Ανθρωπική Αρχή και Κοσμολογία

22 01 2013

Γιώργης Παπανικολάου

Σύμφωνα με την μέχρι σήμερα αποδεκτή κοσμολογική θεωρία του Big Bang, η δημιουργία του σύμπαντος βασίζεται στη δράση των τεσσάρων γνωστών θεμελιωδών δυνάμεων ή αλληλεπιδράσεων (Βαρυτική, ηλεκτρομαγνητική, ισχυρή και ασθενής). Οι δυνάμεις αυτές δρουν με απόλυτα εξειδικευμένο τρόπο και εμφανίζονται κατά περίπτωση με  απόλυτα ακριβείς και συγκεκριμένες σταθερές, οι οποίες προσδιορίζουν μια αλληλουχία κινήσεων, γεγονότων και φαινομένων, που καταλήγουν στη δημιουργία του συγκεκριμένου «δικού» μας σύμπαντος.

Έτσι, μπορούμε να πούμε πως το Big Bang πυροδότησε την έναρξη μιας σειράς συγκεκριμένων δυναμικών διεργασιών της άβιας ύλης, που καταλήγουν στη δημιουργία της έμβιας ύλης.

Το συμπέρασμα αυτό δεν έχει βάση αμφισβήτησης, γιατί δεν εμπίπτει στη περίπτωση μιας επαγωγής ή απαγωγής στη διαδικασία του λογικού συμπερασμού, αλλά αφορά την πραγματικότητα καθαυτή.

Μάλιστα, αυτή η διαπίστωση γίνεται απ’ το ανώτερο, μέχρι τώρα, τελικό δημιούργημα αυτής της διαδικασίας, τον άνθρωπο, ο οποίος είναι σε θέση να παρατηρεί, να διερωτάται, να διερευνά και να απαντά. Αλλά, αυτές ακριβώς οι ξεχωριστές ιδιότητες – ικανότητες του ανθρώπου αποτελούν για τον ίδιο κι ένα βασικό μέτρο στη προσπάθεια ερμηνείας του ανερμήνευτου, με τη καθιέρωση της «ανθρωπικής αρχής» ή του «ανθρωπικού αξιώματος».

Η αρχή αυτή στηρίζεται στη βασική απαίτηση που λέει ότι: κάθε ερμηνεία για την ύπαρξη του σύμπαντος πρέπει να περιλαμβάνει και την ύπαρξη του ανθρώπου μέσα σ’ αυτό. Δηλαδή, κάθε Κοσμολογική θεωρία πρέπει να αναπτύσσεται στη βάση της ερμηνείας των καταστάσεων και των σχέσεων που μεσολαβούν μεταξύ των δυο αναμφισβήτητων πραγματικών γεγονότων: του Σύμπαντος (δηλ. του Κοσμικού γίγνεσθαι) και του παρατηρητή του (δηλ. του ανθρώπου). Έτσι, στην επιστημονική έρευνα της Κοσμολογίας επικαιροποιείται, μετά από 2400 χρόνια περίπου, η βασική φιλοσοφική θέση του Πρωταγόρα που λέει ότι: «Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος, αυτών που υπάρχουν, πως υπάρχουν και αυτών που δεν υπάρχουν, πως δεν υπάρχουν».

Η ανθρωπική αρχή λοιπόν, που ονομάστηκε έτσι από τον μαθηματικό Brandon Carter το 1974, βασίζεται στη διαπίστωση της επιστήμης πως αν δεν υπήρχε το συγκεκριμένο Σύμπαν, δηλαδή αν δεν υπήρχαν οι απόλυτα συγκεκριμένες σταθερές στο Συμπαντικό γίγνεσθαι, δεν θα είχαν αναπτυχθεί οι συνθήκες που επέτρεψαν την ύπαρξη του παρατηρητή του, δηλ. του ανθρώπινου όντος. Η διαπίστωση αυτή δεν αναφέρεται στον άνθρωπο για να επισημάνει μόνο κάποια βιολογική τελειότητα στο φαινόμενο της ζωής, αλλά και για να δείξει το πώς μέσα στο Κοσμικό γίγνεσθαι αναδεικνύεται το φαινόμενο της νόησης. Το πώς δηλαδή μια συγκεκριμένη αλληλουχία διεργασιών της άβιας ύλης καταλήγει στην εμφάνιση της νοήμονος έμβιας ύλης.

