημοκρατικές ἀντιλήψεις. Ἀξίζει νά μεταφερθεῖ ἐδῶ ἕνα χαρακτηριστικό κείμενο τοῦ Δημόκριτου, καθώς ὅλες αὐτές οἱ κλειστές ὁμάδες στηρίζουν τίς ἀπόψεις τους στήν παράδοση καί στούς προγόνους διαστρεβλώνοντας χονδροειδῶς τήν ἠθική τους : 

«Ὄχι ἀπό φόβο παρά ἀπό τή συναίσθηση τοῦ τί εἶναι ὀρθό θά ‘πρεπε νά ἀποφεύγουμε νά διαπράττουμε τό κακό… Ἡ ἀρετή βασίζεται, πάνω ἀπ’ὅλα στό σεβασμό πρός τόν ἄλλο ἄνθρωπο… Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἕνας μικρός κόσμος καθαυτόν… Θά πρεπε νά κάνουμε τό πᾶν γιά νά βοηθοῦμε αὐτούς πού ἔχουν ἀδικηθεῖ… Τό νά εἶσαι καλός σημαίνει νά μήν πράττεις τό κακό καί ἀκόμη, νά μήν θέλεις νά τό πράξεις… Οἱ καλές πράξεις, καί ὄχι τά λόγια, εἶναι αὐτό πού μετρᾶ. Ἡ φτώχεια μιᾶς δημοκρατίας εἶναι καλύτερη ἀπό τήν εὐημερία πού, καθώς ἰσχυρίζονται, συνυπάρχει μέ τήν ἀριστοκρατία ἤ τήν μοναρχία, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἐλευθερία εἶναι καλλίτερη ἀπό τή δουλεία… Ὁ σοφός ἄνθρωπος ἀνήκει σέ ὅλες τίς χῶρες, γιατί πατρίδα μιᾶς μεγάλης ψυχῆς εἶναι ὁ κόσμος ὁλόκληρος».[16] 

Ὅπως ἐπίσης ἀξίζει γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ ἀναφορά στόν  Ἐπιτάφιο τοῦ Περικλῆ: 

«Ἡ πόλη μας εἶναι διάπλατα ἀνοικτή γιά ὅλο τόν κόσμο΄ ποτέ δέν ἀπελαύνουμε ἕνα ξένο… Εἴμαστε ἐλεύθεροι νά ζοῦμε, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιθυμοῦμε… Καί διδασκόμαστε ἀκόμη νά τηροῦμε ἐκείνους τούς ἄγραφους νόμους πού ἀντλοῦν τό κύρος τους μόνο ἀπό τήν καθολική συναίσθηση τοῦ δικαίου…»[17] 

Ἡ πολεμική τῶν κλειστῶν πολιτισμικῶν συστημάτων ἐνάντια στήν εἰρηνική συνύπαρξη τῶν πολιτισμῶν ἀποτελεῖ προσπάθεια ἐπιστροφῆς στό παρελθόν ὄχι μόνο πολιτισμικά, ἀλλά καί θεσμικά, γεγονός πού ὑποδηλώνει ὅτι δέν μποροῦν νά κατανοήσουν ὅτι οἱ συγκεκριμένες παρελθοντικές πολιτισμικά καί θεσμικά δράσεις, ἀνταποκρίνονταν σέ συγκεκριμένες, ἐπίσης, παρελθοντικές πολιτισμικά κάι θεσμικά ἀνάγκες. Πολιτισμός ἐξ ἄλλου σημαίνει δημιουργία καί ἡ δημιουργία δέν μπορεῖ νά ταυτίζεται οὔτε κἄν μέ τή στασιμότητα πόσο μᾶλλον μέ τήν ἐπιστροφή. Ἡ γλώσσα, ἡ μουσική, ἡ ποίηση, ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη ἀποτελοῦν πολιτισμικοί κόσμοι μέ δεδομένες κοινωνικές ἀναφορές, ὅμως, πολιτισμικά αἰτήματα ἀποτελοῦν καί οἱ ἀρχές τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητας, τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς συνύπαρξης. Οἱ θεσμοί πού ἐκπροσωποῦνται στήν κοινωνία δημοκρατικά ἀντιλαμβάνονται πόσο καταλυτικό γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τό γεγονός τῆς συνύπαρξης μέ τό διαφορετικό χωρίς κανόνες καί ὅρους συλλειτουργίας. 

Σήμερα οἱ κλειστές κοινωνίες τοῦ φόβου, τῆς ἐθνικιστικῆς καί φυλετικῆς ἀσφάλειας ἔχουν καταρρεύσει, ὅπως κατέρρευσαν  μετά ἀπό ὀκτώ μῆνες τρομοκρατίας ὁ Κριτίας καί οἱ Τριάκοντα Τύραννοι. Ὁ ἠθικός καί πολιτισμικός μηδενισμός τοῦ Παλαιοῦ Ὁλιγαρχικοῦ  ἀποδείχθηκε μέσα ἀπό τήν τυραννία τῶν Τριάκοντα, καθώς ἡ καταπολέμηση τῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψης καί τῆς ἀλήθειας βασίστηκε κυρίως στή δυσπιστία ἔναντι τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ἡ ἐπιστροφή σέ τέτοιες ἐπιλογές ἤ σέ ἐπιλογές Ἱερᾶς Ἐξέτασης καί Μυστικῆς Ἀστυνομίας ἀποτελοῦν ἐπιλογές γιά ἐπιστροφή σέ μιά κοινωνία θηρίων γιά τήν ἀλλαγή τῆς ὁποίας ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός ἔχυσε πολύ αἷμα.[18] 

