Εξουσιάζεις τους ανθρώπους αν ελέγχεις τον ερωτισμό τους

28 11 2010
«Ο Χριστός δεν μίλησε ποτέ ευθέως για την ερωτική συνεύρεση και δεν ασχολήθηκε με τις ερωτικές παρεκτροπές. Δεν θεώρησε θανάσιμο αμάρτημα την ερωτική λειτουργία, αλλά πράγματα που εμείς αγνοούμε εντελώς στις μέρες μας, όπως την υποδούλωση στα υλικά πράγματα» τονίζει στο «Βήμα», με τη διπλή ιδιότητα τού επί δεκαετίες ψυχοθεραπευτή και του ορθόδοξου ιερέα ο πατέρας Φιλόθεος Φάρος, και εξηγεί ότι «το νομικίστικο πνεύμα δεν μπορεί να έχει θέση στην υγιή χριστιανική παράδοση».

Για την επικράτηση αυτού του νομικίστικου πνεύματος όλοι έχουν ευθύνη στην Εκκλησία, πιστοί και κληρικοί. «Οι πιστοί απαιτούν από τον ιερέα να είναι τέλειος. Οταν αποκαλύπτεται ότι δεν είναι και κρίνεται η επαγγελματική του οντότητα, ο ιερέας ψάχνει να βρει έναν τρόπο να φαίνεται τέλειος. Προβάλλει λοιπόν την ερωτική αμαρτία ως μέγιστη διότι μπορεί να γίνει κρυφά, ακόμη και σε επίπεδο διάθεσης, τη στιγμή που ο πλούτος και η χλιδή δεν κρύβονται. Επικεντρώνει συνεπώς την προσοχή του σε άλλα πράγματα για να εξασφαλίσει την απαραίτητη- ψευδή- τελειότητα. Από την άλλη, αν θέλουμε να εξουσιάζουμε τους ανθρώπους δεν υπάρχει αποτελεσματικότερος τρόπος από το να ελέγχουμε τον ερωτισμό τους, την πιο καίρια ανθρώπινη πραγματικότητα. Η αμαρτία λοιπόν που συνδέεται με τον έρωτα αποτελεί δημιούργημα της νεύρωσης και του κινήτρου της εκμετάλλευσης ή της απάτης».

«Ο έρωτας δεν είναι μια αυτονομημένη λειτουργία κάποιων οργάνων του σώματος» υπογραμμίζει ο πατέρας Φιλόθεος. Και εξηγεί: «Οταν κανείς περιορίζεται στη φυσική σεξουαλική παρόρμηση και δεν προχωρεί στην επιλογή της κοινωνίας, δηλαδή της εμπειρίας κοινών πραγμάτων και της ψυχικής ένωσης, διαστρέφει τον έρωτα και τον μετατρέπει σε λαγνεία. Εκεί έγκειται η αμαρτία, διότι τότε ο άλλος δεν είναι πρόσωπο αλλά αντικείμενο προς χρήση. Αυτό μπορεί να γίνει και εντός του γάμου. Και τότε είναι ακόμη πιο χυδαίο, διότι δεν μιλάμε πια για έναν άγνωστο αλλά για τον σύντροφο, τον πατέρα ή τη μητέρα των παιδιών μας» δηλώνει.

Υπό αυτήν τη θεώρηση, όταν ερωτάται για το ζήτημα των προγαμιαίων σχέσεων, ο 80χρονος πολυγραφότατος πνευματικός αντιδρά. «Η σύγχρονη αντίληψη περί πορνείας, που περιλαμβάνει κάθε ερωτική επαφή εκτός γάμου, είναι ανακριβής. Την εποχή του Ευαγγελίου αφορούσε την επίσκεψη ενός άντρα σε κάποιο οίκο ανοχής. Μόνο οι παπάδες χρησιμοποιούν στις ημέρες μας τον όρο ΄΄προγαμιαίες σχέσεις΄΄. Δεν σημαίνει τίποτα, παρά μόνο για κάποια νευρωτικά άτομα τα οποία έχουν δυσκολία με τον έρωτα και λένε ΄΄δεν μπορώ να έχω ερωτικές επαφές γιατί το απαγορεύει ο παπάς΄΄».

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artId=370115&dt=28/11/2010#ixzz16ZsS5PU1





Το «Είναι» ζωγραφιστό

27 11 2010

Δημήτρης Ζιαμπάρας

Λέμε «αυτά είναι έπιπλα», «αυτό είναι ζώο», «αυτό είναι δικαιοσύνη», «αυτοί είναι αριθμοί». Όλα αυτά, για τα οποία λέμε ότι είναι κάτι, τα ονομάζουμε Όντα, είτε Αισθητά είτε Νοητά. Το μόνο κοινό που υπάρχει ανάμεσα σε τόσο ετερόκλιτα όντα είναι το γεγονός ότι για να τα ορίσουμε μέσω του Νοείν χρησιμοποιούμε το «αυτό είναι …». Άρα εντοπίζοντας τα όρια του Νοείν, εντοπίζουμε τα όρια του «Είναι». Το επιβεβαιώνει και ο Παρμενίδης ταυτίζοντας το Νοείν με το «Είναι», «το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι». Οι κατευθύνσεις του ανθρώπινου Νοείν καθορίζονται αποκλειστικά από τα ζωώδη ένστικτα: της Επιβίωσης, του Ανήκειν και της Διαιώνισης. Το Δέμας, είτε μας αρέσει είτε όχι, δένει το Νοείν στα τρία ζωώδη ένστικτα τα οποία εξαναγκάζουν τον άνθρωπο σε ένα ακατάπαυστο Νοητικό αγώνα για Ελευθερία, Πληρότητα και Νόημα. Η ανθρώπινη επιλογή έγκειται μόνο στην αναλογία του καθ’ ενός προς το άλλο, αλλά και της αναλογίας συλλογικότητας/μοναδικότητας στην επίτευξη του καθ’ ενός.

 

Αισθητό και Νοητό (Γκρίζα Περιοχή)

Η Γκρίζα περιοχή είναι η σύνοψη του όλου διαγράμματος του «Είναι». Στο Αισθητό ανήκει οτιδήποτε πιστοποιεί ο άνθρωπος με τις αισθήσεις του. Πρώτα από όλα τα Ορμέμφυτα. Ειδικά το ένστικτο της Επιβίωσης, το οποίο μεταφράζεται σε αγώνα του Νοείν για Υπέρβαση των φυσικών περιορισμών ή του κοινωνικού γίγνεσθαι, δημιουργεί τον Βιολογικό Χρόνο (η μεταβολή ως αλλοίωση), τον Ιστορικό Χρόνο (η μεταβολή του κοινωνικού γίγνεσθαι) και του Τόπου. Ο Τόπος μπορεί να είναι είτε ατομικός, είτε κοινωνικός. Το Άτομο και η Κοινωνία είναι αλληλένδετα με τον Τόπο τους. Όταν αλλάζει ο Τόπος αλλάζει και η ουσία του Ατόμου και της Κοινωνίας.

Το ένστικτο του Ανήκειν, το οποίο μεταφράζεται σε αγώνα του Νοείν για Συσχέτιση, δημιουργεί στον άνθρωπο την αίσθηση ετερότητας που ονομάζουμε Εαυτό. Τον Εαυτό συγκροτούν τρία στοιχεία: ο Έρωτας (η έλξη προς τον Άλλον και την Αλήθεια), το Είδος (φυλή, οικισμός κ.λπ) και ο Χώρος (στην ερωτική σχέση ο Τόπος μετασχηματίζεται σε άχρονο Χώρο, είτε Προσωπικό Χώρο, είτε Κοινοτικό Χώρο). Ο Χώρος μπορεί να εναλλάσσει και Τόπους, χωρίς να αλλάζει στην ουσία του. Άρα στο πλαίσιο της ερωτικής σχέσης το «Είναι» ή το Νοείν υφίσταται χωρίς τον Χρόνο και η Σκέψη αντικαθίσταται από την στιγμιαία Αίσθηση της ολότητας. Ειδικότερα στον άχρονο Χώρο της Κοινότητας συνυπάρχουν οι Ζώντες με τους Νεκρούς και τους Αγέννητους.

Το ένστικτο της Διαιώνισης, το οποίο μεταφράζεται σε αγώνα του Νοείν για Ιεράρχηση είτε των Όντων του Επιστητού είτε των Ηθικών Πράξεων, δημιουργεί στον άνθρωπο την αντίληψη της υλικότητάς του, που ονομάζουμε Σώμα, όχι ως εσωτερικές λειτουργίες, αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης κοσμικής Τάξης. Την αντίληψη του Σώματος συγκροτούν τρία στοιχεία: η Εξέλιξη (μια πορεία με αιτία και σκοπό), η Μορφή (η θετική εξατομίκευση του Είδους) και ο Χρόνος (είτε ως Κοσμικός Χρόνος που μετράει την μεταβολή ως κίνηση, είτε ως Πρακτικός Χρόνος που μετράει την μεταβολή ως εκπλήρωση καθηκόντων).

Το Νοείν στο πλαίσιο της συλλογικότητας του ανθρώπου οδηγεί βαθμηδόν στην Ηθική, στο Δίκαιο και στο Αγαθό. Ηθική είναι η διάπλαση του ανθρώπου από την ίδια την συλλογικότητα δια μέσου της Ιστορίας, του Μύθου και του Λόγου, συνίσταται στους Ιστορικούς Εθισμούς (Κοινωνική Ηθική), στις Αρετές (Κοινοτική Ηθική) και στα Καθήκοντα (Ατομική Ηθική). Το Δίκαιο είναι το μέρος αυτό της Ηθικής το οποίο είναι επιδεκτικό καθολίκευσης, συνίσταται στους γραπτούς Κανόνες (νόμους), στις άγραφες Αξίες (αρχές του δικαίου) και στην Αλήθεια (η συγκεκριμένη έννομη σχέση, νομολογία). Το Αγαθό είναι το μέρος αυτό του Δικαίου το οποίο θεωρείται εγγύτερα στο αιώνιο και αναλλοίωτο φιλοσοφικό «Όντως Ον» και το οποίο είναι άξιο επιδίωξης, συνίσταται στους Θεσμούς, την Ευδαιμονία και την Αυτονομία. Αντίστοιχα το Νοείν στο πλαίσιο της μοναδικότητας του ανθρώπου διατρέχει μια παρόμοια διαδρομή όπως φαίνεται στο διάγραμμα και θα αναλυθεί κατωτέρω.

Το Νοείν λοιπόν λαμβάνει χώρα ως Σκέψη στον Βιολογικό και Ιστορικό χρόνο, ως άμεση Αίσθηση της ολότητας στον άχρονο Χώρο της ερωτικής σχέσης και ως ενορατική Αντίληψη στον Κοσμικό και Πρακτικό χρόνο. Το Νοητό επιτρέπει στον άνθρωπο να χτίσει πάνω σε αυτά τα τρία ένστικτα και να ξεφύγει από το Αισθητό, σε σημείο που οι εκδηλώσεις αυτών των ενστίκτων από κάποιο σημείο και πέρα να μοιάζουν ξεκομμένες από τις ρίζες τους. Πάντα όμως το υπόβαθρο είναι τα ένστικτα, ακόμη και στις πιο ευγενείς ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η αναζήτηση του Θείου ή του φιλοσοφικού «Όντως Όντος», της αγάπης, της γνώσης για την γνώση, της τέχνης για την τέχνη, της αυτοθυσίας κ.λπ.

Ελευθερία (Κόκκινη Περιοχή)

Το ένστικτο της Επιβίωσης εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε ένα διαρκή Νοητικό αγώνα Υπέρβασης των φυσικών περιορισμών και του κοινωνικού γίγνεσθαι, είτε μόνος του, είτε μέσω της συνεργασίας με συνανθρώπους του. Η Ελευθερία είναι η εμμονή του. Η συλλογική αναζήτηση της Ελευθερίας είναι η Ιστορία. Η ατομική αναζήτηση της Ελευθερίας είναι η Επιθυμία. Ο άνθρωπος ταλαντεύεται μεταξύ Ιστορίας και Επιθυμίας, επιδεικνύοντας πάντα μια μικρή κλίση προς την μια ή την άλλη μεριά, ενδεικτική των πολιτιστικών καταβολών. Η Ιστορία δημιουργεί στους ανθρώπους τους ιστορικούς Εθισμούς, όσοι από αυτούς καθολικεύονται γίνονται Κανόνες, όσοι από αυτούς επηρεάζουν την συνέχεια της Κοινωνίας γίνονται Θεσμοί. Εθισμοί, Κανόνες και Θεσμοί συνιστούν την ανθρώπινη Κοινωνία. Οι Θεσμοί εκφράζουν την συλλογική επιθυμία και συνέχεια όλης της Κοινωνίας, αποτελούν ότι πιο κοντινό μπορεί να δημιουργήσει η ανθρώπινη συλλογικότητα στο «Όντως Ον», ό,τι αιώνιο και αναλλοίωτο. Το «Όντως Ον» για την ανθρώπινη Κοινωνία είναι η ιστορική Ασυνέχεια, η αρχή και το τέλος της Ιστορίας. Στον αντίποδα, η Μοναδικότητα του ανθρώπου εκφράζεται από την Επιθυμία Υπέρβασης των φυσικών περιορισμών: πρώτα της ίδιας της Σάρκας, π.χ. των ασθενειών της, δεύτερον του Περιβάλλοντος, π.χ. των αποστάσεων με την βοήθεια της Τεχνολογίας και τρίτον αυτών των περιορισμών που θέτει η ίδια η Νομοτέλεια, οι φυσικοί νόμοι. Αυτή η Υπέρβαση της Νομοτέλειας συνιστά την εικόνα του Θείου στην οποία παραπέμπει το ένστικτο της Επιβίωσης. Αυτή η εικόνα του Θείου οδηγεί στο «Μη Ον», δηλαδή έξω από τον κόσμο τούτο, στην απουσία μετοχής στο «Είναι». Οπότε βγαίνουμε έξω από τα όρια του Νοείν και οποιαδήποτε συζήτηση είναι αδύνατη.


Πληρότητα (Πράσινη Περιοχή)

Το ένστικτο της Ανήκειν εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε ένα διαρκή Νοητικό αγώνα Συσχέτισης με τον Άλλον ή με την Κοινότητα (ως μια μορφή Συλλογικής Ευφυΐας). Η Πληρότητα είναι η εμμονή του. Ο τρόπος αναζήτησης της Πληρότητας ως ένταξη στην Κοινότητα υποκρύπτεται στον Μύθο. Ο τρόπος αναζήτησης της Πληρότητας ως ένταξη στην προσωπική σχέση υποκρύπτεται στο Κάλλος. Ο άνθρωπος ταλαντεύεται μεταξύ Μύθου και Κάλλους, επιδεικνύοντας πάντα μια μικρή κλίση προς την μια ή την άλλη μεριά, ενδεικτική των πολιτιστικών καταβολών. Ο Μύθος εμπεριέχει την πληροφορία των προϋποθέσεων ένταξης στην Κοινότητα, τις Αρετές, αυτές παραπέμπουν στην Αλήθεια, τα Αρχέτυπα της Κοινότητας, τα οποία με την σειρά τους δείχνουν τον δρόμο για την ανθρώπινη Ευδαιμονία, δηλαδή την αφομοίωση από κάθε άνθρωπο μέλος της συλλογικής ευφυΐας που λέγεται Κοινότητα. Αρετές, Αλήθεια και Ευδαιμονία συνιστούν την ανθρώπινη Κοινότητα. Η Ευδαιμονία εκφράζει την αφομοίωση από τον άνθρωπο της συλλογικής ευφυΐας και αποτελεί ότι πιο κοντινό μπορεί να δημιουργήσει η ανθρώπινη συλλογικότητα στο «Όντως Ον», ό,τι αιώνιο και αναλλοίωτο. Το «Όντως Ον» για την ανθρώπινη Κοινότητα είναι η Πόλις, η συλλογική ευφυΐα της ίδιας της Κοινότητας. Στον αντίποδα, η Μοναδικότητα του ανθρώπου εκφράζεται από τον αγώνα Συσχέτισης με τον Άλλον: πρώτα των κοντινών συνανθρώπων του, των Φίλων, δεύτερον των πιο απομακρυσμένων, των Γνωστών, και τρίτον των Αγνώστων (βλέπε φιλανθρωπία). Αυτή η Συσχέτιση με τον Άγνωστο (η Αγάπη για τον Άγνωστο) συνιστά την εικόνα του Θείου στην οποία παραπέμπει το ένστικτο του Ανήκειν. Αυτή η εικόνα του Θείου οδηγεί στο «Μη Ον», δηλαδή έξω από τον κόσμο τούτο, στην απουσία μετοχής στο «Είναι». Οπότε βγαίνουμε έξω από τα όρια του Νοείν και οποιαδήποτε συζήτηση είναι αδύνατη.

Νόημα (Κυανή Περιοχή)

Το ένστικτο της Διαιώνισης εξαναγκάζει τον άνθρωπο σε ένα διαρκή Νοητικό αγώνα Ιεράρχησης είτε των Όντων του Επιστητού, είτε των Ηθικών Πράξεων μέσα του. Το Νόημα είναι η εμμονή του. Ο τρόπος αναζήτησης του Νοήματος στα Όντα του Επιστητού φανερώνεται στην Τάξη που διέπει το Επιστητό. Ο τρόπος αναζήτησης του Νοήματος στην καθημερινότητα των Ηθικών Πράξεων φανερώνεται στον Λόγο που διέπει το Ιερό. Ο άνθρωπος ταλαντεύεται μεταξύ Λόγου και Τάξης, επιδεικνύοντας πάντα μια μικρή κλίση προς την μια ή την άλλη μεριά, ενδεικτική των πολιτιστικών καταβολών. Ο Λόγος φανερώνει την πληροφορία των προϋποθέσεων ανέλιξης στο Ιερό, τα Καθήκοντα, όσα από αυτά είναι επιδεκτικά καθολίκευσης καλούνται Αξίες της κοινωνίας, οι οποίες αποτελούν τα κριτήρια Ιεράρχησης των ατομικών Καθηκόντων. Το Κριτήριο Ιεράρχησης των κοινωνικών Αξιών είναι η ανθρώπινη Αυτονομία, η ανώτερη μορφή ανθρώπινης ανεξαρτησίας από την ανθρώπινη φύση αλλά και κάθε κοινωνικό και κοινοτικό προκαθορισμό. Καθήκοντα, Αξίες και Αυτονομία συνιστούν την έννοια του Ιερού. Η ανθρώπινη Αυτονομία στο πλαίσιο του συγκεκριμένου Ιερού αποτελεί ότι πιο κοντινό μπορεί να δημιουργήσει η ανθρώπινη συλλογικότητα στο «Όντως Ον», ό,τι αιώνιο και αναλλοίωτο. Το «Όντως Ον» για το Ιερό είναι ο Θεάνθρωπος, ο αυθεντικός εκφραστής του ίδιου του Λόγου. Στον αντίποδα, η Μοναδικότητα του ανθρώπου εκφράζεται από τον αγώνα Ιεράρχησης των Όντων του Επιστητού: πρώτα των κοντινών του Όντων, της Οικίας του, δεύτερον των πιο απομακρυσμένων, του Κόσμου γύρω του, και τρίτον του Απείρου (στην έννοια του Απείρου συμπεριλαμβάνονται και άλλα πνευματικά όντα ανώτερα του ανθρώπου, αν υπάρχουν). Αυτή η Ιεράρχηση των Όντων του Απείρου (η Γνώση του Απείρου) συνιστά την εικόνα του Θείου στην οποία παραπέμπει το ένστικτο της Διαιώνισης. Αυτή η εικόνα του Θείου οδηγεί στο «Μη Ον», δηλαδή έξω από τον κόσμο τούτο, στην απουσία μετοχής στο «Είναι». Οπότε βγαίνουμε έξω από τα όρια του Νοείν και οποιαδήποτε συζήτηση είναι αδύνατη.