Όμως, αυτή η διαπίστωση αναδεικνύει ταυτόχρονα και το πρόβλημα της μηχανιστικής θεώρησης του Κόσμου, διότι, «εκ του αποτελέσματος» φανερώνεται η ύπαρξη σκοπού στην όλη γεγονική εξέλιξη της σύμφυτης κίνησης της ύλης. Έτσι, παρ’ όλο που τόσο η «μηχανή παραγωγής», δηλ. το συγκεκριμένο Σύμπαν, όσο και το «τελικό νοήμον προϊόν» , δηλ. το ανθρώπινο ον, είναι συνεχώς παρόντα και διαθέσιμα στην έρευνα, εν τούτοις, ένα μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας παραμένει προσκολλημένο στην μονοδιάστατη υλιστική ερμηνεία του κόσμου, και αρκείται να «βλέπει» μόνο αυτό που «φαίνεται». Σ’ αυτή τη περίπτωση λοιπόν, η ανθρωπική αρχή εφαρμόζεται με μια Δαρβινική αντίληψη, για να αποδείξει πως υπάρχουμε έτσι όπως υπάρχουμε, σαν μια έκφανση των υπαρκτικών δυνατοτήτων της ύλης. Η νόηση δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από μια αναγκαία διεργασία της έμβιας ύλης. Δηλαδή, το ότι υπάρχουμε έτσι όπως υπάρχουμε δεν σημαίνει πως αποτελούμε την υλοποίηση κάποιου σκοπού, παρά το ότι η ύπαρξή μας αποδεικνύει πως η ύλη, μεταξύ των άλλων, μπορεί να παράγει και διάφορες μορφές ζωής.

Στο συγκεκριμένο Σύμπαν, απ’ όσο μπορεί να διαπιστώσει ο άνθρωπος, οι περισσότεροι πλανήτες δεν πρέπει να βρίσκονται σε κατάλληλες τροχιές γύρω απ’ τον ήλιο τους για να μπορούν ν’ αναπτυχθούν συνθήκες εμφάνισης ζωής. Όμως, σύμφωνα με τον νόμο των πιθανοτήτων, και λόγω του απίθανα μεγάλου αριθμού πλανητών, αφού υπάρχει η Γη κι εμείς βρισκόμαστε σ’ αυτή, τότε, έστω και σπάνια θα υπάρχουν κι άλλοι πλανήτες που μπορεί να έχουν συνθήκες εμφάνισης ζωής. Έτσι, ο Richard Dawkins υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την ανθρωπική αρχή μπορούμε να συζητάμε το ζήτημα μόνο σε κείνο το είδος σύμπαντος το οποίο υπήρξε ικανό να μας παράγει. Συνεπώς, η ύπαρξή μας ορίζει ότι οι θεμελιώδεις φυσικές σταθερές έπρεπε να εμπίπτουν στις ζώνες τροχιάς του πλανήτη που είναι ευνοϊκές για τη ζωή.

Αλλά αυτή η εφαρμογή της ανθρωπικής αρχής, που εξηγεί την ύπαρξη της νοήμονος έμβιας ύλης με την ταυτολογία ότι υπάρχουμε έτσι όπως υπάρχουμε επειδή έτσι υπάρχουμε, δεν φαίνεται ικανοποιητική για πολλούς εξελικτικούς υλιστές, κι έτσι, προσφεύγοντας πάλι σε μια επαγωγική πιθανολόγηση, αναφέρονται στη θεωρία του «πολυσύμπαντος» (multiverse) ή «μεγασύμπαντος» (megaverse). Η θεωρία αυτή έχει να κάνει με την ιδέα μιας «φυσικής επιλογής» μεταξύ πολλών διαφορετικών περιπτώσεων της ύπαρξης ενός σύμπαντος, λόγω διαφοροποίησης των φυσικών νόμων και σταθερών, που τελικά καταλήγει στην ύπαρξη του συγκεκριμένου «δικού» μας σύμπαντος. Αλλά, αυτή η πιθανολόγηση δεν σταματάει εδώ, παρά αναφέρεται και στη θεωρία του φυσικού Lee Smolin που λέει ότι «θυγατρικά» σύμπαντα γεννιούνται από «μητρικά»  σύμπαντα, όχι σε μια καθολική Μεγάλη Σύνθλιψη αλλά πιο τοπικά, σε μαύρες τρύπες. Ο Smolin εδώ προσθέτει μια μορφή κληρονομικότητας: Η κληρονομικότητα αποτελεί ουσιώδες συστατικό της Δαρβινικής φυσικής επιλογής, κι έτσι ο Smolin θεωρεί ότι υπήρξε μια φυσική επιλογή συμπάντων στο πολυσύμπαν, η οποία ευνόησε άμεσα την εξέλιξη της ικανότητας γέννησης μαύρων τρυπών και έμμεσα την παραγωγή ζωής.