Σέ αὐτό τό σημεῖο θά πρέπει νά γίνει κατανοητό ὅτι ἡ θρησκεία ὡς ἀνθρώπινη ἀνάγκη κινεῖται μέσα στήν ἀνθρώπινη δυστυχία γιά νά παρηγορήσει καί νά προσφέρει παραμυθία. Κινεῖται μέσα στήν ἀνθρώπινη εὐτυχία γιά νά προκαλέσει εὐθυμία καί ψυχαγωγία. Κινεῖται δυναμικά μέσα ἀπό διαθέσεις, συναισθήματα, πάθη καί αἰσθήματα, παρέχοντας σέ ὅσους τήν ἀποδέχονται ἐγγυήσεις γιά τήν κατανόηση τοῦ κόσμου, δημιουργώντας ταυτόχρονα πολιτισμικές προϋποθέσεις. 

Tό ζητούμενο λοιπόν γιά τό θρησκευτικό φαινόμενο στή σχέση του μέ τόν πολιτισμό ὡς παράγωγο τῆς ἀνθρώπινης ἰδιοσυγκρασίας εἶναι κατά πόσο αὐτό καθ’ἕαυτό ὡς ὑπαρκτό γεγονός μετασχηματίζει ἐμπειρίες, ἀτομικές ἤ συλλογικές καί γνώσεις σέ πολιτισμικά δεδομένα  μέσα ἀπό διαδικασίες καί ἀναφορές πού χάνονται στά βάθη τῆς πρώτης παρουσίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐκκλησία: 

«παράγει μεταμορφωμένο πολιτισμό, ἀφοῦ ἀναπότρεπτα τούτη ἡ πορεία ἔχει ἄμεση σχέση πρός τά ἔργα καί τή συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμη καί ὅταν τά μέλη της μέ ἔντονη ἐσχατολογική ἀναμονή βλέπουν νά ζυγώνει κοντά τους τό ἀνακαινιστικό τέλος τοῦ κόσμου»[19] 

Ἐπιδράσεις καί προσλήψεις στήν ποίηση καί στήν πεζογραφία, ἐπιδράσεις κάι προσλήψεις στή μουσική, στή ζωγραφική, στήν ἀρχιτεκτονική, στήν κοσμηματοποιεία ἀπό ἀνθρώπους πού κατόρθωσαν νά μπολιάσουν δημιουργικά τούς πολιτισμούς, ὅπως  ὁ Διονύσιος Σολωμός, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ Νίκος Καζαντζάκης, ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ὁ Ὁδυσσέας Ἐλύτης, ὁ Τάσος Λειβαδίτης, ὁ Γιάννης Τσαρούχης, ὁ Ντίνος Χριστιανόπουλος, ὁ Γαβριήλ Πεντζίκης, ὁ Μάνος Χατζηδάκης, ὁ Μίκης Θεοδωράκης, ὁ Κάρολος Κούν, ὁ Ἀπόστολος Καρδάρας, ὁ Σταῦρος Κουγιουμτζῆς, οἱ μαντιναδῶροι καί τά ριζίτικα τῆς Κρήτης, οἱ Σμυρνιοί μικρασιάτες ρεμπέτες, καί πολύ ἄλλοι σύγχρονοι, ἐπώνυμοι-ἀνώνυμοι, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μέ αὐτό τό χαρισματικό στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, μετουσιώνοντάς το σέ πολιτισμικό δρώμενο μακρυά ἀπό θεσμικές νόρμες καί μέ μοναδικό στοιχεῖο τό μεγαλεῖο τῆς προσωπικῆς τους βιωτῆς. 

Ἡ πίστη στήν κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀποδοχή τῆς ἀποκάλυψης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἡ ἐνσάρκωση, ἡ σταύρωση, ἡ ἀνάσταση, ἡ τελική κρίση. Ὅλες αὐτές οἱ ἀβέβαιες βεβαιότητες τῆς πίστης στόν χριστιανισμό συλλαμβάνουν ποικίλες πολιτισμικές καί κοινωνικές προβολές, καθώς καθορίζουν ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο κατανόησης τῆς ζωῆς πού μπορεῖ ταυτόχρονα νά εἶναι καί ἱστορική καί ἐπιστημονική καί αἰσθητική ἤ μπορεῖ νά μήν εἶναι τίποτε ἀπ’ὅλα αὐτά καί νά εἶναι ἀσκητική, ἀναχωρητική, μή κοσμική. Πάντως καί στή μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση οἱ πολιτισμικές ἐπιδράσεις δέν μποροῦν νά εἶναι μόνο στόν τελετουργικό χῶρο ἤ στό χῶρο τῆς λατρείας, καθώς ἀντανακλοῦν ἀντιλήψεις πού ἀναφέρονται στόν ὅλο ἄνθρωπο. 