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Φιλοσοφία-Επιστημολογία/Άρθρα/2519-Το-Είναι-ζωγραφιστό.html





Η Ανατομία του Ιερού

27 11 2010

Δημήτρης Ζιαμπάρας

Σε κάθε ανθρώπινη συλλογικότητα συνυπάρχουν η Κοινωνία, η Κοινότητα και το Ιερό, ως εκδήλωση των βασικών ενστίκτων της Επιβίωσης, του Ανήκειν και της Διαιώνισης. Η μεταξύ τους αναλογία συνιστά την συλλογική πολιτιστική ιδιαιτερότητα. Μέσα από το ένστικτο της Διαιώνισης ο άνθρωπος αγωνίζεται να ξεπεράσει το βιολογικό του τέλος αναπαράγοντας τον εαυτό του μέσα από τα υλικά και ανθρώπινα δημιουργήματά του. Τα ανθρώπινα δημιουργήματα του βίου του όπως τέκνα, μαθητές, υφιστάμενοι, πιστοί, ακόλουθοι, αναγνώστες, θεατές, ψηφοφόροι κ.λπ. υιοθετούν και έτσι διαιωνίζουν τον εσωτερικό τρόπο οργάνωσης της σκέψης του δημιουργώντας ένα Λόγο, δηλαδή ένα συγκεκριμένο σύνολο Κριτήριων Ιεράρχησης των ανθρωπίνων ηθικών επιλογών. Όσο πιο πολλοί υιοθετούν αυτό τον Λόγο και όσο πιο πολύ αυτός ο Λόγος πλησιάζει το πρότυπο του Ηρακλείτειου Λόγου, τόσο πιο έντονη είναι η αίσθηση του Ιερού που αποπνέει. Όταν λέμε ότι κάτι είναι Ιερό εννοούμε ότι μετέχει στον Λόγο σε μεγαλύτερο βαθμό από το ανίερο.

Η Κοινωνία οδηγείται από την Ιστορία, όπως ο κύλινδρος από τον άξονά του. Η Κοινότητα ξεκινάει από τον Μύθο, όπως η σφαίρα από το κέντρο της. Το Ιερό παρακολουθεί τον Λόγο, όπως η πυραμίδα το ύψος της. Ο Μύθος κάμπτει τον ρου της Ιστορίας και ο Λόγος τον εξελίσσει. Το τέλος της ανθρώπινης συλλογικότητας βρίσκεται στο σημείο που θα ταυτιστούν η Ιστορία, ο Μύθος και ο Λόγος. Η Ιστορία δημιουργεί τους ατομικούς Εθισμούς, όσοι από αυτούς καθολικεύονται, δηλαδή γίνονται ευρύτερα αποδεκτοί, καθίσταται κοινωνικοί Κανόνες, οι σπουδαιότεροι των οποίων καταλήγουν στους κοινωνικούς Θεσμούς που εκφράζουν την Δύναμη μιας Συλλογικής Επιθυμίας. Στον Μύθο βρίσκονται κρυμμένες οι προϋποθέσεις μετοχής στην Κοινότητα, οι Αρετές του ανθρώπινου χαρακτήρα, αυτές παραπέμπουν στα κοινοτικά Αρχέτυπα και αυτά με την σειρά τους αποκαλύπτουν στον άνθρωπο την Ευδαιμονία και την Χάρη μιας Συλλογικής Ευφυΐας. Η συλλογική Επιθυμία και η συλλογική Ευφυΐα αποτελούν το λεγόμενο συλλογικό Ασυνείδητο. Ο Λόγος φανερώνει στον άνθρωπο τον τρόπο μετοχής στο Ιερό, τα ατομικά του Καθήκοντα, όσα από αυτά καθολικεύονται ονομάζονται Αξίες της κοινωνίας, αυτές οδηγούν τον άνθρωπο στην Αυτονομία και την Ενόραση μιας Εξωανθρώπινης Ευφυΐας, τον Ηρακλείτειο Λόγο. Στην Κοινότητα η μετοχή είναι ισότιμη, ενώ στο Ιερό η μετοχή είναι ανισότιμη. Το Ιερό είναι ο ανώτερος βαθμός του Λόγου ο οποίος οδηγεί τον άνθρωπο στην ατομική Θέωση, τον Θεάνθρωπο, ο οποίος ενίοτε έχει και κοσμικά ονόματα όπως Πάπας, Σουλτάνος, Καίσαρ, Τσάρος, Φύρερ, Γενικός Γραμματέας ΚΚΣΕ, Ατατούρκ κ.λπ.

Το Ιερό γίνεται αντιληπτό στον άνθρωπο μέσω της ατομικής ηθικής, της σύλληψης των Καθηκόντων του, δηλαδή των υποχρεώσεών του για το τι πρέπει να πράξει σε οτιδήποτε δεν προκαθορίζεται από τους Κοινωνικούς Εθισμούς και τις Κοινοτικές Αρετές. Τα Καθήκοντα διαμορφώνονται από την Ενόραση. Εξίσου μεγάλη σημασία με την σύλληψη των Καθηκόντων έχει η Ιεράρχησή τους, η οποία αποκαλύπτει και την πολιτιστική διάσταση. Τα κριτήρια Ιεράρχησης των Καθηκόντων διαμορφώνονται από τα Κοινοτικά Αρχέτυπα και τους Κοινωνικούς Κανόνες και καλούνται Αξίες της κοινωνίας. Κριτήριο Ιεράρχησης αυτών των Αξιών δεν μπορεί να είναι άλλο από την Αυτονομία του ανθρώπου η οποία τον οδηγεί τελικά στην ατομική Θέωση. Η Αυτονομία είναι η ύψιστη μορφή ελευθερίας όπου ο άνθρωπος απελευθερώνεται από την ίδια του την φύση αλλά και από κάθε μορφής κοινωνικό και κοινοτικό προκαθορισμό. Για να επιτύχει όμως ο άνθρωπος την Αυτονομία πρέπει πρώτα να κατορθώσει την Ευδαιμονία της συνύπαρξης στο πλαίσιο της Κοινότητας η οποία με την σειρά της απαιτεί από τον άνθρωπο να έχει κατακτήσει μια Συνέχεια συμβίωσης στο πλαίσιο της Κοινωνίας. Το Ιερό είναι ευρύτερη έννοια από την Θρησκεία, διότι το βρίσκεις οπουδήποτε υπάρχει ιεραρχημένη ανθρώπινη δραστηριότητα με Καθήκοντα, Αξίες και κάποιου είδους Αυτονομία: στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην πολιτική κ.λπ.

Το Ιερό μπορεί να είναι ευρύτερη αλλά και στενότερη έννοια από το Θείο. Το Ιερό είναι ευρύτερη έννοια από το Θείο, διότι το Ιερό, εκτός από την εικόνα του Θείου ως Θεανθρώπου, περιλαμβάνει και τα Καθήκοντα και τις Αξίες ανθρώπων και κοινωνίας. Το Ιερό είναι στενότερη έννοια από το Θείο, διότι η εικόνα του Θείου μπορεί να πάρει και μορφές συλλογικές όπως της «Κοινότητας» και της «Ιστορικής Ασυνέχειας» (Αρχή και Τέλος της Ιστορίας). Την εικόνα του Θείου ως «Κοινότητα» την συναντάμε στην Ελληνική παράδοση είτε ως Αρχαιοελληνική Πόλις είτε ως Ορθόδοξη Ενορία. Η «Κοινότητα» είναι μια μορφή συλλογικής Ευφυΐας η οποία όταν αφομοιωθεί από τον άνθρωπο είναι ικανή να αλλάξει την φύση του και να τον κάνει να ξεπεράσει διανοητικά και ηθικά τους περιορισμούς του DNA του. Οι εικόνες του Θείου μπορεί να συνυπάρχουν και να είναι αντιμαχόμενες όπως συμβαίνει στην Ορθοδοξία όπου συνυπάρχουν μια ατομικιστική-ιδεαλιστική εικόνα του Θείου, η «Αγάπη για τον άγνωστο» και μια συλλογική-εμπειρική εικόνα του Θείου, η «Κοινότητα». Η «Αγάπη για τον άγνωστο» εκφράζεται μέσα από την ναρκισσιστική και απεχθή δραστηριότητα της Φιλανθρωπίας (άλλο πράγμα η υποχρέωση Πρόνοιας της Πολιτείας), ενώ η «Κοινότητα» δεν είναι απλώς το άθροισμα των μελών, αλλά το «Όντως Ον» του Ελληνικού Πολιτισμού. Την συλλογική εικόνα του Θείου ως «Ιστορική Ασυνέχεια» (Αρχή και Τέλος της Ιστορίας) την συναντάμε στην Εβραϊκή Παράδοση ως «Θεό των πατέρων ημών» και «Μεσσία». Οι Έλληνες μπορούν να αλλάζουν τον άνθρωπο, οι Εβραίοι μπορούν να αλλάζουν την ιστορία.

Όταν λέμε ότι έχουμε «απώλεια της αίσθησης του Ιερού σε μια κοινωνία» ουσιαστικά εννοούμε ότι οι άνθρωποι έχουν μειωμένη αίσθηση Ατομικών Καθηκόντων. Για παράδειγμα, το θέμα του μόλυνσης του Περιβάλλοντος αποτελεί κατεξοχήν θέμα απώλειας της αίσθησης του Ιερού και όχι έλλειμμα Κοινωνικής Ηθικής, δηλαδή του τι πρέπει να εθιστεί ο άνθρωπος να πράττει, ανακύκλωση κ.λπ. Η λύση είναι να καλλιεργηθεί η αίσθηση του Ιερού στον άνθρωπο, μέσω της μετοχής του σε έντονα ιεραρχημένες δομές, αυστηρά σχολεία, στρατός, πειθαρχημένες υπηρεσίες κ.λπ., ώστε να του φανερωθεί ο τρόπος ανισότιμης μετοχής σε ένα Λόγο. Οπότε να θαυμάζει, να σέβεται και καμιά φορά να φοβάται αυτά που ιεραρχικά τον υπερβαίνουν, όπως ένα ηλιοβασίλεμα σε μια παραλία, ώστε να μην αφήνει τα σκουπίδια του και να το βεβηλώνει.

Όταν πάλι λέμε ότι έχουμε «πρόβλημα Αξιών σε μια κοινωνία», ουσιαστικά εννοούμε ότι δεν έχουμε κοινά αποδεκτά κριτήρια Ιεράρχησης των Ατομικών Καθηκόντων. Υπάρχει μεν μια αρχική αίσθηση του Ιερού η οποία οδηγεί στην σύλληψη των ατομικών Καθηκόντων αλλά τα κριτήρια ιεράρχησής τους δεν είναι κοινά για όσους μετέχουν σε αυτή την κοινωνία που αντιμετωπίζει τελικά όχι προβλήματα συνοχής, αλλά κοινού οράματος.

Όταν τέλος λέμε ότι έχουμε «έλλειμμα Ηγετών σε μια κοινωνία», ουσιαστικά σημαίνει ότι δεν έχουμε πλέον ανθρώπους που να έχουν ολοκληρώσει την θητεία τους στην Κοινωνία, την παιδεία τους στην Κοινότητα και την μύησή τους στο Ιερό. Οπότε είτε δεν κατέχουν την Δύναμη της Συλλογικής Επιθυμίας αυτής της Κοινωνίας, είτε δεν μετέχουν στην Χάρη της Συλλογικής Ευφυΐας της Κοινότητας, είτε δεν έχουν Ενόραση κάποιας Αποστολής ως Καθήκον.

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82/%CE%9A%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CE%91%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1-%CE%9F%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AC/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%B1/2354-%CE%97-%CE%91%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%99%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%8D.html





Ο Έλληνας επί της προκρούστειας κλίνης ή ο Έλληνας πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά.

25 11 2010

Ιωάννης Βούλγαρις

Σκηνή πρώτη: περίπου μια δεκαπενταετία πίσω σε ένα μοναστήρι του Αγίου Όρους, καλοκαίρι. Μόλις είχε τελειώσει το απόδειπνο, και εγώ με έναν φίλο καθίσαμε σε έναν πάγκο και μέσα στη σιγαλιά του δειλινού παρακολουθούσαμε σιωπηλοί τη δύση του ήλιου. Καθώς βυθιζόταν ο λαμπρός του δίσκος στη θάλασσα, βυθιζόμουν κι εγώ σε μια βαθιά θάλασσα συγκίνησης που στον πυθμένα της υποψιαζόμουν έναν χαμένο θησαυρό ευγνωμοσύνης, θησαυρό που σπάνια και δύσκολα κανείς εντοπίζει στην καρδιά κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής. Γύρισα και κοίταξα τον φίλο που σιωπούσε δίπλα μου, προσπαθώντας να διακρίνω εάν συμμεριζόταν τη συγκίνηση μου. Δεν προλάβαμε όμως να μιλήσουμε, γιατί ένας μοναχός που περνούσε βιαστικά από μπροστά μας, στάθηκε και μας ρώτησε τι κάναμε εκεί. Χωρίς να κρύψω τη συγκίνηση μου, απάντησα πως θαυμάζαμε το φως του ηλιοβασιλέματος. Ο μοναχός κούνησε επιτιμητικά το κεφάλι του και μας είπε περίπου τα εξής: «Ο ήλιος δεν είναι παρά ένα άστρο, θα περάσει, θα χαθεί. Το φως του είναι κτιστό και θα παρέλθει. Το άλλο το φως, το άκτιστο θα έπρεπε να αναζητείτε, το αιώνιο και άφθαρτο», και έσπευσε να χαθεί μέσα στα σκοτάδια της μονής, αφήνοντάς μας με κάποια γεύση ενοχής στην ψυχή και σύγχυση στο νου.

Σκηνή δεύτερη: Το Κ.Κ.Ε. βέβαια δεν έχει μοναστήρια· έχει; Από την άλλη, εγώ δεν ανήκα ποτέ στο Κόμμα, άρα οι μόνες προσλαμβάνουσες μου ήταν οι ειδήσεις και ένας-δυο αριστεροί φίλοι. Διάλεξα τη δεύτερη σκηνή μου από ένα σχετικά πρόσφατο δελτίο ειδήσεων. Η Γ.Γ. Αλέκα Παπαρήγα, σε ερώτηση δημοσιογράφων για τη δια βίου μάθηση, κάνει κάποιες δηλώσεις στις κάμερες των οποίων το νόημα είναι περίπου το ακόλουθο: Η δια βίου μάθηση δεν είναι παρά ένα από τα κόλπα του καπιταλισμού για να ελέγχει τις παραγωγικές τάξεις, να τις διαμορφώνει όπως αυτή θέλει έτσι ώστε να έχει τον εργαζόμενο όπως τον θέλει αυτή για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου και της πλουτοκρατίας. (Ξανά, αυτή η ίδια αίσθηση ενοχής και σύγχυσης.)

Δυο σκηνές που αντιπροσωπεύουν δυο πνεύματα, για των οποίων τις επιστημονικές παραμέτρους δεν είμαι «καθ’ ύλιν» αρμόδιος να μιλήσω. Υπάρχουν άλλοι, ειδικοί (ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, θεολόγοι…), στους οποίους ο φιλόπονος και φιλομαθής αναγνώστης καλό είναι να προστρέξει για να διαφωτιστεί, ασχέτως εάν συνεχίσει ή όχι την ανάγνωση αυτού του ταπεινού πονήματος. Θα επιχειρήσω όμως, να δώσω την άποψη μου για αυτά, αφού αποφάσισα να μιλήσω, ελπίζοντας να επαληθεύσω το: «από τρελό κι από παιδί μαθαίνεις την αλήθεια.»                                        

Το πρώτο πνεύμα -αυτό του μοναχού- είναι το πνεύμα της μεταφυσικής απαξίωσης των πάντων. Εφόσον όλα αυτά είναι γνωστό (;) πως είναι υπαρξιακά παροδικά (μιας και ένας καινούργιος ουρανός θα έρθει, όπου η γη θα υποκατασταθεί από μια καινούργια, όπου το λιοντάρι θα βόσκει μαζί με τ’ αρνί, κ.ο.κ.), δεν αξίζει να ασχολούμαστε μαζί τους. Κάθε άλλο! Θα πρέπει να προσπαθούμε να απομακρυνθούμε όσο περισσότερο γίνεται από αυτά, και με τις προσευχές μας να προ-γευόμαστε τη βασιλεία των ουρανών, την  Civitas Dei -και όχι την Civitas Humanorum-, ευχόμενοι να έρθει το τέλος αυτής της διάστασης και η έναρξη της άλλης, το ταχύτερο δυνατόν.

Το δεύτερο -αυτό της Γ.Γ.- είναι το πνεύμα της πολιτικής απαξίωσης των πάντων. Εφόσον όλα αυτά είναι εξ ίσου γνωστό (;) πως είναι παροδικά (όλα αυτά θα υποκατασταθούν από την δικτατορία του προλεταριάτου και τελικά από την αταξική κοινωνία, όπου -κατ’ αναλογία με το λιοντάρι και το αρνί- ο καπιταλιστής θα εργάζεται στο εργοστάσιο δίπλα-δίπλα με τον εργάτη (;), και όλοι τέλος πάντων θα εργαζόμαστε πανευτυχείς μέσα σε φάμπρικες σοβιετικού τύπου κ.ο.κ.), όχι απλώς δεν αξίζει να ασχολούμαστε ενεργά και να συμμετέχουμε σε αποφάσεις, να αναλαμβάνουμε συγκεκριμένες ευθύνες απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους εδώ και τώρα, αλλά οποιαδήποτε προσπάθεια καταβάλλεται θα πρέπει να είναι προς την κατεύθυνση της κατάρρευσης αυτής της πολιτείας και επίσπευσης της έλευσης της άλλης, της αταξικής, της ιδανικής.

Και εξηγούμαι σαφέστερα: αυτές οι δυο σκηνές αποκαλύπτουν για μένα τις δυο προκρούστειες δυνάμεις που επενεργούν πάνω στο πνεύμα του Έλληνα. Διαμορφώνουν τις πνευματικές προϋποθέσεις της ύπαρξης αυτού του λαού, ο οποίος σέρνεται εκών-άκων προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η μια, η Εκκλησία, είναι η πνευματική-μεταφυσική, και η άλλη, η Αριστερά, είναι η πνευματική-πολιτική. Και οι δυο για να υπάρξουν, απαιτούν πλήρη υποταγή. Είναι δυο δυνάμεις των άκρων, των απόλυτων άκρων, της αβύσσου. Ο Έλληνας είναι ίσως το μοναδικό ον πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, που σηκώνει δυο τέτοια αβυσσαλέα όντα και… να! δεν έχει εκλείψει ακόμα. Η πρώτη απαιτεί τυφλή υπακοή (και ότι αυτή συνεπάγεται) από τα βυζαντινά χρόνια σε θεολογικές αυθεντίες, «ελέω Θεού» πάσης φύσεως δεσπότες και σε καλόγερους. Υπακοή κατά την Τουρκοκρατία (μέσω της Εκκλησίας προς τους Τούρκους δεσπότες και τανάπαλιν), υπακοή ακόμη κατά τις διάφορες επαναστάσεις του. Υπακοή προς την Αριστερά, όταν φαντάστηκε πως αυτή θα τον απελευθέρωνε, αλλά επειδή ξέμαθε να αγαπά ελεύθερα και δεν ξέρει πια να νιώθει αγάπη παρά μόνο με τον τρόπο που του δίδαξε η Εκκλησία, δόθηκε σε αυτήν (την Αριστερά) με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή όπως η γυναίκα που δίνεται σε έναν δυνατό άνδρα, σα σκλάβα κι όχι σαν ελεύθερη γυναίκα με προσωπικότητα. Αυτή η γυναίκα είναι μοιραίο να μισεί τον άνδρα που αγαπά και ταυτόχρονα να της είναι αδύνατο να τον αποχωριστεί, έστω κι αν ξέρει πως αυτός θα την οδηγήσει στο χαμό της. Όσοι επέλεξαν να αγαπήσουν εν ελευθερία την Αριστερά τσακίστηκαν -κατά κανόνα- χωρίς έλεος είτε από την ίδια την Αριστερά, είτε από το κράτος (ή το παρακράτος), με τις ευλογίες της Αριστεράς. Παρεμπιπτόντως, νομίζω πως όταν η Αριστερά διέψευσε τις ελπίδες για δικαιοσύνη και ελευθερία που είχε ευαγγελιστεί, η Εκκλησία, και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή της, το μοναχισμό, φάνηκε ξανά ποθητή λίαν. Αυτή άλλωστε είναι πάντα στο απυρόβλητο μιας τελεσίδικης κριτικής, αφού δεν υπόσχεται παραδείσους σε αυτή τη διάσταση. Τα πνευματικά θέλγητρα της ελληνικής αριστεράς δεν έσβησαν ωστόσο όλως διόλου, για δυο βασικούς λόγους: πρώτον, διότι κι αυτή συνάδει με τη λογική της «α-προσπάθειας», στην οποία εθίστηκε ο Έλληνας αφού ταπεινώθηκε το πνεύμα του (της οποίας κύριος εκφραστής είναι ο μοναχισμός), και δεύτερον, γιατί απαλλάσσεται και αυτή κατά κάποιο τρόπο από την ευθύνη της, καθώς ένα μόνο -πολύ μικρό- ποσοστό των Ελλήνων ψηφίζει αριστερά στις μέρες μας!