Με την εκτενή αναφορά του Dawkins στη θεωρία του πολυσύμπαντος, μέσα από το πρίσμα μιας εφαρμογής της Δαρβινικής εξελικτικής διαδικασίας, ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Ενδεχομένως το πολυσύμπαν φαίνεται εξωφρενικό ως προς το τεράστιο πλήθος συμπάντων. Εάν όμως το καθένα από αυτά τα σύμπαντα είναι απλό όσον αφορά τους θεμελιώδεις νόμους του, τότε δεν υποθέτουμε τίποτε εξαιρετικά απίθανο. Το ακριβώς αντίθετο πρέπει να λεχθεί για κάθε είδος διάνοιας».

Εδώ λοιπόν διαπιστώνουμε ότι, προκειμένου ο υλισμός να αποφύγει την οποιαδήποτε έκφανση νόησης στην όποια εξηγητική εκδοχή των διαδοχικών διαδικασιών της άβιας ύλης – που καταλήγουν στη γένεση των έμβιων όντων – καταφεύγει σε επιστημονικά αναπόδεικτες θεωρητικές ακροβασίες, που δημιουργούν αντιφάσεις όπως: Ο ίδιος έγκριτος επιστήμονας, ενώ απ’ τη μια παραδέχεται ότι, «η δαρβινική εξέλιξη προχωρεί απρόσκοπτα αφότου δημιουργήθηκε η ζωή… διότι η φυσική επιλογή δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς αυτή», απ’ την άλλη υποστηρίζει τη θεωρία που μιλάει για τη διαδικασία της φυσικής επιλογής μεταξύ πολλών συμπάντων, για να υπάρξει το συγκεκριμένο «δικό» μας σύμπαν.

Η αντίφαση είναι φανερή. Η εξέλιξη με την διαδικασία της φυσικής επιλογής δεν μπορεί να υπάρξει στην άβια ύλη. Αν λοιπόν η ζωή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την φυσική επιλογή, τότε το «δικό» μας σύμπαν αναδείχθηκε μ’ αυτή τη διαδικασία μεταξύ πολλών άλλων ζωντανών συμπάντων. Όμως, αυτή η συλλογιστική παραπέμπει άμεσα σ’ αυτό που ακριβώς θέλει ν’ αποφύγει, δηλαδή στην ύπαρξη ενός είδους διάνοιας. Διότι δεν υπάρχει έκφανση ζωής χωρίς νόηση, έστω κι αν τη δούμε σαν ένα μοναδικό μηχανιστικό παράγωγο της ύλης. Με βάση αυτή την αντίληψη, δηλαδή την ύπαρξη της νόησης ως ένα μηχανιστικό φαινόμενο της ύλης, οι απόλυτα συγκεκριμένες σταθερές του σύμπαντος είναι προϊόν της δαρβίνειας εξελικτικής διαδικασίας, όπως και εμείς οι ίδιοι. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη τη θεώρηση του υλισμού ότι η νόηση δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από κάποιο είδος «ηλεκτρονικών προγραμμάτων», τότε δεν θα είναι καθόλου περίεργο να οδηγηθούμε στην ιδέα κάποιου φυσικού «υπερσυμπαντικού ηλεκτρονικού υπολογιστή»!