«Ἡ ἀναμονή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐν μέρει μιά ἀναζήτηση γιά μιά γλώσσα καί ἕνα ὕφος πού θά μᾶς βοηθοῦσε, ἴσως, νά σταθοῦμε γιά ἄλλη μιά φορά ἐνώπιόν του, γοητευμένοι ἀπό τήν παρουσία του. Τόν καιρό τῆς προσμονῆς, ἔχουμε ἕνα τόπο νά περιμένουμε΄ ὄχι μπροστά σ’ἕνα βωμό, ἀλλά μέσα στόν κόσμο, στή πόλη, δίπλα στόν ἄπορο γείτονα καί τόν ἐχθρό».[20] 

Στίς σύγχρονες κοινωνίες  παρά τό ὅτι ἡ πορεία της ἐκκοσμίκευσης ὡς διαδικασία ἀπελευθέρωσης ἀπό τήν ἀπόλυτη ἱερή αὐθεντία συνεχίζει νά ὑφίσταται, ἐν τούτοις θεσμοί, ἤθη, ἔθιμα, συστήματα καί ἀξίες πολλές φορές ἀποδεικνύεται ὅτι ἐμπεριέχουν συμβολικότητες οἱ ὁποῖες κρυπτογραφοῦν ἀρκετές δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ.[21] 

Γιά παράδειγμα ἡ ἔννοια τοῦ τάματος ἑνός πιστοῦ πρός κάποιο ἅγιο. Ἀκολουθώντας ἀναλυτικά τά βήματα παρουσίασης τοῦ φαινομένου στό πλαίσιο τῆς συμβολικότητας, παρατηροῦμε ὅτι: 

α. ἡ ἔννοια τοῦ τάματος ἀπό τόν πιστό πρός τόν ἅγιο ἐμπεριέχει τήν ἀποδοχή ἀπό μέρους τοῦ πιστοῦ  ὅτι ὁ ἅγιος μπορεῖ μέσα ἀπό κάποιες ἀπροσδιόριστες συχνά δυνάμεις πού ἔχει νά προσφέρει πρός τόν πιστό λύσεις σέ ὑπαρκτά-ὑλικά  προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει, ἀποδίδοντας στό ἅγιο ὑπερφυσικές δυνατότητες 

β. αὐτές οἱ δυνάμεις ταυτίζονται μέ τήν ἁγιότητα καί τήν ἱερότητα τοῦ προσώπου πού προσκαλεῖται νά ἐπιλύσει τά προβλήματα μέ τρόπο θαυμαστό 

γ. ἐμπεριέχει ἕνα εἶδος ἱερῆς ἐπικοινωνίας, καθώς ὁ ἄνθρωπος πού παρακαλεῖ ἐπικοινωνεῖ μέ τόν ἅγιο ὡς ἕνα πρόσωπο οἰκεῖο καί ἀγαπητό 

δ. ἐμπεριέχει τήν ἔννοια τῆς ἀνταλλαγῆς, καθώς τό τάμα ταυτίζεται μέ τό τάξιμο. Ὁ πιστός «ἔταξε» στόν ἅγιο ὅτι ἐάν ὑπάρξει ἀνταπόκριση ἀπό αὐτόν τότε αὐτός θά τοῦ προσφέρει κάτι ὡς ἀνταπόδοση. Κάτι σάν ἕνα εἶδος συναλλαγῆς καί ἀνταπόδοσης ὑπό προϋποθέσεις στό πλαίσιο: «κάνε μου αὐτό καί γώ θά σοῦ κάνω ἐκεῖνο» 

ε. ὁ κοινωνικός περίγυρος μυεῖται καί αὐτός στό τάμα, καθώς συμμετέχει καί αὐτός στή διαδικασία τῆς κοινωνικοποίησης τῆς σχέσης πιστοῦ-ἁγίου, ἐλπίζοντας ὅτι καί ὁ ἴδιος σέ ἀνάλογη περίπτωση θά τύχει εὐνοϊκῆς ἀντιμετώπισης ἀπό μέρος τοῦ ἁγίου 

στ. πολλές φορές ἡ κοινωνικοποίηση τοῦ τάματος ἀποτελεῖ ἀπαραίτητο ὅρο ὑλοποίησης του καί ἡ μή τήρηση τῆς διαδικασίας μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἀναίρεση τοῦ ἴδιου τοῦ φαινομένου 

ζ. ἀρκετές φορές τό τάμα ἀποτελεῖ προσφορά πρός τόν ἅγιο χωρίς νά ὑπάρχει προηγούμενη συμφωνία ἤ ὑπόσχεση, ἀλλά γιατί ὁ πιστός θεωρεῖ ὅτι ὑπῆρξε παρέμβαση κάποιου ἁγίου σέ κάποιο σημαντικό γεγονός τῆς ζωῆς του. Χαρακτηριστικές οἱ περιπτώσεις ἀνέργεσης ναῒσκων (προσκυνητάρια) στίς ἄκρες τῶν δρόμων ἤ σέ ἐπικίνδυνα σημεῖα τῶν δρόμων στά ὁποῖα ἔχουν συμβεῖ ἀτυχήματα 

η. πολλές φορές ἡ πρακτική τοῦ τάματος ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας καί μετατρέπεται σέ δεισιδαιμονία 

θ. εἴτε ὡς λαϊκή εὐσέβεια εἴτε ὡς δεισιδαιμονία ἡ ἀναγκαιότητα πού ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν ἐπιλογή τοῦ τάματος εἶναι καθόλα συμβολική καί συμβολίζει μέ ποικίλους τρόπους ὅτι ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ προϊόν τοῦ ἀνθρωπίνου πολιτισμοῦ πού ἐνδιαφέρεται νά ἐκδηλώνει εἴτε συλλογικά εἴτε ἐξατομικευμένα τή σχέση του μέ τό θεῖο 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτισμικότητας τοῦ τάματος ἀποτελεῖ ἡ διαδικασία ἑορτασμοῦ τῶν ἐκκλησιδίων (ἐξωκκλήσια) στή Σάμο, ὅπου ἡ προετοιμασία τῆς ἑορτῆς τοῦ τιμομένου ἁγίου περιλαμβάνει ἀπό τήν παραμονή σφαγή ζώου(αἵγα), ὁλονύκτια προετοιμασία τοῦ φαγητοῦ μέ συζητήσεις, χορούς καί ἀστεῖα μεταξύ τῶν παρευρισκομένων, τέλεση Θ. Λειτουργίας πρός τιμή τοῦ ἑορτάζοντος ἁγίου, προσφορά ἀρτοκλασίας καί τό βράσιμο τοῦ σιταριοῦ. Μετά τό πέρας τῆς Θ. Λειτουργίας, τό ἰδιαίτερο αὐτό φαγητό ἁγιάζεται ἀπό τόν ἱερέα καί μοιράζεται στούς προσκυνητές καί στούς περαστικούς. Ἡ ἄφιξη τῶν προσκυνητῶν γίνεται κυρίως μέ τά πόδια, ἀκολουθώντας γνωστά μονοπάτια τῆς περιοχῆς καί κατά παρέες.[22] 