Αυτά τα δυο πνεύματα συγκρούονται πάντα συνθλίβοντας τον Έλληνα στη μέση, κάθε φορά που η τράπουλα μοιράζεται εκ νέου, διεκδικώντας την ψυχή του και το σώμα του. Αυτά συγκρούστηκαν κατά τον εμφύλιο -αλέθοντας ανάμεσα στις αδηφάγες μυλόπετρες τους τον ακριβότερο σπόρο της φυλής-, αυτά στη δικτατορία-ταπεινώνοντας ακόμη πιο περισσότερο το πνεύμα μας-, αυτά και στη μεταπολίτευση… Αυτά θα συγκρουστούν και τώρα, εάν η κατάσταση βγει εκτός ελέγχου, με σφοδρότητα ανάλογη του αδιεξόδου. Στο μεταξύ, μέσα στην αντάρα, οι παντός είδους λύκοι λυμαίνονται το κοπάδι, που προσπαθεί να επιβιώσει όπως-όπως.

Διέξοδος δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Η μία δύναμη υπερκαλύπτει την άλλη, καθιστώντας κάθε απόπειρα διαφυγής απολύτως αδύνατη. Έτσι, μόλις ο Έλληνας θελήσει να αντιδράσει στην τυραννία της Εκκλησίας και της συντήρησης, σπεύδει η Αριστερά να ηγηθεί του αγώνα, με αντάλλαγμα βέβαια την πλήρη ποδηγέτηση του και, μόλις θελήσει να αντιταχθεί σ’ αυτήν της Αριστεράς, σπεύδει η Εκκλησία να δεχθεί το απολωλός πίσω στη μητρική της αγκαλιά. Αυτοί που γλιτώνουν από την επιρροή και των δυο πνευμάτων των άκρων, είτε αριστεροί είτε δεξιοί, μένουν συνήθως στο περιθώριο, εξ ίσου καταδικασμένοι από αμφότερα τα ποίμνια! Το γόητρο και των δυο στον ψυχισμό του λαού είναι τόσο ισχυρό, που οποιαδήποτε άλλη πρόταση θεωρείται σκύβαλο, ακόμα και οι σοβαρότερες, για να μην πω ακριβώς αυτές! Άλλοι πάλι, κυρίως οι νέοι, γυρίζουν τις πλάτες σε όλους. Αυτοί διαφεύγουν συνήθως στις λίγες ήσυχες γωνιές νεωτερικότητας της πολιτείας μας, όπως σε νήσους λωτοφάγων.

Οι δυο αυτές δυνάμεις είναι επόμενο να μισούν η μια την άλλη βαθιά και ανυποχώρητα, γιατί είναι βαθύτατα ίδιες. Δυο πνευματικής αξίας εξουσίες που διεκδικούν πλήρη υποταγή από τους ίδιους υπηκόους, υποσχόμενες κι οι δυο παραδείσους, δε μπορούν παρά να μισούνται εξ ίσου τυφλά. Ενώ, αν ανοίγανε λίγο τα μάτια τους και κοιταζόταν με ειλικρίνεια, θα βλέπανε πως -στο σύγχρονο ιστορικό γίγνεσθαι- η μια οφείλει την ύπαρξη της στην άλλη και πως η μια είναι προϋπόθεση της άλλης για τη διαιώνιση αμφοτέρων. Ασκούν εξουσία υπαγορεύοντας στάση ζωής στους πολίτες ευθέως μέσω των «ινστρουχτόρων» τους (ο νοών νοείτω) και πλαγίως -αλλά ίσως πιο καταλυτικά- μέσω των πανίσχυρων συμβόλων τους. Αίφνης, ποιο σπίτι, γραφείο ή μαγαζί δεν έχει μια εικόνα; Δε σπανίζουν επίσης φωτογραφίες, βιογραφίες ή προφητείες «γερόντων» που η λαϊκή ευλάβεια θεωρεί αγίους. Από την άλλη μεριά βέβαια, δε θα βρεις παντού προτομές και βιογραφίες του Λένιν ή του Στάλιν ούτε τα έργα τους σε κάθε σπίτι -όπως κάποτε σε άλλες ορθόδοξες χώρες· αλλά θα βρεις σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη τον τόπο του μαρτυρίου κάποιων αριστερών αγωνιστών, των οποίων το αίμα -νωπό ακόμα- μεθάει ομοϊδεάτες και μη -με ό,τι συνέπειες μπορεί να έχει μια τέτοια μέθη. Έτσι λοιπόν, διαμορφώνουν αντίληψη ζωής και άρα πολιτική στάση σε πολίτες και πολιτικούς, άνδρες και γυναίκες. Στο βαθμό δε, που η Δημοκρατία το επιτρέπει, οι διάφορες συσσωματώσεις των πνευμάτων αυτών (κόμματα, συνδικάτα, αυτοδιοίκηση, σωματεία, οργανώσεις, κ.λπ.) επιβάλουν άμεσα νοοτροπίες στη διαμόρφωση πολιτικών και στη λήψη αποφάσεων.

Οι περισσότεροι πολιτικοί του τόπου είναι συνήθως είτε αφελείς που πιστεύουν ότι έχουν μια πνευματική-ιδεολογική άποψη και «όραμα» για τον τόπο -ασχέτως εάν προέρχονται από αριστερά ή δεξιά-, είτε πρόκειται για απολύτως ασυνείδητους αριβίστες  -κακέκτυπης μακιαβελικής νοοτροπίας τύπους-, είτε… για όλα αυτά μαζί! Και οι μεν και οι δε, υπηρετούν το όραμα του κυρίου τους -έστω και υποσυνείδητα- που είναι και στις δυο περιπτώσεις το απόλυτο μηδέν: ΌΧΙ ΣΕ ΌΛΑ· όχι μόνο σε αυτά που πιστεύουν οι άλλοι, αλλά -στην πράξη- και σε αυτά που πιστεύουμε κι εμείς! Ναι στο Όχι, ναι στο Τίποτα. Πράγμα που οδηγεί επίσης σε όλο και ευτελέστερης στόφας ανθρώπους που καλούνται να διαχειριστούν τα κοινά. Οι μεν της δεξιάς -πολύ πιο φθαρμένοι αυτοί-, στηρίζονται περισσότερο στους στιβαρούς ώμους του ιδεολογικού τους αφέντη, της Εκκλησίας, ακόμη κι αν πολλοί από αυτούς -ως άτομα- τη μισούν κατά βάθος σα χολέρα. Οι δε της αριστεράς -όχι και τόσο άφθαρτοι πλέον-, κινούνται πιο άνετα και κάνουν τσαλιμάκια. αλλά Όλοι όμως, αργά ή γρήγορα, υποκύπτουν στο τέλος στην Αυθεντία, όπως εκείνοι η δύσμοιροι καλόγεροι στο «Όνομα του Ρόδου», που μπορούσαν να θεωρητικολογούν ή να χαίρονται και να γελούν δειλά πότε-πότε, μέχρι που ο τρομερός γέροντας Χόρχε ύψωνε το κοκαλιάρικο χέρι του -χέρι ασκητικό, χέρι μάρτυρα- και επέβαλε τη σιωπή. Ναι, είναι και οι δυο φθαρμένοι, όχι απλώς διεφθαρμένοι. Αν ήταν απλά διεφθαρμένοι, ίσως κάτι θα μπορούσε να γίνει. Η διαφθορά είναι μια κατάσταση σχέσης, που έχει ένα αντικείμενο ως σημείο επαφής: το σημείο διαπλοκής. Βγάλε το αντικείμενο ή κλείσε τους διαύλους επαφής και σταμάτησες τη διαφθορά. Με τη φθορά όμως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είναι υπαρξιακής αξίας μέγεθος. Η φθορά οδηγεί αναπόδραστα σε ένα και μόνο πράγμα: το θάνατο.

Πηγή: http://www.kairosnet.gr/joomla/index.php?option=com_content&view=article&id=55:2010-11-25-16-04-24&catid=11:2010-04-27-19-50-44&Itemid=14





Απόπειρα φιλοσοφικής διάγνωσης της εποχής μας

22 11 2010

Διονύσιος Σαργέντης

Ζούμε στην αρχή της τρίτης χιλιετίας μετά τη γέννηση του Χριστού. Ένας κοινός πολιτισμός έχει ήδη αρχίσει προ πολλού να γίνεται αποδεκτός από ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η επιστήμη, η τεχνολογία, η οικονομία και η πληροφορία παγκοσμιοποιούνται. Η τεχνική, υποστηριζόμενη από τη συνεχώς επαυξανόμενη και εξελισσόμενη γνώση καθιστά πλέον εφικτή την καθολική επικοινωνία μεταξύ λαών και πολιτιστικών παραδόσεων. Ένας νέος ορίζοντας διανοίγεται μπροστά μας: αυτός της παγκόσμιας κοινωνίας των ανθρώπων. Ποτέ στην ιστορία του πολιτισμού δεν έχουμε συναντήσει τέτοιο φαινόμενο και μάλιστα σε τόσο μεγάλη έκταση. Το φαινόμενο αυτό βοά ότι κάτι σήμερα ολοκληρώνεται και ότι κάτι καινούριο αρχίζει. Σίγουρα η εποχή μας αποτελεί ριζική τομή στην παγκόσμια ιστορία.

Η εν λόγω τομή σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μιας μεγάλης περιόδου της ανάπτυξης του ανθρωπίνου πνεύματος και τη μετάβαση σε μιαν άλλη ποιοτικά διαφορετική περίοδο. Για να κατανοήσουμε σε όλο της το βάθος αυτή τη μετάβαση πρέπει να δούμε την ιστορία ως την κίνηση του πνεύματος προς την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού. Πρέπει δηλαδή να βάλουμε σε παρένθεση τη μηδενιστική θεώρηση της ιστορίας, τη θεώρηση που κατανοεί τον ιστορικό χρόνο ως τόπο της τυχαιότητας, του παραλόγου και της απολύτου απροσδιοριστίας και να δούμε πάλι το ιστορικό γίγνεσθαι ως εντελεχή κίνηση πραγματώσεως του πνεύματος μέσα στον χρόνο. Και πρέπει βεβαίως να αφήσουμε πίσω μας την εγελιανού ή μαρξικού τύπου ιστορική εντελέχεια. Για να το πούμε καθαρά: Η εντελέχεια της ιστορίας δεν είναι η πραγμάτωση της απόλυτης αυτοσυνειδησίας του λόγου ούτε η ολοκληρωμένη και ευτυχής κοινωνία σε έναν κόσμο όπου ο θάνατος έχει ισχύ, αλλά η αναίρεση της περατότητας και του θανάτου. Ο σκοπός της περιπέτειας του πνεύματος στο χρόνο είναι η πραγμάτωση της αθανασίας του ανθρώπου και η αφθαρτοποίηση της φύσης. Η ιστορία δηλαδή θα έχει φτάσει στο τέλος της, στην ολοκλήρωσή της, όταν πραγματοποιηθεί η ανάσταση των νεκρών.

Είναι ίδιον των μεγάλων θρησκειών, κυρίως των μονοθεϊστικών, ότι η ανάσταση των νεκρών που επαγγέλλεται η εσχατολογική τους διδασκαλία αφήνει ένα ασαφές μήνυμα για την τελείωση του κόσμου. Ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ εγκαταλείπουν το εσχατολογικό τέλος, το πλήρωμα των καιρών, σε μιαν αόριστη παραπομπή στη θεϊκή παντοδυναμία. Δεν είναι δηλαδή ο άνθρωπος που θα πραγματώσει μέσω της ιστορικής του πορείας και εξέλιξης (δια του Θεού βεβαίως) την ανάσταση των νεκρών, αλλά αυτή θα γίνει ως δια μαγείας από τον Θεό, αφού αυτός νοείται ως παντοδύναμος. Η πράξη της τελείωσης του κόσμου συγκροτεί για τη θρησκεία έναν άγνωστο Χ στην ιστορία και αφήνεται απροσδιόριστη. Είναι τέτοια δε η απροσδιοριστία στην οποία εγκαταλείπεται το τέλος του κόσμου που ούτε καν οι αποκαλυπτικές προφητείες δεν δύνανται να ταυτοποιήσουν τα ιστορικά έσχατα. Η θρησκεία επιχειρεί λοιπόν, για να αποφύγει το μεγάλο αυτό εμπόδιο, να εντοπίσει τη βίωση των εσχάτων στην προσωπική κοινωνία με τον Θεό και βεβαίως στην εκκλησιαστική εμπειρία.

Η αθεΐα και ο μηδενισμός του δεκάτου ενάτου και του εικοστού αιώνα εξοβέλισαν από τον ιστορικό ορίζοντα τον Θεό αυτό, ο οποίος ξαφνικά και χωρίς τη συνειδητή, και μάλιστα τεχνική συνέργεια του ανθρώπου πραγματώνει τα έσχατα, και έθεσαν ως Θεό τον άνθρωπο. Ο Θεός της θρησκείας έπρεπε να εξαλειφθεί για να κατανοήσει το ανθρώπινο πνεύμα ότι σε αυτό το ίδιο εναπόκειται η εντελέχεια της ιστορίας. Η επιστήμη και η τεχνολογία ως την ώρα που μιλάμε είναι οι πρώτες, άμεσες και ανολοκλήρωτες ακόμη κινήσεις του πνεύματος προς τις ίδιες του τις δυνάμεις για να θέσει εαυτό ως τον ζωοποιό λόγο της ιστορικής εντελέχειας.

Είναι νομίζω σαφές. Ο Χριστός με το σωτηριολογικό Του έργο δεν νίκησε τον θάνατο καθολικά, αλλά μόνον τον δικό Του θάνατο. Εμείς συνεχίζουμε να πεθαίνουμε. Ο Χριστός έθεσε δηλαδή με τον θάνατο και την ανάστασή Του τον εαυτό Του ως όλη τη φύση, όχι όμως όλη τη φύση ως τον εαυτό Του. Αυτό σημαίνει ότι το Πρόσωπο του Χριστού παραμένει και μετά το σωτηριολογικό έργο μονόπλευρα ατομικό έχοντας ένα σαφές όριο μέσα στην φύση. Το όριο αυτό είναι η εμπειρία του κόσμου που βιώνουμε εμείς οι θνητοί άνθρωποι, είναι η φύση μέσα στην οποία ακόμη υπάρχουν η περατότητα και ο θάνατος. Ο Χριστός δεν μπορεί να επιτύχει την αφθαρτοποίηση του κόσμου χωρίς την συνέργεια του ανθρώπου και για το λόγο αυτό εμείς ακόμη πεθαίνουμε και η ιστορία συνεχίζεται. Η συνέργεια του ανθρωπίνου πνεύματος στο σωτηριολογικό έργο, η τεχνική συμμετοχή δηλαδή του ανθρώπου στην πράξη της θέωσης της φύσης και της αναστάσεως των νεκρών είναι το κεντρικό σημείο που αδυνατεί να θεωρήσει η μέχρι τώρα εκδοχή της θρησκείας και ο θεμελιακός λόγος για τον οποίο ο Χριστιανισμός ως σύνολη η αλήθεια στην μορφή της θρησκευτικής παράστασης ιστορικά έπρεπε να καταρρεύσει και να δώσει τη θέση του στην αθεΐα και στον μηδενισμό.

Η ανθρώπινη ιστορία μην έχοντας επιτύχει την αφθαρτοποίηση της φύσης αποκαλύπτει ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των έως τώρα εποχών της. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι η εξάρτηση του πνεύματος από τον βιολογικό του καθορισμό. Το πνεύμα ως σήμερα ήταν απολύτως εξαρτημένο από τον εγκέφαλο που το έφερνε στη ζωή. Οι νευροεπιστήμες όλο και πιο πολύ το αποκαλύπτουν. Επίσης ήταν πάντοτε υποταγμένο στην περατότητα του σώματος, ακόμη δε και η μυστική ένωση με τον Θεό δεν αφορούσε στην αιωνιοποίηση του σώματος αλλά σε μιαν προς στιγμή και μόνον ακτιστοποίησή του. Όλοι ως τώρα οι άνθρωποι όλων των λαών και όλων των θρησκειών που κατάφεραν να ενωθούν με το θείο πέθαναν.

Αυτή η εποχή, η εποχή που το πνεύμα αδυνατεί να επιτύχει την ελευθερία απέναντι στη φύση και να θέσει τη φύση ως την συγκεκριμένη φανέρωσή του, είναι η εποχή που ολοκληρώνεται σήμερα: η πρώτη μεγάλη περίοδος της ιστορίας. Σήμερα το πνεύμα κατανοεί ότι η μονόπλευρη εξάρτησή του από τον βιολογικό του καθορισμό έφτασε στο τέλος της. Στον ορίζοντα που ξανοίγεται μπρος μας η ανθρωπότητα θα επιτύχει την ανάκλιση του πνεύματος στον εαυτό του και από κει ενοποιούμενη με τον Θεό-Λόγο θα μεταβεί ως ατομική ολότης στην εποχή της τεχνικής πραγμάτωσης της αφθαρτοποίησης του κόσμου και της αθανασίας του πνεύματος. Η πρώτη στιγμή της νέας περιόδου είναι η σημερινή παγκοσμιοποίηση.

Αυτό που φιλοσοφικά φανερώνει η παγκόσμια κοινότητα των ανθρώπων είναι η πραγματική μέθεξη του ατομικού ανθρώπου στον ξυνό Λόγο. Ο ξυνός Λόγος του όντος φανερώθηκε στον άνθρωπο ως σήμερα με τη μορφή της απροσδιόριστης καθολικότητας (στην Ανατολή) και της προσδιορισμένης, δηλαδή ατομικής ή προσωπικής καθολικότητας (στον Ελληνισμό, στο Χριστιανισμό και στο νεώτερο κόσμο). Στο Χριστιανισμό μάλιστα ο Λόγος ως ο ίδιος ο Θεός είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο στη φύση: ο Χριστός. Ο Χριστός είναι η άτμητος καθολικότης, ο Λόγος ως το εντελώς συγκεκριμένο ατομικό πνεύμα. Η ατομικότητά Του συγκροτεί όμως, όπως ήδη αναφέραμε, ένα όριο απέναντι στον φυσικό κόσμο και γι αυτό ο Θεός πρέπει να πεθάνει. Το σωτηριολογικό Του έργο, δηλαδή ο θάνατος και η ανάστασή Του, συνίσταται στην επέκταση της ατομικότητάς του σε ολόκληρο τον φυσικό κόσμο. Ο Χριστός θέτει με τον θάνατό Του την ατομικότητά Του ως όλη τη φύση και έτσι ανίσταται εκ νεκρών. Η φύση όμως στο καθεαυτό Είναι της δεν αφθαρτοποιείται επειδή η ατομικότητα του Χριστού δεν κοινωνεί ενεργώς με την ολότητα του φυσικού κόσμου. Και δεν κοινωνεί ενεργώς γιατί δεν έχει πραγματωθεί ακόμη η πνευματική ατομικότητα, η ίδρυσις δηλαδή της ατομικότητας μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα. Διότι μόνο μέσα από το ανθρώπινο πνεύμα, το οποίο δύναται να μέσω της ενότητας των ατομικών πνευμάτων να άρει το όριο της θεϊκής ατομικότητας μέσα στη φύση, μπορεί ο Χριστός να αποκτήσει πραγματική εξουσία στον κόσμο και στην ιστορία. Για τον λόγο αυτό ο Θεός-Λόγος πρέπει μετά την ανάστασή Του να εκλείψει, να απέλθει και να πέμψει το Πνεύμα. Το Πνεύμα επιτελεί την μεταβίβαση της ατομικότητας του Χριστού στον άνθρωπο. Διαχέεται στα περατά ατομικά πνεύματα και ιδρύει μια νέα ιστορική κίνηση. Από το σημείο αυτό η ιστορική εντελέχεια συνίσταται στην πνευματική επανασύσταση της ατομικότητας του Θεού-Λόγου, στην φανέρωση δηλαδή του αναστάντος Χριστού μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα, από όπου θα πραγματοποιήσει την αφθαρτοποίηση του κόσμου. Η ιστορία της ανθρωπότητας από το Χριστιανισμό της Ανατολής στο Ισλάμ, από το Ισλάμ στο Χριστιανισμό της Δύσης και από κει στη Μεταρρύθμιση, το Διαφωτισμό, την αθεΐα και το μηδενισμό ως την σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι η κίνηση αυτής της εντελέχειας. Η μεν παγκοσμιοποίηση δηλώνει φιλοσοφικώς την αφηρημένη καθολικότητα της ενότητας των ανθρώπων, η ατομικότητά της όμως είναι ο Χριστός που στον ιστορικό ορίζοντά μας θα επανασυστήσει τον ατομικό, προσωπικό λόγο. Ο Χριστός θα φανερωθεί πάλι στην ιστορία ως ο ατομικός εαυτός της παγκόσμιας ενότητας. Μόνο από εκεί μπορεί το πνεύμα να θεώσει τη φύση. Η σημερινή επιστήμη και η τεχνολογία βρίσκονται καθ’ οδόν προς την πραγμάτωση του στόχου αυτού. Όταν μάλιστα αποκατασταθεί η φιλοσοφία ως η καθολική γνώση, ως η ενότητα των επιστημών, θα αποκαλυφθεί μέσα στον ίδιο τον επιστημονικό-φιλοσοφικό λόγο ο Χριστός ως ο άτμητος εαυτός της παγκόσμιας κοινωνίας των ανθρώπων.