Γίνεται πλέον κάτι περισσότερο από φανερή η αντίφαση στην οποία καταλήγει ο τρόπος εφαρμογής της «ανθρωπικής αρχής», στην εξηγητική θεώρηση του Κοσμικού γίγνεσθαι, στα πλαίσια του υλισμού, από ένα σημαντικό «κομμάτι» της επιστημονικής κοινότητας. Κι αυτό, γιατί η οποιαδήποτε προσπάθεια αποσύνδεσης της νόησης από την αλληλουχία των διεργασιών του Σύμπαντος, οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα. Αν θεωρήσουμε σωστή την αντίληψη ενός σύμπαντος απόλυτα μηχανιστικού, που κινείται με τους προκαθορισμούς και την ακρίβεια μιας μηχανής, τότε, οδηγούμαστε στην αναζήτηση του κατασκευαστή της μηχανής, διότι οι εγγενείς κινήσεις μιας μηχανής προϋποθέτουν την εκδήλωση μιας προηγούμενης νοητικής διεργασίας. Αν πάλι θεωρήσουμε σωστό ότι το «δικό» μας σύμπαν είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας της φυσικής επιλογής μεταξύ πολλών συμπάντων, τότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η λεγόμενη άβια ύλη έχει πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά που, σύμφωνα με την βιολογία, προσδιορίζουν την έμβια ύλη, όπως: κίνηση, «ενστικτώδης διεργασία», «αναπαραγωγή», κληρονομικότητα, μεταλλαγμένες παραλλαγές κληρονομούμενων στοιχείων. Αλλά κι αυτή η εκδοχή οδηγεί στην προϋπόθεση της ύπαρξης μιας εγγενούς νοητικής λειτουργίας.

Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι όπως εφαρμόζεται από τον υλισμό η «ανθρωπική αρχή», μπορεί να ξεκινάει από μια ταυτολογία και να καταλήγει σ’ ένα Σύμπαν μηχανιστικό, που κινείται στα πλαίσια μιας τουλάχιστον περίεργης φυσικής επιλογής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λογικοί συνειρμοί που προαναφέραμε.

Απ’ την άλλη, υπάρχουν κι αυτοί που, στα πλαίσια μιας εξήγησης των Κοσμολογικών δεδομένων, αρνούνται να δεχθούν την ανθρωπική αρχή και θεωρούν το Σύμπαν σαν πεδίο δράσης χαοτικών συστημάτων, που η εξέλιξή τους δεν εξαρτάται από ντετερμινιστικούς μηχανισμούς, αλλά από απροσδιόριστους και διαφορετικούς κάθε φορά συνδυασμούς γεγονότων και καταστάσεων. Οι απόψεις αυτές, που βασίζονται τόσο στις ανακαλύψεις των χαοτικών συστημάτων όσο και στη διάψευση της καθολικότητας της Νευτώνειας φυσικής, με τη διατύπωση των θεωριών της σχετικότητας και της κβαντομηχανικής, δεν θεωρούν την παρουσία του ανθρώπου ως σκοπό του Σύμπαντος, παρά σαν τη συμπτωματική υλοποίηση μιας απιθανότητας. Αλλά η έννοια του τυχαίου αμφισβητείται τόσο από πολλούς εξελικτικούς υλιστές όσο κι απ’ αυτούς που θεωρούν ότι στη βάση της έννοιας του χάους υποκρύπτεται η αδυναμία του ανθρώπου να καταγράψει και να κατανοήσει την εσωτερική αλληλουχία του Σύμπαντος. Μάλιστα, με βάση μια ερμηνεία ενός πιθανοκρατικού ενδεχομένου της κβαντομηχανικής, έχουμε την διατύπωση μιας ακραίας παραλλαγής της ανθρωπικής αρχής από τον J. Wheeller, που θεωρεί ότι το Σύμπαν είχε ανάγκη να δημιουργήσει τον άνθρωπο για να υπάρξει το ίδιο! Η άποψη αυτή στηρίχθηκε σε μια θεώρηση της κβαντομηχανικής που λέει ότι: ένα γεγονός στον μικρόκοσμο υπάρχει μόνο αν παρατηρηθεί.

Αυτό που διαπιστώνουμε τελικά είναι ότι: η οποιαδήποτε κοσμολογική ερμηνεία, που λαμβάνει υπόψη την ανθρωπική αρχή, οδηγεί στο συμπέρασμα της ύπαρξης μιας ακατανόητης δυναμικής ενέργειας, που βρίσκεται πίσω από συγκεκριμένες συμπαντικές διεργασίες και που προσιδιάζει σε ότι ο άνθρωπος αποκαλεί «Νόηση».