Κοινωνιολογικά αὐτή  ἡ διαδικασία τῆς προετοιμασίας καί τῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ προσφερομένου γεύματος (τῆς γιορτῆς, ὅπως τήν ἀποκαλοῦν οἱ ντόπιοι), ἀποτελεῖ πρακτική αἰώνων, ἡ ὁποία δυναμοποιεῖ τό πολιτισμικό στοιχεῖο τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, μεταμορφώνοντάς το σέ στοιχεῖο κοινωνικῆς συνοχῆς. Παρ’ὅτι προέρχεται ἀπό μιά καθαρά θρησκευτική θυσιαστική διαδικασία λατρείας πρός τούς δώδεκα θεούς κατά τήν ἀρχαιοελληνική περίοδο, (στή Σάμο ἄλλωστε ὑπῆρχε ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα ἱερά τῆς ἐποχῆς πρός τιμήν τῆς θεᾶς Ἥρας, τό Ἡραῖον), στήν ἱστορική του πορεία ἀπέβαλλε τά εἰδωλολατρικά στοιχεῖα καί ἐκχριστιανίσθηκε, παραμένοντας μέχρι σήμερα το πιό δυναμικό πολιτισμικό ἔθιμο τῶν κατοίκων τῆς Σάμου. Αὐτή ἡ διαδικασία ἀποδεικνύει ὅτι ἤθη καί ἔθιμα τά ὁποῖα ἐκδηλώνουν συνεχῶς καί προβάλλουν στοιχεῖα τῆς πολιτισμικῆς ἰδιομορφίας καί ἰδιαιτερότητας μιᾶς περιοχῆς παραμένουν ζωντανά καί θά συνεχίσουν νά ὑπάρχουν. Ἀντίθετα, στοιχεῖα τά ὁποῖα δέν ἐμπεριέχουν πολιτισμική δυναμική, ἀλλά ἁπλῶς καί μόνο ἐπαναλαμβάνονται μιμητικά στό χῶρο καί στό χρόνο εἶναι καταδικασμένα ἤ νά περιθωριοποιηθοῦν ἤ νά καταργηθοῦν. 

Τά δύο παραδείγματα, αὐτό τοῦ τάματος καί αὐτό  τοῦ ἐθίμου τῆς «γιορτῆς» τῶν κατοίκων τῆς Σάμου ἐντάσσονται σέ ἕνα εὐρύτερο πλαίσιο κοινωνικῆς πραγματικότητας, κυρίως αὐτό τῆς συλλογικῆς συνύπαρξης καί ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου. Ἄνθρωποι διαφόρων κοινωνικῶν τάξεων καί θέσεων συνυπάρχουν γύρω ἀπό τό «καζάνι» τῆς προετοιμασίας, χωρίς διακρίσεις καί πρωτοκαθεδρίες. Αὐτή ἡ συλλογικότητα κινεῖ ἕνα εὐρύτερο σύνολο δραστηριοτήτων, οἱ ὁποῖες δέν καθορίζονται ἀπό ἰδιοτελή γιά παράδειγμα οἰκονομικά κίνητρα, ἀλλά, λειτουργώντας ἐκτός πλαισίου ἀνταγωνισμοῦ ἤ ὠφελιμισμοῦ καθορίζουν σχέσεις οἱ ὁποῖες ἔστω καί γιά λίγο ἐπιτρέπουν τήν ὑπέρβαση τῶν κοινωνικῶν καί οἰκονομικῶν ἰδιαιτεροτήτων τοῦ καθενός. Εἶναι χαρακτηριστικό δέ τό γεγονός ὅτι ἐλάχιστοι προσκυνητές πορεύονται σέ ἐξωκκλήσια στά ὁποῖα δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διαδικασία κοινωνικοποίησης τῆς τιμῆς πρός τόν ἅγιο. Ἀκόμη δέ πιό χαρακτηριστικό τό γεγονός ὅτι σέ καμία περίπτωση δέν μοιράζεται «ἡ γιορτή» ἄν δέν ἁγιασθεῖ ἀπό τόν ἱερέα. 

Τυπολογικά, ἀπό τή λατρευτική θυσία τοῦ ζώου κατά τήν ἀρχαιοελληνική δωδεκαθεϊστική περίοδο περνᾶμε σέ μιά κοινωνιολογική διαδικασία προετοιμασίας τοῦ συλλογικοῦ γεύματος τῆς κοινότητας πού συμμετέχει ἐνεργά καί ὄχι παθητικά ἐνῶ ἡ θυσία ἀπό αἱματηρό λατρευτικό γεγονός ἀντικαθίσταται ἀπό τήν ἀναίμακτη προσφορά θυσίας στό θυσιαστήριο τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα κινοῦνται στή λογική τῆς κοινοτικῆς λειτουργίας πρίν καί μετά τή Θ. Λειτουργία καί ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἡ συλλογικότητα μπορεῖ νά ἐκφράζεται μέσα ἀπό συμβολικές κινήσεις παρουσίας τοῦ ἱεροῦ πού κάθε ἄλλο παρά ἐθιμοτυπικές ἤ φαινομενικές εἶναι. 