Η παγκόσμια ενότητα των ανθρώπων είναι με τη σειρά της η απαραίτητη προϋπόθεσις της επανασύστασης του ατμήτου εαυτού τού ξυνού Λόγου, δηλαδή του Χριστού. Αυτό σημαίνει: Φτάσαμε στην εποχή όπου πλέον το καθολικό κοινωνείν είναι εφικτό και αναγκαίο. Είναι αναγκαίο διότι μόνο μέσω αυτού μπορεί να φανερωθεί το πρόσωπο του Χριστού στο πνεύμα. Ωστόσο το κοινωνείν αυτό είναι ακόμη αφηρημένο. Η ενότητα των ανθρώπων αποτελεί σήμερα μια πολυπολιτισμική κοινωνία, μια αφηρημένη καθολικότητα και όχι συγκεκριμένη προσωπική ύπαρξη. Και θα παραμείνει αφηρημένη εάν δεν κοινωνήσουν όλοι οι άνθρωποι στο Πρόσωπο του Χριστού, κάτι που θα σηματοδοτήσει τη δεύτερη μεγάλη περίοδο της ιστορίας: την εποχή της ελευθερίας του πνεύματος απέναντι στον βιολογικό του καθορισμό. Μόνον τότε μπορεί να αρχίσει η διαδικασία της αφθαρτοποίησης του φυσικού κόσμου. Η ελευθερία απέναντι στη βιολογική φύση μας θα φανερώσει την δυνατότητα εξουσίας μας πάνω στη φύση όχι όμως με την έννοια μιας εκστατικής κίνησης του Λόγου απέναντι στην υλικότητά του ούτε επίσης ως λογική μόνο πραγμάτωση του πνεύματος μέσα στην περατότητα, τυφλή μπροστά στο θάνατο της φυσικής ατομικότητας και στην εξουσία του χρόνου, αλλά ως κίνηση ανάκλισης του πνεύματος στον άτμητο εαυτό του, δηλαδή στον Χριστό, δια μέσου της κοινωνίας των ατομικών πνευμάτων, η οποία θα θεμελιώσει την πραγματική εξουσία του Θεού-Λόγου στον κόσμο και στην ιστορία. Η εξουσία αυτή ταυτίζεται με την δυνατότητα της άρσης της φυσικής περατότητας.

Η δεύτερη περίοδος της ιστορίας του πνεύματος, η περίοδος δηλαδή που αρχίζει σήμερα, είναι η πράξη της αθανατοποίησης του πνεύματος μέσα στον φυσικό κόσμο. Ως εκ τούτου η πρώτη περίοδος της ιστορίας του, η περίοδος της εξάρτησής του από τον βιολογικό του καθορισμό, ήταν η περίοδος της τραγωδίας του. Ο άνθρωπος πλήρωσε το φόρο της ύπαρξης μέσα απ’ τον χρόνο, τον θάνατο και τον πόνο.

Η περίοδος της ιστορίας που ολοκληρώνεται σήμερα δεν κατάφερε να λύσει το αίνιγμα της αθανασίας διότι δεν έθεσε ποτέ στον γνωσιακό της ορίζοντα το αίτημα της αφθαρτοποιήσεως της φύσης δια μέσου του ενοποιημένου πνευματικού Λόγου, δια μέσου δηλαδή της παγκόσμιας κοινωνίας των ανθρώπων στο ενεργώς αποκαλυπτόμενο Πρόσωπο του Χριστού. Η αφθαρτοποίησις αυτή ως ενέργημα του ιδίου του πνεύματος δια της μεθέξεώς του στον αληθινό του εαυτό, στον Χριστό, θα φανερωθεί ως αποστολή τεχνικής ιδρύσεως του όντος στη ρητώς διαμεσολαβημένη από τον χρόνο αιωνιότητα. Ο αιών του Λόγου είναι ο ίδιος ο χρόνος που ετεροιούμενος δεν απολύει στο μηδέν τον προσδιορισμό του αλλά τον αναπαράγει περισυλλέγοντάς τον στην αρχική ομοίωση προς τον εαυτό του. Η επίτευξη της αιωνιότητας ως τεχνική πράξις ιδρύσεως της θεϊκής υπάρξεως εν τω κόσμω είναι η εντελέχεια της εποχής που μόλις ξανοίγεται μπροστά μας. Ο παράδεισος δεν είναι ένας υπερουράνιος τόπος. Αυτός ο κόσμος που βρίσκεται μπροστά μας μέλλει να γίνει παράδεισος. Η χιλιετής βασιλεία την Αποκάλυψης έχει ήδη αρχίσει. Για πρώτη φορά στην ιστορία προβάλλει η ίδια η ιστορία ως πραγματική κάθαρσις της αρχέγονης τραγωδίας μας. Δεν έχουμε παρά να στρέψουμε τη ματιά μας προς την ανατολή του επερχόμενου ήλιου μας.

* Ο κ. Σαργέντης είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Βόννης και έχει εργαστεί για δύο χρόνια ως διδάσκων 407 στο τμήμα φιλοσοφίας του πανεπιστημίου Πατρών

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Φιλοσοφία-Επιστημολογία/Άρθρα/2506-Απόπειρα-φιλοσοφικής-διάγνωσης-της-εποχής-μας.html