πηγή: Aντίφωνο





Πίστη και γνώση

12 01 2013

Βασίλειος Στογιάννος

Το ερώτημα για τη σχέση πίστεως και γνώσεως είναι πολύ παλιό. Από τα πρώτα κιόλας βήματά της η Εκκλησία το αντιμετώπισε σ’ αυτή ή σ’ εκείνη τη μορφή του. Και ήταν πολύ φυσικό να αναρωτιούνται οι άνθρωποι ποιά σχέση είχε η αποκάλυψη του Θεού, που αποκτούσαν με την πίστη, με τη γνώση τους για τον κόσμο και τον άνθρωπο που είχαν πριν προσχωρήσουν στο λαό του Θεού. Ήταν και η πίστη κατά κάποιο τρόπο μια νέα γνώση για το Θεό και τον άνθρωπο. Ποιά σχέση είχε με όσα γνώριζαν μέχρι τότε; Τί το καινούριο έδινε στον πιστό και μέχρι ποιά σημείο υποκαθιστούσε, αχρήστευε ή συμπλήρωνε την ανθρώπινη γνώση; Η αποκάλυψη απαιτούσε περαιτέρω πρόοδο των ανθρωπίνων προσπαθειών για γνώση ή μήπως συνδεόταν με μια παραίτηση από κάθε παραπέρα ενασχόληση με την έρευνα;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν ήταν μονοσήμαντη ούτε πάντα ή ίδια. Η ζωή της Εκκλησίας παρουσιάζει στο σημείο αυτό όλες τις δυνατές απαντήσεις, ανάλογες με τις πολιτιστικές προϋποθέσεις και το βαθμό αφομοιώσεως του Ευαγγελίου από τους νέους πιστούς. Προσωπικές εμπειρίες, πολιτιστικό κλίμα και παιδεία έπαιξαν το ρόλο τους στη διαμόρφωση μιας απαντήσεως και στην πρακτική της στην καθημερινή ζωή των πιοτών.

Έτσι στη Κόρινθο, λίγο μετά την ίδρυση της Εκκλησίας, ο Απ. Παύλος αντιμετωπίζει στην Α’ επιστολή του προς την τοπική εκκλησία μια ομάδα χριστιανών που έδειχνε ολοφάνερη προτίμηση προς τη γνώση. Γι’ αυτούς η πίστη ήταν μια προβαθμίδα, που έπρεπε να ξεπεράσει ο άνθρωπος, για να φτάσει τελικά στη γνώση των μυστηρίων της πνευματικής ζωής­ και να γίνει έτσι τέλειος, πνευματικός. Την άποψη αυτή εκπροσωπούσαν και πρακτικά οι «γνωστικοί» της Κορίνθου, θεωρώντας τον εαυτό τους σπουδαίο και ξεχωριστό και υποτιμώντας τους άλλους, αυτούς που περιορίζονταν στην πίστη για να πετύχουν τη σωτηρία. Ο Απ. Παύλος φυσικά δεν μπορούσε να δεχτεί κάτι τέτοιο, γιατί και θεωρητικά ήταν εσφαλμένο και πρακτικά δημιουργούσε απαράδεκτους διαχωρισμούς στους κόλπους της κοινότητας, θυμίζει κατ’ επανάληψη στους Κορινθίους, πως «η γνώσις φυσιοί, η αγάπη οικοδομεί». Είναι χαρακτηριστικό, πως δεν αντιπαραθέτει στο φούσκωμα, στην αλαζονεία των «γνωστικών» την πίστη, αλλά τήν καθημερινή έκφραση της, την αγάπη, θέλει έτσι να δείξει πως δεν πρόκειται για  ένα θεωρητικό πρόβλημα, αλλά για μια επικίνδυνη πρακτική που μεταβάλλει την ίδια τη καρδιά του χριστιανισμού.