Ἡ ἀτομικότητα ἐντάσσεται στό συλλογικό, ἐγκαταλείποντας τά ὁποιαδήποτε ἰδιαίτερα κοινωνικά  χαρακτηριστικά  της, φέρνοντας μαζί της μόνο τήν προσωπική παρουσία της ὡς ἀνθρώπινης ὀντότητας πού μοιράζεται τήν ὕπαρξή της ὡς πρόσωπο μέ πολλά ἄλλα πρόσωπα. Τό ἄτομο κοινωνικοποιεῖται γύρω ἀπό τή διαδικασία δράσης ἑνός θρησκευτικοῦ φαινομένου καί μέσα ἀπό αὐτή τή διαδικασία ἐξατομικεύει τήν ἀτομικότητά του, μετατρέποντάς την σέ μέρος τοῦ συλλογικοῦ. Ἡ προετοιμασία τῆς «γιορτῆς» ἀπό θυσία μέ θρησκευτικό περιεχόμενο γίνεται σύμβολο τῆς συλλογικότητας τοῦ πολιτισμικοῦ δεδομένου τῆς τοπικῆς κοινωνίας, ὅπου, ὅμως,  τό ἄτομο ἀποφασίζει ἐλεύθερα γιά τή συμμετοχή του. 

Αὐτή ἡ πολιτισμική συμβολικότητα τῆς ὅλης διαδικασίας δέν θέτει σέ σύγκρουση τό συλλογικό μέ τό ἀτομικό, ἐπιτρέπει τό πέρασμα ἀπό τίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀτομικῆς συνείδησης στίς συλλογικές ἀναπαραστάσεις μέσα ἀπό μιά συνεχή σειρά μεταβάσεων,[23]καθώς «ἕνα ἀπό τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ κοινωνικοῦ γεγονότος εἶναι ἀκριβῶς ἡ συμβολική του ὄψη».[24] 

Αὐτή ἡ συμβολική πολιτισμική λειτουργία τοῦ κοινωνικο-θρησκευτικοῦ φαινομένου ἐκδηλώνεται ὡς μέρος τῆς πολιτισμικῆς κοινωνικῆς δραστηριότητας μιᾶς τοπικῆς κοινωνίας, ἐνσωματώνοντας καί μεταφέροντας τήν ἔννοια τῆς κοινωνικοποίησης μέσα ἀπό δραστηριότητες καθ’ὅλα κοινωνικές. Τροπικά πλέον ἡ θρησκεία δέν εἶναι μόνο ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ, ἀλλά ἡ συμβολική ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ, μεταβάλλεται σέ μιά συμβολική δραστηριότητα μέ ἰδιαίτερη ὑπόσταση πού προσδιορίζεται σχετικά αὐτόνομα ἀπέναντι στούς κοινωνικούς καθορισμούς. Ἀποτελεῖ ἕνα κόσμο σημείων καί σημασιῶν πού δίνει νόημα στίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἕνα σύστημα συμβόλων πού συγκροτεῖ καί ἀναπαράγει τήν κοινωνική ζωή καί δίνει νόημα στά μέλη της.[25] 

Τά ἄτομα παρ’ὅτι δροῦν ἐλεύθερα, δροῦν συλλογικά ἀποδεχόμενοι τή συμβολικότητα τῆς ὅλης διαδικασίας, ἐκφράζοντας συναισθήματα, σκέψεις καί πιστεύω ὅτι πράγματι ἔτσι εἶναι, χωρίς κατ’ἀνάγκη αὐτό νά ἀληθεύει. Ἡ ἑνότητα προσώπων καί συμβολισμῶν διαμορφώνει ἀνθρώπινες σχέσεις οἱ ὁποῖες συντελοῦνται γύρω ἀπό ἕνα θρησκευτικό γεγονός (ἡ τιμή πρός τόν ἅγιο) τό ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει διαχρονικά τή σχέση τῆς τοπικῆς κοινωνίας μέ τό θεῖο. Κόσμος, Φύση, Ἄνθρωπος, Κοινωνία, Θεός παράγουν ἕνα κοινωνικό καί πολιτισμικό συμβολισμό, ὁ ὁποῖος ἔρχεται νά καταργήσει τήν κυριαρχούσα μονοδιάστατη ἀνταγωνιστική κοινωνική δράση καί νά ἀφήσει ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο νά δηλώσει συμμετοχή στή συλλογικότητα χωρίς νά ἐκμηδενίσει τήν προσωπική του ἀτομικότητα. Οἰκογένειες, συγγενεῖς, φίλοι, περαστικοί καί ἄγνωστοι ἀποτελοῦν ἕνα συμβολικό κύκλο συλλογικότητας, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει μιά ὁλονύκτια πολιτισμική δράση καί διαμορφώνει μιά αὐτόνομη κοινότητα ἀναμένοντας τήν ὁλοκλήρωση τῆς τιμῆς πρός τόν ἅγιο, νοηματοδοτώντας τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.[26] 