Ἐφηβική ταυτότητα και θρησκευτικότητα

15 11 2010
του π.Βασιλείου Θερμού
 
Εἶναι γνωστό καί ἔχει γίνει ἀντικείμενο πολλῆς συζητήσεως τό φαινόμενο τῆς συγχύσεως τοῦ ἐφήβου ὅταν αὐτός καλεῖται νά δώσει ἀπαντήσεις σέ ἐρωτήματα τοῦ τύπου «ποιός εἶμαι;» ἤ «τί θέλω νά εἶμαι;» Τά ἐρωτήματα αὐτά δέν τίθενται μόνο μέ ἀφορμή ἐξωτερικά γεγονότα καί προκλήσεις, ἀλλά συνιστοῦν ἕναν σταθερό ἐσωτερικό καμβά πάνω στόν ὁποῖο συνυφαίνονται τό προσωπικό μέ τό συλλογικό, τό ψυχολογικό μέ τό ὑπαρξιακό. Εἰδικά αὐτή ἡ συνύφανση λειτουργεῖ συχνότερα ἀπό ὅσο νομίζουμε μέ ἀλληλοδανεισμό τῶν δύο μερῶν, ὥστε τό ἕνα νά ἐνεργεῖ ὡς πληρεξούσιος τοῦ ἄλλου. Ὁ ἔφηβος διαθέτει τό ἐπαχθές προνόμιο νά ζῆ στό μεταίχμιο τοῦ νοήματος, μιά κατάσταση πού διατρέχει ταυτόχρονα ὁλόκληρο τό φάσμα ἀπό τό ὀδυνηρό μέχρι τό δημιουργικό. Κατά τήν ἀναζήτηση ταυτότητας λοιπόν ὁ ἔφηβος θά βιώσει καί τόν ἀφόρητο τρόμο τῆς ἔλλειψης νοήματος καί τήν ὑπέροχη αἴσθηση δημιουργίας νέου νοήματος.
Ὁρίζουμε ὡς ταυτότητα τοῦ ἐγώ, σύμφωνα μέ τόν Erikson (1968), «τήν αἴσθηση μιᾶς συνέχειας στίς συνθετικές μεθόδους τοῦ ἐγώ, τοῦ τρόπου τῆς ἀτομικότητας κάποιου, ὅπως καί τήν αἴσθηση ὅτι αὐτός ὁ τρόπος ἀντιστοιχεῖ μέ τή σταθερότητα τοῦ νοήματος πού τό ἄτομο ἔχει γιά τούς σημαντικούς του ἄλλους». Συναφής καί εὐρύτερη εἶναι ἡ ἔνοια τῆς ταυτότητας ἑαυτοῦ, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τίς ἀναπαραστάσεις πού τό ὑποκείμενο διατηρεῖ γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τούς ρόλους του.
Ὁ Marcia (1980), πού ἐπεξεργάστηκε περαιτέρω τή θεωρία τοῦ Erikson, γράφει: «Ταυτότητα εἶναι μία ἐσωτερική, αὐτοκατασκευασμένη ὀργάνωση τῶν ἐνορμήσεων, τῶν ἱκανοτήτων, τῶν ἀντιλήψεων, καί τῆς ἀτομικῆς ἱστορίας. Ὅσο πιό καλά ἀνεπτυγμένη εἶναι αὐτή ἡ δομή, τόσο περισσότερο τά ἄτομα εἶναι ἐνήμερα τῆς μοναδικότητάς τους καί τῆς ὁμοιότητάς τους μέ τούς ἄλλους, καθώς καί τῶν προτερημάτων καί ἀδυναμιῶν τους κατά τή ζωή τους μέσα στόν κόσμο. Ὅσο λιγώτερο ἀνεπτυγμένη εἶναι αὐτή ἡ δομή, τόσο περισσότερη σύγχυση διακατέχει τά ἄτομα γύρω ἀπό τή διαφορετικότητά τους, καί τόσο περισσότερο πρέπει νά στηρίζονται σέ ἐξωτερικές πηγές γιά νά ἀποτιμήσουν τόν ἑαυτό τους».
Εἶναι φανερό, συνεπῶς, ὅτι στό περιεχόμενο τῆς ἔννοιας τῆς ταυτότητας περιλαμβάνονται τά στοιχεῖα α) τῆς αὐτοσυνειδησίας καί αὐτεπίγνωσης, β) τῆς συνεκτικότητας στό ἐδῶ καί τώρα, γ) τῆς συνοχῆς μέσα στόν χρόνο. Τά στοιχεῖα αὐτά ἀνταποκρίνονται σέ 3 ἀντίστοιχες τάσεις τῆς ἐφηβείας: α) τήν ἀνάδυση τῆς αὐτοπαρατήρησης καί ψυχολογικῆς σκέψης, β) τό ἐνδιαφέρον γιά τή σχέση μέ τόν ἄλλο, γ) τή γνωριμία μέ τήν αἴσθηση τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου (σέ ἀντίθεση μέ τόν παιδικό μυθικό) καί τῆς μελλοντικῆς προοπτικῆς. Κατά τόν Blos (1962), «ὁ ἑαυτός προϋπάρχει τῆς ἐφηβείας, ἀλλά κατά τήν εἴσοδο στήν ἐνήλικη ζωή ἔχει διαμορφωθῆ ἡ ποιότητά του, ἡ σχετική σταθερότητά του, καί τό ἀποτέλεσμα πού αὐτά ἔχουν στήν ἀποτίμηση τοῦ ἑαυτοῦ καί στήν αἴσθηση πραγματικότητας (reality testing). Ὑποκειμενικά, ὁ νέος αἰσθάνεται διαφορετικό πρόσωπο ὅταν ἔχει τελειώσει ἡ ἐφηβική ἀναταραχή».
Καί οἱ τρεῖς τάσεις πού προανέφερα ὠθοῦν πρός τόν ὑπαρξιακό καί ἰδεολογικό προβληματισμό καί αὐτός μέ τή σειρά του ἀποτελεῖ καίριο παράγοντα διαμόρφωσης ταυτότητας. Ἡ ἐκλογή συμβολικοῦ συστήματος καί ἡ ὑπαγωγή σέ αὐτό ἐξυπηρετεῖ ζωτικές ἀνάγκες τοῦ ἐφήβου ὅπως ἡ εὕρεση νοήματος καί ἀπάντησης στά μεγάλα ἐρωτήματα τῆς ζωῆς πού ἀνατέλλουν στήν ἡλικία αὐτή, ἡ ἐπίτευξη ἐσωτερικῆς σταθερότητας καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἐφηβική ἀναστάτωση πού γεννᾶ τόν φόβο τῆς τρέλλας, ἡ κατάκτηση τοῦ ἐνδιαφέροντος γιά τόν ἄλλον καί ἡ διάθεση προσφορᾶς σέ αὐτόν, ἡ ἔνταξη σέ ὁμάδα καί σέ κοινούς σκοπούς. Αὐτή ἡ ἐσωτερική πίεση γιά λύσεις, πού μπορεῖ νά διεγείρει τρομακτικό ἄγχος, ἐξηγεῖ γιατί μερικές φορές ὁ ἔφηβος βιάζεται νά υἱοθετήσει θρησκευτική πίστη ἤ κάποια ἰδεολογία, δίνοντας σπασμωδικές ψευδολύσεις, μέ ἄλλα λόγια υἱοθετώντας τό δόγμα «σταθερότητα μέ κάθε τίμημα». Μιά τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση λαμβάνει χώρα στό φαινόμενο πού ὁ Winnicott (1960) ὀνόμασε «ψευδῆ ἑαυτό» ἤ στό «πρόωρο κλείσιμο ταυτότητας» πού περιγράφει ὁ Burch (1985), ὁ ὁποῖος μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά: «(αὐτοί οἱ ἔφηβοι) βρίσκονται κλειδωμένοι μέσα στήν ταυτότητά τους καί ἀντιστέκονται σθεναρά στίς προσπάθειες τῶν ἄλλων νά τούς ἀλλάξουν». Στό ἀντίθετο ἄκρο ἀπό τήν ψευδοώριμη καί δύσκαμπτη ταυτότητα, ἡ ὁποία ἐνδιαφέρεται κυρίως γιά τή σταθεροποίηση, βρίσκεται ὁ ἀποδιοργανωμένος ἔφηβος πού λογοδοτεῖ κατά βάσιν στίς ἐνορμήσεις του ἤ στά συναισθήματά του· αὐτός, ἄν ἐπιλέξει συμβολικό χῶρο, θά φροντίσει νά εἶναι τέτοιος πού νά καλύπτει τήν παθολογία τοῦ χαρακτῆρα του καί ἔτσι νά νομιμοποιεῖ π.χ. τόν φόβο του, τήν παράνοιά του, τήν ἐπιθετικότητά του κ.τ.λ., δηλαδή θά κινηθῆ πρός ἀκραῖες πολιτικές ἤ θρησκευτικές ὁμάδες.
Ἀφορμώμενος ἀπό τό 5ο δίπολο τοῦ Erikson (1959) «ἐπίτευξη ταυτότητας vs. διάχυση ταυτότητας» ὁ Marcia (1964) ξεχώρισε δύο ἀντίθετες δυνάμεις ὡς κινητήριες τῆς προσπάθειας γιά σχηματισμό ταυτότητας: τήν ἐξερεύνηση καί τήν δέσμευση. Ἡ πρώτη ἀνοίγεται, ἡ δεύτερη παγιώνει. Ἔτσι, ἀνάλογα μέ τήν ἐξέλιξη καί διαπλοκή τους διαμορφώνονται οἱ ἑξῆς 4 ἐκβάσεις σχηματισμοῦ ταυτότητας:
α) Ἐπίτευξη ταυτότητας:Τό ὑποκείμενο ἔχει περάσει ἀπό περίοδο κρίσης καί κατέληξε σέ ἀπόφαση ἤ ἰδεολογία. Ἡ κατάσταση θεωρεῖται ὥριμη· εἶναι σέ θέση νά ἀντέξει ἀπότομες ἀλλαγές τοῦ περιβάλλοντος ἤ ἀπροσδόκητες ὑποχρεώσεις, καθώς καί νά συνάψει στερεές κοινωνικές σχέσεις καί δεσμεύσεις.
β) Πρόωρο κλείσιμο (foreclosure): Ὁ νέος φαίνεται νά ἔχει καταλήξει σέ ἀποφάσεις ἤ σέ ἰδεολογία, χωρίς νά ἔχει περάσει ἀπό περίοδο κρίσης. Οἱ ἐπιλογές του συμπίπτουν σέ πολλά μέ ἐκεῖνες τῶν γονέων του ἤ τῶν ὑποκαταστάτων τους καί δέν τούς ἀμφισβητεῖ οὐσιαστικά. Συνήθως χαρακτηίζεται ἀπό δυσκαμψία. Ἄν βρεθεῖ σέ περιβάλλον ὅπου δέν λειτουργοῦν οἱ γονεϊκές ἀξίες «χάνεται».
γ) Συνθήκη συγκρούσεως (moratorium): Ἐδῶ βιώνεται ἡ κρίση, ἐνῶ οἱ ἀποφάσεις καί οἱ παραδοχές εἶναι ἀβέβαιες καί συγκρουσιακές. Μερικοί ἔφηβοι περνοῦν ὁλόκληρη τήν ἐφηβεία τους, ἀλλά καί ἀρκετά χρόνια ἐνήλικης ζωῆς, ὑπό καθεστώς κρίσης καί σύγκρουσης.
δ) Σύγχυση (diffusion) ταυτότητας: Ἐδῶ ἔχουμε ἀποδιοργάνωση τῆς σκέψης, ἀσταθεῖς καί ἐγωκεντρικές ἀντικειμενοτρόπες σχέσεις, χαλαρά ὅρια τοῦ ἐγώ, ἀντιφάσεις καί ἔλλειψη συνέπειας, παρορμητικότητα, δυσκολία λήψης μεσοπρόθεσμων ἀποφάσεων. Ὁ ἔφηβος ὑπόκειται σέ ἀνοικτή παθολογία, ἡ ὁποία ἐνδέχεται νά συνεχισθῆ καί στήν ἐνήλικη ζωή ὡς σοβαρή χαρακτηρολογική διαταραχή.
Συχνά ἡ ἀντιδραστικότητα λειτουργεῖ ὡς κύριος μοχλός σχηματισμοῦ ταυτότητας. Ὅπως τονίζει ὁ Fuller (1988), «ἡ ἐπαναστατικότητα τῶν ἐφήβων συχνά ἐκφράζεται ὡς ἀπόρριψη τῆς θρησκευτικῆς πίστης τῶν γονέων τους. Ἄλλοι μπορεῖ νά ἀνταποκριθοῦν στά ψυχολογικά αἰτήματα τοῦ σχηματισμοῦ ταυτότητας ἐντασσόμενοι σέ μιά θρησκευτική ὁμολογία ἤ σέκτα ἐντελῶς διαφορετική ἀπό ἐκείνη τῶν γονέων τους, ἐνῶ ἄλλοι μπορεῖ νά ἐπιβεβαιώσουν τή θρησκεία τῶν γονέων τους μέ ἰδιαίτερα φανατικό τρόπο… Ἡ ἀμφιβολία δέν εἶναι ἐχθρός τῆς θρησκευτικῆς πίστης, ἀλλά συχνά ὁ μεγαλύτερος σύμμαχός της, δεδομένου ὅτι ἐπωάζει τήν προσωπική καί στοχαστική πίστη». Εἶναι ἡ δίψα γιά προσωπικό νόημα πού γεννᾶ τήν ἀντιδραστικότητα, ἀφοῦ πολλοί ἔφηβοι μέσα τους ἔχουν ἀποδεχθῆ τίς ὑπαρξιακές ἐπιλογές τῶν γονέων τους καί ἐπιθυμοῦν νά τίς συνεχίσουν, ἀλλά μή ἔχοντας ὁλοκληρώσει τήν δεύτερη ἀτομικοποίηση (κατά Blos) ἀδυνατοῦν νά τό πράξουν ὥστε νά μή δεχθοῦν ναρκισσιστικό πλῆγμα αἰσθανόμενοι ἐξαρτημένα παιδιά καί ὑποκύπτοντας στό ἄλλοτε παραλυτικό καί ἄλλοτε φοβογόνο ἄγχος τῆς παθητικότητας. Ἡ ταυτότητα εἶναι ὥριμη σέ ὅσο βαθμό ἔχει φιλοτεχνηθῆ ἀπό τόν ἴδιο τόν ἔφηβο, στό μέτρο πού αἰσθάνεται ἐγκατεστημένος μέσα της. Στά πλαίσια τῆς ἀντιδραστικότητας, βέβαια, μποροῦμε νά παρατηρήσουμε καί τό ἀντίθετο φαινόμενο: ἐφήβους πού προστρέχουν στήν θρησκευτικότητα σέ πεῖσμα τῶν ἐναντίων συνθηκῶν τῆς οἰκογένειας, χωρίς νά ἔχει πάντα διάρκεια ἀκριβῶς γι’ αὐτό τό λόγο.
Ἕνα ἐνδιαφέρον ζήτημα γιά μένα παραμένει τό ἐρώτημα γιατί ἡ θέση τῶν συμβολικῶν χώρων, μεταξύ τῶν ὁποίων καί οἱ θρησκευτικοί, δέν ὑπῆρξε μέχρι τώρα αὐτή πού τούς ἁρμόζει μέσα στήν ψυχολογική καί ψυχιατρική ἐπιστημονική κοινότητα. Ὁ Blos (1972) διαπιστώνει πώς «ἡ ψυχαναλυτική βιβλιογραφία ξεχειλίζει ἀπό μελέτες τοῦ ὑπερεγώ, ἐνῶ ἀντίθετα, οἱ διερευνήσεις τοῦ ἰδεώδους τοῦ ἐγώ εἶναι μᾶλλον σπάνιες». Ἴσως σέ καιρούς ὑπερβολικῆς αὐτοπεποίθησης τῶν ψυχολογικῶν θεωριῶν νά προεξοφλήθηκε πώς ἡ σχέση τους μέ τόν κόσμο τῶν συμβολικῶν συστημάτων εἶναι μονομερής, ὅτι μόνο ὁ ψυχισμός ἐπηρεάζει τόν κόσμο τῶν ἀπόψεων καί ποτέ τό ἀντίστροφο. Αὐτό φυσικά πρό πολλοῦ δέν θεωρεῖται σωστό, εἴτε τό προσεγγίσει κανείς ἀπό τήν πλευρά τῆς θεωρίας τῆς γλώσσας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ γλῶσσα τοῦ συμβολικοῦ συστήματος διαμορφώνει σέ ἀξιοπρόσεκτο βαθμό τόν ψυχισμό, εἴτε τό δεῖ ἀπό τήν πλευρά τῆς νευροφυσιολογίας κατά τήν ὁποία οἱ συμβολικές ἐμπειρίες καί παραστάσεις ὑπεισέρχονται στήν διαμόρφωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ φλοιοῦ καί τῆς βιολογικά νοούμενης μνήμης.
Ἡ σημασία εἰδικώτερα τῆς θρησκευτικότητας στόν σχηματισμό ταυτότητας ἀποτελεῖ ἀκόμη πιό παραμελημένο γιά τήν βιβλιογραφία ζήτημα. Ἐνῶ συναντοῦμε ἀρκετές ἐμπειρικές ἔρευνες πάνω στήν ψυχολογία τῆς θρησκευτικότητας, οἱ ὁποῖες ἀσχολοῦνται κυρίως μέ διαστάσεις τῆς προσωπικότητας καί τῆς συμπεριφορᾶς, παρατηροῦμε ὅμως πώς ἡ ψυχανάλυση, ἡ ψυχολογία τοῦ ἐγώ, καί ἡ ψυχολογία τῶν ἀντικειμενοτρόπων σχέσεων ἐλάχιστη προσοχή ἀπέδωσαν καί ἀποδίδουν στό θρησκευτικό βίωμα καί στήν θρησκευτική πράξη. Στήν καλύτερη περίπτωση γίνονται ἀποδεκτά ὡς μορφή μετουσίωσης, στήν χειρότερη περίπτωση ἀπαξιώνονται ὡς ἀμυντικές διαδικασίες μέσα στά πλαίσια τῆς κλασικῆς φροϋδικῆς ἑρμηνείας τῆς θρησκευτικότητας· μᾶλλον τό κριτήριο συνδέεται μέ τίς ὑποκειμενικές ὑπαρξιακές ἐπιλογές τοῦ κλινικοῦ. Προκειμένου δέ εἰδικά περί τῆς ἐφηβείας, εἶναι πολύ συχνό τό φαινόμενο, γιά ἀκαθόριστους καί μᾶλλον ἀντιμεταβιβαστικούς λόγους, ὅταν οἱ κλινικοί συναντοῦν τήν θρησκευτικότητα νά τείνουν ἀκόμη πιό εὔκολα νά τήν ὑποθέτουν ἐξ ὁρισμοῦ δοτή, προϊόν αὐταρχικῆς ἀγωγῆς καί δῆθεν ξένη πρός τόν πραγματικό ψυχικό κόσμο τοῦ ἐφήβου.
Ἀλλά εἴτε ἀπό τήν πλευρά τῆς φιλοσοφίας τό δεῖ κάποιος, εἴτε ἀπό τήν πλευρά τῆς κοινωνικῆς ἀνθρωπολογίας, εἴτε ἀπό τήν πλευρά τῆς λογοτεχνίας καί τῆς τέχνης, ἡ θρησκευτικότητα ἀποτελεῖ σταθερό συστατικό τῶν ἀνθρώπινων ἀναζητήσεων (ἀκόμη καί ὅταν αὐτό δέν ἀναγνωρίζεται).1 Μέρος αὐτοῦ πού θά μπορούσαμε νά ἀποκαλέσουμε εὐρύτερα «συμβολικά συστήματα», συνιστᾶ δείκτη τοῦ ὑπαρξιακοῦ προβληματισμοῦ, αἴτιο καί ἀποτέλεσμα ταυτόχρονα τῆς ἠθικῆς διαμόρφωσης. Προσωπικά θά τῆς ἀπέδιδα τήν ἰδιότητα ἑνός ἀπό τούς «ὀργανωτές» τῆς ψυχικῆς ἀνάπτυξης (μία ἔννοια πού προέρχεται ἀπό τή βιολογία), μέ τή σημασία τῆς κρίσιμης ἐκείνης δομῆς γύρω ἀπό τήν ὁποία ἐκλύονται νέες δημιουργικές διαδικασίες.
Μέ τό δυναμικό καί τήν προοπτική τοῦ ὀργανωτῆ ἡ θρησκευτικότητα διαθέτει τήν δυνατότητα νά λειτουργήσει ὡς πρόκριμα τῆς ἐν γένει ψυχικῆς ἐξέλιξης. Μία ὑγιής θρησκευτικότητα καί ἀντίστοιχη ἀγωγή ὁδηγεῖ σέ ὑγιέστερες διαπροσωπικές σχέσεις, καλλιέργεια ἰδανικῶν καί ἀλτρουϊσμοῦ στό νέο, αὔξηση τῆς δημιουργικότητας, μείωση τῆς ἐγωκεντρικότητας καί τῆς ναρκισσιστικῆς ἀγάπης. Ὅπως μᾶς θυμίζει ὁ Blos (1972) «ὅ,τι κι ἄν καταφέρει ὁ ἄνθρωπος ἡ ἀτέλεια παραμένει μόνιμο συστατικό τῶν προσπαθειῶν του, χωρίς αὐτό νά τόν ἐμποδίζει νά τίς ἀνανεώνει. Ἀντίθετα, οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ ὑπερεγώ μποροῦν νά ἱκανοποιηθοῦν. Τό ὑπερεγώ εἶναι παράγοντας ἀπαγόρευσης, τό ἰδεῶδες τοῦ ἐγώ εἶναι παράγοντας ἔμπνευσης». Μόλις πού χρειάζεται νά τονισθῆ ἡ ἀνάγκη γιά ἔμπνευση σέ μιά ἐποχή κατακερματισμοῦ τοῦ νοήματος καί ἀξιακῆς λιμοκτονίας.
(Ὁ Allport (1950) εἶχε διαμορφώσει κριτήρια γιά τήν ὥριμη θρησκευτικότητα. Αὐτή θά πρέπει νά εἶναι «α) ἐπαρκῶς διαφοροποιημένη, δηλαδή εὐέλικτη καί ρεαλιστική, ἀντίθετη μέ τήν τύπου ὅλα-ἤ-τίποτα ἀνώριμη πίστη, β) δυναμική, δηλαδή νά μήν καταλήγει σέ παθητικότητα, γ) δημιουργό συνεποῦς ἠθικῆς, δ) ἑνοποιητική καί ἀνεκτική, ε) ἀνοικτή στό καινούργιο».2 Ὁ Shelton (1989) μιλᾶ γιά ἀνάδυση τῆς «ἠθικῆς ταυτότητας» ὅταν ἡ κατανόηση τοῦ ἐρωτήματος «ποιός εἶμαι;» συνδέεται πλέον ἀξεχώριστα μέ τίς ἠθικές ἀξίες. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα καί συνέπεια ἀναπτύσσεται μία ἀσυμφωνία μέσα στά ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ καί ὁ ἔφηβος βιώνει ἀλλοτρίωση. Σέ αὐτή τήν περίπτωση, δηλαδή ὅταν ἡ ταυτότητα δέν ἔχει ἀποκτήσει καί τήν ἠθική της διάσταση, ἀκόμη καί ἄν ἡ συμπεριφορά τοῦ ἐφήβου χαρακτηρίζεται ἀπό ἠθική συνέπεια, ὅμως ἡ ἠθική του παραμένει ἐπιφανειακή καί μή ἐσωτερικευμένη, συγκρουσιακή καί ὄχι γνήσια, πηγή δυσφορίας καί ὄχι δημιουργική.)
Ὁ Fowler (1995) ἐπισημαίνει πώς «τό πέρασμα στήν ἐξατομικευμένη-στοχαστική (individuative-reflective) θρησκευτική πίστη κατά τό τέλος τῆς ἐφηβείας εἶναι ἰδιαίτερα κρίσιμο διότι μέ αὐτή τή μετάβαση τό ὑποκείμενο ἀρχίζει νά παίρνει στά σοβαρά τό βάρος τῆς εὐθύνης γιά τίς δεσμεύσεις του, τίς ἀντιλήψεις του, τίς στάσεις του, καί τόν τρόπο ζωῆς του. Κατά τήν πορεία του αὐτή τό πρόσωπο ἀντιμετωπίζει ἀναπόφευκτες ἐντάσεις… Τό στάδιο αὐτό χαρακτηριστικά μεταφράζει τά σύμβολα σέ ἐννοιολογικά νοήματα καί ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια εἶναι ἀπομυθοποιητικό. Ἡ δύναμη αὐτοῦ τοῦ σταδίου βρίσκεται στήν ἱκανότητα γιά κριτική σκέψη ἀπέναντι στόν ἑαυτό καί στήν ἰδεολογία. Οἱ κίνδυνοί του ἐλλοχεύουν μέσα στή δύναμή του: ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στή συνειδητή διάνοια καί στήν κριτική σκέψη, καθώς καί ἕνα εἶδος δεύτερου ναρκισσισμοῦ κατά τό ὁποῖο ὁ ἑαυτός ὑπεραφομοιώνει τήν «πραγματικότητα» καί τίς προοπτικές τῶν ἄλλων μέσα στή δική του ὄψη τοῦ κόσμου».
Δανειζόμενοι ὅρους τοῦ Lacan (ὁ ὁποῖος παρεμπιπτόντως ἐπεφύλαξε ἰδιαίτερα σημαντική θέση στό ἰδεῶδες τοῦ ἐγώ), μέ μιά ὑγιᾶ θρησκευτικότητα καθίσταται σαφέστερη ἡ διάκριση τοῦ ἰδεώδους τοῦ ἐγώ ἀπό τό ἰδανικό ἐγώ ἔτσι ὥστε νά ἐνισχυθῆ τό πρῶτο καί νά ἀτονήσει τό δεύτερο. Ἔτσι εὐοδώνεται ἡ ἑδραίωση στό συμβολικό καί περιορίζεται ἡ ἀνεξέλεγκτη ἐπιρροή τοῦ φαντασιακοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό τό ὑποκείμενο ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἐπικράτεια τῆς ψύχωσης καί τῆς διαστροφῆς, βελτιώνει τήν ἱκανότητα γιά μεταφορά καί μετωνυμία (ἄρα καί γιά ἑρμηνεία, προϋπόθεση πολύτιμη γιά μία ὥριμη θρησκευτικότητα)3, καί διοχετεύει τό δυναμικό τοῦ ναρκισσισμοῦ στήν ἐκπλήρωση ἰδανικῶν ἀγάπης καί αὐταπάρνησης.
Ἀντίθετα, μία νοσηρή θρησκευτικότητα παρεμποδίζει τήν ψυχική ἀνάπτυξη καί ἐνδέχεται νά μετατραπῆ σέ μέρος τῆς παθολογίας της. Πουριτανική σχέση μέ τό σῶμα, δημιουργία παθολογικῶν ἐνοχῶν καί μετατροπή τους σέ μοχλό χειρισμοῦ τοῦ ἐφήβου, αὐταρχική ἀγωγή καί ἄσκηση καταστολῆς, ὑποκρισία καί φαρισαϊκή αἴσθηση ἠθικῆς ὑπεροχῆς, σχέση μέ τό Θεό τύπου φόβου ἤ συναλλαγῆς, μισαλλόδοξη καί κυριαρχική σχέση μέ τόν συνάνθρωπο, παρανοειδής σχέση μέ τούς «ἐκτός» τῆς θρησκευτικῆς ὁμάδας, καλλιέργεια ἐξάρτησης ἀπό τόν ἐξιδανικευμένο ἡγέτη καί ἄντληση παντοδυναμίας ἀπό τή φαντασιακή συγχώνευση μαζί του κ.π.ἄ., μποροῦν νά ταλαιπωρήσουν τόν ἔφηβο εἴτε μέσα στό κύριο σῶμα τῶν mainline θρησκειῶν, εἴτε (τό συνηθέστερο) σέ θρησκευτικές ὁμάδες καταστροφικοῦ καί ἐκμεταλλευτικοῦ χαρακτῆρα (cults).
Ὅπως λέγει ὁ Kernberg (1988), «πρακτικά ὅλοι οἱ ἔφηβοι μέ μακρόχρονη θητεία σέ θρησκευτικές σέκτες, τούς ὁποίους εἶχα τήν εὐκαιρία νά ἐξετάσω, παρουσίαζαν βαριά εἴδη χαρακτηρολογικῆς παθολογίας». Γιά νά προσθέσει ἀκόμη (καί αὐτό μᾶς ξαναφέρνει τή σημασία ὅσων εἶπε ὁ κ. Π.) ὅτι «ἀνικανότητα νά δεσμευθῆ κάποιος σέ ὁποιοδήποτε σύστημα ἀξιῶν πού ἐκτείνεται πέρα ἀπό τίς ἀνάγκες πού ὑπηρετοῦν τόν ἑαυτό, εἶναι ἔνδειξη βαρειᾶς ναρκισσιστικῆς παθολογίας».
Μερικοί ἀπό τούς ἐφήβους καί νέους πού δοκίμασαν τήν ἐμπειρία κάποιας τέτοιας σέκτας καί κατάφεραν νά ἀποδεσμευθοῦν, προσερχόμενοι στή Χριστιανική Ἐκκλησία μεταφέρουν καί ἐκεῖ τίς ἴδιες καταστροφικές καί ἐκμεταλλευτικές προσδοκίες, ἐλπίζοντας τουλάχιστον νά εἶναι λιγώτερο ὀδυνηρές. Συνήθως πρόκειται γιά ἐφήβους, εἴτε σοβαρά ἐξαρτητικούς, εἴτε μεθοριακούς χαμηλῆς ἀπαρτίωσης, εἴτε ὑστερικούς, εἴτε μέ σαδομαζοχιστική παθολογία. Πολύ συχνά δέν ἀντέχουν τήν ὑγιέστερη θρησκευτικότητα πού τούς προσφέρεται, καί φυσικά τήν συνοδεύουσα ἐλευθερία (βλέπε Μεγάλο Ἱεροεξεταστή), γι’ αὐτό καί ἐνδέχεται νά καταλήγουν σέ ἀέναες θρησκευτικές μεταστροφές, περιφερόμενοι ἀπό χῶρο σέ χῶρο μέχρι νά μπορέσουν νά βροῦν τήν ἱκανοποίηση πού ὁ καθένας ζητᾶ νά ταιριάζει μέ τήν ἀτομική του ἐργονομία.4
Ἕνα κεφάλαιο πού χρειάζεται νά ἀπασχολήσει ὅλους ὅ
σοι ἐργάζονται μέ ἐφήβους καί νέους, εἶναι ἡ θεραπευτική συμπαράσταση σέ ὅσους ἐξ αὐτῶν ἔχουν ἀπεμπλακῆ ἤ προσπαθοῦν νά ἀπεμπλακοῦν ἀπό σέκτες, κάτι στό ὁποῖο ἤδη συμμετέχουν ἐνεργά ἡ ψυχιατρική καί ἡ ψυχολογική κοινότητα στήν Δυτική Εὐρώπη καί στή Βόρεια Ἀμερική. Ἐκεῖνο πού παρατηρεῖ τότε συχνά κανείς ὡς λεπτό εὕρημα, κατάλοιπο τῆς προηγούμενης τραυματικῆς «θητείας», εἶναι συνέχιση τῶν ἐξαρτητικῶν τάσεων στό νέο πλαίσιο, ἔμφαση στήν «πνευματικότητα» ὡς ψυχολογική ἐμπειρία καί ὄχι ὡς πράξη ἀγάπης, ὅπως καί μία ὑπερσυντηρητικότητα καί αὐστηρότητα στά πλαίσια, εἴτε δυσκαμψίας τῆς προσωπικότητας καί συνεπῶς τοῦ φόβου ὅτι μέ τήν παραμικρή εὐελιξία θά παλινδρομήσουν στήν προηγούμενη ζωή, εἴτε ὑπερβολικῆς ἐνοχῆς γι’ αὐτήν ἀκριβῶς τή ζωή.
Οἱ σέκτες γίνονται δημοφιλεῖς σέ κάποιους ἐφήβους διότι παρέχουν βραχυπρόθεσμα ὀφέλη. Ὅπως γράφει ὁ Kernberg (1988), «Ὁμάδες μέ ὁλοκληρωτικές ἰδεολογίες διατηροῦν στενό ἔλεγχο πάνω στήν ἔκφραση τῆς πρωτόγονης ἐπιθετικότητας. Πολλές θρησκευτικές σέκτες, γιά παράδειγμα, λειτουργοῦν ὡς προστατευτικά καταφύγια γιά ἐφήβους μέ σοβαρή διάχυση ταυτότητας, μεθοριακή ὀργάνωση προσωπικότητας, καί ἀνικανότητα νά διατηρήσουν σχέσεις εἴτε μέ μιά μεγάλη κοινωνική ὁμάδα εἴτε καί μέ ἕνα πρόσωπο. Ἡ θρησκευτική σέκτα παρέχει ἐλέγχους στήν καθημερινή ζωή τοῦ ἀσθενοῦς, οἱ ὁποῖοι βελτιώνουν τίς λειτουργίες τοῦ ἐγώ καί ἱκανοποιοῦν ἀνάγκες ἐξάρτησης καί ἐγγύτητας. Ἡ ἀνάγκη γιά αἴσθημα δύναμης καί σπουδαιότητας ἱκανοποιεῖται μέσα ἀπό τήν ταύτιση μέ τήν μεσσιανική ἀποστολή τῆς ὁμάδας… Ἡ συναισθηματική ἀσφάλεια πού παρέχει μιά θρησκευτική σέκτα, ἡ προστασία της ἀπέναντι στήν ὀδυνηρή ἀποξένωση πού συνδέεται μέ τήν διάχυση ταυτότητας, καί ἡ ἄρνηση ἤ ὁ περιορισμός τῆς ἐπιθετικότητας, ἀποζημιώνουν μέ τό παραπάνω μερικούς ἐφήβους γιά ἐκεῖνα πού χάνουν ὡς πρός τήν προσωπική ἰδιωτικότητα, τήν ἐλευθερία τῆς σκέψης, καί τήν ἱκανοποίηση πού προκύπτει ἀπό μία βαθειά σχέση ἀγάπης». Αὐτή ἡ βραχυπρόθεσμη ἀνακούφιση ἀποτελεῖ καί τήν παγίδα ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐγκλωβίσει μόνιμα τό νέο καί τελικά νά τόν ἀποδιοργανώσει ἀκόμη περισσότερο, μέ κατάληξη εἴτε τήν ψύχωση εἴτε τήν αὐτοκτονία, ὅπως συχνά συμβαίνει στίς σέκτες χωρίς πάντα νά παίρνει δημοσιότητα.
Κλείνοντας θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω πώς ἡ ἐφηβεία ἀποτελεῖ μία προνομιακή ἡλικία ὡς πρός τήν ἀνάδειξη τοῦ ὑπαρξιακοῦ προβληματισμοῦ καί γιά τόν λόγο αὐτό προσφέρεται ὡς σημαντική εὐκαιρία ὁ κλινικός νά ἐπανεξετάσει τίς δικές του ἀποκρυσταλλώσεις ἄν πραγματικά ἐπιθυμεῖ νά μήν παραμένει ἀδιάβροχος ἀπό τή δουλειά του. Τά ἐρεθίσματα πού ὁ προβληματισμός τοῦ ἐφήβου μᾶς παρέχει εἶναι ἐπαρκῶς ἰσχυρά ὥστε, στό βαθμό πού τό ἐπιθυμοῦμε, νά μᾶς βοηθήσουν νά διαφοροποιήσουμε τήν ὑγιᾶ ἀπό τή νοσηρή θρησκευτικότητα ἄν δέν τό ἔχουμε ἤδη κάνει, νά ἀμφισβητήσουμε δικές μας ὑπαρξιακές ψευδολύσεις, νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό ζημιογόνες προκαταλήψεις καί ἐπικίνδυνες στρατεύσεις. Πάνω ἀπ’ ὅλα δέ νά βοηθήσουμε τόν ἔφηβο νά ὁλοκληρωθῆ ἐλεύθερα ἀξιοποιώντας τόν ὑπαρξιακό του δυναμικό τό ὁποῖο συχνά εἴτε δέν γνωρίζει εἴτε τό συναντᾶ μεταμφιεσμένο πίσω ἀπό συμπτώματα. Γιά νά θυμηθοῦμε ἄλλωστε καί τόν Ἐλύτη: «Λάμπει μέσα μου ἐκεῖνο πού ἀγνοῶ, κι ὡστόσο λάμπει».5
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Allport Gordon The individual and his religion. Macmillan comp., New York, 1950.
Blos Peter On adolescence a psychoanalytic interpretation. The Free Press, New York, 1962, σ. 191-192.
Blos Peter The function of the ego ideal in adolescence. The Psychoanalytic Study of the Child, 1972, τ. 27, σ. 93-97.
Burch Charles «Identity foreclosure in early adolesence: a problem of narcissistic equilibrium». Adolescent psychiatry. The University of Chicago Press, vol. 12, 1985.
Erikson Erik Identity, youth, and crisis. Norton and comp., New York, 1968.
Erikson Erik Identity and the life cycle. Norton and comp., New York, 1959, 1980.
Fowler James Stages of faith: the psychology of human development and the quest for meaning. HarperSanFrancisco, 1995.
Fuller Robert Religion and the life cycle. Fortress press, Philadelphia, 1988.
Kernberg Otto «Identity, alienation, and ideology in adolescent group processes». Fantasy, myth, and reality, by Blum, Kramer, Richards, Richards (eds.). International University Press, Madison, Connecticut, 1988.
Marcia James Determination and construct validity of ego identity status. Doctoral dissertation, 1964.
Marcia James «Identity in adolescence». Handbook of adolescent psychology, by J. Adelson (ed.), New York: John Wiley, 1980.
Markstrom-Adams Carol «A consideration of intervening factors in adolescent identity formation». Adolescent identity formation, by Adams, Gullotta, Montemayor (eds.), Sage publications, 1992.
Shelton Charles Morality and the adolescent: a pastoral psychology approach. Crossroad: New York, 1989.
Winnicott D. (1960) “Ego Distortion in terms of True and False Self”, The Maturational Processes and the Facilitating Environment, London: Hogarth press, 1965
1 Τά συνθήματα τῶν ὀπαδῶν τοῦ τύπου «ἡ ΑΕΚ εἶναι θρησκεία» δέν ὑποδηλώνουν ἐξύψωση τῆς ὁμάδας ἀλλά τῆς θρησκείας.
2 Ὁ Fuller θεωρεῖ ὅτι τά κριτήρια τοῦ Allport ἀναφέρονται στό ἰδεολογικό μέρος τῆς θρησκείας παραβλέποντας τή διάσταση τῆς ἐμπειρίας.
3 Ἄς ἀναλογισθοῦμε μόνο ὅτι ὁ φονταμενταλισμός διακρίνεται γιά τήν ἀνικανότητα ἑρμηνείας, ἀποτελώντας ἔτσι τήν «ψύχωση» τῆς θρησκείας.
4 «Ὅταν δέν ἀντέχουν τή χειραφέτηση καί τήν εὐθύνη μπορεῖ νά παραδώσουν τυφλά τόν ἑαυτό τους σέ θρησκευτικούς ἡγέτες… Ἀκόμη καί ἄν τούς προσφέρονται εὐκαιρίες ὑγιοῦς βοήθειας μέσα στήν Ἐκκλησία, αὐτοί ἐνδέχεται νά προτιμήσουν θρησκευτικές σέκτες πού παρέχουν ἀπόλυτες ἀπαντήσεις καί ἐπιβλητική δομή» (Markstrom-Adams, 1992).
5 Τά ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας, σ. 7.
 