Οι απόψεις του Παύλου όμως δεν εμπόδισαν τον Β΄ και Γ΄ αιώνα πλήθος ανθρώπων να βαδίσει τον ίδιο σφαλερό δρόμο, με μεγαλύτερη μάλιστα επιμονή και φυσικά μεγαλύτερο ξεστράτισμα από την ευαγγελική οδό. Η αίρεση των γνωστικών πήρε το όνομά της από την εκτίμηση προς τη γνώση σαν οδό σωτηρίας, συνδυασμένη βέβαια με μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση του χριστιανικού Ευαγγελίου. Η αποδοχή της γνώσεως ως της μόνης βαθμίδας πνευματικής τελειότητας, γρήγορα δημιούργησε κάστες μέσα στους κόλπους των γνωστικών. Έτσι άλλαξε ουσιαστικά ο χαρακτήρας του χριστιανισμού και οι γνωστικοί βρέθηκαν αυτόματα έξω από την Εκκλησία, αφού πηγή της διδασκαλίας τους είχαν τα δικά τους ανθρώπινα κατασκευάσματα και όχι την αποκάλυψη του Θεού εν Χριστώ. Η γνώση είχε καταπιεί τελείως την πίστη…

Τον ίδιο σφαλερό δρόμο ακολούθησαν και οι αιρετικοί της αρχαίας Εκκλησίας, ο Άρειος, ο Μακεδόνιος και οι υπόλοιποι. Δέχτηκαν βέβαια την αποκάλυψη του Θεού ως βάση της πίστεως, θέλησαν όμως να ερμηνεύσουν τη Γραφή με τα κριτήρια της φιλοσοφικής γνώσεως, όπως τα καταλάβαιναν αυτοί, αδιαφορώντας για την πίστη της Εκκλησίας όπως είχε διαμορφωθεί στο πέρασμα των αιώνων μέσα στην Παράδοσή της.
Και έτσι έκαμαν την υποκειμενική γνώση τους κριτήριο για την αλήθεια της πίστεως. Έβαλαν στη θέση του Ευαγγελίου τον ορθό λόγο μιας φιλοσοφικής σχολής, με αποτέλεσμα να φύγουν από την ορθή οδό.
Φυσικά δεν έλειψαν και οι διαμετρικά αντίθετες απόψεις. Άνθρωποι άγευστοι από φιλοσοφική παιδεία, με το ζήλο του νεοφώτιστου έσπευσαν να υποστηρίξουν μια ριζική λύση. Αρνήθηκαν κάθε σχέση ανάμεσα στην αποκάλυψη που εκφράζεται με την πίστη και στη γνώση που παρέχει στον άνθρωπο η εμπειρία και η λογική του. Απέρριψαν βιαστικά κάθε σχέση της πίστεως με τη φιλοσοφία, που άλλωστε ελάχιστα γνώριζαν. Έφτασαν έτσι σε σχήματα, που αν επικρατούσαν θα απομόνωναν τον χριστιανισμό από την ίδια τη ζωή. Γιατί πίστη ξεκομμένη από τις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου, δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στις ανθρώπινες καρδιές και προπαντός απήχηση στους ηγέτες, σ’ αυτούς που στέκονται σαν παράδειγμα για τον κοινό άνθρωπο.

Η Εκκλησία όμως δεν παρασύρθηκε στο αδιέξοδο της φανατικής αρνήσεως, όπως δεν είχε αποδεχτεί ούτε τη μεταβολή της γνώσεως σε κριτήριο της ορθότητας της πίστεως. Και δεν απομακρύνθηκε από τη σωστή οδό, γιατί οι Πατέρες ήταν άγιοι και φωτισμένοι άνθρωποι, με μεγάλη παιδεία και γνήσιο ορθόδοξο αισθητήριο. Σπουδασμένοι στα καλύτερα σχολεία της εποχής, κάτοχοι της φιλοσοφίας όσο και της αγίας Γραφής, με γνώμονα την οικοδομή της Εκκλησίας στις ενέργειές τους, με κριτήριο την αποκάλυψη του Θεού στα μεγάλα θέματα και με στόχο την εξάπλωση του Ευαγγελίου, χρησιμοποίησαν τη γνώση για να περιχαρακώσουν την πίστη από τους αιρετικούς και την πίστη για να δώσουν σωστό προσανατολισμό στην ανθρώπινη γνώση. Ο άγιος Αθανάσιος, ο Γρηγόριος ο θεολόγος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ήταν όλοι τους βαθειά μορφωμένοι άνθρωποι, κάτοχοι όχι μόνο της θεϊκής, αλλά και της ανθρώπινης σοφίας .Γι’ αυτό βρήκαν τη χρυσή τομή στο πρόβλημα: χρησιμοποίησαν τη γνώση για να υπερασπιστούν τη σωστή πίστη, για να τη συστηματοποιήσουν, για να την κάνουν προσιτή στον πνευματικό κόσμο της εποχής τους. Κι από την άλλη, με τη βαθειά πίστη τους μπόρεσαν να εντάξουν τη γνώση στην υπηρεσία της αγάπης, δείχνοντας έτσι το δρόμο σ’ όλους τους μεταγενέστερους χριστιανούς.