Αὐτή ἡ ὑπαρξιακή νοηματοδότηση εἶναι ὁλοφάνερη ἄν γιά παράδειγμα ἐπιχειρούσαμε μιά καταγραφή τῆς προσφορᾶς τοῦ χριστιανισμοῦ στόν Εὐρωπαϊκό πολιτισμό μέσα ἀπό ὀνόματα καί παρεμβάσεις. Θά ἔπρεπε νά ἀναφερθοῦμε ἀπαραιτήτως στούς Ἕλληνες καί Λατίνους Πατέρες, στόν Δάντη καί τή «Θεία Κωμωδία», στόν «Χαμένο Παράδεισο» τοῦ Milton, στά «Τέσσερα Κουαρτέτα» τοῦ T.S.Eliot, στά «Κατά Ματθαῖον Πάθη» τοῦ Μπαχ,  στό «Μεσσία» τοῦ Χαῖντελ, στόν Τζιότο, στό Ντα Βιντσι, στό Μιχαήλ Ἄγγελο, στόν Ραφαήλ, στό Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, στόν Ρεμπράντ, στήν Ἁγιά Σοφιά, στό Cluny, στό Ἅγιον Ὅρος, στόν Ντράγιερ, στόν Μπέργκμαν, στόν Ταρκόφσκι, στήν προσπάθεια τῶν πρώτων χρόνων γιά κοινωνική ἀπελευθέρωση, στήν ἄμετρη ἀγάπη τοῦ Εὐαγγελίου, στήν ἀλληλεγγύη, στό νόημα τῆς θυσίας, στόν ἁγιασμό τῆς ὕλης, στή δύναμη τῆς πίστης, στό Θωμά Ἀκινάτη, στόν Ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης, στόν Πασκάλ, στόν Ἰωάννη τοῦ Σταυροῦ, στόν ἱερό Αὐγουστίνο, στόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, στόν Ἡσυχασμό, στόν Λούθηρο καί τόσους ἄλλους. Τί σημαίνουν ὅλοι αὐτοί καί ὅλα αὐτά  γιά τόν Εὐρωπαϊκό Πολιτισμό; Ἀποτελοῦν τούς φορεῖς ἑνός μηνύματος, τοῦ χριστιανικοῦ, διαφορετικοῦ κατά ἐποχές, πού ἐμπλουτίζει τόν πολιτισμό ἐπίσης κατά ἐποχές. Ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν χρονικές διαφορές 1000 καί 1500 χρόνων, κοινωνικές διαφορές, πολιτικές καί οἰκονομικές διαφορές, διαφορές γιά τό ἴδιο τό μήνυμα πού μετουσιώνουν. Παραμένουν ὅμως καταγεγραμ-μένα ὡς δρώμενα πού ἐπιτυγχάνουν νά περάσουν τό μπόλιασμα τοῦ χριστιανισμοῦ μέ τόν πολιτισμό. Ὡς στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν πώς ὁ χριστιανισμός ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό δυναμικά σύμβολα τοῦ εὐρωπαϊκού πολιτισμοῦ. Ἐπί πλέον ἀποδεικνύει ὅτι στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, ἄτομα, ὁμάδες καί κοινότητες μποροῦν νά ἐκφράζουν πολιτισμικά  τή θρησκευτικότητά τους καί νά μετατρέπουν τήν πολυθρησκευτικότητα σέ πολυπολιτισμικότητα, χωρίς νά παραβλέπουν τό γεγονός ὅτι ὁ χριστιανισμός ἀπετέλεσε τήν ἀφετηρία τῶν ἀνθρωπιστικῶν κινημάτων. Κατά τόν Hartmut von Heting : 

«ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ ἕνα μέρος τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀκόμη καί στήν ἐκκοσμικευμένη της μορφή. Δέν κατανοεῖ κανείς αὐτό τόν πολιτισμό, ἐάν δέν δεῖ τή θρησκευτική ρίζα τῶν θεσμῶν, τῶν μορφῶν καί τῶν ἀξιῶν του. Ἡ ἠθική μας, ἡ τέχνη μας, ἡ ἐπιστήμη μας, οἱ θεμελιώδεις κοινωνικές δομές ἀναπτύχθηκαν μέσα ἀπό τή θρησκεία ἤ μέσα ἀπό τήν ἀντιπαράθεση μέ αὐτήν.  Ἡ γενική μόρφωση, ἀκόμη καί ἐνός ἄθεου στόν κόσμο μας, δέν μπορεῖ νά εἶναι «γενική», ἐάν δέν περιλαμβάνει τή θρησκεία[27]». 

Σήμερα, ὑπάρχει μιά δεδομένη ἀντιστροφή, καθώς ἡ συνύπαρξη τῶν πολιτισμῶν ἀποτελεῖ ζήτημα ἐπιβίωσης καί γιά τήν ἴδια τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Ἡ προβληματική κατάσταση τῶν προηγουμένων χρόνων ἔχει μετατραπεῖ πλέον σέ ἀξία γιά τόν δυτικό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτει ἐκ νέου τή σημασία τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν.[28] Ἡ ἐλευθερία ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ ἕνα συνεχή ἀγώνα γιά ἀπαλλαγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό παρελθοντικά ἰδεολογήματα καί ἀπολυτοποιήσεις. Ἡ πρόκληση γιά τόν εὐρωπαϊκό πολιτισμό καί τόν εὐρωπαῖο ἄνθρωπο εἶναι νά κατορθώσει τήν ἔξοδό του ἀπό τή μοναδικότητα τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας πού κατά τρόπο ἰδεοληπτικό καί διαστρεβλωτικό διαμόρφωσε σέ προηγούμενες ἐποχές. 

Χριστόφορος Ἀρβανίτης 

Δρ. Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού καί τῆς Θρησκείας,


 

[1] Μετά ἀπό παράκληση πολλῶν συναδέλφων, τό ἄρθρο αὐτό ἀποτελεῖ τελική ἐπεξεργασμένη μορφή τῆς πρωτόλειας ὁμιλίας στό Πνευματικό Κέντρο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, κατά τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχών στίς 30-1-2010. Θά δημοσιευθεῖ δέ, προσεχῶς, στό ἐπιστημονικό φιλολογικό περιοδικό Θαλλώ. 