Από το βιβλίο »Εκκλησία και νέοι χωρίς αερόσακο», εκδ. Μαϊστρος
 




Το παιδί και τα υπαρξιακά του ερωτήματα

13 11 2010
του π.Βασιλείου Θερμού
                                                                       
«Αφήστε τα παιδιά να έλθουν σε μένα και μην τα εμποδίζετε. Αλήθεια σας λέω, αν κάποιος δεν δεχθεί τη Βασιλεία του Θεού ως παιδί, δεν θα εισέλθει σε αυτή». (Ο Χριστός, στο Λουκά 18: 16-17)
Στην εποχή μας γίνεται πολύς λόγος για τα κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών, και δικαίως. Η αίσθησή μου όμως είναι πως οι υπαρξιακοί προβληματισμοί τους παραμένουν στο περιθώριο της προσοχής μας.
Όλα τα φαινόμενα της ζωής έχουν βιολογικές, κοινωνικές, πολιτισμικές καί ψυχολογικές διαστάσεις βέβαια, αλλά ο άνθρωπος δεν ερμηνεύεται μόνο βάσει αυτών. Οι διαστάσεις αυτές, όσο σημαντικές και αν είναι, δεν εξαντλούν το μυστήριο που λέγεται άνθρωπος. Ανέκαθεν τα υπαρξιακά ζητήματα αναγνωρίζονταν ως οι ευγενέστεροι προβληματισμοί της ανθρωπότητας. Στό παιδί, μάλιστα, εμφανίζονται με μεγαλύτερη σαφήνεια και καθαρότητα διότι δεν πρόλαβε να εγκαταστήσει απωθήσεις και μετασχηματισμούς στα οποία αρεσκόμαστε εμείς οι ενήλικες.
Στους μεγάλους συχνά το υπαρξιακό άγχος μεταμφιέζεται σέ συμπτώματα: βία, κατάθλιψη, πανικός, χρήση ουσιών, εξαρτήσεις από το φαγητό ή το σέξ κ.ά. Και στο παιδί ενδέχεται να λάβει τη μορφή φοβίας ή άλλης συμπτωματολογίας, αλλά συνήθως προτιμά να τίθεται με τη μορφή ευθύτατων ερωτημάτων που αρχίζουν από «γιατί» και φέρνουν στους μεγάλους αμηχανία.
Για να θέσω κι εγώ ένα ερώτημα που αρχίζει από «γιατί», είναι απορίας άξιο γιατί ο υπαρξιακός προβληματισμός συνιστά παραμελημένο θέμα από τους επιστήμονες. Φυσικά δεν αναμένει κανείς εχέφρων άνθρωπος να δώσει η επιστήμη απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα, απλά διότι την ξεπερνούν. Όμως θα μπορούσε να μελετάται επιστημονικά τουλάχιστον η αναζήτηση για κάποια φαινόμενα όπως αυτά που θα ακολουθήσουν στη συνέχεια της εισήγησης. Για παράδειγμα, στα πανεπιστημιακές ψυχολογικές σχολές η ψυχολογία της ηθικής δέν διδάσκεται. Και στα εκπαιδευτικά προγράμματα ψυχοθεραπευτών επικρατεί σιωπή γύρω από τα υπαρξιακά ζητήματα, η οποία νομίζω πως υποδηλώνει αμηχανία.
Θα δικαιούτο κάποιος να αναρωτηθεί γι’ αυτή την παραμέληση μήπως οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν απωθήσει και οι ίδιοι οι επιστήμονες τον σχετικό προβληματισμό. Ίσως αυτή να είναι και η πιθανότερη απάντηση δεδομένων των αθεϊστικών καταβολών της επιστήμης, οι οποίες άφησαν στους επιστήμονες επαχθή κληρονομιά. Αλλά στην περίπτωση αυτή η επιστήμη μεταβάλλεται σε τεχνοκρατία. Ακόμη και η ψυχολογία.
Θα αναφερθώ εν συντομία σε τέσσαρα υπαρξιακά ζητήματα όπως τίθενται από το παιδί.
α) Θάνατος. Το πανανθρώπινο άγχος για τον θάνατο είναι φυσιολογική κατάσταση. Αυτό τεκμηριώνεται και θεολογικά. Στη νεκρώσιμη ακολουθία ψάλλουμε: «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσαν ημίν ωραιότητα». Είναι φυσιολογικό το άγχος του θανάτου διότι είναι αφύσικος ο θάνατος στην προοπτική του Θεού για τον άνθρωπο.
Το άγχος του θανάτου αναζωπυρώνεται στην εφηβεία και είναι γι’ αυτό το λόγο που ο έφηβος κινητοποιεί μανιακές άμυνες απέναντί του, με δραστηριότητες τέτοιες που ξορκίζουν και περιγελούν το θάνατο. Συχνά η κατάστασή του γίνεται ακόμη πιο τεταμένη στο βαθμό που τον πιέζει το φάσμα του εσωτερικού ψυχικού του θανάτου.
Στο παρελθόν και στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινωνίας το παιδί είχε ευκαιρίες να ζήσει από κοντά όλη την αλληλουχία των γεγονότων πριν και μετά τον θάνατο. Στην εποχή μας, αντίθετα, έχει χαθεί η φυσικότητα η οποία περιέβαλλε τον θάνατο και επικρατεί η απώθηση του στο περιθώριο της ζωής. Με τον τρόπο αυτό συνήθως το παιδί δεν βρίσκει και πολλή βοήθεια από εμάς στην αντιμετώπιση του θανάτου. Τα άγχη μας είναι πολλά και περίπλοκα και εμποδίζουν την ομαλή διεκπεραίωση του πένθους. Προσπαθούμε να κρατήσουμε τα παιδιά μακριά από τις διαδικασίες του πένθους διότι δεν αντέχουμε εμείς. Και όταν το ίδιο το παιδί πλησιάζει στον θάνατό του κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε να ακούσουμε τις αγωνίες του.
Δεν είναι μόνο ότι το παιδί θέτει πιό ευθύβολα ερωτήματα, αλλά εμφανίζεται και πιό ικανό ν’ αντιμετωπίσει τον θάνατο των άλλων και τον δικό του. Δεν πρόλαβε να επενδύσει ναρκισστικά επιθυμίες και στόχους. Αντιμετωπίζει τον θάνατό του πιο ήσυχα από τους ενήλικες αν του επιτραπεί να εκφρασθεί, να διηγηθεί πώς νοιώθει. Καί αντιμετωπίζει τον θάνατο των άλλων με πιο άδολη πίστη.
Ο λόγος ακούγεται τολμηρός αλλά ας μην ξεχνούμε ότι το παιδί είναι ικανότερο για άμεση σχέση. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ησυχάσει με τον θάνατο παρά μόνο στο βαθμό που τον βιώνει ως αυτοπαράδοση σε κάποιο πρόσωπο το οποίο θα συναντήσει μετά. Αυτό που για τους πιστούς είναι το πρόσωπο του Χριστού.
β) Κακό-Ενοχή. Στό φυσικό κακό μπροστά όλοι παραμένουμε αμήχανοι. Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να εξηγήσουμε στα παιδιά πώς και γιατί η φύση ολόκληρη συμπάσχει με τη φθορά του ανθρώπου. Προστίθεται δε και το άγχος μας όταν εμφανιζόμαστε στα μάτια του παιδιού ανίκανοι να το αντιμετωπίσουμε και να το προστατέψουμε.
Ως προς το ηθικό κακό, του οποίου είμαστε όλοι φορείς, άλλα παιδιά ρωτούν και άλλα το γεύονται πάνω στο σώμα τους ή στην ψυχή τους. Το τελευταίο συμβαίνει όταν το παιδί συναντά στο δρόμο του έναν ενήλικο ο οποίος δεν στάθηκε ικανός ή δεν θέλησε να ολοκληρώσει τη φυσιολογική διαδικασία ανάπτυξης της ικανότητας για ενοχή.
Η φράση αυτή μπορεί νά ακούγεται παράταιρη σε μια εποχή όπου ο άνθρωπος πασχίζει να αποδιώξει την ενοχή από πάνω του με κάθε τίμημα. Όμως η κατάκτηση της ικανότητας για ενοχή σηματοδοτεί ωρίμανση, και συγκεκριμένα την έξοδο από την λεγόμενη παρανοειδῆ θέση και την είσοδο στην καταθλιπτική θέση, όπως τις ονομάζει η M. Klein, με σκοπό την ανάληψη της ευθύνης. Αυτό πρέπει να συμπληρωθεί με την ικανότητα να αντέχει την ενοχή και να μην την προβάλλει στους άλλους. Ένας ενήλικας που τα έχει επιτύχει αυτά γίνεται πρότυπο για ταύτιση στο παιδί συμβάλλοντας έτσι στην ηθική του ανάπτυξη.
Έτσι λοιπό το παιδί έρχεται συχνά σε επαφή με ανθρώπους που είτε είναι ανίκανοι να αισθανθούν ενοχή είτε κινητοποιούν συλλογικά μορφώματα και ιδεολογίες για να αποενοχοποιήσουν τήν απουσία ενοχής. Επιστρατεύονται δηλαδή μηχανισμοί για ν’ αποδεικνύουμε ότι ανήκουμε στην καλή πλευρά και κάποιοι άλλοι στην κακή (κομματισμός, εθνικισμός, ρατσισμός, φανατισμός, αθλητική βία κ.ά.), προσπαθώντας ταυτόχρονα να οικειοποιηθούν και τα παιδιά τα οποία θα τους παράσχουν το αναγκαίο έμψυχο υλικό για τη διαιώνισή τους.
Το ακραίο όριο αυτής της άμυνας, πέρα από τη διαπαιδαγώγηση στο κακό, συνίσταται στο να χρησιμοποιείται το παιδί ως συνένοχο στην διάπραξη του ηθικού κακού, από τις ελαφρότερες μορφές όπως ένα κακόηθες διαζύγιο μέχρι τις βαρύτερες (που έχουν αναδειχθεί σε όνειδος της «πολιτισμένης» εποχής μας) όπως η σεξουαλική κακοποίηση, η εμπορικοποιημένη παιδεραστία, τα παιδιά-στρατιώτες, η εμπλοκή των παιδιών σε σέκτες και σατανισμό.
γ) Πίστη. Αν η πίστη δεν είναι εμπιστοσύνη σέ πρόσωπο, πρόκειται για άχρηστη αυταπάτη ή επικίνδυνη νεύρωση. Η ανθρωπότητα έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά από την αφηρημένη «πίστη», εκείνη που δεν αναγνωρίζει στην πράξη πραγματικό Θεό αλλά «αρχές».
Η πραγματική πίστη απαιτεί ένα ελάχιστο ικανότητας για σχέση και εμπιστοσύνη. Άλλωστε στα αρχαία ελληνκά πίστη σημαίνει εμπιστοσύνη. Σε αντίθεση με κάποιους που νομίζουν πως η πίστη είναι ταυτόσημη της ανωριμότητας, η ικανότητα να εμπιστευθείς σηματοδοτεί ένα αναπτυξιακό ορόσημο. Το παιδί είναι εν γένει ικανότερο για σχέσεις εμπιστοσύνης, γι’ αυτό και είναι ευνοϊκότερα προδιατεθειμένο για σχέση με τον Θεό. Συχνά οι απλές και άμεσες ερωτήσεις του γύρω από θέματα πίστης φέρνουν αμηχανία σε μας που έχουμε ξεχάσει ν’ αναρωτιόμαστε και ν’ αυτοπαραδινόμαστε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, βέβαια, πως η πίστη του παιδιού είναι ακόμη αδοκίμαστη. Οι δυσκολίες της ζωής θα την ωριμάσουν στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή. Το ταξίδι πάντοτε εμπεριέχει ένα ρίσκο: να χαθεί ή να διαστρεβλωθεί η πίστη. Αλλά και στις δύο απ’ αυτές τις εκδοχές είναι οι ενήλικες που έχουν παρέμβει και έχουν συμβάλει στην καταστροφή ή στην παραμόρφωσή της.
Η πίστη είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Αν δεν δοθεί στο Θεό θα δοθεί σε πρόσωπα και ιδέες. Τότε ο άνθρωπος ξεπέφτει στο επίπεδο της καρικατούρας που χαρακτηρίζει την προσωπολατρεία και τον φανατισμό. Θεωρώ ότι χρέος των ενηλίκων είναι να μην παραμορφώσουμε την πίστη μέσω της αγωγής, π.χ. καλλιεργώντας μισαλλοδοξία ή φόβο. Αλλά και να μην την καταστρέψουμε με τον μηδενισμό ή τη λοιδορία της θρησκευτικότητας, όπως κάποιοι γονείς και εκπαιδευτικοί πράττουν. Αν κάποιοι από εμάς έχουμε επιλέξει το δρόμο της αθεῒας, ας μην τη μεταδώσουμε στα παιδιά, ας μην κλείσουμε το δρόμο της αναζήτησης. Ας εκφράσουμε έστω τον αγνωστικισμό μας ώστε να μην κακοποιήσουμε αυτή την ανθρωπολογική σταθερά που λέγεται ικανότητα για πίστη.
δ) Αγάπη. Πολλή συζήτηση έχει γίνει από την ψυχολογία και την ψυχανάλυση σχετικά με την απομυθοποίηση της αγάπης, σχετικά με τα λανθάνοντα κίνητρα των αγαπητικών μας συμπεριφορών. Ενώ πρόκειται για αλήθειες, παρ’ όλα αυτά η αγάπη εξακολουθεί να παραμένει αυτό που λέμε στα μαθηματικά «αρχική έννοια», δηλαδή μη αναγώγιμη σε άλλες έννοιες. Πράγματι, θεολογικά η αγάπη αποτελεί έκπτυξη πυρηνικής δυνατότητας του ανθρώπου, όμοιας με την αγαπητική δύναμη του Θεού, αφού Αυτός τον έχει δημιουργήσει «κατ’ εικόνα» Του.
Προκειμένου όμως να αναπτυχθεί σε όλο της το δυναμικό η αγάπη χρειάζεται να υποστηριχθεί από προγενέστερες διαδικασίες όπως η σύνδεση, η εξάρτηση, ο έρωτας κ.ά. Αυτές δεν είναι αγάπη αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, αλλά την υποβαστάζουν και την τροφοδοτούν. Βοηθούν το υποκείμενο να προχωρήσει μέχρι το σημείο όπου θα μπορεί να αγαπήσει, χτίζουν τις ψυχολογικές προϋποθέσεις που θα καταστήσουν εφικτή τη διανομή της αγάπης ευρύτερα.
Έτσι, με την αγάπη που παρέχουμε στο παιδί θέτουμε τις βάσεις για την αγάπη που αυτό θα δώσει και συμβάλλουμε στην αλληλεγγύη της ανθρωπότητας. Από την ποιότητα της αγάπης που το παιδί μας θα πάρει θα εξαρτηθεί και η ποιότητα της αγάπης που θα δώσει· αν δηλαδή θα είναι αγάπη φειδωλή ή πλούσια, εγωκεντρική ή θυσιαστική, ανταποδοτική ή απροϋπόθετη, υπό όρους ή συγχωρητική. Η αγωγή που θα ασκήσουμε θα κρίνει αν το παιδί θα μάθει να αγαπά ολόκληρη την ανθρωπότητα, ανεξάρτητα από φυλή, έθνος, θρησκεία. Είναι ευχής έργο η καλλιέργεια της παγκόσμιας συναδέλφωσης να λειτουργείται έμπρακτα, όταν π.χ. το παιδί μαθαίνει να συμπαραστέκεται με τις οικονομίες του σε παιδιά του τρίτου κόσμου. Στα παραπάνω είναι σημαντικός ο εκκλησιαστικός ρόλος της ιεραποστολής στον τρίτο κόσμο, η οποία υποβοηθείται από οικογένειες στην Ελλάδα.
*
Κοινωνία που ζει χωρίς να σκέφτεται τον θάνατο, που δρα χωρίς ν’ αγαπά, που εκμεταλλεύεται την πίστη, που ξορκίζει την ενοχή, είναι κοινωνία άρρωστη. Επειδή η σύγχρονη κοινωνία έκαμε θεό της το χρήμα και την απόλαυση αγωνίζεται για τη φίμωση των υπαρξιακών ερωτημάτων των ανθρώπων, διότι αυτά αποτελούν τροχοπέδη στους σκοπούς της. Νέοι και μεγάλοι που παίρνουν στα σοβαρά τα υπαρξιακά ζητήματα αποτελούν παραφωνία στο πελώριο κύκλωμα της κατανάλωσης.
Αιχμή του δόρατος η τηλεόραση συμπεριφέρεται σα να μην υπάρχουν παιδιά, επί πλέον δε στις διαφημίσεις τα εξαγοράζει. Έλαβε το κατ’ εξοχήν παιδικό κεφάλαιο, τη φαντασία, και τη διέστρεψε στην παμφάγο φαντασίωση. Με τη διαφήμιση απεργάζεται την καταστροφή του νοήματος, έτσι ώστε να δημιουργήσει μιαν ανιστορική νεολαία, χωρίς συντεταγμένες χώρου και χρόνου, η οποία μόνο θα καταναλώνει. Δεν είναι τυχαίες οι διαπιστώσεις του Χρήστου Βακαλόπουλου πως η διαφήμιση εξαρθρώνει το νόημα και του Νηλ Πόστμαν ότι αχρηστεύει και γελοιοποιεί τα προαιώνια σύμβολα της ανθρωπότητας. Έτσι ώστε, αφού θα καταρριφθούν τα στηρίγματα της ανθρώπινης μνήμης, να μην έχουν νόημα πια τα υπαρξιακά ερωτήματα.
*
Στην κατάσταση αυτή χρειάζεται αντίσταση. Μέσα στα πολλά δικαιώματα του παιδιού που έχουν διατυπωθεί, ας συμπεριλάβουμε το δικαίωμα στην πίστη και στην ελπίδα. Αλλιώς πώς θα υπάρξει χώρος για την αγάπη που όλοι ζητούμε αγωνιωδώς; Δεν έθεσε τυχαία την πυραμίδα ο απόστολος Παύλος όταν μιλούσε για πίστη-ελπίδα-αγάπη, ανεβάζοντας την τελευταία στην ύψιστη θέση (Α’ Κορινθίους 13: 13).
Τα παιδιά και οι έφηβοι αναμοχλεύουν και τα δικά μας υπαρξιακά ερωτήματα που κλείστηκαν όπως-όπως. Και οφείλουμε να τους είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό. Χωρίς υπαρξιακά ερωτήματα και διαρκή έντιμη αναζήτηση υπάρχει ζωή πριν τον θάνατο;
Τα παιδιά και οι έφηβοι αγωνίζονται και θα αγωνίζονται για το χατήρι μας όσο υπάρχει κόσμος. Θα αποτελούν τους αθέλητους «μάρτυρες» της δικής μας παθολογίας, τους δείκτες της δικής μας υπαρξιακής υπνηλίας. Όσοι υπάρχουμε για τα παιδιά -γονείς, εκπαιδευτικοί, ειδικοί- έχουμε να πάρουμε απ’ αυτά ετούτο το δώρο. Γιά νά θυμηθοῦμε ἄλλωστε καί τόν Ἐλύτη: «Λάμπει μέσα μου ἐκεῖνο πού ἀγνοῶ, κι ὡστόσο λάμπει».1
 