Δεν ακολουθήθηκε όμως πάντα η γραμμή των Πατέρων στην πορεία της Εκκλησίας. Στη Δύση κυρίως, που οι επιδρομές των βαρβάρων και η ιστορική πορεία στη συνέχεια διέκοψαν την ομαλή συνέχιση της πνευματικής προόδου, η καλλιέργεια των γραμμάτων ατόνησε και ο κόσμος πέρασε σε μια ταύτιση του παρελθόντος με το χριστιανικό θεολογικό σύστημα. Έτσι, όταν με την αναγέννηση πέρασε η Δύση σε μια νέα άνοδο της φιλοσοφίας και της επιστήμης, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν παρακολούθησαν την πρόοδο για πολλά χρόνια. Ξεκομμένοι οι ίδιοι από τα νέα πνευματικά ρεύματα και άμοιροι της νέας παιδείας, δεν μπόρεσαν να αφομοιώσουν τη νέα γνώση. Κι άρχισαν να την πολεμούν, στηριζόμενοι βασικά σε μια γνώση κληρονομημένη από το παρελθόν, που στα μάτια τους όμως είχε ταυτιστεί με την παράδοση της Εκκλησίας. Έτσι αυτόματα υποχρέωσαν τους άμοιρους θεολογικής παιδείας σοφούς της εποχής να πάρουν εχθρική στάση απέναντι στην Εκκλησία, αφού την έβλεπαν σαν τροχοπέδη της γνώσεως του άνθρωπου. Σ’ αυτή την άτυχη ιστορική αντίθεση βρίσκεται η ρίζα του κακού, που αν δεν σταματήσει, μπορεί να οδηγήσει στο μαράζωμα του δυτικού πολιτισμού, αφού του κόβει τις μεταφυσικές του ρίζες, το ίδιο το θεμέλιο της πνευματικής υποστάσεώς του.

Παρότι στην Ανατολή ποτέ η Εκκλησία δεν έφτασε σε τέτοιες ακρότητες, η ιστορική εξέλιξη του δικού μας χώρου, η τάση να μεταφέρονται άκριτα στο τόπο μας όλα όσα συμβαίνουν στη Δύση και η τελική σύνδεση των ακραίων θέσεων με κοινωνικοπολιτικές θεωρίες δημιούργησαν και σ’ εμάς ένα πρόβλημα ανύπαρκτο για όποιον γνωρίζει τη παράδοσή μας. Έτσι εξακολουθούν και σήμερα να εμφανίζονται άνθρωποι που υποστηρίζουν πως η πίστη είναι ασυμβίβαστη με τη γνώση, πως η γνώση θα καταστήσει τελικά άχρηστη την πίστη και άλλα ηχηρά παρόμοια. Πρόκειται για τον απόηχο μιας υπεραισιόδοξης εκδοχής ενός επιστημονισμού, που δεν υποστηρίζεται πια πουθενά σ’ αύτη την αφελή, απλοϊκή του μορφή. Γιατί σήμερα ξέρουμε όλο και περισσότερο τα όρια της δυνατότητάς μας για γνώση. Και πάνω απ’ όλα γνωρίζουμε πως τα μεγάλα ερωτήματα για τη ζωή δεν είναι δεμένα με την απάντησή μας στα επιμέρους επιστημονικά ερωτήματα. Ακόμη αρχίζουν να αναγνωρίζουν οι επιστήμονες τη θετική συμβολή της πίστεως στην εξήγηση του κόσμου, αφού η χριστιανική πίστη, πρώτη αυτή, έβγαλε μέσα από τον άνθρωπο όλες τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες που ήταν ανασχετικός παράγοντας για την έρευνα του κόσμου, Και πάνω από όλα: η γνώση μπορεί να φτάσει μέχρις ένα σημείο, Από κει και πέρα αρχίζει μια νέα δουλειά, η δημιουργία μιας συνολικής εικόνας για τον κόσμο, τον άνθρωπο και την πορεία του. Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν είναι πια γνώση, αλλά έκφραση πίστεως ή απιστίας. Η επένδυση μιας κοσμοθεωρίας με ψευτοεπιστημονικά επιχειρήματα δεν μπορεί να ξεγελάσει πια κανένα σήμερα. Γιατί είναι διαφανής ο ψευτοθρησκευτικός χαρακτήρας της, όσο και αν επικαλείται μεγάλα ονόματα. Η άρνηση της χριστιανικής πίστεως στο όνομα κάποιας γνώσεως είναι μια χονδροειδής άπατη, που δεν ξεγελά πια. Θα ήταν πιό έντιμο να αρνηθεί κανείς την πίστη στο όνομα της νέας πίστεώς του. Έτσι τουλάχιστο δεν θα κινδύνευε να χαρακτηριστεί ως ανειλικρινής…