[2] Φίλιας Γ., Κοινωνιολογία τοῦ Πολιτισμοῦ, Παπαζήσης, 2005, p.437 

[3] Clifford Geertz, Ἡ ἑρμηνεία τῶν πολιτισμῶν, Ἀλεξάνδρεια, μτφρ. Θεόδωρος Παραδέλλης, Αθήνα, 2003, pp. 98-101. 

[4] “Haute culture et haute couture” in Questions de sociologie, Paris, Minuit, 1984, pp. 196-206. 

[5] Marcel Mauss, Κοινωνιολογία καί ἀνθρωπολογία, μτφρ. Θεόδωρος Παραδέλλης, Ἐκδόσεις τοῦ Εἰκοστοῦ Πρώτου, Ἀθήνα, 2004, p.84. 

[6] Tragic Sence of Life, New York, 1961, pp.84-85 

[7] Clifford Geertz., ibid., p.110. 

[8] Clifford Geertz, ibid., p.23. 

[9] Glifford Geertz, ibid., p.40 

[10] Κατά τόν καθηγητή Πέτρου Ἰωάννη ἡ ἔννοια τῆς πολυπολιτισμικότητας δημιουργήθηκε γιά νά ἐκφράσει καταστάσεις πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ, ἀλλά καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς εἰρηνικῆς συνύπαρξης καί τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μέ διαφορετικές πολιτιστικές ἐκφράσεις εἴτε σέ τοπικό εἴτε σέ παγκόσμιο ἐπιπεδο. Πέτρου Ἰωάννη, Πολυπολιτισμικότητα καί θρησκευτική ἐλευθερία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2003, pp.13-14. 

[11] Εἶναι λυπηρό τό γεγονός ὅτι πουθενά σέ ὁλόκληρο τό πανεπιστήμιο, στό χῶρο πού σήμερα ἀποτελεῖ τό χῶρο παραγωγῆς τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης, δέν ὑπάρχει οὔτε μία τιμητική ἀναφορά στούς Ἑβραίους νεκρούς τῶν ὁποίων οἱ Ναζί βεβήλωσαν καί ἀτίμασαν τά ὁστά τους. 

[12] Ἄν δεῖ κάποιος τίς μελέτες πού ἀναφέρονται σέ ἐκείνη τήν ἐποχή ἀκόμη καί ἀπό πανεπιστημιακούς καθηγητές θά διαπιστώσει πλήρως τίς διάφορες σκοπιμότητες πού ἐμπεριέχουν. Ὁ καθηγητής Χασιώτης ἀναφέρει ὅτι στή Θεσαλονίκη ὑπῆρχαν τότε τρεῖς μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες: ἡ ἑβραϊκή, ἡ μουσουλμανική καί ἡ ἑλληνική. Ἀποσιωπᾶται τό γεγονός ὅτι ἡ μουσουλμανική ἦταν ἡ τουρκική κοινότητα καί ἡ χριστιανική κοινότητα σκοπιμως ὀνομάζεται ἑλληνική, τῆς δίνεται δηλ ἐθνική ὀντότητα, καθώς χριστιανοί δέν ἦταν μόνο οἱ Ἑλληνες, ἀλλά καί οἱ Βούλγαροι καί οἱ Σέρβοι καί οἱ Ἀρμένιοι καί οἱ Βλάχοι. Τό λιγότερο τό ὁποῖο μπορεῖ νά πεῖ κανείς διαβάζοντας ἀντικειμενικά τήν ὑποτιθέμενη «θρησκευτική περιγραφή» τοῦ καθηγητοῦ εἶναι ὅτι πρόκειται γιά μιά περιγραφή ἰδεολογικῆς σκοπιμότητας πού ἀλλοιώνει τό ἐπιστημονικό καί κοινωνικό περιεχόμενο τῶν ἐννοιῶν  θρησκευτικό καί ἐθνικό ταυτίζοντας τό δεύτερο μέ τό πρῶτο. 

[13] Βλ. Πέτρου Ἰωάννη, Πολυπολιτισμικότητα καί θρησκευτική ἐλευθερία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2003, pp.57-67. 