1 Τά ἐλεγεῖα τῆς Ὀξώπετρας, σ. 7.
  
(Από το βιβλίο Εκκλησία και Νέοι χωρίς Αερόσακο,εκδ.Μαϊστρος).
  




Κβαντική Θεολογία

8 11 2010

του Αρσενίου Μέσκου    

Οι εξελίξεις στους τομείς της βιοτεχνολογίας και νευροβιολογίας θέτουν σε δεινή δοκιμασία τις παραδοσιακές αντιλήψεις περί του ανθρώπου, ειδικά αυτές που θεωρούν την ψυχή και το πνεύμα ως ανεξάρτητες υπαρκτές οντότητες. Καθώς μελετούμε την αρχή και το τέλος της ζωής, όπως και την σχέση νου και σώματος γίνεται αντιληπτό ότι η αρχαία αντίληψη περί της ψυχής ως ουσίας δεν επαρκεί για να δώσει ικανοποιητικές ερμηνείες σε αυτά τα οποία παρατηρούμε σήμερα.

Αν κάθε έμβρυο που παράγεται κατά την διαδικασία της τεχνητής γονιμοποίησης έχει ψυχή, τι σχέση έχει αυτή ψυχή με την ψυχή του ώριμου ανθρώπου; Τι γίνεται όταν καταψύχεται ένα έμβρυο; Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός που προκύπτει από την διαδικασία του κλωνισμού; Ποιά η σχέση της συνείδησης με τις εγκεφαλικές διεργασίες; Τι συμβαίνει κατά την διαδικασία της μάθησης; Τι είναι η προσευχή και εν γένει η πνευματική ζωή; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία κάτω από το φως των επιστημονικών εξελίξεων και που είναι φανερό ότι απαιτούν την εκ νέου μελέτη τους, για να υπάρξουν αποδεκτές απαντήσεις.

Μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο να μπορούν να αναπτυχθούν αξιόπιστες και αυτοσυνεπείς απαντήσεις σε αυτά και άλλα ανάλογα ερωτήματα είναι Η Κβαντική Θεολογία. Πρόκειται για μια κατά βάση κοσμολογική πρόταση που προκύπτει από την σύνθεση της κβαντομηχανικής με την πνευματική εμπειρία, όπως αυτή εκφράζεται με την θεωρία των λόγων των όντων που αποτελεί ένα σημαντικό θεμέλιο της ορθόδοξης θεολογίας. Δεν πρόκειται για μιά προσπάθεια να κατοχυρωθεί η αξιοπιστία της θεολογίας με την χρήση κάποιων δυσνοήτων εννοιών της κβαντομηχανικής, ούτε να δοθεί μεταφυσικός χαρακτήρας σε φαινόμενα που είναι ασυνήθιστα στην καθημερινή μας ζωή. Πρόκειται για σύνθεση συγκεκριμμένων εννοιών της κβαντομηχανικής και συγκεκριμμένων στοιχείων της πνευματικής εμπειρίας. Πάνω σε αυτήν την θεμελιώδη σύνθεση οικοδομείται η κοσμολογική και οντολογική πρόταση.

Από την πρόταση αυτή, που έχει μαθηματικό χαρακτήρα, πέραν μιας σειράς απαντήσεων σε επιστημολογικά προβλήματα της φιλοσοφίας των φυσικών επιστημών, προκύπτει μια ανθρωπολογική πρόταση που μας δίνει την δυνατότητα να κατανοήσουμε αναλυτικά και εξελικτικά την έννοια της ψυχής και έτσι να πάρουμε απαντήσεις στα ερωτήματα που θέσαμε στην αρχή, και πάνω σε αυτές τις απαντήσεις να αναπτύξουμε μια βιοηθική που να στηρίζεται σε μία βιο-οντολογία.

Η σύλληψη και η θεμελιώδης επεξεργασία της Κβαντικής Θεολογίας είναι έργο ενός ανθρώπου, όμως η ολοκληρωμένη ανάπτυξή της αλλά και ο έλεγχος των πορισμάτων της με βάση τα ερευνητικά και πειραματικά δεδομένα όλων των τομέων με τους οποίους εμπλέκεται δεν μπορεί να είναι έργο ενός ανθρώπου.

Από πολλές δεκαετίες υπάρχει μία ένταση στις σχέσεις της θεολογίας και της βιολογίας. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι ήδη με την ανακάλυψη του DNA και αργότερα με την τεχνητή γονιμοποίηση ότι οι παραδοσιακές θεολογικές θέσεις είναι ιδιαίτερα εξασθενημένες. 
 Όμως για να το αντιληφθεί κανείς αυτό πρέπει να κάνει αρκετά πολύπλοκους συλλογισμούς και έτσι η διαμάχη ακόμα καλά κρατεί. Οι τελευταίες όμως εξελίξεις κατά κύριο λόγο στην βιοτεχνολογία, αλλά και σε άλλους επιστημονικούς τομείς βοηθούν να ξεκαθαρίσει το τοπίο.

Αναφερόμαστε στο ερώτημα περί της ψυχής του ανθρώπου. Οι περισσότερες θρησκείες έχουν μια, σε γενικές γραμμές, κοινή άποψη περί της ψυχής. Η ψυχή ειναι ένα «κάτι», το οποίο είναι υπεύθυνο για το ότι το σώμα είναι ζωντανό, όπως επίσης είναι υπεύθυνο για όλες τις ψυχικές και νοητικές δράσεις του ανθρώπου. Η ψυχή είναι ένα άλλης τάξης «κάτι» διαφορετικό από τα αντικείμενα του φυσικού κόσμου και συναρμόζεται με το σώμα σε κάποια δεδομένη στιγμή, συνήθως από την πρώτη στιγμή της σύλληψης. Μένει δια βίου συνδεδεμμένη με το σώμα, από πολλές μάλιστα παραδόσεις η σύνδεση αυτή θεωρείται ότι γίνεται σε συγκεκριμμένο μέρος του σώματος, ή με συγκεκριμμένο μέρος της ψυχής. Όταν επέλθει ο θάνατος η ψυχή χωρίζεται από το σώμα και πηγαίνει κάπου, πάντως εκτός του φυσικού κόσμου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια κινούνται όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις, ανάμεσα στις οποίες και η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Οι τυχόν διαφοροποιήσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις παραδόσεις είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με τις βασικές ομοιότητες.

Η αποψη ότι οι δράσεις τού ανθρώπου, πού τίς χαρακτηρίζουμε ως ψυχικές, οφείλονται σέ μιά ιδιαίτερη αϋλη ουσία, αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα όταν καλείται νά ερμηνεύσει παρατηρήσεις καί φαινόμενα από τους τομείς τής βιοτεχνολογίας καί τής νευροβιολογίας. Εντελώς ενδεικτικά θά αναφέρουμε τό εξής ερώτημα. Αν η ψυχή συνάπτεται μέ τό σώμα από τήν πρώτη στιγμή τής συλλήψεως, τότε τά εμβρυονικά κύτταρα θά εχουν καί αυτά ψυχή. Αν τώρα τά αναγκάσουμε νά γίνουν π.χ. δέρμα καί τό τοποθετήσουμε σέ κάποιον ασθενή, τότε αυτό τό δέρμα θά συνεχίσει νά εχει τήν δική του ψυχή; Καί ο ασθενής θά εχει δύο ψυχές; Βέβαια μπορεί κανείς νά διαμορφώσει διάφορα σενάρια γιά νά δώσει κάποια απάντηση, όμως δέν θά υπάρχει λογική συνοχή στο υπό διαμόρφωση σενάριο και δεν θα είναι ανθεκτικό σε σοβαρή κριτική.

Σέ αυτό τό σημείο είναι απαραίτητο νά διευκρινήσουμε ότι, τουλάχιστον στήν ορθόδοξη Εκκλησία, τό ποιά είναι η φύση τής ψυχής ποτέ δέν εμπλέχθηκε αμεσα και σαφώς μέ οποιαδήποτε δογματική διδασκαλία. Η σχετική της διδασκαλία είναι αποτέλεσμα τής λογικής επεξεργασίας από τους πατέρες της Εκκλησίας τής καθημερινής εμπειρίας, η οποία μας υποβάλει τήν εννοια τής ψυχής, ως ερμηνεία της ζωής και τών ψυχικών δράσεων τού ανθρώπου. Αυτό το ξεκαθαρίζει με πολύ καθαρό και χαρακτηριστικό τρόπο ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στην εισαγωγή του έργου του “Περί ψυχής”. Εφόσον στο θέμα αυτό δεν υπάρχει καμμιά εξ αποκαλύψεως αλήθεια είναι τουλάχιστον θεμιτό, το να θελήσουμε νά κρατήσουμε και εμείς την λογικότητα των σκέψεών μας.

Από τήν αλλη όμως πλευρά καί η αναγωγική κατανόηση τής ζωής καί τού ανθρώπου παρουσιάζει καί αυτή σοβαρά προβλήματα. Ειτε μιλούμε γιά τον μηχανισμό της εξέλιξης των ειδών ειτε γιά τήν νόηση και την αυτοσυνειδησία, η προσπάθεια νά εξηγηθούν μέ αποκλειστικά βιοχημικό τρόπο εμφανίζει σοβαρές αδυναμίες καί μάλλον εχουν πολλούς υποστηρικτές περισσότερο ελλείψει εναλλακτικών προτάσεων, παρά λόγω τής πειστικότητάς τους. Αν λοιπόν από την μιά δέν θέλουμε νά κάνουμε εκπτώσεις στίς απαιτήσεις μας, όσον αφορά τίς ερμηνείες τής ζωής, τού ανθρώπου καί τής νόησης, καί από την άλλη δεν θέλουμε νά βάλουμε κάποιο «φάντασμα στήν μηχανή», θα πρέπει να αναζητήσουμε μιά αλλη διέξοδο. Αυτή της ανάπτυξης και του εμπλουτισμού τού επιστημονικού μας παραδείγματος.

Τήν ανάγκη γιά ένα τέτοιο εμπλουτισμό μάς τήν υποβάλει επίσης καί ένα πλήθος γεγονότων καί δεδομένων πού μᾶς ερχονται από τούς τομείς τής φυσικής, τής αστρονομίας καί τής κοσμολογίας. Θά μπορούσαμε νά πούμε ότι μᾶς υποδεικνύουν τήν ανάγκη τής επέκτασης τού επιστημονικού παραδείγματος σέ χώρους πού δέν προσεγγίζονται από τίς αισθήσεις μας. Τό ερώτημα βέβαια είναι πώς μπορεί νά γίνει αυτή η επέκταση κατά ένα αξιόπιστο καί όχι αυθαίρετο τρόπο, πώς αυτός ο πέραν τών αισθήσεων χώρος μπορεί νά προσεγγισθεί κατά ένα τρόπο πραγματικό καί οχι φαντασιακό.

Τήν απάντηση στό ερώτημα αυτό επιχειρούμε να την δώσουμε στα πλαίσια μιας πρότασης που ονομάζουμε Κβαντική Θεολογία. Γιά να αποφύγουμε την φαντασιακή αυθαιρεσία, χρησιμοποιούμε την μη αισθητή δηλαδή πνευματική γνώση που έχει συσσωρευτεί στα πλαίσια του ανθρωπίνου πολιτισμού. Συγκεκριμμένα θα χρησιμοποιήσουμε ένα στοιχείο της, που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπάρχει σε όλους τους πολιτισμούς. Σε πολιτισμούς που η αναλυτική προσέγγιση των πραγμάτων δεν ήταν δυνατή, δηλαδή σε όλους τους πολιτισμούς του παρελθόντος, αναπτύχθηκε μια άλλη προσέγγιση, θα λέγαμε εσωτερική, για την γνώση των πραγμάτων. Σε όλους τους πολιτισμούς αυτή η προσέγγιση φανέρωνε κάποιες όψεις, ποιότητες και διαστάσεις των πραγμάτων που δεν ήταν δυνατόν να προσεγγισθούν με τις αισθήσεις. Αυτή η γνώση έδινε στους ανθρώπους αυτούς αξιοθαύμαστες, για τα δικά μας δεδομένα, δυνατότητες.

Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Ο Παρθενώνας είναι μνημείο του ανθρώπινου πολιτισμού, όχι γιατί έχει κατασκευασθεί από σπάνια υλικά η για κάποιον άλλο ανάλογο λόγο, αλλά γιατί ο κάθε στοιχειωδώς καλλιεργημένος άνθρωπος, βλέποντάς τον, αντιλαμβάνεται πολλά και συγκλονιστικά μηνύματα. Τα μηνύματα αυτά δεν εκπέμπονται από τον Παρθενώνα κατά λάθος ούτε τυχαία. Προέρχονται από τους σχεδιαστές και κατασκευαστές του. Οι αρχιτέκτονες που τον σχεδίασαν και τον κατασκεύασαν δεν είχαν καμμία από τις σύγχρονες σχεδιαστικές και αναπαραστατικές δυνατότητες. Πως θα μπορούσαν να πετύχουν ένα τόσο τέλειο, αν και σύνθετο αποτέλεσμα, εάν δεν είχαν έναν άλλο, μη αναλυτικό τρόπο, μελέτης και γνώσης; Αυτή την γνώση, που ίσως ένας σύγχρονος αρχιτέκτονας και εργολάβος δεν μπορεί να πετύχει, οι αρχαίοι λαοί πίστευαν ότι αντανακλά μιαν άλλη πραγματικότητα, πιό θεμελιώδη από την πραγματικότητα που βλέπουμε.