Το σημείο όμως που φαίνεται πως η γνώση έχει τα όριά της και που αφήνει μόνη τη πίστη να συντροφεύσει τον άνθρωπο, είναι η αξιολόγηση των πράξεών του και η λήψη αποφάσεων που καθορίζουν τη σχέση του με τους συνανθρώπους. Εδώ φαίνεται πως η πορεία από τη γνώση στη πρακτική αξιολόγησή της και στην εφαρμογή της δεν εξαρτάται από μια άλλη γνώση, αλλά από μια βασική πίστη που έχει ο άνθρωπος διαμορφώσει από πριν και ανεξάρτητα από τη γνώση του. Η χρησιμοποίηση των αποκαλύψεων για πολεμικούς σκοπούς λ.χ. όπως και η ίδια η απόφαση για τον πόλεμο, αποτελούν ενέργειες της ηθικής βουλήσεως του ανθρώπου που ανάγονται σε έσχατη ανάλυση στη πίστη του για την αξία της ανθρώπινης ζωής και το σκοπό του ανθρώπου πάνω στη γη. Το ίδιο και στις διαπροσωπικές σχέσεις, η αντιμετώπιση του άλλου ως αδελφού ή ως εχθρού, ως μέσου για την ικανοποίηση του Εγώ μας ή ως αδελφού «δι’ ον Χριστός απέθανε», απηχεί τη βασική, πρωταρχική πίστη του ανθρώπου, που δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανενός είδους γνώση. Όπου μπαίνει στη μέση η ηθική απόφαση μετά από αξιολόγηση των πραγμάτων – κι αυτό συμβαίνει σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές, ατομικές ή συλλογικές -αποφασίζει η πίστη του ανθρώπου, ενώ η γνώση του παρέχει μόνο τα μέσα για την υλοποίηση των αποφάσεών του.

Το συμπέρασμα μας είναι πολύ απλό και ξεκάθαρο: η γνώση δίνει στον άνθρωπο τα μέσα για τον εξανθρωπισμό της ζωής του, τις δυνατότητες να βρεθεί πιο κοντά στο συνάνθρωπο. Την απόφαση όμως για τη σωστή χρησιμοποίηση της γνώσεως την παίρνει κανείς με βάση τη πίστη του, τη βασική θεώρηση και αξιολόγηση της δικής του ζωής και της ζωής των άλλων. Η πίστη δεν υποκαθιστά τη γνώση στην εξήγηση του κόσμου, ούτε θέλει κάτι παρόμοιο. Δίνει όμως η πίστη πάντα το θεμέλιο για μια πραγματικά ανθρώπινη ζωή και συνύπαρξη των ανθρώπων στο κόσμο. Και στο σημείο αυτό είναι αναντικατάστατη, όπως είναι οι ρίζες του δέντρου…

 

(Βασ.Π.Στογιάννου, «Η Εκκλησία στην ιστορία και στο παρόν»)

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%95%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BC%CE%B7-%CE%98%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%B1/%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B8%CE%AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%AF%CF%89%CE%BD/3854-%CE%A0%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B3%CE%BD%CF%8E%CF%83%CE%B7.html