[14] Πέτρου Ἰωάννη, ibid., pp.90-105 

Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά καταθέσω ἕνα προβληματισμό ὅσον ἀφορᾶ  στήν ὕπαρξη καί στή συνέχεια αὐτῶν τῶν διαλόγων, κυρίως τῶν διαομολογιακῶν. Ὁπωσδήποτε ὁ διάλογος ἀμβλύνει τίς ἀντιθέσεις καί βοηθᾶ στήν ἄρση πολλῶν τεχνητῶν παρεξηγήσεων μεταξύ τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν. Τά κείμενα τά ὁποῖα προκύπτουν ἔχουν ὁπωσδήποτε μεγάλο ἐνδιαφέρον καί καταγράφουν τίς τάσεις πού ὑπάρχουν ἀνά ἐποχές στούς κόλπους τῶν ἑκάστοτε ἐκκλησιῶν. Τό πρόβλημα, ὅμως, πού ὑπάρχει εἶναι καί κατά πόσο αὐτοί οἱ διάλογοι ἐντάσσονται σέ μιά κατεύθυνση ἑνότητας τῶν διηρημένων. Δεχόμενοι ὅτι οἱ διάλογοι, ἐπίσης, γίνονται σέ θεσμικό ἐπίπεδο, τίθεται ὁ προβληματισμός γιά τό κατά πόσο αὐτοί ἔχουν πράγματι τή δυνατότητα  νά ἐκφράσουν τό σύνολο τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων καί ὄχι μόνο τήν θεσμική ἡγετική ὁμάδα. Ἀπό τήν ἄλλη ἄν ὄντως, ὅπως εἰπώθηκε οἱ ἐκκλησίες καί οἱ θρησκεῖες παραμένουν συστήματα ἑρμητικά κλειστά καί πολλά ἀπό τά στοιχεῖα τους εἶναι ἰδεολογικοποιημένα, ἀναρωτιέμαι κατά πόσο οἱ διάλογοι ἐκφράζουν καί πάλι τίς ἐπιθυμίες τοῦ συνόλου τῶν πιστῶν, καθώς αὐτό τό σύνολο παραμένει ἐκτός κέντρου διαμόρφωσης ἀπόψεων καί ἀποφάσεων. Ἀπό τήν ἄλλη βλέπουμε κινήσεις συνεργασίας σέ κοινωνικό καί πολιτισμικό ἐπίπεδο μεταξύ τῶν πιστῶν διαφορετικῶν ὁμολογιῶν οἱ ὁποῖοι μοιράζονται κοινούς προβληματισμούς, κοινές ἀνησυχίες, κοινές λύσεις, ἀλλά ἀδυνατοῦν νά ἔχουν καί κοινό ποτήριο κοινωνίας. Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι κατά πόσο οἱ δογματικές διαφορές πρέπει νά ἀποτελοῦν σημεῖα διαίρεσης τῶν ἀνθρώπων, κατά πόσο θά πρέπει νά λειτουργοῦν ἀνασταλτικά στίς διαθέσεις καί τίς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων γιά ἑνότητα καί ἀγάπη. Κατά πόσο τελικά εἶναι αὐτός ὁ ρόλος τῶν δογμάτων ἤ θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε μιά ἄλλη ἑρμηνεία πολύ πιό ἀνθρώπινη, πολύ  πιό κοινωνική καί πολύ πιό πολιτισμική. Αὐτές οἱ πρακτικές ἄρνησης τοῦ κοινοῦ ποτηρίου ἐκφράζουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἤ καταδεικνύουν γιά ἄλλη μιά φορά τήν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων νά κάνουν πράξη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά ἀγάπη καί ἀλληλεγγύη; 

[15] Karl Popper, Ἡ ἀνοικτή κοινωνία καί οἱ ἐχθροί της, μτφρ. Παπαδάκη Εἰρήνη, Παπαδήμας, Άθήνα, 2003, p.36. 

[16] Diels, Vorsokratiker, 41,179,34,261,62,55,251,247,118, στό Karl Popper, ibid., pp.498-499. 

[17] Θουκιδίδου, Περικλέους Ἐπιτάφιος http://users.uoa.gr/~nektar/ history/1antiquity/pericles_epitafios_logos.htm. 

[18] Ἀρβανίτη Χριστοφ., «Ἡ ἠθική τῆς ἐλευθερίας στήν ἐποχή τῆς νεωτερικότητας» στό περ. Γρηγόριος Παλαμάς, τ.799. 

[19] Ματσούκα Νικολάου., «Πολιτισμός καί ἐκκλησιαστική ταυτότητα», στό περ. ΣΥΝΑΞΗ τ.88, p.8. 

[20] Altizer T and Hamilton W, Radical Theology and the Deth of God, Penguin, Baltimore, 1968, p.157 

[21] Παπαγεωργίου Ν. Μεταμορφώσεις τοῦ ἱεροῦ, Κοινωνιολογία καί θρησκεία στό ἔργο τοῦ Marcel Mauss, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη,  pp.256-258. 

[22] Βαρβούνη Μ., Λαϊκή λατρεία καί θρησκευτική συμπεριφορά τῶν κατοίκων τῆς Σάμου, Πνευματικό Ἵδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», Βιβλιοθήκη Ἐπιστημονικῶν Ἐκδόσεων, Ἀθήνα, 1992, pp.99-113, ἰδιαίτερα 109-113. 

[23] Παπαγεωργίου Ν., ibid., p.288, ἀπό τό SCG, p.161 («Sociologie», Grande Encyclopédie, t.30, 1901, (Oeuvres III, pp.139-177). 

[24] Παπαγεωργίου Ν., ibid., 290, στό «Πραγματικές καί πρακτικές σχέσεις τῆς ψυχολογίας καί τῆς κοινωνιολογίας» Journal de psychologie normale et pathologique 2, 1924, Κοινωνιολογία καί ἀνθρωπολογία, ibid., pp.63-103. 

[25] Παπαγεωργίου Ν. Ibid., pp. 323-324. 

[26] Βλ. ἐπίσης, Émile Durkheim, Les formes élémentaires de la vie religieuse, PUF, Paris, 1985, pp.331-332. 

[27] H. von Hentig, Glaube. Fluchten auw der Aufklärung, Düsseldorf, 1992, p.113, στό Δεληκωνσταντῆ Κ., «Ἡ εὐρωπαϊκή μας ταυτότητα μεταξύ χριστιανικῆς παράδοσης καί πλουραλισμοῦ» στό περ. ΣΥΝΑΞΗ, τ. 74, p.39. 

[28] George M. Condothra, «Εὐαγγέλιο καί πολιτισμός» στό Καθ’ὁδόν τ.4, pp.55-63 

Πηγή: http://theologoi-kritis.sch.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=271:2010-07-01-11-13-51&catid=65:2008-12-29-20-40-10&Itemid=129