Το ποιά είναι αυτή η πραγματικότητα και ποιά σχέση έχει με την πραγματικότητα που βλέπουμε καθώς και με τον Θεό, ήταν ένα πρόβλημα που απασχόλησε όλους τους αρχαίους φιλοσόσφους, όλων των λαών. Περιοριζόμενοι τώρα στον δικό μας χώρο, ο σχετικός προβληματισμός καταστάλαξε, στην χριστιανική εποχή, στήν έννοια του λόγου του κάθε πράγματος, του λόγου του κάθε όντος. Ο λόγος του όντος περιλαμβάνει ακριβώς ένα σύνολο πληροφοριών για το ον και αισθητών και μη αισθητών. Το σημαντικό για την περίπτωσή μας είναι ότι ο λόγος δεν είναι αυθαίρετος ούτε υποκειμενικός. Προσεγγίζεται μέσα από μια κατάλληλη εκπαίδευση και είναι κοινό κτήμα μιάς συγκεκριμμένης ανθρώπινης κοινότητας, στην περίπτωσή μας, ορισμένων τουλάχιστον μελών της Εκκλησίας. Με την πάροδο των αιώνων μέσα στην χριστιανική σκέψη και εμπειρία ο λόγος κατανοήθηκε ως το υπόβαθρο που στηρίζει το κάθε όν και το κάνει να υπάρχει. Ο λόγος μάλιστα απέκτησε πολύ μεγάλη σημασία γιατί συνδέθηκε με τον ίδιο τον Θεό. Η κατανόηση αυτής της όψης του κόσμου δεν είναι θέμα φαντασίας, αλλά θέμα μιας αυστηρά καθορισμένης διαδικασίας ανάπτυξης των αναγκαίων ικανοτήτων του ανθρώπου, το αποτέλεσμα της οποίας ονομάθηκε «μυστική θεωρία». Αυτό το γεγονός της μυστικής θεωρίας, που είναι γεγονός επαναλαμβανόμενο και επαληθεύσιμο, είναι που δίνει μια αντικειμενικότητα στην άποψη αυτή, γεγονός που την κάνει καλή πιθανή υποψήφια για το πρόβλημα της επέκτασης επιστημονικού παραδείγματος.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των λόγων είναι η δομή τους. Ο κάθε λόγος συντίθεται από άλλους μερικότερους λόγους και ταυτόχρονα αυτός είναι μέρος ενός συνθετότερου λόγου, μια δομή που αντανακλά την δομή του αισθητού κόσμου. Αυτή η δομή είναι που μας επιτρέπει να μιλήσουμε και για τον λόγο ενός στοιχειώδους σωματιδίου, αν και βέβαια κανείς αρχαίος δεν μίλησε για κάτι τέτοιο και έτσι με τον τρόπο αυτό να συνδέσουμε παρόν και παρελθόν, μέσα στα πλαίσια της Κβαντικής Θεολογίας. Ξέρουμε ότι την κβαντική κατάσταση ενός σωματιδίου την περιγράφει η κυμματοσυνάρτησή του, η οποία είναι ένα σύνολο πληροφορίας περί των δυνατών καταστάσεων του σωματιδίου. Και ο λόγος όμως είναι και αυτός ένα σύνολο πληροφορίας περί του σωματιδίου. Και η κυμματοσυνάρτηση και ο λόγος έχουν χαρακτηριστικά μη αισθητού χώρου. Αυτό λοιπόν που είναι ο πυρήνας της Κβαντικής Θεολογίας, είναι ακριβώς η σύνδεση του λόγου του σωματιδίου με την κυμματοσυνάρτησή του.

Με άλλα λόγια, στηριζόμενοι στην θεολογία, θεωρούμε ότι η κυμματοσυνάρτηση έχει αυθύπαρκτη υπόσταση. Αυτό δεν είναι και τόσο επαναστατικό ούτε και αυθαίρετο γιατί ήδη στην βάση της ιδέας των κβαντικών υπολογιστών βρίσκεται η άποψη ότι κάθε κβαντική κατάσταση έχει ξεχωριστή υπόσταση, στην οποία και μπορεί να αποθηκευθεί πληροφορία. Η πνευματική όμως γνώση για τους λόγους των όντων μας δίδει κάτι πολύ σημαντικό. Είδαμε ότι οι λόγοι έχουν περισσότερη πληροφορία από αυτήν που μπορούμε να προσεγγίσουμε με τις αισθήσεις μας. Αυτή η πληροφορία είναι, με βάση αυτήν την εμπειρία, ποιοτικής υφής. Αν και είναι δύσκολο να εκφραστεί σωστά καί πλήρως αυτό που αποκαλύπτει η πνευματική εμπειρία, μπορούμε όμως να πούμε ότι η επιπλέον πληροφορία έχει να κάνει με το γεγονός της ένταξης του λόγου του όντος στο ευρύτερο πλέγμα των λόγων των όντων.

Η παρατήρηση αυτή μας δίνει την έμπευση να κάνουμε το επόμενο βήμα στην συγκρότηση της άποψής μας. Να ισχυρισθούμε δηλαδή ότι η οντότητα της κυμματοσυνάρτησης δεν εξαφανίζεται μετά την κατάρρευσή της και ότι, αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, όταν χάνεται η κβαντική κατάσταση, είναι η ένταξη του σωματιδίου σε ένα ευρύτερο δομημένο σύνολο. Θα μπορούσαμε ακόμα περισσότερο να προχωρήσουμε και να πούμε ότι την κατάρρευση της κυμματοσυνάρτησης την προξενεί η ένταξη του λόγου του σωματιδίου σε ένα ευρύτερο πλέγμα λόγων. Αυτή μπορεί να είναι μιά απάντηση και στο μετρητικό πρόβλημα της κβαντομηχανικής. Η κβαντική κατάσταση χάνεται, υπό την επίδραση ενός γενικότερου λόγου, κάτω από την δράση του οποίου τίθεται ο λόγος του κβαντικού αντικειμένου.

Πάνω στις σκέψεις που αναπτύξαμε, μπορούμε τώρα να συγκροτήσουμε την την κοσμολογική και ανθρωπολογική μας πρόταση. Κάθε τι λοιπόν συγκρατείται στην ύπαρξη χάρι στην δράση των λόγων, ή κάθε τι έχει δύο όψεις. Η μία είναι η αισθητή, αυτή δηλαδή που βλέπουμε και η άλλη είναι η «λογική» του πλευρά, η οποία αποτελείται από την σύνθεση των κυμματοσυναρτήσεων όλων των στοιχείων τα οποία το συνθέτουν, συν το σύνολο της ποιοτικής πληροφορίας που εμπεριέχει ο λόγος του κάθε στοιχείου. Αυτήν την όψη του όντος, μπορούμε να την ονομάσουμε λογική και, όσον αφορά ορισμένα όντα, την βιώνουμε ως την πνευματική του όψη. Οι ποιοτικές πληροφορίες, μέσα στα πλαίσια της «μυστικής θεωρίας», δεν έχουν μεταφυσικό χαρακτήρα, ακόμα και στις περιπτώσεις που βιώνονται έτσι, αλλά είναι φανερώσεις της σχέσης του όντος με τα άλλα όντα. Από μαθηματική άποψη αυτή η όψη μπορεί να θεωρηθεί ως μιά λογική διάσταση του όντος, που, αν και βιώνεται ως πνευματική, στην πραγματικότητα είναι εντελώς φυσική και ίσως, όταν προχωρήσει επαρκώς η επιστήμη και η τεχνολογία, να καταστεί δυνατή και η μαθηματική περιγραφή της και η πειραματική εξερεύνησή της.

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο το οποίο μπορούμε να πάρουμε από την γνώση που μας παρέχει η «μυστική θεωρία», είναι το ότι όσο αυξάνει η πολυπλοκότητα του όντος, τόσο περισσότερο αυξάνει η πληροφορία που περιέχει ο λόγος του όντος και μάλιστα αυτή η επιπλέον αύξηση έχει να κάνει με την ποιοτική πλευρά του λόγου. Αυτή η παρατηρηση είναι σημαντική γιατί μας δίνει ένα εργαλείο για να κατανοήσουμε τα πλέον σύνθετα όντα, τα έμβια όντα. Το φαινόμενο της ζωής είναι ένα βιοχημικό φαινόμενο που όμως συγκροτείται στην ύπαρξη χάρις ακριβώς στην δράση της λογικής όψης του εμβίου όντος. Η δράση αυτή είναι που αντιστρατεύεται το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα και μειώνει την εντροπία του συστήματος. Η μείωση αυτής της δράσης, κάτω από την επίδραση διαφόρων παραγόντων, είναι αυτή που επιφέρει την γήρανση και εντέλει η σταδιακή, ενδεχομένως δε και απότομη, διακοπή της τον θάνατο του εμβίου όντος. Η όλη διαδικασία είναι εντελώς φυσική, αλλά όχι μόνο βιοχημική.

Αναφερόμενοι τώρα στον άνθρωπο μπορούμε να πούμε ότι η λογική του διάσταση είναι αυτό το οποίο βιώνουμε ως ψυχή του. Η ψυχή του λοιπόν δεν είναι μια ανεξάρτητη ουσία, όπως την φανταζόταν οι αρχαίοι λαοί, αλλά η λογική πλευρά του σώματός του, που είναι ταυτόχρονα και το οντολογικό του υπόβαθρο. Είναι φανερό ότι η ψυχή αναπτύσσεται όπως αναπτύσσεται και το σώμα και δεν υπάρχει κάποια στιγμή κατά την οποία συνδέεται μαζύ του. Και ας μην ξεχνάμε ότι η ψυχή, όπως την περιγράψαμε, είναι η σύνθεση των κυμματοσυναρτήσεων των σωματιδίων από τα οποία αποτελείται το σώμα. Με αυτήν την έννοια όλα τα όντα, το ίδιο το σύμπαν είναι έμψυχο.

Από όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος, γνωρίζουμε ότι, το πιό σύνθετο είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Σύμφωνα με όσα είπαμε, ο λόγος του εγκεφάλου περιέχει την μέγιστη ποσότητα πληροφορίας. Μπορούμε να προτείνουμε αυτόν τον όγκο της πληροφορίας ως αιτία αυτού που καλούμε ελευθερία ή αυτεξούσιο του ανθρώπου. Το φαινόμενο της ελευθερίας είναι συνδεδεμένο με το μέγεθος αυτού του όγκου πληροφορίας, το οποίο όταν ξεπερνά ένα συγκεκριμμένο όριο δημιουργεί τις προύποθέσεις γιά την εμφάνιση της ελευθερίας. Η ελευθερία και στην συνέχεια η αυτοσυνειδησία έχει έδρα την λογική διάσταση του εγκεφάλου. Φυσικά αυτό, προς στιγμή, είναι μόνο μια υπόθεση αλλά ίσως βοηθήσει διάφορους τομείς της έρευνας να στραφουν προς πιό παραγωγικές κατευθύνσεις. Επιπλέον μια πολύ διαδεδομένη άποψη που θέλει τον νου να βρίσκεται σε ένα βαθύτερο επίπεδο και να εκφράζεται δια του εγκεφάλου μπορεί πλέον βρεί μιά αναλυτική και φυσική ερμηνεία.
Πέρα από όλα αυτά με την βοήθεια των νοητικών εργαλείων που μας παρέχουν οι απόψεις που αναπτύξαμε, μπορούμε να δώσουμε ερμηνείες και σε πλήθος άλλων θεολογικών και πνευματικών ασκητικών θεμάτων, που από επιστημονική άποψη είναι μετέωρα. Μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για όντα που έχουν μόνο λογική διάσταση, δηλαδή για αγγέλους και δαίμονες, για τον θάνατο, για την αθανασία της ψυχής ή ορθότερα του ανθρώπου. Ακόμα μπορούμε να αναπτύξουμε μια θεολογία που να είναι ταυτοχρονα πιστή στην ορθόδοξη παράδοση, αλλά να μην έχει την αδυναμία να προσλάβει, κατά ένα πραγματικό και όχι φαντασιακό τρόπο, τον υπόλοιπο κόσμο και τις πολιτιστικές και θρησκευτικές του παραδόσεις.

Έχουμε υπ’ όψιν μας και άλλες προσπάθειες διαφυγής από το παραδοσιακό επιστημονικό παράδειγμα, με σκοπό να απαντηθούν τα μεγάλα υπαρξιακά και επιστημονικά ερωτήματα. Πιστεύουμε όμως ότι η σύνδεση της εσωτερικής πνευματικής ζωής με την επιστημονική πραγματικότητα είναι αυτή που μπορεί να μας δώσει πραγματικά αξιόπιστες απαντήσεις, απαντήσεις που να ικανοποιούν και το πνεύμα μας αλλά και την λογική μας. Η Κβαντική Θεολογία είναι μια τέτοια πρόταση. Προϋποθέτει την πίστη στον Θεό, αλλά θεωρεί όλη την δημιουργία ως φυσική. Στηριζόμενοι στις θέσεις που παραθέσαμε, μπορούμε να δώσουμε απαντήσεις σε πολλά, αν όχι σε όλα, τα υπαρξιακά ερωτήματα και ταυτόχρονα να προτείνουμε διεξόδους ή νέες ιδέες στην επιστημονική έρευνα, ειδικότερα στην σύνθεση των γνωσιακών επιστημών με τις νευροβιολογικές.
Είναι φανερό ότι απαιτείται πάρα πολύ εργασία σε πλήθος επιστημονικών τομέων, ώστε από τις σκέψεις που παραθέσαμε να προκύψουν συγκεκριμμένα και ελέγξιμα πορίσματα. Για όσους όμως δεν θέλουν να θυσιάσουν την εσωτερική τους πραγματικότητα στον βωμό της «αντικειμενικής» αναγωγικής θεώρησης του κόσμου, και ταυτόχρονα να μείνουν συνεπείς με την λογικότητά τους, η Κβαντική Θεολογία ανοίγει ένα νέο και ενδιαφέροντα δρόμο που έχει αυξημένες πιθανότητες να ξεφύγει από την αυθαιρεσία και υποκειμενικότητα.

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/mέσκος/Αρθρογραφία/33.html





Ο εγκέφαλος στο εδώλιο του κατηγορουμένου

7 11 2010

ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗΣ

Ουδείς μπορεί να αγνοήσει σήμερα τις πρωτοφανείς γνωστικές κατακτήσεις και τις εντυπωσιακές εφαρμογές των επιστημών του εγκεφάλου (Νευροεπιστημών), ούτε καν η λεγόμενη «ανεξάρτητη» και φαινομενικά παντοδύναμη δικαστική αρχή. Πράγματι, για να αντιληφθεί κανείς σε ποιο βαθμό οι σύγχρονες Νευροεπιστήμες έχουν διεισδύσει σε όλες τις πτυχές της καθημερινής μας ζωής, θα αρκούσε να εξετάσει τη συστηματική πλέον προσφυγή των δικαστικών στα προσωπικά νευροεγκεφαλικά δεδομένα των κατηγορουμένων. Δικαστική πρακτική που δημιουργεί ασυνήθιστα νομικά και νευροηθικά προβλήματα.

Σήμερα, οι επιστήμονες που μελετούν τον εγκέφαλο και τις λειτουργίες του είναι σε θέση να αναλύουν με νευροβιολογικούς όρους τις εγκεφαλικές δομές που ενεργοποιούνται όταν ονειρευόμαστε, όταν ερωτευόμαστε, όταν μαθαίνουμε ή απομνημονεύουμε κάτι, όταν λέμε ψέματα, όταν κοιτάζουμε ένα έργο τέχνης ή το αγαπημένο μας πρόσωπο.

Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει ότι χάρη στην εντυπωσιακή πρόοδο των Νευροεπιστημών ο εγκέφαλός μας, έδρα των ανομολόγητων συναισθημάτων και των πιο μύχιων σκέψεών μας, έχει καταστεί όχι μόνο διαφανής στην επιστημονική γνώση αλλά και δυνητικά χειραγωγήσιμος από όποιους κατέχουν και διαχειρίζονται αυτή τη γνώση.

Εκτός όμως από τις προφανείς ιατρικές-θεραπευτικές εφαρμογές αυτών των νέων νευροεπιστημονικών γνώσεων και μεθόδων, υπάρχουν και οι πιο «έμμεσες» κοινωνικές εφαρμογές τους: αστυνομικές, δικαστικές και συνεπώς ηθικές. Πράγματι, έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από την είσοδο της Νευροεπιστήμης στα δικαστήρια και στις ειδικές αστυνομικές υπηρεσίες. Σύμφωνα μάλιστα με τις τρέχουσες νομικές αντιλήψεις μας, θεωρείται μάλλον εύλογη, αν όχι απολύτως θεμιτή, η ανάγκη επιστημονικής τεκμηρίωσης και κατανόησης -με αυστηρά νευροβιολογικούς όρους- κάθε κοινωνικά αποκλίνουσας ή παραβατικής συμπεριφοράς.

Εντοπίζοντας την εγκληματικότητα

Τα δακτυλικά αποτυπώματα, οι αυτόπτες μάρτυρες ακόμη και η ανάλυση του DNA δεν θεωρούνται πλέον επαρκή και αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία για τη λήψη δίκαιων δικαστικών αποφάσεων. Ωστόσο, χάρη στις νέες ισχυρές απεικονιστικές τεχνικές ανάλυσης του εγκεφάλου, όπως η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) και η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI), οι νευροεπιστήμονες είναι πλέον σε θέση να εντοπίζουν τις ανατομικές ή και τις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλούνται από ασθένειες ή τραύματα του εγκεφάλου. Γι’ αυτό, ολοένα και πιο συχνά, στις αποφάσεις των δικαστηρίων των ΗΠΑ και των χωρών της Ε.Ε. έχουν βαρύνουσα σημασία οι μαρτυρίες-γνωματεύσεις των ειδικών νευρολόγων ή νευροψυχολόγων. Αυτοί οι εμπειρογνώμονες καλούνται να εξηγήσουν στο δικαστήριο αν η παραβατική ή εγκληματική συμπεριφορά τής ή του κατηγορουμένου οφείλεται σε σοβαρά τραύματα ή παθήσεις του εγκεφάλου του/της.

Η εξακρίβωση της «υπαιτιότητας» και ο καταλογισμός της «προσωπικής ευθύνης» είναι δυο πανάρχαια και δυσεπίλυτα προβλήματα της Νομικής επιστήμης. Ακρογωνιαίος λίθος και προϋπόθεση για την απόδοση ποινικής ευθύνης είναι η παραδοχή ότι «μια πράξη δεν είναι εγκληματική αν ο νους αυτού που τη διαπράττει δεν είναι ένοχος» (actus non facit reum nisi mens sit rea). Προφανώς, αν ο/η κατηγορούμενος/η δεν διαθέτει «σώας τας φρένας», εξαιτίας κάποιας διαγνώσιμης εγκεφαλικής ανωμαλίας ή πάθησης, τότε μάλλον θα πρέπει να χαρακτηρίζεται και να αντιμετωπίζεται ως «ασθενής» παρά ως «υπαίτιος». Το πρόβλημα βέβαια είναι ποιος είναι σε θέση και ποιος πρέπει να αποφασίζει για το πού βρίσκεται το όριο μεταξύ φυσιολογικής, παθολογικής ή εγκληματικής συμπεριφοράς.

Για παράδειγμα, στα περισσότερα ποινικά συστήματα (αγγλοσαξονικά ή ευρωπαϊκά), όταν κάποιος κατηγορείται για ένα σοβαρό έγκλημα απαλλάσσεται από κάθε ποινική ευθύνη αν το δικαστήριο βεβαιωθεί ότι δεν είναι σε θέση να διακρίνει το καλό από το κακό εξαιτίας κάποιας εγκεφαλικής δυσλειτουργίας.

Βιολογία ή κοινωνία;

Βλέπουμε λοιπόν ότι στις μέρες μας η παραδοσιακή προσέγγιση της ανθρώπινης φύσης, που αντιπαρέθετε τη φύση/βιολογία στην ανατροφή/πολιτισμό, φαίνεται να κλίνει μάλλον προς τη φύση/βιολογία. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να επικρατεί σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης μια «νέα» αντίληψη – περιγραφή του ανθρώπου, που επιβάλλει τη βιολογικοποίηση κάθε συμπεριφοράς του: αναζητά δηλαδή αποκλειστικά στα γονίδια και, πιο πρόσφατα, στις εγκεφαλικές δομές τη μοναδική εξήγηση τόσο της φυσιολογικής όσο και της εγκληματικής συμπεριφοράς του.

Συνεπώς, τα αίτια για κάθε κοινωνικά «παραβατική» συμπεριφορά επιβάλλεται πλέον να αναζητούνται, να εξηγούνται και ενδεχομένως να «θεραπεύονται» βάσει της κατανόησης των νευροβιολογικών τους προϋποθέσεων. Και η προοπτική μιας πανίσχυρης βιοεξουσίας, ικανής να διαχειρίζεται τους ανθρώπους ως ανώνυμες βιολογικές μονάδες και όχι πλέον ως «πρόσωπα» υπεύθυνα για τις πράξεις τους, είναι σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος τον οποίο εγκυμονεί η εντυπωσιακή πρόοδος των γνώσεών μας για τον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Πηγή: http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=30/10/2010&id=218402